Wednesday, January 30, 2008

Κοινή γαρ η τύχη

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου – και ταλαιπωρημένος από τα σκάνδαλα, τσακισμένος από την αδυναμία του να δώσει έστω μια ελπίδα διεξόδου, ξέπνοος από δυνάμεις και χωρίς διάθεση ενασχόλησης με τίποτε άλλο εκτός από μίζερα, φθοροποιά εσωκομματικά προβλήματα και διενέξεις προσωπικών στρατηγικών, ο δικομματισμός μοιάζει σχεδόν για λύπηση στις δημοσκοπήσεις.

Δεν είναι ότι πέφτουν τα ποσοστά του. Είναι που δεν υπάρχει η παραμικρή εικόνα για προοπτική ανάκαμψης. Δεν είναι ότι φυλλορροεί. Είναι που δεν του έχει απομείνει ίχνος δυναμικής στην κοινωνία. Δεν είναι ότι αμφισβητείται. Είναι πως η αμφισβήτησή του έρχεται σε μια στιγμή που ο ίδιος δείχνει μηδενικά ανακλαστικά απέναντί της.

Σε εποχή επικοινωνιακού καταιγισμού, το κλίμα της φθοράς δεν αποτυπώνεται στα Μέσα. Διογκώνεται και πολλαπλασιάζεται, μέσα σε ένα φαύλο κύκλο, για τον οποίο τα κόμματα εξουσίας δεν έχουν δικαίωμα ένστασης. Τον ανέχθηκαν στην έναρξή του, τον τροφοδότησαν με την παρουσία των στελεχών τους για εκλογικά οφέλη, τον υποδαύλισαν θεσμικά με την έλλειψη αποφασιστικότητας για σύγκρουση με το νέο πόλο εξουσίας. Τώρα, η διαμαρτυρία τους προσλαμβάνεται ως ιδιοτελής γκρίνια.

Η στρατηγική τους περιορίζεται στον περίφημο «επικοινωνιακό χειρισμό». Πώς θα καταφέρουμε να έχουν πρώτο θέμα τα κανάλια κάτι άλλο από αυτό που σήμερα το βράδυ μας ενοχλεί, πώς θα επηρεάσουμε ώστε τα κανάλια να «παίζουν» πιο έντονα εκείνο που βλάπτει τον αντίπαλο περισσότερο από εμάς. Είναι ένα διαρκές επικοινωνιακό παιχνίδι ευθύνης, αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν blame game. Και υποθέτει ότι οι εκλογές είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Ότι δηλαδή τα ποσοστά του δικομματισμού έχουν ένα όριο προς τα κάτω, ότι αυτό το όριο βρίσκεται ψηλά, ότι οι πολίτες στην Ελλάδα στην συντριπτική τους πλειοψηφία ψηφίζουν και θα ψηφίζουν για την άσκηση της εξουσίας παρά για τη γνώμη τους γι’ αυτήν.

Το παιχνίδι είναι σωστό όσο οι παίκτες, δηλαδή οι εκλογείς, ανταποκρίνονται σε αυτό. Οι τελευταίες μετρήσεις δείχνουν πως η συνέχιση αυτού του μοτίβου δεν είναι εγγυημένη. Και το γεγονός ότι την επομένη του θανάτου του Αρχιεπισκόπου, πρώτο θέμα δεν είναι η διαδοχή στην Εκκλησία, αλλά η κρίση στη Νέα Δημοκρατία με τον Κουκοδήμο, η κρίση στο ΠΑΣΟΚ και η κίνηση Βενιζέλου, η κοινή τους πτωτική μοίρα στις σφυγμομετρήσεις και ένα ακόμη απειλητικό σκάνδαλο με το λογότυπο της Siemens, δείχνει πως ούτε οι όροι του παιχνιδιού είναι πια εγγυημένοι. Για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση είναι ορατό το ενδεχόμενο να χάνουν και οι δύο και να μοιραστούν την κρίση εξ αδιαιρέτου.

Tuesday, January 29, 2008

Προσθήκη ρευστότητας

Τρίτη 29 Ιανουαρίου – και ο θάνατος του Αρχιεπισκόπου ήταν αναμενόμενος από τη στιγμή που διαγνώστηκε η ανίατη αρρώστια. Ο θάνατος, ιδιαίτερα για την Εκκλησία, τους πιστούς της και έναν Ιεράρχη, είναι μια στιγμή πλήρους εσωτερικότητας. Γι’αυτόν πιστεύουν οι πιστοί, γι’αυτόν υπάρχει η Εκκλησία, που δηλώνει ότι «όσοι βαφτίστηκαν στο Χριστό, έχουν βαφτιστεί στο θάνατό του» και έτσι έγιναν αδελφοί.

Υπάρχει, ωστόσο, αναγκαστικά και η εξωτερική πλευρά. Η Εκκλησία, με πρωτοβουλία, επιδίωξη και επιτυχή δράση του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, έγινε βασικός παράγοντας του κοινωνικού και δημόσιου βίου της χώρας. Θέλησε –και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε- να έχει λόγο και ρόλο εκεί όπου οι προκάτοχοί του δεν είχαν θελήσει να αναμειχθούν «στα του κόσμου τούτου». Αναβάπτισε μια Εκκλησία κοινωνικώς δρώσα και την κατέστησε, έτσι, πόλο συσπείρωσης κοινωνικών δυνάμεων. Σε άλλους άρεσε, σε άλλους μας δεν άρεσε, όμως η Εκκλησία διεκδίκησε παρουσία και λόγο σε μια σειρά από ζητήματα που ξεκινούσαν από το θρήσκευμα και μέσα από αυτό έφταναν στην ιδέα για τη χώρα και από εκεί απευθείας στην άμεση επαφή με τους πολίτες και, επομένως, στην άσκηση επιρροής και σε πολιτικά ζητήματα (η εξωτερική πολιτική είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα).

Ο θάνατος Χριστόδουλου έρχεται σε μια ειδική συγκυρία. Μια συγκυρία ρευστότητας και ανασφάλειας για την ευρεία κοινωνία. Και, χωρίς να συνδέεται με αυτήν, προσθέτει στη ρευστότητα. Είναι φανερό πως η χώρα ζει μια φάση μετάβασης, που σημαδεύεται από εκτεταμένη ανασφάλεια για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Είναι φανερό πως υπάρχει αναζήτηση για πραγματικούς ή φαντασιακούς πυλώνες και σημεία αναφοράς. Είναι φανερό πως η κατάσταση αυτή εκτείνεται σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής: αν λιγότερο στην οικονομία, ασφαλώς περισσότερο στην πολιτική με την απαξίωσή της και, συγχωρήστε με που θα υποθέσω τόσο σημαντικό το ρόλο τους, στα μέσα ενημέρωσης με την εκτεταμένη αμφισβήτησή τους από ένα σώμα ανθρώπων που επηρεάζουν πολύ περισσότερο και πολύ πιο στρεβλά από ό,τι θα έπρεπε και από ό,τι δικαιούνται.

Μέσα σε όλα αυτά, η ρευστότητα και στην Εκκλησία είναι άλλος ένας παράγοντας αποσταθεροποίησης περισσότερο στο κοινό αίσθημα των πολιτών, παρά στους ίδιους τους θεσμούς. Και γι’αυτό ήταν άριστη η απόφαση να γίνει σχετικά γρήγορα η εκλογή του διαδόχου του, χωρίς να εξαντληθούν τα περιθώρια που δίνει ο νόμος. Και γι’αυτό, φυσικά, έχει τόση σημασία εάν σε αυτή τη συγκυρία εάν η Εκκλησία θα επιλέξει μια μεταβατική λύση, ενός Ιεράρχη χαμηλών τόνων, για να αφομοιώσει ό,τι συνέβη επί Χριστόδουλου, ή θα προτιμήσει άλλη μια ρήξη με το παρελθόν της, αναδεικνύοντας Αρχιεπίσκοπο με ισχυρές απόψεις και επιδίωξη κοινωνικής προβολής τους.

Monday, January 28, 2008

Πλούσιος ή πένης, βασιλεύς ή στρατιώτης

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου – και η πιο συγκλονιστική ευχή που δίνει η ορθόδοξη εκκλησία στους πιστούς της είναι για «καλή απολογία». Η ώρα έρχεται για όλους, όπως ήρθε για τον Αρχιεπίσκοπο σήμερα τα ξημερώματα. Ο τρόπος που διάλεξε να σταθεί απέναντι στο τέλος, από την ώρα που η πορεία έγινε αναπότρεπτη, θα είναι για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο χωρίς αμφιβολία μια κορυφαία στιγμή και μια παρακαταθήκη. Έζησε το τέλος με την επίγνωση του θανάτου, χωρίς τον τρόμο, χωρίς την υστερία, χωρίς την απόγνωση που συνήθως φέρνει η ανίατη αρρώστια. Με ηρεμία και αξιοπρέπεια, χωρίς εθελοτυφλία και με παρρησία, ήταν Ιεράρχης απέναντι στο γεγονός της θνητότητας, που είναι άλλωστε και η αφετηρία της πίστης που πρέσβευε.

Οι πιο δύσκολοι απολογισμοί είναι αυτοί που γίνονται την ώρα της έντασης των συναισθημάτων. Αλλά κανείς δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Χριστόδουλος αφήνει την προσωπική του σφραγίδα στην σύγχρονη ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δεν είναι ένας Αρχιεπίσκοπος που θα ξεχαστεί – για όσα έκανε, αλλά και για την παρακαταθήκη που αφήνει, αφού στα σχετικά λίγα χρόνια της διακονίας του, όχι παραπάνω από δέκα, ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά ιεραρχών και μαζί ανέδειξε μια αντίληψη για το έργο της Εκκλησίας.

Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή, μπορεί κανείς να πει λίγα. Αλλά το βέβαιο είναι πως ο Χριστόδουλος άλλαξε τη σχέση της Εκκλησίας με την ελληνική κοινωνία, την ενίσχυσε και την ανακαίνισε εις όφελος του οργανισμού του οποίου ηγήθηκε. Για να το κάνει αυτό, άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε η Εκκλησία τον εαυτό της. Δεν ήταν πια ο εσωστρεφής, κάπως ασκητικός οργανισμός των προηγούμενων χρόνων – μια εναλλακτική επιλογή στην κοινωνικότητα. Την έκανε τμήμα της κοινωνικότητας, εξωστρεφή, δυναμική, αιχμηρή και διεκδικητική. Στην πράξη, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν αυτός που έβαλε την Εκκλησία στην εποχή της επικοινωνίας.

Και θα πιστωθεί ότι, αν και δεν ήταν εύκολο, αυτή την επιλογή την ακολούθησε με σταθερότητα ακόμη κι όταν μπροστά του βρέθηκε το φάσμα του συνειδητού και ανέκκλητου τέλους.

Friday, January 25, 2008

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου – και το θέμα είναι να είσαι ωραίος τύπος. Να έχεις καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτή τη χώρα. Και να αντιδράς αναλόγως.

Πάρτε παράδειγμα το «βουλευτή που επισκέφθηκε στο σπίτι του το Μάκη Τριανταφυλλόπουλο». Αυτή η ωραία περίφραση απηχεί περισσότερο την πραγματικότητα, παρά το απλό όνομα Κώστας Κουκοδήμος. Ο «βουλευτής που επισκέφθηκε στο σπίτι του το Μάκη Τριανταφυλλόπουλο» παίζει εδώ και μέρες ένα υπέροχο κρυφτό με την πραγματικότητα. Ναι πήγε στο σπίτι του, ή στη βίλα του, ή στο παλάτι του, ή στο ανάκτορό του τελοσπάντων – γιατί οι βασιλείς (έστω της τηλεθέασης) δικαιούνται ένα ανάκτορο. Τι είπε ο νεανίας της Βουλής; Πρότεινε όντως συναλλαγή εκδότη-κυβέρνησης; Μέρες τώρα ο κόσμος το έχει τούμπανο κι εκείνος κρυφό καμάρι. Στην αρχή το διέψευσε – όχι πως τον πίστεψε κανείς, αλλά εντάξει, για τους τύπους… Μετά η διάψευση ράγισε. Και έκτοτε τον αναζητούσε ο Ερυθρός Σταυρός και ο Γιάννης Τραγάκης, ο Λευτέρης Ζαγορίτης, το Μαξίμου, η Ρηγίλλης και άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις. Εκείνος άφαντος. Έβγαινε μόνο στο τηλέφωνο. Κι έλεγε πως «ισχύει απολύτως η διάψευση». Αλλά δήλωση, όπως είχε υποσχεθεί, δεν έκανε. Μέχρι χθες. Που ο άνθρωπος απάντησε. Και έστειλε την απάντησή του εκεί που έπρεπε. Όχι στον Πρωθυπουργό – που προφανώς εκθέτει, με ευθύνη του ή όχι μένει να αποδειχθεί. Όχι στο γραμματέα του κόμματος. Όχι στο γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Την επιστολή-απάντηση την έστειλε εκεί που έπρεπε. Στο ανώτατο καθοδηγητικό όργανο. Σε επίπεδο κορυφής. Στο Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Για να μη χάνουμε και την αίσθηση της ιεραρχίας δηλαδή. Τίποτε δεν είναι πιο αποκαλυπτικό της πραγματικότητας. Ο κ. Κουκοδήμος έκανε πράξη και αποκάλυψε αυτό που όλοι υποψιαζόμασταν. Σκληρό πράγμα η αλήθεια…

Είπαμε. Το παν είναι να είσαι ωραίος τύπος. Όπως για παράδειγμα, οι συνδικαλιστές της ΓΣΕΕ. Τι έχει συμβεί αυτές τις μέρες; Μας το εξήγησε ο πρόεδρός της, ο κ. Παναγόπουλος. Υπάρχει μια συνωμοσία σε βάρος της αγνής και άδολης Συνομοσπονδίας. «Προσπαθούν» - ναι, το είπε- «να την εμπλέξουν σε ένα πολιτικο-δημοσιογραφικό σκάνδαλο». Ποιοι; Μα φυσικά οι άγνωστοι και μηδέποτε κατονομαζόμενοι συνωμότες. Τα «συμφέροντα». Οι ακατονόμαστοι. Αυτοί που βλέπουν στη ΓΣΕΕ ένα μετερίζι που πρέπει να πέσει, ένα προπύργιο προάσπισης των λαΪκών δικαιωμάτων που απειλούνται από τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης (αυτό συνήθως στις ομιλίες το κάνουν copy-paste). Οι ενορχηστρωτές είναι πολύ ύπουλοι. Γνώρισαν στην ηγεσία της ΓΣΕΕ έναν κ. Νικολιτσόπουλο. Αυτοί τον έβαλαν να κάνει ομαδικές αγωγές και να πληρώνεται με ακαθάριστο μισθό με το κομμάτι – ακόμη και όταν η λύση δινόταν για τους συμβασιούχους με πολιτική απόφαση. Τα συμφέροντα, δηλαδή, έβαλαν τον κοσμάκη να πληρώνει για την επιτυχία των κοινωνικών αγώνων. Τα συμφέροντα έβαλαν τον δικηγόρο αυτό να πηγαίνει στα μέσα ενημέρωσης και να δείχνει βίντεο με Ζαχόπουλο, να συνοδεύει την Τσέκου και να προτείνει συναλλαγή, με πιθανό ακόμη και οικονομικό αντικείμενο – μιλάμε δηλαδή για το μισό ποινικό κώδικα και ολόκληρο τον κώδικα δεοντολογίας των δικηγόρων.


(Παρεμπιπτόντως, ο ΔΣΑ έχει πει κάτι;)

Αυτοί οι συνδικαλιστές είναι και πολιτικά στελέχη. Συμβαίνει μάλιστα η ηγεσία τους να είναι στελέχη του ΠΑΣΟΚ, της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όταν συλλαμβάνεται σε παράπτωμα συνεργάτης του πρωθυπουργού βγαίνουν δικαίως στα κάγκελα και φωνάζουν για την ευθύνη που έχει ο κ. Καραμανλής για τους συνεργάτες τους. Όταν ο συνεργάτης είναι δικός τους, υπάρχει κάποια συνωμοσία εις βάρος τους και φυσικά δεν έχουν καμμία ευθύνη.

Θα φταίνε μετά οι πολίτες να βγάλουν μερικά συμπεράσματα για την ποιότητα της αλλαγής που προτείνουν αυτοί οι νικολιτσόπουλοι συνδικαλιστές ως πολιτικά στελέχη;

Thursday, January 24, 2008

Απλώς γείτονες

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου – και δεν συνέβησαν πολλά στην επίσκεψη Καραμανλή στην Άγκυρα ύστερα από μισό αιώνα. Δεν άλλαξε κάτι στις σχέσεις ή στις θέσεις, δεν μάθαμε κάτι που δεν ξέραμε για τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Μάθαμε, όμως, κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Ότι Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να συνυπάρχουν, να διαφωνούν, να εμμένουν στις θέσεις τους, να μην οδηγούνται σε παροξυσμούς ή σε υποχωρήσεις – και παρά ταύτα να έχουν επαφές σε επίπεδο κορυφής. Να διατηρούν, δηλαδή, αυτό που είναι αυτονόητο για οποιεσδήποτε γειτονικές χώρες δεν θέλουν να βρίσκονται σε διαρκή κατάσταση έντασης: ομαλές σχέσεις.

Είναι η μεγάλη (αλλά λεπτή και δύσκολη στην εξήγησή της στην κοινή γνώμη) διαφορά ανάμεσα στην «ελληνοτουρκική φιλία», που είναι δύσκολη και εν τέλει μπορεί να μην έχει και ιδιαίτερο περιεχόμενο, και την «καλή γειτονία», που είναι το αναγκαίο πολιτικό ζητούμενο.

Σήμερα, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, είναι μια ευκαιρία. Μετά από πολλά-πολλά χρόνια, κανείς στην Αθήνα δεν αμφισβητεί ότι υπάρχει πια ένας, μοναδικός, αξιόπιστος και εσωτερικά σταθερός συνομιλητής. Η μείζων πολιτική παρουσία του Ταγίπ Ερντογάν έχει αλλάξει μια κρίσιμη παράμετρο: την υπαγωγή του πολιτικού προσωπικού στο στρατιωτικό κατεστημένο. Δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη, αλλάζει όμως σταθερά και, επιπλέον, είναι εξίσου σταθερά στην πολιτική ατζέντα του Ερντογάν. Η επικράτησή του είναι εξίσου πιθανή και θετική.

Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά, συμπίπτει ο πολιτικός κύκλος στην Ελλάδα και την Τουρκία. Οι κυβερνήσεις τους κέρδισαν με διαφορά μερικών μηνών καθαρές εκλογικές νίκες. Έχουν νωπή λαϊκή εντολή – και μάλιστα εστιασμένη σε εσωτερικές προτεραιότητες. Στην Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια τώρα, η παραδοσιακή αντιπαλότητα με την Τουρκία και συνολικά τα θέματα εξωτερικής πολιτικής έχουν φύγει από την εκλογική ημερήσια διάταξη. Το Σεπτέμβριο, εάν θυμάμαι καλά, δεν έγινε ούτε μια ερώτηση στο ντημπέιτ για την εξωτερική πολιτική. Στην Τουρκία, οι εντολείς του κ. Ερντογάν έχουν κυρίως εσωτερικές προτεραιότητες: την εδραίωση της δημοκρατίας, τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης, την κατοχύρωση των ατομικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Οι συνθήκες για την εξομάλυνση είναι παρούσες, χωρίς να έχει μεταβληθεί κάτι στις διαφορές. Η επίσκεψη δεν έφερε τίποτα. Αλλά η ίδια η επίσκεψη είναι τμήμα της εξομάλυνσης. Το πρόβλημα είναι ότι κρατάει μόνον τρεις μέρες, όπως όλα τα θαύματα. Μετά επιστρέφει κανείς και βρίσκεται πάλι απέναντι στο Ζαχόπουλο, το Μάκη, το Θέμο, τον ανακριτή, το Χίο και, τώρα, τον Κουκοδήμο. Με τον Ερντογάν παλεύεται. Με τον Κουκοδήμο πιο δύσκολα…

Εξαγωγή το ρεζιλίκι - εισαγωγή το λογαριασμό

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου – και εάν αντέξατε να δείτε χτες το βράδυ δελτίο ειδήσεων μέχρι λίγο πριν από τις διαφημίσεις, ίσως να έχετε πληροφορηθεί τα πάντα, ακόμη και ότι ένας Έλληνας πρωθυπουργός πηγαίνει στην Τουρκία ύστερα από μισό αιώνα.

