Thursday, May 8, 2008

Πυρηνικά και ελληνικά

Πέμπτη 8 Μαϊου – και η συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια είναι μια παγκόσμια συζήτηση. Το ερώτημα δεν είναι εάν πρόκειται για ήπια και ανανεώσιμη πηγή: αυτό το ξέρουμε και δεν είναι. Το ερώτημα δεν είναι ούτε εάν είναι οικονομικά συμφέρουσα: αυτό το ξέρουμε επίσης – είναι. Το ερώτημα αφορά κυρίως εάν η πυρηνική ενέργεια είναι η μόνη πραγματική από πλευράς απόδοσης εναλλακτική λύση για την κάλυψη των τεράστιων και συνεχώς αυξανόμενων αναγκών για παραγωγή (και κατανάλωση) ενέργειας σε παγκόσμια κλίμακα. Κι αν είμαστε ουσιαστικά υποχρεωμένοι να καταφύγουμε σε αυτήν γιατί παράγει μεν απόβλητα, που σε σημαντικό βαθμό δεν ξέρουμε πώς να τα διαχειριστούμε, που μολύνουν το περιβάλλον, και επιβαρύνει με την εκπομπή θερμότητας και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, όμως τα πράγματα με το διοξείδιο του άνθρακα και τους άλλους ρύπους τους οποίους παράγει η καύση υδρογονανθράκων, δηλαδή κυρίως το πετρέλαιο, έχουν φτάσει σε τέτοιο ακραίο βαθμό ώστε πρέπει να κάνουμε κάτι αμέσως, και είμαστε αναγκασμένοι να εξετάσουμε ακόμη και λύσεις που κανονικά θα προτιμούσαμε να μην βάλουμε καν στο τραπέζι. Κι αν αυτές οι λύσεις είναι μία: η πυρηνική ενέργεια.

Αυτή είναι η παγκόσμια συζήτηση. Και έχει σημασία γιατί σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία οι ανάγκες αλλά και οι υποχρεώσεις αποκτούν όλο και περισσότερο αναγκαστική πλανητική κλίμακα. Με αυτή την έννοια, ασφαλώς μπορεί κανείς να συμμετέχει στον προβληματισμό. Αλλά για την Ελλάδα έχει κάποιο ουσιαστικό νόημα αυτή τη στιγμή;

Έχει. Για δύο λόγους. Ο πρώτος προφανής λόγος είναι γεωστρατηγικός και γεωοικονομικός. Όταν γειτονικές χώρες έχουν από χρόνια, όπως η Βουλγαρία με το περίφημο Κοζλοντούι, ή εξετάζουν όπως η Τουρκία και η Αλβανία την κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων είναι ένα ζήτημα προς εξέταση εάν μια χώρα μπορεί να την απορρίψει – και πάντως όχι ασυζητητί.

Ο δεύτερος λόγος είναι πρακτικός – και νομίζω ότι βάζει τα όρια της συζήτησης. Η πυρηνική ενέργεια είναι ένα εξαιρετικά επίμαχο ζήτημα. Προκαλεί πάμπολλες αντιδράσεις σε θεωρητικό επίπεδο, πού να δεις τι έχει να γίνει μόλις σκεφθεί κάποιος να πει «και αν το φτιάξουμε, πού να το φτιάξουμε». Όπως είναι πολύ γνωστό, η χώρα έχει μεγάλη δυσκολία να διαχειριστεί όχι πυρηνικά αλλά κουζινικά απόβλητα. Πού θα καταλήξει η μαύρη σακούλα των σκουπιδιών; Το κράτος που δεν μπορεί να χωροθετήσει και να οριοθετήσει την πορεία της σακούλας με τα αποφάγια θα χωροθετήσει την κατάληξη πλουτωνίου; Πρόσφατα το 96,6% των Ελλήνων δήλωσαν ότι είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Αλλά γενικώς. Δεν υποστηρίζουν καμμία συγκεκριμένα, ιδιαίτερα όταν τους θίγει – ή θίγει άλλους. Θέλουμε μεταρρυθμίσεις που δεν θα θίγουν κανέναν. Αυτό απαντά και στο τι πυρηνική ενέργεια θέλουμε. Θέλουμε πυρηνικό εργοστάσιο χωρίς απόβλητα. Μέχρι να φτιαχτεί νομίζω ότι η συζήτηση γίνεται για χάρη της συζήτησης.

