Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου – και δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο στην προσέγγισή του, αλλά ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντήσει η Ελλάδα το επόμενο διάστημα είναι εάν και πώς θα χρηματοδοτηθούν, με χρήμα Ελλήνων φορολογουμένων, οι ελληνικές τράπεζες στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.
Οι ελληνικές τράπεζες ανέλαβαν κινδύνους. Δεν είναι οι μόνες. Στην ανατολική Ευρώπη, που θεωρήθηκε ένα νέο τραπεζικό ελντοράντο, που θα μπορούσε να φέρει τα υπερκέρδη στα οποία είχαν συνηθίσει οι τραπεζίτες τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια, εκτυλίχθηκε μια κούρσα επέκτασης. Συμμετείχαν όχι μόνον οι μεγάλοι του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος (αυτοί έφτιαχναν παράγωγα και ποντάριζαν στη φούσκα), αλλά κυρίως τράπεζες και χώρες μεσαίου μεγέθους, που αναζητούσαν ζωτικό χώρο για επέκταση και για διοχέτευση των μεγάλων κεφαλαίων που είχαν συγκεντρώσει από τις εσωτερικές τους αγορές. Τώρα που ήρθε η κρίση, οι επενδύσεις αυτές αποδεικνύονται βρόχος – για τις τράπεζες και για τις χώρες. Συμβαίνει ήδη στην Αυστρία την ίδια, το φαινόμενο είναι το ίδιο αλλά η έντασή του για την ώρα πολύ διαφορετική στην Ελλάδα.
Η διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος έχει προειδοποιήσει τις τράπεζες να μην διοχετεύσουν πόρους από το πακέτο των 28 δις στις χειμαζόμενες θυγατρικές τους, που αντιμετωπίζουν οξύτατη κρίση ρευστότητας. Το επιχείρημα έχει λογική: γιατί να πληρώσουν οι Έλληνες για χρέη στη Ρουμανία ή τη Βουλγαρία ή την Πολωνία; Αν θέλουν, οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών ας κάνουν τα δικά τους πακέτα ενίσχυσης και ας στηρίξουν την εσωτερική τους αγορά. Δεν είναι ακριβώς προστατευτισμός, είναι όμως μια εθνική οπτική στο τραπεζικό σύστημα.
Στην τραπεζική η τόλμη δεν είναι πάντα καλός σύμβουλος, αλλά η κρίση επιβάλλει μια τολμηρή οπτική στα πράγματα. Η Ελλάδα, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να πάρει τη δύσκολη απόφαση, μέσα σε ώρα οικονομικής δυσπραγίας, να στηρίξει αυτές τις επενδύσεις των τραπεζών της στην ανατολική Ευρώπη. Είναι ό,τι σημαντικότερο έχει γίνει για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και της χώρας – στο βαθμό που δεν θεωρούμε ακόμη ότι θα καταρρεύσει εντελώς το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και θα χρειαστεί να χτιστεί ένα άλλο, πάνω σε διαφορετικά πρότυπα, εγκαταλείποντας την ιδέα της παγκοσμιοποίησης.
Αυτή δεν μπορεί να είναι απόφαση μόνο των τραπεζιτών. Τέτοιες αποφάσεις είναι αποφάσεις χωρών, του σκληρού πυρήνα της πολιτικής εξουσίας και του πολιτικού συστήματος. Εδώ –και όχι σε άλλα ζητήματα καθημερινής διαχείρισης- υπάρχει πεδίο συζήτησης και συναίνεσης, για το ναι ή το όχι. Αλλά το ναι είναι η μεγάλη ευκαιρία της Ελλάδας να εκμεταλλευθεί τη σχετικά καλύτερη κατάσταση του τραπεζικού της συστήματος για να αλλάξει κατηγορία – στην οικονομία και στην «ήπια ισχύ» της χώρας, στην επιρροή στο γεωστρατηγικό της περιβάλλον.
Υπάρχει ένα πραγματικό πρόβλημα. Ότι κανείς ακόμη δεν ξέρει το βάθος του ανοίγματος – όχι της κρίσης συνολικά στον κόσμο, αλλά ούτε σε κάθε κράτος ξεχωριστά. Άρα κανείς δεν ξέρει ούτε πόσα χρήματα θα χρειαστούν και αν μπορούν εν τέλει να στηριχτούν αυτές οι επενδύσεις. Αν, δηλαδή, η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει αυτό το στοίχημα. Αλλά η αβεβαιότητα θα είναι πια η μόνη βέβαιη παράμετρος των αποφάσεων από εδώ και πέρα…
Wednesday, February 18, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
Συμφωνούμε απολύτως. Δεν είναι λαΪκισμός, αλλά το ρίσκο έχει και τις συνέπειές του. Ας την πληρώσει αυτός που ασκεί πολιτική ρίσκων και όχι ο άσχετος που δε ρωτήθηκε καν.
Post a Comment