Επειδή αυτό καθεαυτό το γεγονός έχω πεισθεί ότι ιεραρχήθηκε σωστά, δηλαδή ελάχιστη σημασία έχει, ας το δούμε ως παράμετρο της ζέουσας πραγματικότητας, ας βάλουμε δηλαδή τα πορτρέτα του Καραμανλή και του Ερντογάν, μην πω και του Καραμανλή και του Μεντερές, για να μην φτάσω και στο Βενιζέλο και τον Ατατούρκ, εάν χρειαστεί, ως φόντο στη βασική προσωπογραφία των ημερών, στον Ιανό της δημοσιογραφίας, που μια τον κοιτάς και μοιάζει Θέμος, μια τον κοιτάς και μοιάζει Μάκης.

Αφού λοιπόν βρήκαμε το κατάλληλο πλαίσιο, ας δούμε και τι συμβαίνει στο περιθώριο. Στην Τουρκία λειτουργεί μια αγγλόφωνη εφημερίδα που λέγεται Turkish Daily News και μπορεί κανείς να το πει περιφραστικά και ευγενικά, στην ουσία πάντως είναι μια ημι-επίσημη έκδοση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών. Πώς βλέπει αυτή η εφημερίδα του βαθύτατου κράτους, το όργανο του στρατιωτικοδιπλωματικού κατεστημένου, τον Έλληνα πρωθυπουργό καθώς πηγαίνει προς την Άγκυρα; Τον βλέπει «πολιτικά αδυνατισμένο λόγω ενός ερωτικού σκανδάλου που αφορά στενότατο συνεργάτη του». Το θέμα δεν είναι βέβαια η ακρίβεια των διατυπώσεων. Το θέμα είναι η ακρίβεια των εντυπώσεων. Και είναι απόλυτη. Είναι θλιβερό, είναι ατυχές, αλλά ισχύει. Πράγματι, ο κ. Καραμανλής πηγαίνει σήμερα στην Άγκυρα με μια ομάδα δημοσιογράφων που δεν θα ρωτάει για γκρίζες ζώνες αλλά για ροζ ζωνάρια. Και θα έχει τη σκέψη του, αναγκαστικά, στην Αθήνα. Πρώτο θέμα δεν θα είναι η επίσκεψη αλλά το Πρώτο Θέμα.

Δεν είναι μόνον αυτό. Χτες στις Βρυξέλλες πήγε ο υπουργός Εξωτερικών της ΠΓΔΜ Αντόνιο Μιλόσοσκι. Μίλησε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Θεωρητικώς, προνομιακός χώρος για την Ελλάδα και τις θέσεις της. Εμείς είμαστε στην Ένωση, εκείνος έρχεται ζητώντας να μπει. Και μπήκε, αν και επισκέπτης, αν και με αιτήματα – μπήκε άνετος. Και τι είπε; Είπε πως «ελπίζει», ναι «ελπίζει» ο κ. Μιλόσοσκι…, να «μην χρησιμοποιήσει η Ελλάδα το ζήτημα της ονομασίας για να καλύψει τα σκάνδαλά της».

Αυτή είναι η κατάσταση. Πέρα από την καταστροφική παράλυση που έχει φέρει στο εσωτερικό, η παρατεταμένη κρίση με την υπόθεση Ζαχόπουλου αρχίζει τώρα να επηρεάζει μέχρι και την εξωτερική πολιτική. Αρχίζει δηλαδή να γίνεται εξαγωγή το ρεζιλίκι και εισαγωγή ο λογαριασμός του. Από την άλλη, βέβαια, κάθε βράδυ στις 8 το διασκεδάζουμε…

Tuesday, January 22, 2008

Τώρα στην κατηφόρα

Τρίτη 22 Ιανουαρίου – και ένας πρώην υπουργός της κυβέρνησης έλεγε χτες το πρωί: «η πολιτική χρονιά τελειώνει. Μέχρι το Πάσχα είναι να κάνει μια κυβέρνηση ό,τι έχει να κάνει. Το νομοθετικό έργο είναι πάνω-κάτω 50 μέρες και από αυτές οι περισσότερες από το πρώτο τετράμηνο της χρονιάς. Οι πολίτες μας ψήφισαν –έλεγε…- όχι πριν από δύο ή τρία χρόνια, αλλά πριν από πέντε μήνες. Έδωσαν μια εντολή που ισχύει – έλεγε… Αλλά τι θα μπορέσουμε να απαντήσουμε εάν φτάσει το τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου και το μόνο που έχουμε ολοκληρώσει είναι ο επικοινωνιακός χειρισμός της υπόθεσης Ζαχόπουλου;»

Νομίζω ότι η παρατήρησή του –και είναι ένας βουλευτής που στην υπουργική του θητεία έχει περάσει από σαράντα κύματα- συνοψίζει το πολιτικό πρόβλημα της κυβέρνησης σήμερα. Λίγο αργότερα συνέβη κάτι ακόμη. Άνοιξε το Χρηματιστήριο. Για πολύ καιρό οι αναλυτές και οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούσαν το κλισέ ότι «μαζεύονται μαύρα σύννεφα στην οικονομία». Χτες άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Θα είναι μια μπόρα, που θα περάσει; Λίγοι το πιστεύουν. Οι περισσότεροι αναζητούν μια κιβωτό προβλέποντας κατακλυσμό. Για την κυβέρνηση τα πράγματα είναι λίγο χειρότερα. Από την εκλογή της, το 2004, είχε τη δυνατότητα να χειριστεί την οικονομία (πέρα από τη γνωστή διαμάχη για το τι παρέλαβε) σε ένα ανοδικό κύκλο. Είναι καλύτερα να διαχειρίζεσαι και το χειρότερο ταμείο σε μια καλή αγορά – θα σας βεβαιώσει και ο πιο ταπεινός μικρέμπορος. Αλλά στις καλές μέρες μειώσαμε τα ελλείμματα, αλλά τις μεταρρυθμίσεις δεν τις κάναμε. Για παράδειγμα: εάν στα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης δεν φτιάξαμε το «μαξιλάρι» που όλοι αναγνωρίζουν πως χρειάζεται για το ασφαλιστικό, εάν στις παχιές αγελάδες δεν εξοικονομήσαμε μια βάση για να πάρουν συντάξεις οι επόμενες γενιές, τώρα πόσο εύκολο θα είναι να το αποφασίσουμε στην αρνητική συγκυρία, όταν θα καίμε από το λίπος που υποτίθεται έχουμε συσσωρεύσει, όταν θα σφίγγουν τα ζωνάρια (στην πραγματικότητα και όχι στα λόγια, και μάλιστα σε μια πραγματικότητα που επιβάλλουν οι παγκόσμιες συνθήκες και δεν την ελέγχουμε);

Για πρώτη φορά τώρα, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, δηλαδή ο κ. Αλογοσκούφης, έχει να διαχειριστεί ένα καθοδικό κύκλο στη διεθνή οικονομία. Τώρα είναι η ώρα της κρίσης.

Βέβαια, υπάρχει πάντοτε για τους πολίτες η λύση. Και η λύση είναι απλή. Άμα ζορίσουν τα οικονομικά, οι απλοί άνθρωποι, οι καθημερινοί, οι άνθρωποι της εργασίας και του μόχθου, θα χρειαστεί να βγάλουμε το κομπόδεμα από το μαξιλάρι ή να κάνουμε ανάληψη από το λογαριασμό – ο καθένας από την off-shore του. Τρία εκατομμύρια ο ένας, πέντε ο άλλος, κάπως θα τη σκαπουλάρουν και οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι σε αυτή την φτωχή χώρα των πλουσίων…

Monday, January 21, 2008

"Ντροπή" - μια πολιτική κατάσταση

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου – και τι είναι σε αυτή τη ζωή πέντε εκατομμύρια ευρώ; Είναι ένα ποσό. Είναι οικονομίες, αποταμιεύσεις. Είναι το ύψος μιας συναλλαγής. Είναι ένα μηντιακό πυροτέχνημα. Είναι, εν τέλει, ένα σύμβολο.

Σε αυτή την παράδοξη και μοναδική υπόθεση Ζαχόπουλου έχουν συμβεί πραγματικά πάρα πολλά που θα μπορούσαν να έχουν συγκλονίσει την ελληνική κοινωνία. Δεν συμβαίνει άλλωστε κάθε μέρα να πηδούν υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη από το παράθυρο, δεν συμβαίνει κάθε μέρα να πέφτουν δικηγόροι στις ρόδες φορτηγών, δεν είναι ένα σύνηθες σκάνδαλο σαν όλα τα άλλα στα οποία έχουμε εθιστεί. Κι όμως. Αυτό που διαπιστώνω να έχει προκαλέσει το μεγαλύτερο σοκ στους πολίτες, τη μεγαλύτερη εντύπωση αλλά και τη μεγαλύτερη περίσκεψη, είναι ένα ποσό: τα περίφημα πέντε εκατομμύρια ευρώ.