Wednesday, May 7, 2008

Τσίπρας ξανά...

Τετάρτη 7 ΜαΪου – και σπάνια έχει τύχει να εισπράξω τόσες αντιδράσεις για ένα σχόλιο στο Σφυγμό της Μέρας. Προφανώς πολλοί κατάλαβαν ότι χτες το πρωί διαβάσαμε το μανιφέστο για την ίδρυση fan club του Αλέξη Τσίπρα. Φοβάμαι ότι οι γκρούπις θα χρειαστεί να περιμένουν.

Επειδή, λοιπόν, έχει γίνει κάποια παρεξήγηση, ας το διευκρινίσουμε. Δεν ισχυρίστηκα ότι στην τηλεοπτική του συνέντευξη ο κ. Τσίπρας παρουσίασε την καινούργια ιδεολογική πλατφόρμα που θα βγάλει την παγκόσμια αριστερά από το πολιτικό της αδιέξοδο. Εξάλλου, είναι φανερό πως σε πολλά, αν όχι στα περισσότερα από όσα είπε, συμβαίνει να διαφωνώ, επειδή δεν βρίσκω ότι στη σημερινή συγκυρία και στην Ελλάδα, αλλά ούτε ευρύτερα, οι θέσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας αριστερής εναλλακτικής διακυβέρνησης. Για να μην αερολογούμε: ο κ. Τσίπρας δεν το κρύβει, είναι κρατιστής. Στον ΟΤΕ, για παράδειγμα, υπερασπίστηκε μέχρις εσχάτων το δημόσιο χαρακτήρα του. Την απόσταση μεταξύ δημοσίου και κρατικού και μεταξύ κρατικού και κυβερνητικού φοβάμαι ότι θα είναι πιο δύσκολο να την υπερασπιστεί, εάν του χρειαστεί έως τις εκλογές. Θέλει, λοιπόν, ελληνικό κρατικό ΟΤΕ χωρίς ξένους εταίρους. Ο ΟΤΕ, το ξέρουμε, είναι πιλότος. Θέλω κρατικό ΟΤΕ σημαίνει θέλω μεγάλο και παρεμβατικό κράτος στην οικονομία. Είναι μια άποψη. Απλώς δεν συμβαίνει να πιστεύω ότι αυτή μπορεί να είναι αριστερή διέξοδος σήμερα.

Δεν είναι η πρώτη φορά. Στην περίπτωση του άρθρου 16, όπου ο χειρισμός ήταν άριστος και κατέληξε σε πολιτικό θρίαμβο για το Συνασπισμό, ο κ. Τσίπρας υπερασπίστηκε το δικαίωμα των εγκατεστημένων συνδικαλιστικών συμφερόντων να μην διακυβευθούν τα προνόμιά τους. Είπε κι άλλα, που ήταν σωστά – αλλά και πάλι στη βάση της συζήτησης υπήρχε μια σοβαρή επιλογή, εάν θίγουμε κρατικά προνόμια και κρατικοεξαρτημένους προνομιούχους. Η απάντηση ήταν και πάλι όχι.

Για όλα αυτά, και αρκετά παρόμοια, ο κ. Τσίπρας έχει αποφασίσει να εκπροσωπήσει μια Αριστερά που παραμένει συναρτημένη με τα παλιά της ανακλαστικά, πολύ πιο γερασμένη ιδεολογικά από τον αρχηγό της. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εκπροσωπεί με αποτελεσματικότητα και επάρκεια την πολιτική που έχει επιλέξει.

Αυτό είπαμε όλο κι όλο. Ότι ο κ. Τσίπρας ανταποκρίνεται στα διλήμματα που διάλεξε για τον εαυτό του. Ότι αντιμετώπισε τη δοκιμασία μιας συνέντευξης σε πνεύμα και κλίμα τόσο εχθρικό όσο σπάνια συναντούν οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί. Ότι πέρασε με άνεση αυτές τις εξετάσεις. Και ακριβώς επειδή πιστεύω ότι υπάρχει πράγματι μεγάλο επικοινωνιακό σκέλος στην υπόθεση Τσίπρα ήταν απολύτως κρίσιμο να δείξει επικοινωνιακή επάρκεια.