Σε δραχμούλες είναι 1,7 δις. Τι έγινε; Εκτός από τη μπάλα, χάσαμε και το μέτρημα; Αυτή είναι η κοινή απορία των πολιτών. Ποιοι και πόσοι είναι αυτοί που κυκλοφορούν στην ίδια πόλη και την ίδια χώρα με όλους μας, ασκούν τα ίδια επαγγέλματα (αλλά πιθανόν με διαφορετικό τρόπο και διαφορετική αποτελεσματικότητα) ώστε να κινούνται σε εντελώς άλλες σφαίρες. Με ποια άνεση προφέρει κανείς τη φράση «πέντε εκατομμύρια ευρώ», με ποια άνεση πηγαίνει στην τράπεζα όπως όλοι οι άλλοι που περιμένουν στην ουρά για να πληρώσουν την κάρτα τους και λέει «θα ήθελα μια κατάθεση πέντε μύρια, μετρητά παρακαλώ…». Πόσο είναι εν τέλει το μαύρο χρήμα που κυκλοφορεί σε αυτή τη χώρα – γιατί άσπρο χρήμα νόμιμο, δεν μετακινείται σε μετρητά και σε σακκούλες. Δεν είναι το πρόσωπο, ούτε το ποσό. Είναι η αποκάλυψη του τι πραγματικά συμβαίνει κάτω από τα μάτια όλων – αρμόδιων και αναρμόδιων και δεν συγκινείται κανείς. Είναι η αποκάλυψη της πραγματικής αιτίας που η διαφθορά έχει διαχυθεί σε ολόκληρο τον ιστό της κοινωνίας, του κράτους, των μηχανισμών και διαλύει το σύστημα.

Δεν αμφισβητεί κανείς την επιχειρηματικότητα. Προφανώς η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα θα αποτιμάται και σε πέντε και σε 25 εκατομμύρια ευρώ. Είναι όμως άλλο οι αποτιμήσεις κι άλλο η άνεση, για να μην πω η αβελτηρία, με την οποία κινήσεις των 5 εκατομμυρίων ευρώ προφέρονται και παρουσιάζονται σαν αγοραπωλησίες πακέτων τσιγάρων.

Διερωτήθηκε άραγε κανείς πώς αισθάνθηκαν ακούγοντας αυτά τα ποσά που έχουν ξεφύγει οι απλοί πολίτες; Πώς αισθάνθηκαν οι εύποροι άνθρωποι – αυτοί που νόμιζαν πως ανήκουν στους μάλλον προνομιούχους; Πώς αισθάνθηκαν οι φτωχότεροι άνθρωποι – αυτοί που αγωνίζονται για να τα φέρουν βόλτα, αυτοί που ρωτάνε «πόσο κάνει» όχι για τα γκάτζετ της πολυτελούς διαβίωσης αλλά για τα αναγκαία της καθημερινότητας; Πώς αισθάνθηκαν οι πτυχιούχοι που δουλεύουν για 700 ευρώ, και εκείνοι που δεν έχουν δουλειά και περιμένουν να ζήσουν από το επίδομα του ΟΑΕΔ;

Εν τέλει, διερωτήθηκε η πολιτική ηγεσία της χώρας που ζει από μές αυτή την κρίση σε ποιο βαθμό τα ποσά διαβρώνουν τις αντιλήψεις και πόσο η αίσθηση του εξευτελισμού –του χρήματος και κυρίως της εργασίας και της αποτίμησής της- υπονομεύουν τη δική της θέση; Μετά απορεί γιατί οι πολίτες δηλώνουν ότι η υπόθεση Ζαχόπουλου δεν τους έχει προκαλέσει τόσο οργή ή θυμό, αλλά κυρίως «απογοήτευση» και –προπάντων- «ντροπή».

Ξεχασμένη λέξη, αλλά η αναβίωσή της μπορεί να έχει βαριά πολιτική επίπτωση.

Γενική ασυλία

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου – και για τις πολιτικές ή τις αστυνομικές πλευρές της υπόθεσης Ζαχόπουλου μπορεί κανείς να έχει τη μία ή την άλλη οπτική. Αλλά υπάρχει και η καθαρά διοικητική πτυχή – τι έχει να κάνει το κράτος, πέρα και ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει με την κυβέρνηση ή και τη Δικαιοσύνη.

Υπάρχει, για παράδειγμα, μια τράπεζα. Από ό,τι έχω καταλάβει έως τώρα ένας δημοσιογράφος εμφανίστηκε τρεις φορές για να καταθέσει υπέρογκα ποσά. Την τρίτη ένας υπάλληλος ειδοποίησε το ΣΔΟΕ και έτσι άρχισε να ξετυλίγεται ένα από τα κεφάλαια του μυθιστορήματος των ημερών, αυτό που έχει τίτλο «5 εκατομμύρια ευρώ». Ναι, αλλά τις άλλες δύο τι έγινε; Ποια ακριβώς κύρωση υπέστη ή θα υποστεί η τράπεζα για το γεγονός ότι αποδέχθηκε προηγούμενες καταθέσεις χωρίς να ενημερώσει, ως όφειλε, τις αρχές; Θα δεχθεί κάποιο βαρύ πρόστιμο; Θα κινηθεί η Τράπεζα της Ελλάδος για να την ελέγξει; Θα κινδυνεύσει η άδεια λειτουργίας της στην Ελλάδα; Θα διωχθούν για την προφανή συνέργεια σε διακίνηση μαύρου χρήματος τα στελέχη της;

Η απάντηση είναι προφανώς όχι – μάλλον θα αστειεύεσαι… Όπως δεν συνέβη τίποτα στην ιδιωτική τράπεζα που έδωσε 2,5 εκατομμύρια ευρώ μετρητά στην υπόθεση της Ακρόπολις Χρηματιστηριακή – και εκεί τελοσπάντων ήταν και χρηματιστές και έκαναν ανάληψη, όχι κατάθεση. Όπως δεν συνέβη τίποτα στην κρατική τράπεζα που έκανε ακριβώς το ίδιο στην ίδια υπόθεση.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνον οι αυτουργοί. Το πρόβλημα είναι ότι η δουλειά τους γίνεται υπερβολικά εύκολη σε μια χώρα που πλημμυρισμένη από μαύρο χρήμα και διαφθορά έχει εικόνα Ευρώπης και υπόβαθρο Κοσσόβου. Σε ποια άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα εκτός από την Πρίστινα κυκλοφορούν ευυπόληπτοι πολίτες με σακκούλες γεμάτες χαρτονομίσματα και η ζωή συνεχίζει να κυλά ευτυχισμένη; Το πρόβλημα είναι ότι η συνέργεια στη διακίνηση μαύρου χρήματος είναι και προσοδοφόρα και εντελώς ακίνδυνη, χάρη στην διοικητική διαφθορά και παράλυση (πέρα από κάθε όριο ανοχής και αγγίζοντας το όριο της συνενοχής).

Χθες, η Δικαιοσύνη έβαλε στο αρχείο την υπόθεση των υποκλοπών. Το πιο σκληρό μήνυμα το πήρε η κοινωνία όχι τόσο από το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκαν οι δράστες των υποκλοπών και οι εντολείς τους. Όταν παρακολουθείται ο πρωθυπουργός, ο αρχηγός του στρατού και όλη η πολιτική ηγεσία της χώρας, οι πολίτες μπορούν να υποθέσουν ότι πρόκειται για μια υπόθεση εντελώς ειδικού χειρισμού και, στο κάτω-κάτω, να αποδεχθούν ότι υπάρχουν μερικά πράγματα που μια κυβέρνηση μπορεί να επιλέξει να μην δημοσιοποιήσει ποτέ, σταθμίζοντας (με τα δικά της αναγκαστικά κριτήρια) το εθνικό συμφέρον. Το πιο σκληρό μήνυμα από την υπόθεση των υποκλοπών είναι ότι δεν συνέβη απολύτως τίποτα στην εταιρεία Βόνταφον, ούτε στην Έρικσον. Η μέγιστη ταλαιπωρία ήταν ότι προσήλθαν και κατέθεσαν στη Βουλή – ψέκασαν, σκούπισαν και τελείωσαν. Πλήρωσαν και μερικά παραπάνω για διαφημίσεις, έκοψαν και ένα βαρύ λογαριασμό για την επικοινωνία και τη νομική τους υποστήριξη και καθάρισαν. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Ούτε που κινδύνευσε η άδεια λειτουργίας, ούτε καν πίεση ουσιαστική στην επιχειρηματική της δραστηριότητα δέχθηκε μια εταιρεία μέσα από το δίκτυο της οποίας παρακολουθήθηκε το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Αυτό είναι το μήνυμα. Δεν τρέχει κάστανο – ακόμη κι αν βλαβεί ο Πρωθυπουργός, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, ο πρόεδρος της δημοκρατίας ή όλοι μαζί. Ζήσε τη στιγμή. Πού θα ξαναβρείς τέτοια χώρα;

Thursday, January 17, 2008

Βαθύ γκρι, σχεδόν μαύρο

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου – και κατά σύμπτωση χτες το βράδυ ξεφύλλιζα ένα μάτσο χαρτιά. Ήταν τυπωμένα τα πρώτα θέματα του Σφυγμού της Μέρας από το καλοκαίρι και μετά – από εκείνο το ωραίο 15αύγουστο που αποφασίσαμε να κάνουμε εκλογές για να βγούμε από το αδιέξοδο και επιστρέψαμε άρον-άρον για να δούμε (μη χάσουμε…) την ηρωική έξοδο της χώρας από όλα τα προβλήματα και τις στενωπούς.