Και, τέλος, ότι οι απαιτήσεις που υπάρχουν σήμερα από το Συνασπισμό και τον αρχηγό του είναι εντελώς δυσανάλογες με το μέγεθος και την προετοιμασία του κόμματος – στο κάτω-κάτω δεν έχουν περάσει εννιά μήνες από τότε που ένα κόμμα του 3% έγινε με τα χίλια ζόρια κόμμα του 5%. Σήμερα, ένας στους δύο πολίτες απαιτούν να διατυπώσει «κυβερνητικό πρόγραμμα» - σαν αυτό που δεν τύπωσε στις τελευταίες εκλογές η Νέα Δημοκρατία, σαν αυτό που ταλαιπωρεί κάθε φορά που πρέπει να πάρει θέσει για κάποιο κρίσιμο θέμα, σαν τον ΟΤΕ ας πούμε, το ΠΑΣΟΚ.

Και λίγες ώρες αργότερα, συνέβη ξανά. Με το ΠΑΣΟΚ να επιμένει στην αποχώρηση από τη συνταγματική αναθεώρηση, ουσιαστικά εξαρτάται από το Συνασπισμό εάν θα ψηφιστεί έστω ένα άρθρο. Δηλαδή εάν θα μπορεί να γίνει ξανά αναθεώρηση τα επόμενα πέντε με εφτά χρόνια. Κάπως μεγάλη απόφαση δεν είναι για ένα κόμμα που έδινε μέχρι πριν από μερικούς μήνες μάχη για την κοινοβουλευτική του ύπαρξη; Αλλά –ας επιμείνουμε- κανείς δεν διαλέγει τα θέματα στις εξετάσεις.

Tuesday, May 6, 2008

Ο Τσίπρας στην Inquisitio

Τρίτη 6 Μαΐου – και τώρα που πλησιάζουν οι εξετάσεις, ας δούμε ποια είναι τα προαπαιτούμενα μαθήματα που πρέπει να έχει περάσει ένας υποψήφιος για να είναι πολιτικός αρχηγός και να καταθέσει το μηχανογραφικό του στις πανελλήνιες κάλπες.

Υπάρχουν τέσσερα τεστ: ανάδειξη, αμφισβήτηση, τηλεόραση, πολιτική πρόταση. Ο μαθητής Τσίπρας, παρότι πήγε μικρός, πεντεμισάρης, στο σχολείο, πέρασε με άνεση τα δύο πρώτα. Για την ανάδειξη χρειάζεται ή να έχεις διαβάσει καλά ή να έχει καλή διάθεση ο δάσκαλος. Στην περίπτωση Τσίπρα συνέβη το δεύτερο. Δεν έπεσαν όλοι οι συμμαθητές στο ξεκίνημά τους πάνω σε έναν Αλέκο Αλαβάνο. Σε αυτή τη ζωή υπάρχει και ο παράγοντας τύχη.

Ένα πιο δύσκολο τεστ είναι αυτό της εσωτερικής αμφισβήτησης. Όπως όλοι γνωρίζουν εξ ιδίας πείρας, όταν κάποιος ξεχωρίσει οι πρώτοι που ζηλεύουν είναι οι συμμαθητές του. Τον αναγνωρίζουν, αλλά και τον περιμένουν – ιδιαίτερα όταν η τάξη έχει πολλές και διαφορετικές και συχνά αντίπαλες μεταξύ τους παρέες, κι από παρέες άλλο τίποτα στο Συνασπισμό. Η συγκυρία, όμως, ευνοεί. Ο Αλέξης δεν ανήκε σε κάποια από αυτές, ώστε να έχει δημιουργήσει αντιπάθειες, αλλά υποστηρίζεται από την ισχυρότερη. Εύκολα πάνω από τη βάση…