Η είδηση –δεν είναι καινούργιο αυτό- είναι τις περισσότερες φορές η κακή είδηση, το δυσάρεστο γεγονός, η αρνητική εξέλιξη. Αλλά κάντε μια αναδρομή στις 150 μέρες που έχουν μεσολαβήσει. Δεν είναι απλώς ότι θα διαπιστώσετε μια κατακλυσμιαία δυσθυμία. Δεν είναι μόνο ότι θα δείτε ανάγλυφη την αιτία αυτής της δυσθυμίας. Δεν είναι ούτε ότι δεν θα βρείτε κανένα, μα κανένα, καλό νέο, ένα παράθυρο για ανάσα αισιοδοξίας. Είναι που τα κακά νέα δεν έρχονται από παντού, αλλά αφορούν κυρίως και σε συντριπτικό ποσοστό τη χώρα, είναι που δεν οφείλονται σε μια αρνητική συγκυρία, ή σε απρόβλεπτους παράγοντες, ή στο κακό το ριζικό μας. Έρχονται όλα από μέσα.

Από τις φωτιές και το πώς τις αντιμετωπίσαμε μέχρι το πλήρες αδιέξοδο του πολιτικού συστήματος την επαύριο μιας καθαρής εκλογής, περνώντας από υπουργικά καταλύματα σε αναψυκτήρια, από δάση αυθαιρέτων, από ανοιχτές καταγγελίες παράκεντρων εξουσίας για προσπάθεια ελέγχου των κομμάτων (αναρωτιέμαι εάν ισχύουν και σήμερα…), από γενικούς γραμματείς υπουργείων που εκβιάζονται και πηδούν στο κενό, από ειδικούς γραμματείς που καταγγέλλονται συναλλασσόμενοι, από δημοσιογράφους που κυκλοφορούν με σακκούλες γεμάτες χαρτονομίσματα, από δημοσιογράφους που δημοσιεύουν πολιτικό πορνό χωρίς καν να επικαλεστούν την ειδησεογραφική του αξία, από άλλους δημοσιογράφους που διεκδικούν το μονοπώλιο της τηλεοπτικής και κυριακάτικης εισαγγελίας, όλα παραπέμπουν στην ίδια νοσηρή κατάσταση. Την κοινή διαπίστωση του προβλήματος, του βάθους και της έκτασής του, στην κοινή διαπίστωση της ανάγκης για άμεση πρωτοβουλία και επίσης στην κοινή διαπίστωση ότι δεν υπάρχει καμμία δύναμη που να πάρει τέτοια πρωτοβουλία.

Σήμερα, ένας νεκρός (ξανά…) σε μαχαιρώματα οπαδών. Δεν είναι καινούργιο. Πριν από όχι πολύ καιρό είχαμε την μάχη των οπαδών στην Παλλήνη, πάλι με ένα νεκρό. Τώρα, αντί μάχης, ενέδρα. Συμβαίνουν αυτά στους πολέμους. Τι έγινε έκτοτε. Άλλαξε κάτι στο ποδόσφαιρο; Συνέβη κάτι που να το βγάλει από τη σφαίρα της ημι-παρανομίας που τροφοδοτείται από την επίνευση των ισχυρών, την ανοχή των αρχών και την έξαρση του φανατισμού; Δεν συνέβη. Δεν συνέβη όχι γιατί δεν ξέρουμε τι χρειάζεται. Όχι γιατί δεν έχουμε τη δυνατότητα να το επιβάλουμε. Αλλά επειδή δεν υπάρχει κανείς να το κάνει.

Αυτό είναι το θέμα. Ότι όλοι ξέρουμε τι χρειάζεται και κανείς δεν υπάρχει ακόμη να το κάνει.

Wednesday, January 16, 2008

"Μικρέ, πιάσε μου πέντε μύρια..."

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου – και πριν από μερικά χρόνια ένας νεοσσός αστέρας της ελληνικής τηλεόρασης έγινε διάσημος διαβάζοντας τις ταμπέλες με τις τιμές από τα αγγουράκια και τις μελιντζάνες στη λαϊκή αγορά και αναφωνώντας προς τον μέντορα τηλεπαρουσιαστή του: «σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας Νίκο μου». Τότε γελούσαμε – αλλά ο άνθρωπος βρισκόταν μπροστά από τις εξελίξεις.

Η αλήθεια είναι πως όσο εθισμένος κι αν είναι κανείς στην έκταση, το βάθος και τη διάχυση της διαφθοράς στην Ελλάδα – όσο κυνικός κι αν έχει γίνει με το φαινόμενο εξουσία και την επίδρασή του στους κατόχους της – όσο κι αν ο μιθριδατισμός στην ανηθικότητα έχει γίνει εθνικό σπορ, ακόμη κι εκείνοι που από το επάγγελμά τους ζουν ως καθημερινότητα σε μικρές δόσεις όλα αυτά που παίρνουμε αυτές τις μέρες σε μεγα-δοσολογία, δεν μπορούν να μην εκπλαγούν.

Κυρίως γιατί ακούγονται ως συνήθη και μάλλον αναμενόμενα, τα πιο ακραία, τα πιο εξωφρενικά, τα πιο εκκεντρικά στιγμιότυπα που παραπέμπουν σε ένα κράτος-Πομπηία. Κυρίως, επειδή δεν είναι η πρώτη φορά. Επειδή επαναλαμβάνονται και τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Πριν από ενάμισυ χρόνο εμφανίστηκε σε ένα υποκατάστημα τραπέζης στο κέντρο της Αθήνας κάποιος κύριος Αποστολίδης. Ζήτησε 2,5 εκατομμύρια ευρώ – κάτι λιγότερο. Σε μετρητά. Σε ένα χαρτοφύλακα. Συνήθως σε πολιτισμένες χώρες δεν καλείται σε ανάλογες περιπτώσεις το 100. Καλείται το 166 με προειδοποίηση για ανάγκη ψυχολογικής στήριξης πελάτη. Δεν συνέβη. Ο κ. Αποστολίδης έβαλε τα 2,5 εκατομμύρια (κάτι λιγότερο) στην τσάντα κι έφυγε κύριος. Την επομένη εμφανίστηκε και ο συνεταίρος του. Σε άλλο υποκατάστημα, πάλι εν μέση πρωτευούσει. Τα ίδια. Τα πήρε κι έφυγε. Καλός πελάτης. Η κατάληξη είναι γνωστή και είναι η Ακρόπολις Χρηματιστηριακή, το χρηματοκιβώτιο μιας εταιρείας-μαϊμού στις Κουκουβάουνες και η αναζήτηση του μίτου του προφανώς μαύρου χρήματος μέσα σε μια μεγάλη δίνη σκανδάλου, του σκανδάλου των ομολόγων. Ο κ. Αποστολίδης και ο συνεταίρος του ο κ. Πρινιωτάκης κυκλοφορούν άνετοι, εξίσου άνετα λειτουργούν και σήμερα τα υποκαταστήματα των τραπεζών που έδωσαν 2,5 εκατομμύρια ευρώ μετρητά.

Έτσι, λοιπόν, τον Αύγουστο εμφανίστηκε σε μια άλλη τράπεζα ένας γνωστότατος δημοσιογράφος. Και ζήτησε να καταθέσει 5 εκατομμύρια ευρώ. Το πόθεν έσχες του τα δικαιολογούσε. Και, εξίσου προφανώς, το πόθεν έσχες δεν έχει καμμία σχέση με την υπόθεση – αφού δεν υπάρχει πόθεν έσχες που να δικαιολογεί τέτοιο ποσό σε μετρητά. Τα μετρητά είναι μια μεγάλη παθογένεια της οικονομίας και η διακίνησή τους οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι τέτοιο τρομακτικά μεγάλο κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας προέρχεται από τη μαύρη οικονομία.

Ειδοποιήθηκε το ΣΔΟΕ – έως εδώ καλά. Και τι έγινε έκτοτε; Έγινε αυτό που κανείς δεν θα ήθελε να διανοηθεί. Ο ελεγκτικός μηχανισμός, ο ανεξάρητος διοικητικός ελεγκτικός μηχανισμός έδωσε την πληροφορία στην κυβέρνηση. Η κυβέρνηση και ο εκδότης. Και ένα κράτος-σουρωτήρι. Που είτε δεν ελέγχει τους πολίτες στις ύποπτες συναλλαγές τους, είτε όταν τους ελέγχει το κάνει για να παράσχει εξυπηρέτηση σε κρατικούς μηχανισμούς ώστε να συμμετάσχουν κι εκείνοι στις ύποπτες συναλλαγές.

Η εικόνα είναι απλή. Είναι εικόνα παράλυσης και πλήρους αδιεξόδου. Το καθησυχαστικό για τους παράγοντες της εξουσίας είναι ότι εν γένει οι πολίτες σιωπούν. Μερικές φορές όμως δεν υπάρχει τίποτα πιο ανησυχητικό από μια τέτοια σιγή.

Tuesday, January 15, 2008

Όλο και πιο κάτω - δεν έχει πάτο...