Χτες το βράδυ, ο μαθητής Τσίπρας πέρασε με άνεση και εξαιρετική επιτυχία την πιο άγρια και απαιτητική δοκιμασία: τη δοκιμασία της τηλεόρασης. Η τηλεόραση είναι προφανώς η δύναμη της εποχής, είναι ο κεντρικός δίαυλος επικοινωνίας με αυτό που η Αριστερά έλεγε παλιότερα «πλατιές μάζες», είναι το μόνο όχημα επαφής με το σύνολο της κοινωνίας και όχι με επιμέρους συνιστώσες του. Εν ολίγοις, η τηλεόραση είναι το σύγχρονο ανοιχτό φόρουμ – εκεί που ό,τι λες καταγράφεται και ξαναπαίζεται, συνήθως κακοπροαίρετα, εκεί όπου η κάθε σύσπαση του προσώπου προβάλλεται σε γκρο πλαν και μπορεί να αποκαλύψει χαρακτήρες, εκεί επίσης όπου ο λόγος δοκιμάζεται με ανελέητο τρόπο και χωρίς την άνεση της διόρθωσης ενός λάθους – εκτός από τις προνομιακές περιπτώσεις όσων έχουν κατακτήσει ή αποσπάσει το δικαίωμα να μαγνητοσκοπούν τις συνεντεύξεις τους. Αλλά, σε τελική ανάλυση, στις πανελλήνιες των εκλογών, κανείς δεν γλιτώνει από την έκθεση – που φυσικά λέγεται με το αγγλικό της όνομα: debate.

Η τηλεόραση είναι το πιο αχάριστο τεστ γιατί απαιτεί σωρευτικά δύο πλεονεκτήματα. Το ένα είναι η επιμέλεια: πολιτικός αρχηγός που βρίσκεται μπροστά στη βάσανο –μην πω το βασανιστήριο- των ερωτήσεων και δεν είναι καλά προετοιμασμένος, αποτυγχάνει. Η επιμέλεια μπορεί να εξασφαλίσει ένα βαθμό για να περάσεις, δεν δίνει όμως το άριστα. Για το άριστα χρειάζεται και διάβασμα και ταλέντο. Ο κ. Τσίπρας χτες το βράδυ βρέθηκε μπροστά σε μια εξεταστική ομάδα που δεν θα την πείραζε καθόλου να τον κόψει, μπροστά σε άτεγκτες και πιεστικές ερωτήσεις. Και δεν πέρασε απλώς, πέρασε με άνεση και εξαιρετική επίδοση.

Μένει τώρα πια η πραγματική πρόκληση. Το τεστ του πολιτικού λόγου. Για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση, οι πολίτες στις δημοσκοπήσεις ζητούν από ένα κόμμα της Αριστεράς, ένα κόμμα του 5% πριν από εννιά μήνες, για να μην ξεχνιόμαστε, όχι μόνον να γίνει εκφραστής μιας συσσωρευμένης και γενικής διαμαρτυρίας αλλά και να διατυπώσει στην ουσία ένα εναλλακτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Του ζητούν στην ουσία να αλλάξει τους όρους του μεταπολιτευτικού δικομματισμού – να μετατοπίσει το δεύτερο πόλο του στην παραδοσιακή Αριστερά, ως κεντρικό ή πάντως ισότιμο εταίρο μιας κυβερνητικής προοπτικής.

Ζητούν, ας πούμε, από τον κ. Τσίπρα να κάνει μάστερ τελειώνοντας το δημοτικό. Αλλά σε αυτές τις εξετάσεις, δεν διαλέγει κανείς το μάθημα που θα δώσει, ούτε το επίπεδο.

Monday, May 5, 2008

Ευρωπαϊκός αναπροσανατολισμός;

Δευτέρα 5 Μαϊου – και, επιστρέφοντας σε μια επικαιρότητα που μοιάζει πολύ με αυτή που είχαμε αφήσει πίσω, με το Σκοπιανό να ταλαιπωρείται από τον κ. Νίμιτς περισσότερο από ό,τι ο κ. Νίμιτς ταλαιπωρείται με το Σκοπιανό, με τον ΟΤΕ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και με τις τιμές στα ράφια να αλλάζουν γρηγορότερα από ό,τι τα προϊόντα, και με την κυβέρνηση να προηγείται του ΠΑΣΟΚ, αρχίζει κανείς να σχηματίζει την εντύπωση πως η πραγματικότητα και η πολιτική της καταγραφή κινούνται σε δύο διαφορετικές σφαίρες: στη μία συμβαίνουν πράγματα, στην άλλη επικρατεί μια υπέροχη ακινησία.