Τρίτη 15 Ιανουαρίου – και χθες πέρασα πάρα πολύ όμορφα. Πρώτα πήγα στο Μέγαρο Μουσικής. Όπως λένε και οι Εγγλέζοι, αυτά που άκουσα ήταν μουσική στα αυτιά μου. Πρώτα άκουσα τους υπεύθυνους της οργάνωσης Διεθνής Διαφάνεια να περιγράφουν τις επίπονες και εξοντωτικές προσπάθειες που χρειάστηκε να καταβάλει η Ιορδανία για να βρεθεί καλύτερη από την Ελλάδα σε μπαχτσίσια και λαδώματα, σε μέσον και υπαλληλική διαφθορά. Βεβαίως εν Ελλάδι το μέσον, το ρουσφέτι όπως αποκρουστικά το αποκαλούσαμε παλιά, έχει πλήρως εξευρωπαϊστεί και αποκαλείται πλέον «κονέ». Αυτό είναι σύγκλιση…

Μετά άκουσα τον κ. Παπανδρέου να λέει κάτι που το έχω εμπεδώσει από την εποχή που αρχηγός της αντιπολίτευσης ήταν ο κ. Καραμανλής: ότι για όλη αυτή την αθλιότητα φταίει η κυβέρνηση. Αν άλλαζε και ερχόταν (λέμε τώρα…) το ΠΑΣΟΚ, όλα θα ήσαν καλύτερα. Αυτό ακριβώς μας έπεισε και παλιότερα. Ότι εάν έφευγε το ΠΑΣΟΚ και ερχόταν η Νέα Δημοκρατία όλα θα ήταν καλύτερα. Δίκιο δεν είχαμε;

Βεβαίως είχαμε δίκιο. Μετά άκουσα τον Πρωθυπουργό, που όταν ήταν αρχηγός της αντιπολίτευσης έλεγε πως για όλα έφταιγε η κυβέρνηση. Τώρα υποσχέθηκε να προχωρήσει απαρέγκλιτα στο δρόμο της διαφάνειας και των μεταρρυθμίσεων και να καταβάλει έως και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του για αυτό τον μείζονα πολιτικό στόχο. Κάτι μου θύμισε, βέβαια, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τι ακριβώς γιατί πάει και καιρός πια…

Μετά πέρασα και μια βόλτα από το Μουσείο Μπενάκη, είχε την έκθεση με τα εξώφυλλα της Athens Voice, για να πάρω μια ανάσα πραγματικών ανθρώπων και πραγματικής δημιουργίας – που εν αντιθέσει με το σύλλογο των απανταχού Κλινδιωτών και τον ιερό ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κάτω Παναγιά, δεν έλαβε (ούτε και περίμενε) χρηματοδότηση από τον κ. Ζαχόπουλο και τους ομοίους του στο υπουργείο Πολιτισμού. Που πρέπει να του αναγνωρίσουμε ότι εκπροσωπεί επάξια και με ακρίβεια τον πολιτισμό μας…

Αλλά ας μην σας απασχολώ με δευτερεύοντα. Θα έχετε κι εσείς χαρεί με όσα ακούσατε από τον κ. Καραμανλή και τον κ. Παπανδρέου επίσης, ο καθένας το κατά δύναμιν, για την Διαφάνεια στην Ελλάδα και την αμετάκλητη απόφασή τους να την πατάξουν αμείλικτα. Μετά πάλι γύρισα σπίτι. Και άνοιξα τηλεόραση.

Και τι θυμήθηκα; Πριν από 20 χρόνια, η λέξη διαφάνεια ήταν πάλι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Τότε την είχαμε μάθει στα ρώσικα. Την έλεγαν «γκλάσνοστ». Και «εμπρός της γης οι διεφθαρμένοι», έμαθαν το μάθημά τους. Ότι, δηλαδή, ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, εάν κάποια στιγμή αποφασίσει ή υποχρεωθεί σε διαφάνεια, δεν μεταρρυθμίζεται. Καταρρέει. Όπως κατέρρευσε με τη «γκλάσνοστ» η Σοβιετική εξουσία. Όπως διαλύθηκε, με τα «καθαρά χέρια» το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα της Ιταλίας. Γι’αυτό και τα συστήματα αμύνονται απέναντι στη διαφάνεια. Γι’αυτό και η διαφάνεια και η μεταρρύθμιση απαιτούν σύγκρουση. Και ανθρώπους που θα την αποφασίσουν.

Monday, January 14, 2008

Για την ευθύνη των δημοσιογράφων

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου – και στο τέλος αυτής της υπόθεσης Ζαχόπουλου δεν ξέρω ποια θα είναι ακριβώς η κατάσταση της κυβέρνησης – αν δηλαδή θα πληγωθεί ανεπανόρθωτα, ή εάν θα καταφέρει να την επουλώσει, όπως συνέβη με μια σειρά άλλων ανάλογης ή και μεγαλύτερης εμβέλειας υποθέσεων από τις υποκλοπές μέχρι τα ομόλογα. Δεν ξέρω επίσης ποια θα είναι η κατάσταση της πολιτικής, σε ποιο βαθμό δηλαδή θα έχει αυξηθεί όχι πια η δυσπιστία αλλά η καθαρή αποστροφή που αισθάνεται η κοινή γνώμη για την ποιότητα της πολιτικής της εκπροσώπησης και, κυρίως, για τους βασικούς της εκπροσώπους. Είναι πια όμως καθαρό –και πολύ, μα πολύ ανησυχητικό για όσους ζουν από αυτήν- ότι στο τέλος της υπόθεσης Ζαχόπουλου η δημοσιογραφία κινδυνεύει να έχει σημειώσει απώλειες στην συνείδηση της κοινωνίας ανάλογες, αν όχι μεγαλύτερες, με εκείνες των πρωταγωνιστών.

Θα είναι άδικο. Γιατί η απουσία της θα ήταν το καλύτερο καλοκαιρινό όνειρο όλων όσοι εμπλέκονται σε μια, χωρίς αμφιβολία, όζουσα υπόθεση. Θα είναι άδικο. Γιατί η παρουσία της είναι, ίσως όχι πλήρης, αλλά πάντως η ισχυρότερη εγγύηση ότι θα μάθουμε κάπως την αλήθεια, ότι θα ζήσουν πιο δύσκολες μέρες οι πολλοί αναμεμειγμένοι που θα προτιμούσαν να τσαλακωθεί και αυτή η ιστορία μέσα σε ένα γκρίζο φάκελλο και να καταλήξει στα βάθη των αρχείων. Αλλά για τις απώλειες της δημοσιογραφίας, δεν θα φταίνε εκείνοι που κατεξοχήν την απεχθάνονται, οι φυσικοί της αντίπαλοι. Όχι αυτή τη φορά.

Ο κ. Πάγκαλος έλαβε από τη φορά των πραγμάτων το δικαίωμα να μας δίνει μαθήματα επαγγελματικής συμπεριφοράς. Τον έχουμε κρίνει αρκετά ώστε να το δικαιούται. Και λυπούμαι να πω ότι όσο απογοητευτικό και εάν είναι, ένας πολιτικός θυμίζει στους δημοσιογράφους ότι δουλειά τους δεν είναι να δίνουν τις πληροφορίες, ή τα στοιχεία, ή τα πειστήρια που έχουν στην κατοχή τους στον Πρωθυπουργό, αλλά στους αναγνώστες, θεατές και ακροατές τους.

Επίσης, δουλειά των δημοσιογράφων δεν είναι να διακινούν ροζ dvd πρώτα ή άλλοι στο παρασκήνιο, ύστερα ή άλλοι στο κοινό, για να δικαιώσουν όσους θέλουν να παρουσιάσουν το θέμα Ζαχόπουλου ως περίπτωση «πολιτικής της κλειδαρότρυπας».

Και, ασφαλώς, δουλειά των δημοσιογράφων δεν είναι να εμφανίζονται ως αγέλη αλληλοσπαρασσόμενων εκπροσώπων συμφερόντων, δεν είναι να λειτουργούν ως καταδότες χωρίς στοιχεία, με υποτιθέμενες πληροφορίες στη λογική της σπίλωσης από την οποία πάντα κάτι μένει.

Τα συνδικαλιστικά μας όργανα, έως τώρα, έχουν δείξει βραδύτητα και νωθρότητα – αλλά η τελική ετυμηγορία της επιτροπής δεοντολογίας και σωστή ήταν και λειτούργησε αποφασιστικά προς την κατεύθυνση του δημόσιου συμφέροντος και του καλώς νοούμενου επαγγελματικού συμφέροντος των δημοσιογράφων. Σε αυτή τη συγκυρία έχουν πολλά ακόμη να κάνουν και να πουν, σε κάθε φάση και σε κάθε στιγμή, για να προστατεύσουν το επάγγελμα από την κοινωνική απαξίωση. Και για να έχουν πρόσωπο σε μερικές μέρες να εμφανιστούν ενώπιον της κοινής γνώμης και να ζητήσουν τη διατήρηση μερικών προνομίων που στη διαδρομή απέκτησε ένα συνολικά μη προνομιούχο επάγγελμα.

Αλλά για να μπορούμε να μιλάμε, θα μιλήσουμε πρώτα για τη δημοσιογραφία και μετά για τα ένσημα.

Ποιά κρίση;

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου – και χθες ήταν η μέρα των εκπροσώπων. Για την κυβέρνηση, ο βασικός της εκπρόσωπος βρίσκεται με τον Πρωθυπουργό στις μακρινές Ινδίες – η ευτυχία, έστω και σύντομη, είναι απλό πράγμα. Ο αναπληρωτής του ζούσε ώρες δυστυχίας, απέναντι στους δημοσιογράφους – που για κάτι τέτοια διάλεξαν ένα κατά τα άλλα επιβαρημένο επάγγελμα. Ο κ. Αντώναρος έπρεπε να σχολιάσει τη διαπίστωση της κας Μπακογιάννη ότι η κοινή γνώμη, οι πολίτες, η κοινωνία έχουν αποστασιοποιηθεί από το πολιτικό σύστημα επειδή πιστεύουν ότι οι πολιτικοί τους λένε ψέμματα. Και ότι ο δρόμος της επιστροφής, εάν υπάρχει, προς την αξιοπιστία είναι να σπάσει αυτό το στερεότυπο, με ανακαίνιση της γλώσσας επικοινωνίας, με απαγκίστρωση από δεδομένες ευκολίες και προβαρισμένες συμπεριφορές, από κλισέ και συμβατικότητες, με μεγαλύτερη αμεσότητα και πειστική ειλικρίνεια. Περίπου σαν να λες δηλαδή ότι το πρωί ο ήλιος βγαίνει ή ότι κάποια μέρα όλοι θα φύγουμε από το μάταιο αυτό κόσμο.

Τι είπε ο κ. Αντώναρος – και μάλιστα τι «απάντησε», όπως μεταφέρθηκε, γιατί έχουμε φτάσει να αυτονόητα να θεωρούνται προκλήσεις προς απάντηση… «Απάντησε», λοιπόν, ότι «όλοι οι υπουργοί αυτής της κυβέρνησης μιλούν πάντοτε τη γλώσσα της αλήθειας». Ναι, αυτό είπε, και για όσους δεν το πιστεύουν το έχουμε αργότερα και σε ηχητικό απόσπασμα.

Λίγο αργότερα είχε την τιμητική του ο ομόλογός του στο ΠΑΣΟΚ – αυτός δεν έχει αναπληρωτή, τουλάχιστον όχι ακόμη. Ο κ. Ραγκούσης εμφανίστηκε ενώπιον Θεού και ανθρώπων και, αιφνιδιαστικά, κατήγγειλε μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία από συμφέροντα, όχι αόριστα αυτή τη φορά, αλλά συγκεκριμένα εκδοτικά συμφέροντα, προς διάσπαση του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ κλυδωνίζεται ξανά, λίγες εβδομάδες μετά την επανεκλογή του κ. Παπανδρέου, και το ρεφλέξ είναι απλό: φταίνε τα συμφέροντα. Υπάρχει μια συνωμοσία σε βάρος της αναβαπτισμένης ηγεσίας. Υπάρχει πλεκτάνη. Υπάρχουν δολοπλόκοι και μηχανορράφοι. Το πρόβλημα είναι ότι το ΠΑΣΟΚ υπό τη σημερινή του ηγεσία δεν συμβιβάζεται με τις επιδιώξεις αυτών των άνομων συμφερόντων, που θέλουν δικούς εγκάθετους για να ελέγχουν πλήρως, αυτά τα εξωθεσμικά κέντρα, το πολιτικό σύστημα. Σας θυμίζει κάτι; Είναι η θεωρία του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου περασμένη από ένα πολιτικό φούρνο μικροκυμάτων. Σερβίρεται καυτό…

Αλλά ας υποθέσουμε ότι είναι έτσι. Ποιο είναι το κοινό σημείο ανάμεσα στις δύο αυτές τοποθετήσεις των κκ. Ραγκούση και Αντώναρου; Νομίζω ότι υπάρχει, ορατό και αποκαλυπτικό. Είναι η άρνηση της κρίσης. Αν το πολιτικό σύστημα, λέει ο καθένας για λογαριασμό του, εμφανίζεται να περνάει κρίση και να μη λειτουργεί, μην το πιστεύετε. Είναι μια εικόνα, μια ψευδαίσθηση. Οφείλεται σε παρανόηση και σε εσκεμμένη παραπλάνηση. Κακώς οι πολίτες πιστεύουν πως οι πολιτικοί λένε ψέμματα – οι υπουργοί μας δεν λένε ποτέ, άλλωστε είναι υπουργοί του κ. Καραμανλή. Κακώς οι πολίτες δυσπιστούν έναντι του ΠΑΣΟΚ και του αρχηγού του – γελάστηκαν από τις Σειρήνες των Μέσων Ενημέρωσης. Άλλωστε είναι το ΠΑΣΟΚ του κ. Παπανδρέου. Κρίση δεν υπάρχει. Μια εικόνα πλαστή είναι, ένα φάσμα, μια illusion, μια ονειροφαντασιά. Οι ρόλοι είναι διαφορετικοί αλλά τα ανακλαστικά είναι τα ίδια: η άρνηση.

Και αν η κοινωνία βλέπει κρίση, τόσο το χειρότερο γι’αυτήν. Φταίει η κοινωνία που δεν καταλαβαίνει. Φταίει που πέφτει θύμα επιτήδειων. Κρίση δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει και αμφιβολία. Δεν αρμενίζουμε στραβά. Στραβός είναι φυσικά ο γιαλός – και έτσι μπορούμε να συνεχίσουμε στην αμεριμνησία των μελτεμιών μας.

Με μερικές ακόμη τέτοιες δηλώσεις και στις επόμενες δημοσκοπήσεις θα έχουν πάλι απορίες γιατί άραγε να εγκαταλείπονται μαζικά από τους πολίτες…

A passage to India

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου – και η Ινδία είναι μια μεγάλη και αντιφατική χώρα. Έχει για όλα μια καλή και μια κακή εκδοχή. Ακόμη και για τις σχέσεις που ενώνουν τους ανθρώπους με ακατάλυτα δεσμά. Μια από αυτές – αλλά όχι η μόνη- είναι ο έρωτας. Μια άλλη, άσχετη αλλά τώρα το θυμήθηκα, είναι η πολιτική.

Στην πολιτική, τώρα λοιπόν που το θυμήθηκα, η Ινδία –η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου- δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με την εδώ κοιτίδα της δημοκρατίας. Εκεί, στα μόλις 60 χρόνια ανεξαρτησίας, έχει διαμορφωθεί ένα παράδοξο σύστημα – και στην ίδια την Ινδία και στο κομμάτι της που απλώς έχει άλλο όνομα και άλλο θρήσκευμα και λέγεται Πακιστάν. Εκεί τα κόμματα έχουν οικογενειακό χαρακτήρα. Πρόσφατα, ας πούμε, δολοφονήθηκε η Μπεναζίρ Μπούτο. Ο πατέρας της ήταν πρωθυπουργός, ο Ζουλφικάρ, και εκτελέστηκε. Η ίδια εξοντώθηκε. Ποιος θα γινόταν αρχηγός στο Λαϊκό Κόμμα; Η απάντηση ήταν απλή. Ο γιος της. Είναι βέβαια 19 χρονών. Δεν έχει ζήσει ποτέ στο Πακιστάν. Δεν έχει ιδέα από πολιτική. Έχει όμως το βασικό προσόν. Λέγεται Μπούτο. Αν του τύχει κάτι, βλέπω να μένει το Μέγκα χωρίς διευθυντή προγράμματος.

Στην Ινδία τους Μπούτο τους λένε Γκάντι. Ήταν πρώτα ο Νεχρού, μετά η εγγονή του, η Ίντιρα Γκάντι, που τη δολοφόνησαν. Ο γιός της ο Σαντζάι σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Η επιλογή, οπότε ήταν ξεκάθαρη. Ο άλλος γιός της, ο Ρατζίβ. Δολοφονήθηκε κι αυτός. Δεν είχε μείνει Γκάντι για το κόμμα του Κογκρέσσου. Ε, και; Ο Ρατζίβ είχε παντρευτεί. Βέβαια ήταν Ιταλίδα, βέβαια είχε σχέση με την Ινδία νωρίτερα όση εσείς κι εγώ. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Λεγόταν, έστω και εξ αγχιστείας, Γκάντι. Πρόεδρος του Κογκρέσσου είναι σήμερα μια Ιταλίδα από τη Λουζιάνα, με το ινδικότατο όνομα Σόνια, αλλά πάντως (έτσι ησυχάζουν 800 εκατομμύρια Ινδών) Γκάντι.

Τέτοια περίεργα, που καμμία σχέση δεν έχουν με την ωραία Ελλάδα, συμβαίνουν σε αυτή την εξωτική χώρα, την Ινδία, όπου σήμερα μεταβαίνει με σύσσωμο το επιτελείο του ο κ. Καραμανλής. Η Ινδία είναι επίσης τόπος συμβολικός και των ερωτικών σχέσεων. Εκεί, για παράδειγμα, βρίσκεται το διασημότερο σύμβολο της συζυγικής αγάπης, το Ταζ Μαχάλ. Βεβαίως, ισχύει επίσης ότι οι Ινδοί είχαν και μια άλλη ενδιαφέρουσα συνήθεια. Όταν πέθαινε ο μαχαραγιάς, τη σύζυγό του την έκαιγαν (ζωντανή αυτή) στην επιθανάτια και καθαρτήρια πυρά.

Έτσι είναι ο έρωτας – και όχι μόνον. Όταν ξεκινάει δεν ξέρεις αν θα καταλήξει στην αιωνιότητα ή στην πυρά.

Wednesday, January 9, 2008

Η εποχή της ρευστότητας

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου – και μια ακόμη ανατροπή προγνωστικών στις αμερικανικές προκριματικές εκλογές, αυτή τη φορά υπέρ της Χίλαρυ και σε βάρος του Ομπάμα, δείχνει ακριβώς πόσο δύσκολες είναι πια (και όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες) οι προγνώσεις. Μετά την εποχή των αναταράξεων, ζούμε την εποχή της ρευστότητας.

Αυτή η ρευστότητα είναι πια το κεντρικό χαρακτηριστικό της πολιτικής συμπεριφοράς σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα, κυρίως των ανεπτυγμένων κοινωνιών, στις οποίες πια εύκολα κατατάσσεται και η Ελλάδα. Όλο και περισσότεροι διστάζουν. Όλο και πιο πολύ εγκαταλείπονται οι παγιωμένες συμπεριφορές, οι σταθερές εντάξεις, η ταύτιση με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους. Όλο και περισσότερο αμφισβητείται η χρησιμότητα των παλιών, γνωστών, αποκρυσταλλωμένων διαχωρισμών, εν τέλει και η ίδια η σχέση τους με τη σημερινή πραγματικότητα – αν δηλαδή απλώς δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στο σύνολο των απαιτήσεών της, ή έχουν τη μορφή λειψάνων, απολιθωμάτων, μιας κληρονομιάς του παρελθόντος από την οποία είναι δύσκολο να απαλλαγεί κανείς, ακόμη και αν είναι προφανές ότι συνιστά πια περισσότερο βάρος παρά κέρδος.

Σε ψυχρούς εκλογικούς όρους το αποτέλεσμα είναι ότι η συμπεριφορά των πολιτών, ατομικά και μαζικά, δεν είναι πια προβλέψιμη. Όπως διαπιστώνουν και στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκεί όπου γεννήθηκε η ιδέα των σφυγμομετρήσεων και είναι πλήρως αφομοιωμένη στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και της αγοράς, υπάρχει πια ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων που αποφασίζει την τελευταία στιγμή προς τα πού θα κλίνει, οι τάσεις μεταβάλλονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και τα «επικοιωνιακά φαινόμενα» σχηματίζονται και καταρρέουν με την ταχύτητα που έχει πια επιβάλει το ηλεκτρονικό μοντέλο. Όταν η πληροφορία διαχέεται παντού σε μια στιγμή, η επίδρασή της είναι ακόμη πιο αβέβαιη.

Ακόμη κι έτσι, όμως, υπάρχουν δύο βασικά συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ακριβώς η παράμετρος της ρευστότητας και της αβεβαιότητας ως σταθερά στην πολιτική εξίσωση. Οποιοσδήποτε δημοσκόπος στην Ελλάδα μπορεί να σας βεβαιώσει ότι δεν πρόκειται για αμερικανικό προνόμιο.

Και, δεύτερον, η αμφισβήτηση του συστήματος. Ακόμη και χαμένος, αλλά για λίγο, στο Νιου Χαμσάιρ, ο Ομπάμα δείχνει πως μπορεί πια ακόμη και στο πιο σκληρό πολιτικό σύστημα του κόσμου η άρνησή του να αποτελεί πολιτική πλατφόρμα. Ότι υπάρχει μια ευρύτατη, διάχυτη επιθυμία της κοινωνίας για ανατροπές και αλλαγές, που να προέρχονται μάλιστα από έξω και όχι από μέσα. Λίγοι πια πιστεύουν στην ειλικρίνεια όσων υποστηρίζουν ότι θα προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις εκ των έσω. Οι πολίτες θέλουν ρήξεις που να σηματοδοτούν και την αποστροφή που αισθάνεται πια μεγάλο μέρος της κοινωνίας για το παιχνίδι των προηγούμενων χρόνων, τους όρους και, ακόμη, τους παίκτες του. Ακόμη κι αν η Χίλαρυ, ο πιο σκληρός αλλά και ο πιο ικανός εκπρόσωπος του συστήματος, κερδίσει, το μήνυμα Ομπάμα παραμένει όχι απλώς επίκαιρο αλλά και με δυνατότητες διάδοσης σε μεγάλη κλίμακα, όπου το πολιτικό σύστημα θεωρείται ξεπερασμένο, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες στην Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν είναι εξαίρεση.

Tuesday, January 8, 2008

Μειοψηφικός δικομματισμός;

Τρίτη 8 Ιανουαρίου – και, πέρα από την πληθωριστική τους χρήση, οι δημοσκοπήσεις παραμένουν η πιο αξιόπιστη καταγραφή των τάσεων στο εκλογικό σώμα. Αυτή η σφυγμομέτρηση, όμως, που δημοσιοποίησε αργά χτες το βράδυ ο Αντέννα, της Metron Analysis, είναι κάτι παραπάνω. Είναι η πρώτη αριθμητική αποτύπωση μιας κατάστασης που πηγαίνει πολύ πέρα από την κρίση δυσπιστίας έναντι του πολιτικού συστήματος της χώρας. Είναι η πρώτη αριθμητική αποτύπωση μιας κατάστασης που πηγαίνει πέρα και από την διαπιστωμένη αναντιστοιχία ανάμεσα στις προσδοκίες, τις αγωνίες ή τις επιθυμίες της κοινωνίας και τις δυνατότητες ανταπόκρισης του πολιτικού συστήματος. Τώρα, υπάρχει μια ποιοτική διαφορά: εμφανίζεται κάτι που δεν έχει εμφανιστεί ποτέ ξανά στη μεταπολίτευση κι αυτό είναι το φάσμα ενός μειοψηφικού δικομματισμού.

Τα δύο μεγάλα κόμματα, οι ακρογωνιαίοι λίθοι του συστήματος της μεταπολίτευσης, που οδήγησε τη χώρα στη δημοκρατική ομαλότητα ουσιαστικά για πρώτη φορά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, συγκεντρώνουν μετά βίας λίγο πάνω από το 50% και με σαφή καθοδική πορεία. Το «καθοδική» δεν αποδίδει την αλήθεια. Όσο κι αν θέλει κανείς να είναι συγκρατημένος στις διατυπώσεις, η πραγματικότητα είναι περισσότερο κοντά στην «κατάρρευση». Δεν είναι ίσως ακόμη μια «κατάρρευση ψήφου» - δημοσκοπήσεις είναι… Μετά βεβαιότητος όμως μπορεί κανείς να μιλά πια για «κατάρρευση εμπιστοσύνης».

Τα δύο κόμματα πέφτουν μαζί. Πέφτουν μαζί σε μια κρίση που είναι καθαρά και αποκλειστικά κυβερνητική. Στη φυσιολογική λειτουργία του συστήματος, ένα μέρος τουλάχιστον της φθοράς της εξουσίας θα έπρεπε να την καρπώνεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν συμβαίνει. Και όχι απλώς αυτό. Πέφτει κιόλας. Δεν έκανε κάτι για να αποδοκιμαστεί – κι όμως αποδοκιμάζεται κι αυτό. Γιατί;

Νομίζω πως η μόνη δυνατή ερμηνεία είναι ότι έχει αλλάξει η αντίληψη της ευρείας κοινωνίας για το τι είναι αυτά τα κόμματα. Δεν τα βλέπει πια ως εναλλακτικές λύσεις για μια έγκυρη άσκηση εξουσίας, ως λύσεις διακυβέρνησης. Τα βλέπει, αντιθέτως, ως διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος, ή για την ακρίβεια, ως διαφορετικές όψεις του ίδιου προβλήματος. Τα αντιμετωπίζει δηλαδή, ως «σύστημα». Και το σύστημα αυτό εμφανίζεται χωρίς δυναμική, χωρίς εσωτερικές δυνατότητες ανανέωσης, να κατατρώει τις σάρκες του, να κάνει ασκήσεις αυτοσυντήρησης και να βυθίζει τις προσδοκίες μιας κοινωνίας και μιας χώρας, που –κατά τα άλλα- έχει πολλά και μεγάλα πλεονεκτήματα σήμερα, πέρα από τα πολλά και μεγάλα προβλήματα. Έχει ανθρώπους, έχει χρήματα, έχει μαζί της μια σχετικά ευνοϊκή διεθνή συγκυρία. Και αναζητεί ηγεσία, που θα της δώσει στόχους και πορεία.

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει - παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου – και η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνει. Αυτή τη χώρα δεν την πιάνει τίποτα. Άλλωστε δεν υπάρχουν πολλά μέρη όπου ο σεισμός να αποκαλείται συνήθως «σωσμός» και σε αυτόν τόσοι πολλοί να προσβλέπουν.

Δεν την πιάνει τίποτα. Με 6,5 Ρίχτερ και δεν έπεσε τούβλο. Απολύτως φυσικό και αναμενόμενο. Άλλωστε αυτές οι γιορτές μας επεφύλαξαν τέτοιες κυρίως παραδοξότητες. Ο ένας έπεσε από τον 4ο όροφο και επεβίωσε και οι γιατροί πιστεύουν ότι θα γίνει καλά – που είναι και το μόνο καλό σε μια κατά τα άλλα αξιοθρήνητη υπόθεση. Ο άλλος ρίχτηκε με βουτιά στις ρόδες ενός φορτηγού και έσπασε λίγο τα πλευρά του. Εν αντιθέσει προς τους πρωταγωνιστές που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν και τη ζωή τους για το αντίθετο, η μοίρα θέλει αυτή τη φορά να μαθευτεί η αλήθεια.

Μέσα σε όλα αυτά, δυσκολευτήκαμε να ευχηθούμε αίσιον και ευτυχές το νέον έτος. Αίσιον – δεν το πολυβλέπω. Για την ώρα, μάλλον, απαίσιον προδιαγράφεται. Όλο και πιο βαθιά στην κληροδοτημένη λασπουριά των προηγούμενων χρόνων. Είναι να απορεί κανείς που οι πατριώτες την κοπανάνε μαζικά σε κάθε ευκαιρία και με την επιστροφή από τις εκδρομές των Χριστουγέννων η βασική συζήτηση αφορά την εξασφάλιση δωματίου (και συχνά διακοποδανείου) για την Καθαρή Δευτέρα, την 25η Μαρτίου και –ναι, γιατί να απογοητευόμαστε- το Πάσχα είναι τόσο, μα τόσο κοντά πια…

Εκεί στις μακρινές χιονισμένες βουνοκορφές ίσα που ακουγόταν το πνιχτό κλάμα της κυβέρνησης γιατί όλοι ακόμη ασχολούνται με το θέμα Ζαχόπουλου, γιατί δεν «παίζει» και κάτι άλλο στα δελτία ειδήσεων. Αναρωτιέμαι τι ακριβώς έκανε αυτές τις μέρες η κυβέρνηση ώστε να δικαιούται μια θέση στην επικαιρότητα. Δεν έχει πάντως το παράπονο ότι τα στελέχη της κάνουν δηλώσεις και αποσιωπώνται. Από την πλευρά της, οι γιορτινές μέρες πέρασαν όπως επιβάλλει η παράδοση: σε σιωπηλή κατάνυξη.

Όσο για την αξιωματική αντιπολίτευση, εάν την συναντήσετε να της ευχηθείτε και εκ μέρους μου. Ρώτησαν χθες στον Αγιασμό των Υδάτων τον κ. Παπανδρέου για την υπόθεση Ζαχόπουλου και τους απάντησε «χρόνια πολλά σε όλους». Ασμένως προσυπογράφω, άλλωστε κι αυτή είναι μια μέθοδος για να εξασφαλιστούν χρόνια πολλά, αν όχι σε όλους, πάντως σε ορισμένους που το έχουν τόσο ανάγκη αυτές τις άγιες μέρες.

Ένα διάλειμμα εργασίας, λοιπόν, και ξανά προς τα χιόνια τραβά – το χιόνι μας κάνει τη χάρη, άλλωστε, να σκεπάζει τα πάντα και να μην φαίνονται. Άγιο χιόνι – αλλά κάποτε θα λειώσει.