Αλλά δεν είναι έτσι. Νομίζω πως αυτό το εορταστικό 15νθήμερο συνέβησαν δύο αξιοσημείωτες εξελίξεις. Η πρώτη είναι η ραγδαία επιδείνωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, με αφορμή την υπογραφή της συμφωνίας για τον αγωγό Σάουθ Στρημ. Έχει κι αυτή δύο όψεις. Η μία είναι ότι οι Αμερικανοί έχουν δυσαρεστηθεί από την εμφανή υποχώρηση της επιρροής τους στη χώρα. Είναι εξίσου αλήθεια ότι έχουν κάνει πολύ λίγα πράγματα για να την ενισχύσουν ή να την αυξήσουν σε πολιτικό επίπεδο τα τελευταία χρόνια, ενώ ταυτόχρονα βρίσκονται σε φάση διεθνούς υποχώρησης της οικονομικής και επιχειρηματικής τους επιρροής. Το μόνο καλό με τους Αμερικανούς παλιότερα ήταν πως όταν έλεγαν μπίζνες εννοούσαν μπίζνες. Τώρα φαίνεται πως δεν μπορούν ούτε αυτό να κάνουν, ενώ οκτώ χρόνια πολιτικής των κυβερνήσεων Μπους τους έχουν καταστήσει πολύ λιγότερο αξιόπιστους από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Η δεύτερη όψη αφορά τη συγκυρία. Η επιδείνωση δεν είναι και για δράματα – αλλά ασφαλώς θα μπορούσε να έρθει σε μια καλύτερη στιγμή από την ώρα της κρίσης για το Μακεδονικό. Όσο κι αν δεν μας ενθουσιάζει, ο μόνος παράγοντας που μπορεί να πιέσει σήμερα τα Σκόπια (αν το θελήσει, που μετά από πολλές παλινωδίες δεν το θέλησε όταν έπρεπε πριν από δύο μήνες) είναι ο Αμερικανικός.


Η άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη αφορά τον ΟΤΕ. Όχι η πώληση αυτή καθεαυτή. Αλλά ο εταίρος. Γερμανοί, όπως Γερμανοί ήταν οι μνηστήρες και στη ΔΕΗ. Και πώς το βλέπει η κυβέρνηση. Ο Γιώργος Αλογοσκούφης, οικονομολόγος και υπουργός Οικονομίας, περιγράφει την επικείμενη συμφωνία με όρους που πηγαίνουν πέρα από το οικονομικό πεδίο. Είναι, λέει όταν συζητάει, όχι μια συνεργασία επιχειρήσεων, αλλά μια συνεργασία χωρών. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έχει δίκιο. Ο ΟΤΕ δεν αποκτά στρατηγικό εταίρο μια οποιαδήποτε τηλεφωνική εταιρεία, αλλά μια εταιρεία ευρωπαϊκή και μάλιστα κρατική. Το ερώτημα, δηλαδή, είναι εάν πρόκειται για σύναψη στρατηγικής συμφωνίας μεταξύ του ΟΤΕ και της Ντόιτσε Τέλεκομ ή για στρατηγική συμφωνία μεταξύ της Αθήνας και του Βερολίνου, ενδεχομένως του Βερολίνου και του Παρισιού.


Λίγη υπομονή. Οι επόμενες προμήθειες στρατιωτικού υλικού θα μιλήσουν και αυτές είναι συνήθως φλύαρες. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν δείγματα πως, μετά από τέσσερα χρόνια ευρωπαϊκής απουσίας, που συνέπεσαν με μια απουσία της Ευρώπης πρέπει να πει κανείς, η Ελλάδα ξανασκέφτεται τον προσανατολισμό της – περιμένοντας ασφαλώς και τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου.