Friday, September 28, 2007

Συγκυρία διευθετήσεων

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου – και επειδή η ζωή δεν αρχίζει στη Χαριλάου Τρικούπη και δεν τελειώνει στη Βουκουρεστίου, ας κάνουμε ένα ευχάριστο διάλειμμα κι ας μην ασχοληθούμε σήμερα με τα εσωτερικά και τα εσώψυχα του ΠΑΣΟΚ – πράγμα που δεν θα ήταν άδικο να εκληφθεί από την πλευρά του ως κίνηση καλής θέλησης…

Σκεπασμένες από τη θύελλα στην πράσινη κοιλάδα, υπάρχει μια σειρά εξελίξεων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, που αφορά όλους – ακόμη και τους φίλους του ΠΑΣΟΚ, πολύ περισσότερο που η αντιπολίτευση και μάλιστα η αξιωματική θα έχει κρίσιμο ρόλο και λόγο, στο μέτρο κιόλας που η εξωτερική πολιτική έχει ιστορικά και συγκυριακά έντονο εσωτερικό χρώμα.

Πρώτα από όλα το Μακεδονικό Ζήτημα. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη πρόκληση. Δεν είναι απλώς ένα παράθυρο ευκαιρίας. Φαίνεται πως υπάρχει το μοναδικό και το τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας που θα μπορούσε να ελπίζει πως θα συναντήσει η Ελλάδα για μια κάποια συμβιβαστική λύση. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η κοινή γνώμη επίσης, φαίνεται πως έχουν αφομοιώσει αυτό που αρνείται ακόμη να δεχθεί η πολιτική ελίτ των Σκοπίων. Ότι, δηλαδή, ένας έντιμος συμβιβασμός είναι ακριβώς αυτό: συμβιβασμός. Πληρώσαμε ακριβά για να το καταλάβουμε. Και συμβιβασμός σημαίνει πως, εκτός από το μείζον γεγονός της λύσης της διένεξης, κατά τα άλλα θα είναι δυσάρεστος. Αλλά δυσάρεστος για όλους και όχι μονομερώς. Οποιαδήποτε πιθανή λύση θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία» - είτε αρέσει, είτε όχι σε λαϊκορθόδοξους και ελαφρολαϊκούς. Σε αυτή τη συγκυρία το πολιτικό κόστος είναι πιο εύκολα αναδεκτό από μια κυβέρνηση πολύ πιο ισχυρή πολιτικά από ό,τι δείχνει ο αριθμός των 152 βουλευτών της.

Αλλά φυσικά δεν μπορεί ποτέ η λύση να είναι η αποδοχή των τετελεσμένων, είτε ρητά είτε με το «χάπι» της ένταξής τους στο ΝΑΤΟ με ένα προσχηματικό FYROM. Η λύση πρέπει να είναι λύση – τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Στα Σκόπια δείχνει να επικρατεί μια αλαζονεία τροφοδοτούμενη από εντελώς επιφανειακή ανάγνωση των διεθνών τάσεων. Οι αναγνωρίσεις είναι πολλές, ο Καναδάς μεγάλη χώρα – αλλά ο γείτονας είναι η Ελλάδα. Χρήσιμος, αν όχι απαραίτητος, σε μια χώρα έτοιμη να σπαραχτεί από εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις. Με ψηλά το κεφάλι βαδίζουν στον τοίχο – ας ρωτήσουν κι εμάς πόσο κοστίζει η εθνική έπαρση και πόσο πληρώσαμε την εποχή των συλλαλητηρίων, μέχρι να αντιληφθούμε την ανάγκη της εκλογίκευσης της εξωτερικής πολιτικής. Η λύση είναι ανάγκη, αλλά κι εκείνοι που υποστήριξαν με βαρύ κόστος τον έντιμο συμβιβασμό τις ώρες που δεν ήταν δημοφιλής, ασφαλώς δεν πρόκειται ποτέ να δεχθούν ως λύση έναν εξευτελισμό. Όχι μόνο με ηθικούς όρους. Αλλά και γιατί θα άνοιγε για τη χώρα το δρόμο σε νέες περιφερειακές περιπέτειες.

Εκτός από τα Σκόπια, υπάρχει και η Τουρκία. Κι εδώ, μια μεγάλη ευκαιρία. Για πρώτη φορά από όσο θυμάμαι, ο πολιτικός κύκλος σε Ελλάδα και Τουρκία συμπίπτει. Υπάρχουν δυο ισχυρές κυβερνήσεις, με πρόσφατη, νωπή και απερίφραστη λαϊκή εντολή. Αν με τέτοιους όρους δεν μπορούν να μιλήσουν για την ουσία – αναρωτιέται κανείς ποιος ποτέ θα μπορέσει… Τέτοιες συμπτώσεις δεν υπάρχουν συχνά και είναι πολύ σπάνιες για να πηγαίνουν χαμένες.

Thursday, September 27, 2007

Καλημέρα θλίψη

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου – και στην πολιτική χρειάζεται ψυχρή λογική και ανάλυση. Αλλά υπάρχουν και τα αισθήματα και τα συναισθήματα. Κανείς δεν μπορεί να τα παραγνωρίζει. Όχι μόνο γιατί αποτυπώνουν μια πραγματικότητα. Αλλά και γιατί διαμορφώνουν, επίσης, την πραγματικότητα.

Σήμερα το πρωί ο κ. Καραμανλής θα πάει στο γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου. Είναι ένας πρωθυπουργός που προέρχεται από μια άνετη εκλογική νίκη. Είναι όμως επίσης ένας πρωθυπουργός που έχει μπροστά του τρεις ημέρες προγραμματικών δηλώσεων, που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι γι’αυτόν μια πολιτική δοκιμασία. Έχει μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μόλις δύο εδρών. Έχει για πρώτη φορά τον πονοκέφαλο μιας εθνικολαϊκής αντιπολίτευσης από τα δεξιά του. Έχει υποσχεθεί πολλά, έχει μεγάλες εκκρεμότητες που ανοίγουν κοινωνικά μέτωπα, όπως το ασφαλιστικό, έχει κρίσιμες αποφάσεις ενώπιόν του, όπως για το μακεδονικό ζήτημα. Πώς θα πάει σήμερα στο γραφείο του ο κ. Καραμανλής; Θα είναι σύννους και περίφροντις; Θα είναι βαριά προβληματισμένος για το τι θα συναντήσει στη Βουλή; Θα τον συνέχει άραγε κάποια αγωνία για το εάν θα πιεστεί ή για το τι θα υποστεί στη Βουλή;

Ή μήπως ο κ. Καραμανλής θα μπει στο γραφείο του άνετος, εύχαρις και χαμογελαστός – γιατί η ευγένεια δεν θέλει να καταγράψουν οι κάμερες τον πρωθυπουργό σκασμένο στα γέλια; Μήπως θα γράφει προσπαθώντας να συγκρατήσει την ευδιαθεσία του, μήπως θα διακόπτει για να αναπέμψει δεήσεις στην καλή τύχη, αυτή που του χάρισε μερικές απρόσμενες ευτυχισμένες μέρες, αν όχι μερικούς απρόσμενους ευτυχισμένους μήνες, αν όχι μερικά απρόσμενα ευτυχισμένα χρόνια.

Στην πολιτική υπάρχουν και τα αισθήματα. Κάπου δυόμισυ εκατομμύρια άνθρωποι, άλλοι με ενθουσιασμό και αισιοδοξία, άλλοι με αυτοσυγκράτηση και με μισή καρδιά, πάντως πήγαν πριν από δέκα μέρες και ψήφισαν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης – αν και οι πλείστοι ήσαν πεπεισμένοι ότι θα παρέμενε στην αντιπολίτευση. Ήταν ψήφος πολιτικής συνείδησης περισσότερο παρά ψήφος προσδοκίας για την εξουσία. Πολλοί από αυτούς έχουν εκδηλωθεί δημόσια – στο δικό τους κοινωνικό περίγυρο, το γραφείο, το καφενείο, την παρέα. Οι άνθρωποι δεν ζουν μόνοι τους, και στην Ελλάδα δεν ζουν όπως στη δυτική Ευρώπη όπου μπορεί να έχεις φίλους παμπάλαιους και να μην ξέρεις τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Εδώ οι άνθρωποι εκφράζονται και αυτοί εκφράστηκαν.

Καλά, αυτούς δεν τους σκέφτεται κανείς. Δεν είναι ζήτημα η ήττα. Στις εκλογές ποτέ δεν νικούν όλοι – πάντα κάποιος χάνει. Αλλά είναι άλλο η ήττα και άλλο να υποχρεώνεται ένας άνθρωπος χωρίς συμφέρον να υφίσταται τη φιλική ή λιγότερο φιλική χλεύη του περιβάλλοντός του.

Τα συναισθήματα έχουν πολιτικό βάρος. Μπορεί κανείς να διαγνώσει την κατάστασή του κοιτάζοντας τον αντίπαλό του. Αν το δει να είναι σύννους και περίφροντις, αν δει πως εμπνέει σεβασμό, αν δει πως τον συνέχει φόβος, είναι η φυσιολογική κατάσταση, η απαίτηση και η προϋπόθεση της λειτουργίας του δημοκρατικού συστήματος και του δημόσιου ελέγχου. Αν πάλι δει πως ο αντίπαλος είναι άνετος, χαμογελαστός και περιπαικτικός, αν διολισθαίνει προς το να γίνει όχι αντίπαλος αλλά περίγελως, επείγει να βγάλει κανείς τα συμπεράσματά του.

Γιατί στο τέλος του έργου δεν υπάρχει πάντα εγγυημένο χάπι έντ και οι θεατές δεν είναι δεσμώτες.

Τι είναι ΠΑΣΟΚ;

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου – και εάν ακόμη δεν έχετε κατακλυσθεί μέχρι κορεσμού από αναλύσεις και εξηγήσεις για το τι συμβαίνει στο ΠΑΣΟΚ, ιδού ένα μικρό υστερόγραφο στην περίφημη ιστορία του «τρίτου πόλου» - αόρατου για την ώρα δια γυμνού οφθαλμού, αλλά φημολογούμενου διαρκώς σαν τους βαρβάρους που θα ήταν μια κάποια λύση.

Λοιπόν, ας μην εκπλήσσεται κανείς για τον αριθμό των πιθανών όχι υποψηφίων, αυτό είναι εύλογο, αλλά πολιτικών πόλων με ζητούμενες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα, από την ίδρυσή του, δεν ήταν απλώς πολυσυλλεκτικό – με την έννοια που είναι ένας ευρύς παραταξιακός σχηματισμός, όπως αντίστοιχα η Νέα Δημοκρατία. Στην ουσία, το ΠΑΣΟΚ ήταν από τη δημιουργία του ένας συνασπισμός ρευμάτων, ένας ευρύς «χώρος» της κεντρο- και παλαιότερα έως και άκρο- αριστεράς, δηλαδή μια μέθοδος πολιτικής συσπείρωσης για να επιτευχθεί η προοπτική εξουσίας την οποία με οποιαδήποτε άλλη λογική αυτόνομης δράσης απέτρεπε ο εκλογικός νόμος.

Για να λειτουργήσει ένα τέτοιο κόμμα, χρειαζόταν πάντοτε μια συγκολλητική πολιτική ουσία. Αυτή ήταν φυσικά στις δεκαετίες του 70 και του 80 η μείζων πολιτική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, που εάν ήθελε κανείς να εντοπίσει τη μεγαλύτερη πολιτική του επιτυχία ήταν ακριβώς αυτή: ότι έφερε στην εξουσία (και στη διανομή της) μια μεγάλη παράταξη που πριν από αυτόν ζούσε σε κατάσταση διαρκούς αποκλεισμού. Τάσεις, αποκλίσεις, διαφωνίες, διαφορές υπήρχαν πάντοτε και αφθονούσαν, από την εποχή των διαγραφών και της Σοσιαλιστικής Πορείας μέχρι τους Ιταλούς και άλλα μάλλον περίεργα πολιτικά υβρίδια που έβρισκαν καταφύγιο, ανοχή και ύπαρξη κάτω από τις μεγάλες φτερούγες ενός προσώπου με τη βαρύτερη συμβολική αξία στη συνείδηση του εκλογικού σώματος.

Αλλά υπάρχει ο βιολογικός κύκλος. Από το 96 και μετά το ΠΑΣΟΚ δεν είναι καν πολλά κόμματα. Είναι κάτι πιο επώδυνο: είναι δύο κόμματα που συμβιώνουν σε ένα. Ποια ήταν η συγκολλητική ουσία, λοιπόν; Φυσικά η εξουσία. Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να ξεπεράσει τη διαδοχή του Αντρέα οφείλεται ακριβώς στο ότι συντελέστηκε με το κόμμα να έχει κερδίσει τις εκλογές. Οι υποψηφιότητες Άκη και Αρσένη ήταν προφανώς συγγενέστερες και ο εκσυγχρονισμός εσωκομματικά μειοψηφικός. Κέρδισε, όμως, γιατί είχε πολιτική ατζέντα και αντιστοίχιση με τα αιτήματα της κοινωνίας της εποχής. Οι οπαδοί του είχαν στόχευση, οι αντίπαλοί του είχαν λόγους να τον υποστηρίξουν.

Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ ζει μια ετεροχρονισμένη, για να θυμηθώ και την ορολογία του, κρίση ταυτότητας με όρους αποκοπής από την εξουσία και, ακόμη πιεστικότερο, με όρους αποκοπής και από την άμεση προοπτική της. Τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, ο εθισμός στην εξουσία τροφοδοτούσε την ψευδαίσθηση για το σενάριο της «δεξιάς παρένθεσης». Οι απροσδόκητα χαμηλές επιδόσεις της κυβέρνησης σε μια σειρά από θέματα, το ένα μετά το άλλο, από το βασικό μέτοχο έως τις υποκλοπές, και από τα ομόλογα έως τις φωτιές, αναζωπύρωναν το αίσθημα βεβαιότητας πως η φυσική θέση των στελεχών του είναι στα υπουργεία. Αυτό τον τελευταίο συνεκτικό ιστό διέρρηξε η 16η Σεπτεμβρίου.

Στις 11 Νοεμβρίου το ΠΑΣΟΚ δεν απαντά μόνο στο ποιον θέλει για αρχηγό. Αναζητεί στην ουσία εάν έχει πολιτικό νόημα η συλλογικότητά του.

Τι ψήφισαν οι νέοι;

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου – και εάν κανείς θέλει να διαγνώσει γιατί η ψήφος των νέων εκλογέων, γιατί η ψήφος δυναμικών τμημάτων της κοινωνίας, όπως οι νεότεροι εργαζόμενοι, γιατί η ψήφος μάλιστα των νέων από τις αστικές περιοχές του λεκανοπεδίου ήταν η πρώτη που διαχύθηκε πέρα από το μπλοκ των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, αρκεί να διαβάσει σήμερα τους τίτλους των εφημερίδων. Παίρνω για παράδειγμα τα Τα Νέα και διαβάζω: «θα την πληρώσουν 30άρηδες και 40άρηδες», είναι ο κ. Αναλυτής και λέει για το Ασφαλιστικό.

Κατά μία σατανική σύμπτωση, πρόκειται ακριβώς για εκείνους που είτε ανήκουν στη λεγόμενη «γενιά των 700 ευρώ» ή ξέρουν πως θα μείνουν στον προθάλαμο ακόμη και αυτής της μη προνομιούχας κατηγορίας. Θα μείνουν δηλαδή στην ανεργία ή την ετεροαπασχόληση και απλώς θα προσβλέπουν σε μια θέση των 700 ευρώ, με επαγγελματική εκκίνηση στα 30 ή τα 35 τους και με «μπουκωμένη» την εργασιακή επετηρίδα – όχι τυπικά, αλλά εν τοις πράγμασι, αφού οι θέσεις που θα έδιναν διέξοδο είναι ασφαλώς πολύ λιγότερες από τους επαρκείς διεκδικητές τους.

Αυτοί, λοιπόν, θα την πληρώσουν. ΚΑΙ στο ασφαλιστικό. Και παντού – ποιος άραγε θα ξεπληρώσει το δημόσιο χρέος, ποιος λέτε δηλαδή να ισοσκελίσει τους προϋπολογισμούς;

Γιατί υπάρχει τόσο εκτεταμένη δυσαρέσκεια με τα κόμματα εξουσίας ανάμεσά τους; Είναι να αναρωτιέται κανείς; Θυμάμαι στην προεκλογική εκστρατεία –εκείνο το μακρινό πρώτο 15νθήμερο του Σεπτέμβρη του 2007- ίσα που ψέλλισαν δυο λόγια οι αρχηγοί των μεγάλων κομμάτων για αυτούς τους ανθρώπους, ίσα για να μην τους λένε πως τους ξέχασαν. Ο κ. Παπανδρέου κατηγορούσε την κυβέρνηση πως δεν ασχολήθηκε με τη γενιά των 700 ευρώ, ο κ. Καραμανλής του απάντησε «ποιος έφτιαξε τη γενιά των 700 ευρώ» - αυτάαα… Αυτά τα ολίγα και έτερον ουδέν. Κι επειδή άκουσα πολλά για μοντέλα ανάπτυξης, θα ήταν μεγάλη απαίτηση να ζητήσει κανείς να ειπωθεί ρητά και καθαρά πού εντάσσονται στη λογική του αυτοί οι άνθρωποι – τους λέω ανθρώπους γιατί για δυο χρόνια τουλάχιστον δεν θα έχουν πια το προνομιακό καθεστώς του εκλογέως και ψηφοφόρου…

Ψήφισαν, λοιπόν, και ψήφισαν κατά των κομμάτων εξουσίας. Μια βασική αιτία της ήττας του ΠΑΣΟΚ ήρθε από την αδυναμία του να αντιπροτείνει και να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη συγκεκριμένη δυσαρέσκεια. Στην Αριστερά είχε μια έκφραση. Δεν νομίζω ότι κατευθύνθηκε προς τα εκεί με ιδεολογικά κριτήρια ή με κάποια προσδοκία. Ήταν περισσότερο ψήφος διαμαρτυρίας. Όχι κατά της κυβέρνησης αλλά κατά του συστήματος. Ένα τέτοιο κομμάτι του εκλογικού σώματος έχει σχηματίσει την εικόνα της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ ως ενιαίου μπλοκ εναλλαγής στην εξουσία με την εξουσία και όχι την αντιπροσώπευση διαφορετικών πολιτικών ως όχημα διακυβέρνησης. Στράφηκαν, λοιπόν, Αριστερά. Ο Αλαβάνος φαίνεται να το έχει καταλάβει με την αποστροφή του πως ψήφισαν Συνασπισμό ως δοκιμή. Το ΚΚΕ πήρε ένα σημαντικό, ίσως αριθμητικά μεγαλύτερο τμήμα τους. Δεν νομίζω ότι πρόκειται για ταύτιση με τις αρχές του, ούτε για επιβράβευση της τακτικής του. Είναι περισσότερο η αίσθηση πως η ψήφος στο ΚΚΕ είναι η πιο αντισυστημική ψήφος – ασχέτως του εάν ισχύει για όσους ασχολούνται με το μικρόκοσμο της πολιτικής, η εικόνα στην κοινωνία παραμένει. Ο ΛΑΟΣ διεκδικεί μια αντίστοιχη λογική ψήφου προς τα δεξιά.

Και, φυσικά, το ποιος μπορεί να ελκύσει ξανά τέτοιες ψήφους και να εμπνεύσει το καλύτερο και το πιο απογοητευμένο όμως κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας είναι στοίχημα της κυβέρνησης και ακόμη περισσότερο κριτήριο για το ποιος μπορεί να είναι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Monday, September 24, 2007

Χάσαμε το Κέντρο. ΣΤΟΠ.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου – και κρίμα, πολύ κρίμα. Είμαι υποχρεωμένος να σας ενημερώσω, αγαπητοί ακροατές, ότι πολλοί εξ υμών δεν υπάρχετε, για να μην πω δεν υπάρχουμε. Μην το αμφισβητείτε. Είναι χειρότερο από τη ληξιαρχική πράξη της πολιτικής σας εξαφάνισης. Το λένε οι δημοσκοπήσεις.

Λοιπόν – αυτό το Σαββατοκύριακο, όπως όλοι, άκουγα και έβλεπα μετρήσεις. Πρέπει να αναγνωρίσω ότι, ανεξαρτήτως του παραλογισμού της, την έχω κάπως νοσταλγήσει αισθητικά αυτή την ωραία εποχή της 15νθήμερης απαγόρευσης των σφυγμομετρήσεων. Σαν εξαρτημένοι μετά από σύνδρομο στέρησης δύο εβδομάδων, έχουμε πέσει όλοι πάνω τους και καταναλώνουμε το μάξιμουμ της παραγωγικής μας δυνατότητας. Γκάλοπ επί γκάλοπ.

Και τι δείχνουν τα γκάλοπ; Ότι όλοι έλαβαν το μήνυμα. Στο ΠΑΣΟΚ, διαβάζω, μπορεί να μην ξέρουν τι ακριβώς έφταιξε για την ήττα – ίσως ο Παπανδρέου, ίσως ο Βενιζέλος, γιατί όχι ο Σημίτης, μετά βίας τη γλιτώνει τεθνεώς ο Ανδρέας. Μπορεί να μην ξέρουν ποιος πρέπει να γίνει αρχηγός – ο Γιώργος, ο Βαγγέλης, γιατί όχι ο Πάγκαλος, που δεν του λείπει, όπως λέει, ούτε χέρι, ούτε πόδι, άρα θα μπορούσε να είναι και αυτοκράτορας στο Βυζάντιο, ή ακόμη ο Χρυσοχοϊδης, μπορεί και ο Σκανδαλίδης, ή ακόμη και η Άννα, εάν έχει καταφέρει μέχρι τη διεξαγωγή της εκλογής να έχει αποφασίσει για το εάν θα είναι υποψήφια. Δεν ξέρουν τίποτα από αυτά, ένα μόνο έχουν σαφώς καταλάβει και τα στελέχη και οι ψηφοφόροι. Ότι το κόμμα πρέπει να στρίψει προς τα Αριστερά. Ναι, προς τα Αριστερά. Εκεί όπου υπάρχουν ενισχυμένο το ΚΚΕ, με γερές βάσεις πια στη νεολαία ο Συνασπισμός, δυνητικός πόλος στο μέλλον οι Οικολόγοι. Εκεί βλέπουν χώρο. Όχι χώρο κενό, χώρος προς διαγκωνισμό. Η κοινωνία μας ριζοσπαστικοποιήθηκε – αυτή είναι η πρώτη βασική ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος από το ΠΑΣΟΚ.

Στη Ν.Δ., πάλι, ο καθένας με το πρόβλημά του, αισθάνονται ήδη σφάχτες στο δεξί πλευρό. Είναι το σύνδρομο Καρατζαφέρη. Η πρώτη βασική ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος στη Ν.Δ. είναι ότι η κοινωνία μας συντηρητικοποιήθηκε. Ως εκ τούτου, ένας νέος άνθρωπος, ο Ευριπίδης Στυλιανίδης, ετοιμάζεται να ξεκινήσει την υπουργική θητεία του με αυτό που θα ήταν ασφαλώς πράξη παλαιοκομματισμού την οποία με γενναιότητα αρνήθηκε (και τιμωρήθηκε γι’αυτό) η Μαριέττα Γιαννάκου: να αποσύρει το βιβλίο. Γι’αυτό και του το ζήτησε, ανοίγοντας το δρόμο προς την πυρά, ο Παναγιώτης Ψωμιάδης. Γι’αυτό είδαμε ξανά στον άμβωνα της Θεσσαλονίκης (φυσικά, πού αλλού…) να απλώνονται χάρτες της δεκαετίας του 40 που να γράφουν με μεγάλα γράμματα γύρω από την πόλη των Σκοπίων Vardarska και ο μητροπολίτης να λέει «ορίστε, να πάνε στον Καναδά που τους αναγνώρισε για εφόδια», δηλαδή ξανά εμπάργκο, ωραία ιδέα, κάπως φορεμένη παλιότερα, αλλά στην εξωτερική πολιτική το εμπάργκο είναι σαν το σανελάκι, δεν βγαίνει ποτέ εκτός μόδας…

Η κοινωνία μας συντηρητικοποιήθηκε σε αυτές τις εκλογές, διαβάζουν προς τα δεξιά, η κοινωνία μας ριζοσπαστικοποιήθηκε σε αυτές τις εκλογές, διαβάζουν προς τα αριστερά – και χαρίζουν τον περίφημο, αλλά ντεμοντέ κάπως, αν καταλαβαίνω καλά, «μεσαίο χώρο». Εσείς, αγαπητοί ακροατές, που έχετε απλώς μια μετριοπαθή απογήτευση, που αναζητείτε λίγη σοβαρότητα στη διαχείριση και λίγη ευθύνη απέναντι στις προκλήσεις που βλέπετε να έρχονται, λυπούμαι να σας πω ότι απλώς δεν υπάρχετε. Στις άλλες εκλογές ίσως σας ξαναθυμηθούν…

Pax PASOKica

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου – και σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Ειρήνης. Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν έχει ζητήσει να τιμηθεί με ανακωχή σε όλο τον κόσμο. Η Ελλάδα, και όχι μόνον η Ελλάδα, αλλά και το ΠΑΣΟΚ πρέπει να πω, ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα, με συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στη Χαριλάου Τρικούπη. Είμαστε στην παγκόσμια πρωτοπορία.

Πρόκειται, προφανώς, για ολυμπιακή εκεχειρία – η ομοιότητα δεν αφορά μόνον το πάθος του Γιώργου για την ιδέα, ούτε τις αναμνήσεις του Βαγγέλη από την περίοδο των Αγώνων. Αφορά κυρίως τη λογική του θεσμού: μόλις εκπνεύσει η αναμέτρηση μπορεί να συνεχιστεί εξίσου άγρια, εξίσου ανελέητη, για μια περίοδο τεσσάρων ετών μέχρι την επόμενη Ολυμπιάδα ή μέχρι τις επόμενες εκλογές.

Πάντως, δεν επικράτησε η πλήρης παράνοια. Δεν έφτασαν στη ρήξη για το πότε ακριβώς θα ψηφίσουν – όσο για την εικόνα των σαλταρισμένων με τους καφέδες και των αυθορμήτως προσερχομένων, γενικώς της κλάκας και της πλάκας, αντί της επιβεβλημένης περίσκεψης και πολιτικής περισυλλογής, μέχρι τώρα μπορεί ακόμη και να πει κανείς πως είναι ένα απότοκο της βαριάς ήττας, αλλά η επανάληψή της κατάλαβαν φαντάζομαι όλοι ότι θα αποτελέσει στίγμα ανεξίτηλο, για όποιον κι αν αναλάβει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.

Είπα πως μοιάζει με ολυμπιακή εκεχειρία. Γενικώς έχει ολυμπιακές αποχρώσεις αυτή η υπόθεση, εκτός του ότι το κλίμα θύμιζε και μερικές παλιές προπονήσεις στου Ρέντη. Ένα ζητούμενο παραμένει το ευ αγωνίζεσθαι. Το fair play, στην καταγωγή του, έχει ακριβώς αυτό το πολιτικό νόημα που αναζητεί σήμερα ένα κόμμα σε κρίση ταυτότητας. Όταν τελειώσει ο αγώνας, να μπορούν οι αντίπαλοι να ξαναβρεθούν μαζί, μέσα ή έξω από το γήπεδο – με τη γνώση και το βάρος του αποτελέσματος, αλλά χωρίς πικρία για τους όρους του παιχνιδιού, χωρίς προσωπικές αναστολές, χωρίς συναισθηματική ρήξη.

Υπάρχει, βέβαια, και μία διαφορά που θα ήταν χρήσιμο να εντοπίσουν όσοι τυχόν ενδιαφερθούν για μια ακόμη θέση στην κούρσα της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Εν αντιθέσει προς το ολυμπιακό πνεύμα, εδώ, στο σκληρό κουλουάρ της εξουσίας, δεν ισχύει ότι «αξία έχει μόνο η συμμετοχή».

Κι αν με έπιασε κάτι και μιλάω περίεργα σήμερα, θυμηθείτε ότι είπαμε πως είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Ειρήνης. Δεν θα το πιστέψετε: είναι επίσης σήμερα η Παγκόσμια Ημέρα για το Αλτσχάιμερ.

Thursday, September 20, 2007

Η αντιπολίτευση ήταν μια κάποια λύση...

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου – και οι συνθήκες είναι σαν αντιγραφή όσων συνέβησαν εις Παρισίους. Μια συντηρητική πρόταση κερδίζει ισχυρή εκλογική πλειοψηφία. Η αξιωματική αντιπολίτευση, ένα σοσιαλιστικό κόμμα, δεν καταρρέει από πλευράς λαϊκής απήχησης, αλλά συγκλονίζεται από το γεγονός άλλης μιας ήττας. Εμφανίζονται διαλυτικές τάσεις. Η κυβέρνηση, του Σαρκοζί εννοώ, είναι πανίσχυρη όχι τόσο λόγω της εντολής που έλαβε όσο κυρίως ως αντανάκλαση της πολιτικής αδυναμίας της αντιπολίτευσης να συγκροτηθεί και να εμφανιστεί ως αξιόπιστη εναλλακτική, βυθισμένη σε ενδοκομματικές συζητήσεις και διχαστικές συγκρούσεις.

Θα τελειώσουν εδώ οι αναλογίες; Ο Σαρκοζί αξιοποιεί την πολιτική του ηγεμονία, γνωρίζοντας πως αυτές οι φάσεις δεν έχουν ούτε σαφή ημερομηνία λήξης, ούτε εγγυημένη διάρκεια. Προωθεί αμέσως τα πιο αιχμηρά και τα πιο επίμαχα σημεία της πολιτικής του ατζέντας. Θα γίνει το ίδιο και εδώ;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η δεύτερη θητεία Καραμανλή ξεκινάει με μια μεγάλη ευκαιρία. Οι εκτιμήσεις περί κυβέρνησης 152 εδρών εμφανίζονται στον διεθνή τύπο κυρίως λόγω άγνοιας των εσωτερικών συνθηκών. Λόγω εντοπιότητας, γνωρίζουμε ότι από πολιτική άποψη η κυβέρνηση είναι ακλόνητη και ο πρωθυπουργός της στο απόγειο της εσωκομματικής του απήχησης – ιδιαίτερα μετά την εκλογική νίκη σε συνθήκες που θα μπορούσαν να προδιαγράφουν μια πολύ πιο δυσάρεστη κάλπη. Τώρα, λοιπόν, δεν υπάρχει άλλοθι, δεν υπάρχει πρόσχημα για να μην προχωρήσουν οι υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις. Υπάρχει για τον κ. Καραμανλή μια δυσκολία. Μπορεί η αξιωματική αντιπολίτευση να είναι βαρύτατα εξασθενημένη και ακίνδυνη. Όμως για τέτοιου τύπου μεταρρυθμίσεις, όπως π.χ. το ασφαλιστικό, μια ενοποιημένη αντιπολίτευση όσο επιβάλλει όρους διαπραγμάτευσης άλλο τόσο παρέχει και μια σοβαρή πιθανότητα συναίνεσης.

Τέτοια συναίνεση η κυβέρνηση δύσκολα θα βρει πια. Απέναντί της θα έχει την Αριστερά. Μια Αριστερά ενισχυμένη εκλογικά, αναπτερωμένη ιδεολογικά, να προβάλλει ως μείζων πολιτική δύναμη ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα και μάλιστα στην πρωτεύουσα, όπου βέβαια θα παιχτούν τα πάντα για τις μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, η Αριστερά έχει υποσχεθεί στο εκλογικό της ακροατήριο κοινωνικούς αγώνες και έτσι το διεύρυνε σημαντικά. Κι όχι μόνον αυτό: οι δύο βασικοί πόλοι της έχουν πίεση ο ένας από τον άλλο να μην υστερήσει σε αγωνιστικότητα και συγκρουσιακό πνεύμα, αφού κάθε υστέρηση θα καταστεί αυτομάτως αναγνώριση της ηγεμονικής παρουσίας του άλλου στο χώρο. Συνέβη στο ΚΚΕ στην περίπτωση του άρθρου 16 και δεν θα είναι εύκολο να ξανασυμβεί, ούτε στον Περισσό ούτε στην Κουμουνδούρου.

Επομένως, η κυβέρνηση μπορεί να μην τρέμει μπαίνοντας στη Βουλή, αλλά στους δρόμους δεν θα κάνει αμέριμνους περιπάτους. Υπάρχει διέξοδος; Ασφαλώς, αλλά με κόστος για την κυβέρνηση. Και η διέξοδος είναι να εμπιστευθεί και να δώσει κεντρική θέση στο διάλογο για λύσεις σε θέματα όπως το ασφαλιστικό στους κοινωνικούς εταίρους. Στην ουσία: να μην επιδιώξει τόσο να λύσει εκείνη το Ασφαλιστικό, αλλά να θέσει ένα πλαίσιο και από εκεί και πέρα να αφήσει τους εταίρους να διαπραγματευθούν, να εγγυηθεί τη διαδικασία (πολύ της μόδας έκφραση των ημερών) και να εφαρμόσει ό,τι συμφωνηθεί. Το κόστος είναι ότι έτσι θα εκχωρήσει ένα σοβαρό πολιτικό προνόμιο και θα κάνει τους κοινωνικούς εταίρους συμμέτοχους στην άσκηση της εξουσίας – αλλά το πιθανό κέρδος αξίζει μια τέτοια μικρή θυσία.

Wednesday, September 19, 2007

Διλήμματα ήττας, προβλήματα νίκης


Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου – και στις αρχές του καλοκαιριού, ο Κώστας Σημίτης, που εξελίχθηκε χθες σε επίμαχο πρόσωπο για το ΠΑΣΟΚ, σε μια μάλλον παράδοξη αναβίωση της ιστορικότητας του κόμματος, είχε γράψει ένα άρθρο στο περιοδικό Μεταρρύθμιση. Σας διαβάζω ένα απόσπασμα:

«Πολιτική, δεν είναι ένα συνονθύλευμα υποσχέσεων με μόνο γνώμονα την δημιουργία εντυπώσεων για την αναρρίχηση στην εξουσία. Δεν είναι ένας γυμνός τακτικισμός με οδηγό το τι λένε οι δημοσκοπήσεις προκειμένου να διατηρηθούμε στην εξουσία. Πολιτική, είναι το σχέδιο για το πώς θέλουμε να διαμορφώσουμε την κοινωνία στην οποία ζούμε.»

Αυτή η διαπίστωση έχει μια άμεση στρατηγική συνέπεια, που –νομίζω- είναι στη βάση της κρίσης που περνά σήμερα το ΠΑΣΟΚ. Γράφει στο ίδιο άρθρο: «Η πολυσυλλεκτική τακτική, που μερικοί θεωρούν ως ορθή, έχει εξαντλήσει τα όριά της.» Περί αυτού πρόκειται. Το ΠΑΣΟΚ έχει να αποφασίσει, με τη βαριά σκιά της ήττας (αλλά πάντοτε και παντού τέτοιες μεγάλες αποφάσεις στη σκιά μιας εκλογικής ήττας παίρνονται…)

…έχει να αποφασίσει, λοιπόν, ποιά θα είναι η φυσιογνωμία του στο μέλλον. Πρώτο ερώτημα: μπορεί να επιβιώσει ο πολυσυλλεκτικός του χαρακτήρας μέσα στις νέες συνθήκες, τις οποίες ευνόησε επιπλέον ο εκλογικός νόμος που το ίδιο έφτιαξε; Αν φτιάχνει ένα νόμο που ευνοεί τις συμμαχίες κομμάτων σημαίνει πως βλέπει τον εαυτό του ως πυρήνα ενός ευρύτερου κεντροαριστερού συνασπισμού – αλλά χωρίς να έχει αναλάβει κάποια πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση. Την πρωτοβουλία την ανέλαβε ένα πλήθος ψηφοφόρων του με τη μετακίνησή του προς τους πιθανούς μελλοντικούς εταίρους σε ένα τέτοιο σχήμα.

Η κεντρική επιλογή, λοιπόν, είναι εάν το ΠΑΣΟΚ βλέπει το μέλλον του πολιτικού σκηνικού με επιβίωση και επιβεβαίωση του δικομματισμού ή με ανατροπές και πέρασμα σε μια φάση διπολισμού. Εάν βλέπεις δικομματισμό, διαλέγεις αρχηγό με όρους μετωπικής σύγκρουσης. Εάν διπολισμό, διαλέγεις με όρους σύνθεσης και ανοίγματος – αφού βέβαια πρώτα διαλέξεις προς τα πού θα κάνεις το άνοιγμα. Σε κάθε περίπτωση, διαλέγεις αρχηγό με ατζέντα πολιτική. Αν μπορεί, όπως έγινε παλιότερα, να δημιουργήσει όρους διεξαγωγής της πολιτικής συζήτησης και των συγκρούσεων μέσα στο κομματικό πλαίσιο, τόσο το καλύτερο για ένα κόμμα – αλλά αυτό πια δεν είναι απαραίτητο.

Μια τέτοια επιλογή μπορεί να οδηγεί από το τέλος της πολυσυλλεκτικής πολιτικής, που έγραφε ο Σημίτης, στο τέλος των πολυσυλλεκτικών κομμάτων. Ακούω μια υπόκωφη ευφορία στην κυβερνητική παράταξη για το μεγάλο κλυδωνισμό που περνά ο μεγάλος αντίπαλος. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η οριακή εξέλιξη είναι μια πολιτική σύγκρουση έως τη διάσπαση – για την ώρα μόνον σενάριο. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως η Ν.Δ., κερδισμένη των εκλογών, θα είχε ευκολότερο έργο μέσα σε συνθήκες διάλυσης του μεταπολιτευτικού πολιτικού μοντέλου. Όταν οι σφαίρες αρχίσουν να σφυρίζουν, κανείς δεν είναι ασφαλής, κανείς δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο – ούτε από τους πρωταγωνιστές, ούτε από τους θεατές.

Tuesday, September 18, 2007

Αρχηγός των ατάκτων;

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου – και σε αυτές τις εκλογές η ήττα ήταν μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός από τη νίκη.

Στο ΠΑΣΟΚ έκαναν ήδη μια διάγνωση, που δείχνει να επιβεβαιώνεται από δημοσκοπήσεις – σαν αυτές που βδελύσσονταν πριν από λίγες μέρες. Η διάγνωση είναι πως η ελληνική πολιτική ζωή έχει κάνει ένα άλμα προς το παρελθόν. Οι πολίτες δεν ψηφίζουν κόμματα, δεν ψηφίζουν πολιτικές προτάσεις, ψηφίζουν αποκλειστικά και μόνον ηγέτη. Ψηφίζουν κυβερνήτη – ο τελευταίος που είχαμε ήταν ο Καποδίστριας. Άκουγα, όχι χωρίς κάποια έκπληξη, έναν διάσημο σφυγμομέτρη να δηλώνει χτες το βράδυ πως ρωτούσαν τους εκλογείς τι θα ψηφίσουν κι εκείνοι δεν απαντούσαν Νέα Δημοκρατία, αλλά Καραμανλή. Καλωσήρθατε στη δεκαετία του 60.

Στο ΠΑΣΟΚ κρίνουν πως η απάντησή τους σε αυτό πρέπει να είναι η επιλογή ενός δυνητικού κυβερνήτη. Είναι μια σκληρά συστημική επιλογή, σε μια στιγμή που η εκλογική τους ήττα απηχεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την αμφισβήτηση του συστήματος. Δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γιατί μετά από μακρά διακυβέρνηση από το κόμμα του ΠΑΣΟΚ, οι πολίτες εμφανίζονται εκπαιδευμένοι στην επιλογή όχι μεταξύ πλατφόρμας, προγράμματος ή ιδεολογίας, αλλά στην επιλογή ένταξης σε ένα σύστημα εξουσίας. Δεν αναρωτιούνται, δηλαδή, σε αυτή τη συγκυρία κατά πόσον η ήττα οφείλεται –πέρα από το αναμφισβήτητο έλλειμμα ηγεσίας- και στην παγιωμένη εικόνα των πολιτών ότι το κόμμα τους έχει εκφυλιστεί σε μηχανισμό εξουσίας και μάλιστα με μεγάλες αντιστάσεις στην ανανέωση, στο άνοιγμα στην κοινωνία. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η γνώμη του Διονύση Σαββόπουλου, η απάντησή του στο «γιατί έχασε ο Γιώργος»: «όταν ακουμπάς πολλές ελπίδες –εννοούσε για ανανέωση- και αυτές διαψεύδονται, τότε τιμωρείς άσχημα».

Πολύ απλό, πολύ καθαρό. Αλλά η απάντηση σε αυτό το βαθύτατα πολιτικό ερώτημα δεν μπορεί παρά να έρθει από μια πολιτική συζήτηση – που δεν αποκλείει, αλλά ούτε και περιορίζεται, σε μια αλλαγή ηγεσίας. Ο κ. Παπανδρέου δεν μπόρεσε –ακούω- να εκφράσει… τι; Τι ακριβώς θέλησε να εκφράσει το ΠΑΣΟΚ τα τελευταία τριάμισυ χρόνια και δεν τα κατάφερε ο κ. Παπανδρέου; Νομίζω ότι η βαρύτατη ευθύνη του είναι ακριβώς ότι προσωποποίησε, δικαίως ή αδίκως, εκών ή άκων, δεν έχει διαφορά, και εξέφρασε τελικά την επιθυμία του ΠΑΣΟΚ να επιστρέψει στην εξουσία. Με ποιους; Με τους ίδιους. Και εκείνο που κυρίως αποδοκιμάστηκε: για ποιους; Για τους ίδιους.

Υπάρχει ένα τμήμα του ΠΑΣΟΚ που έζησε γνήσια και την προσδοκία και την απογοήτευση του εγχειρήματος της ανακαίνισης μιας κεντροαριστερής πρότασης. Υπάρχει ένα άλλο τμήμα βυθισμένο σε έναν παθολογικό κυβερνητισμό. Οι πολίτες στις οθόνες τους εισέπρατταν συχνά την εικόνα ανθρώπων που πίστευαν ότι η υπουργική Μερσεντές απλώς είχε υποστεί τετραετή βλάβη και αυτός ήταν ο μόνος λόγος που δεν εμφανιζόταν καθ’εκάστην στην πόρτα τους. Περίμεναν πως η φυσική τάξη των πραγμάτων –το «φυσικό κόμμα της εξουσίας» κατά την καταπληκτική διατύπωση που άκουσα- θα αποκαθίστατο χωρίς άλλο, τη ηγεσία του Γιώργου. Το χειρότερο για το Γιώργο είναι ότι το πίστεψε και ο ίδιος – και τώρα κανείς ας μην δυσανασχετήσει για το λογαριασμό.

Ακούω επίσης από χθες ότι το ΠΑΣΟΚ ζει μέρες της σύγκρουσης Σημίτη-Τσοχατζόπουλου. Αντιθέτως. Το ΠΑΣΟΚ ζει την απουσία μιας τέτοιας βαθιάς ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Η συζήτηση μπορεί να γίνει πριν από την επιλογή αρχηγού ή μετά την επιλογή και με ευθύνη του. Αλλά δεν μπορεί αυτή τη φορά να αναβληθεί πάλι με το άλλοθι εκλογικών αναγκών.

Monday, September 17, 2007

Σήμερα είναι μια άλλη μέρα

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου – της Σοφίας, της Πίστεως και της Ελπίδος – μια γιορτή σαν σχόλιο του εκλογικού αποτελέσματος.

Η επόμενη μέρα είναι μια καινούργια μέρα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει, τίποτα δεν είναι όπως την Παρασκευή. Και το εκλογικό σώμα έχει επιβάλει τη συνειδητοποίηση των βαθύτατων εσωτερικών αλλαγών που αρνήθηκαν προκαταβολικά να εισπράξουν τα κόμματα εξουσίας – αλλά η κατανομή του λογαριασμού είναι πολύ διαφορετική. Δεν έχουμε μόνο μια καινούργια Βουλή, έχουμε μια νέα πολιτική πραγματικότητα. Η χθεσινή Κυριακή διαμόρφωσε το πολιτικό τοπίο με το οποίο είναι πιθανό να ζήσουμε σε βάθος χρόνου.

Για τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή είναι μια πρόσκληση και μια πρόκληση. Πρόσκληση σε εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχει εξαγγείλει ως άξονα της πολιτικής της ατζέντας. Το εκλογικό σώμα του έδωσε ξανά αυτό που ζήτησε: εμπιστοσύνη και εξουσία. Αλλά έστειλε ταυτόχρονα και ένα ισχυρό μήνυμα πως αυτή η εμπιστοσύνη τελεί υπό προθεσμία και υπό αίρεση, επιβάλλοντάς του μια δύσκολη κοινοβουλευτική συνθήκη των 152 ή 153 εδρών – με κριτικές δυνάμεις πια τόσο προς τα αριστερά όσο και προς τα δεξιά του. Έχει πολιτικό χρόνο, δεν έχει περίοδο χάριτος. Είναι αναμφισβήτητα πανίσχυρος στο χώρο του, ξέρει πως οι πολίτες όσο εύκολα δίνουν ευκαιρίες, τόσο εύκολα τιμωρούν.

Τιμωρούν. Η λέξη είναι λίγη για αυτό που συνέβη στο ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είχε συζητήσει ούτε γιατί έχασε, ούτε τη φύση της ήττας του – εάν ήταν συγκυριακή ή στρατηγική. Πίστεψε πολύ στη συγκολλητική δύναμη της εξουσίας ή της προοπτικής εξουσίας, αλλά η εξουσία συγκινεί όλο και λιγότερο, όλο και λιγότερους. Το ζήτημα της ηγεσίας είναι, ίσως, το έλασσον μπροστά στη βαθιά κρίση πολιτικής ταυτότητας που ζει και θα ζήσει το ΠΑΣΟΚ.

Οι πολιτικοί συσχετισμοί βρίσκονται περίπου εκεί που ήσαν το 1977, με αντίστροφη τάση. Σε ένα χαμόγελο της Ιστορίας, ο Κώστας Καραμανλής παίρνει ακριβώς το ποσοστό που είχε αποσπάσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην επανεκλογή του. Αλλά στην άλλη πλευρά, το ζήτημα είναι πανομοιότυπο και ανεστραμμένο. Εάν το ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι ο συνεκτικός πόλος εξουσίας της κεντροαριστεράς. Τότε η απάντηση ήταν ένα ηχηρό ναι, κυρίως από νέους και μικροαστούς – και έφτιαξε ένα ρεύμα εξουσίας για ένα τέταρτο του αιώνα. Σήμερα η απάντηση είναι μια βαθιά δυσπιστία και άρνηση, κυρίως από νέους και μικροαστούς – όσο για το ρεύμα θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο ακόμη.

Υπάρχει και κάτι ακόμη, όχι χωρίς σημασία. Η εκλογική ήττα σηματοδοτεί και το τέλος του πολιτικού κύκλου μιας γενιάς στελεχών που ξεκίνησαν από τη «γενιά του πολυτεχνείου», σφράγισαν την κυβερνητική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ και την πολιτική ζωή της χώρας για τρεις δεκαετίες.

Η Αριστερά έχει τη μεγάλη της ευκαιρία. Την ευκαιρία να αποδείξει ότι μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από φορέας μιας γνήσιας και ειλικρινούς αμφισβήτησης. Ότι μπορεί να διατυπώσει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Και, με τις συνθήκες που διαμορφώνονται στο ΠΑΣΟΚ, αναδύεται πολύ πρώιμα άλλη μια πρόκληση για την Αριστερά. Η πρόκληση να συμμετάσχει, με τους καλύτερους δυνατούς γι’αυτήν όρους, στη διαδικασία διαμόρφωσης μιας πρότασης εξουσίας στο μέλλον.

Και, τέλος, υπάρχει για πρώτη φορά μετά το 1977 ένας φορέας δεξιότερα της Ν.Δ. Δεν είναι η Εθνική Παράταξη, βέβαια, με τις νωπές τότε ιστορικές αναφορές της. Είναι, όμως, ένας πόλος που θα επιχειρεί σταθερά να αντλεί δυσαρέσκεια και κυβερνητική φθορά. Ο επαναπατρισμός από εκεί είναι ευκολότερος, όσο ευκολότερη όμως είναι και η μετανάστευση. Ο ΛΑΟΣ δεν θα είναι χωρίς ρόλο.

Friday, September 14, 2007

Του σταυρού...

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου – τι να κάνουμε, και τα ημερολόγια κάνουν λάθη, του Σταυρού δεν είναι σήμερα, είναι μεθαύριο. Απλώς τότε δεν γιορτάζουν όλοι…

Τώρα που της μένουν λίγες ώρες ακόμη, μπορούμε να κάνουμε ένα μικρό απολογισμό αυτής της σύντομης, περίεργης και αδιάγνωστης προεκλογικής περιόδου. Σε άλλα έμοιαζε και σε άλλα ήταν εντελώς διαφορετική από όσα ξέραμε στο παρελθόν και είχαμε ως δεδομένα.

Οι προεκλογικές εκστρατείες δεν είχαν καμμία, μα καμμία σχέση με το παρελθόν. Θυμάμαι παλιά που λέγαμε «πας, αδελφέ μου, στην Ευρώπη και μαθαίνεις ότι γίνονται εκλογές από μερικά πλακάτ στους δρόμους». Ε, έτσι και ακόμη πιο ήσυχα. Ήρθαν και οι φωτιές και σκέπασαν τα πάντα – λίγες αφίσες, λίγες συγκεντρώσεις, τηλεόραση υπό τους περιορισμούς μιας αυστηρής νομοθεσίας, δημοσκοπήσεις απαγορευμένες επί δύο εβδομάδες. Και μαζί ένα κλίμα βαθιάς δυσπιστίας τους πολίτες και τους εκλογείς, μια ατμόσφαιρα δυσφορίας και εσωστρέφειας της κοινωνίας, με τα κόμματα να δυσκολεύονται να κάνουν ανοίγματα στους ανθρώπους και όταν κάνουν να βρίσκουν πόρτες κλειστές, όπως οι δημοσκόποι άκουσαν τόσες και τόσες φορές το τηλέφωνο να κλείνει με ένα βαρύ γκραπ! μόλις δήλωναν την ταυτότητά τους. Έτσι διαμορφώθηκε μια εκλογή βουβή, ένα πηχτό στρώμα απογοήτευσης και αδιαφορίας στη βάση της κοινωνίας. Κανείς δεν ξέρει εάν αυτό το στρώμα θα αναδυθεί μεθαύριο ως ανοχή ή αποχή, απάθεια ή οργή, αποστροφή ή ανατροπή, ρεύμα ή διάχυση, παράταση ή απόσταση.

Σε άλλα, πάλι, ζήσαμε το παρελθόν μας. Μπορώ να συγκαταλέξω στα θετικά αυτής της προεκλογικής περιόδου ότι είναι πια μια σταθερά του πολιτικού ελέγχου η αναζήτηση μιας στοιχειώδους δημοσιονομικής συνέπειας. Δεν υπήρξε περίπτωση που να ανακοινώθηκε μέτρο, υπόσχεση, «θα» για παροχές, αυξήσεις ή απαλλαγές και να μην πιέστηκε αμέσως ο εξαγγέλλων να πει «πού θα βρει τα χρήματα» και με τι θα τα αντικαταστήσει. Μπορώ να συγκαταλέξω ανάμεσα στα άκρως απογοητευτικά αυτής της προεκλογικής περιόδου τον πενιχρό αριθμό και το πενιχρό επίπεδο των απαντήσεων που δόθηκαν. Η παροχολογία διαμόρφωσε εκλογική δυναμική. Πρώτα μοιράζονταν σπίτια –κατοικίες ο ένας, δώσε και εξοχικά ο άλλος. Μετά μοιράζονταν αφορολόγητα – χωρίς όριο έως τον ουρανό ο ένας, διπλασιασμό ορίου ο άλλος. Τέλος, πάρε κόσμε και συντάξεις, εθνική σύνταξη με ΕΚΑΣ από τη μία, πάρε κι εσύ νοικοκυρά από την άλλη. Επίσης δεν θα αυξηθεί ο ΦΠΑ ή πάντως δεν είναι στις προθέσεις και μια εθνική συμφωνία, η μόνη που πετύχαμε, ότι το ασφαλιστικό θα λυθεί χωρίς να αυξηθούν οι εισφορές, ούτε τα όρια ηλικίας, ούτε να μειωθούν οι συντάξεις. Αγαπητέ μου Ντέηβιντ Κόπερφιλντ έχεις σίγουρο υπουργείο. Προφανώς υπάρχουν, λοιπόν, εκείνοι που ζητούν σοβαρότητα και επιβάλλουν τη λογική του ελέγχου, υπάρχουν κι εκείνοι που επιμένουν στις παροχές και βλέπουμε. Κρίθηκε από τα επιτελεία ότι οι περισσότεροι αναποφάσιστοι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία.

Και τέλος ποτέ άλλοτε δεν ζήσαμε μια τόσο σύντομη προεκλογική περίοδο με τέτοια συμπύκνωση γεγονότων και πολιτικού χρόνου. Από την πρώτη εβδομάδα, με την έκθεση Ζορμπα, μέχρι την ασύλληπτη καταστροφή των πυρκαγιών, δεν θυμάμαι στο παρελθόν γεγονότα τέτοιας εμβέλειας να συμβαίνουν σε εκλογικό χρόνο. Πώς αφομοιώθηκαν, πώς και πόσο επηρέασαν, ποιος ευνοήθηκε από τα συμβάντα και τη διαχείρισή τους; Το ρολόι χτυπάει ήδη αμείλικτα…

Ψηφοφόροι χωρίς εξαρτήσεις

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου – μία και μία για προεκλογική εκστρατεία και τώρα που φτάνουμε ασθμαίνοντες στο νήμα ώρα να δούμε πού θα κριθεί η νίκη είτε είναι καθαρή, είτε με φωτο-φίνις.

Υπάρχουν κάποια τμήματα του εκλογικού σώματος που η ψήφος τους θα έχει ένα αυξημένο ειδικό βάρος σε αυτές τις περίεργες, ασυνήθιστες και φορτισμένες κάλπες. Πρώτα από όλους είναι οι νέοι ψηφοφόροι. Όχι μόνο γιατί προσέρχονται για πρώτη φορά πίσω από το παραβάν, κανείς δεν έχει μετρήσει την εκλογική τους συμπεριφορά, δεν περιλαμβάνονται στα δείγματα και επομένως δεν μπορούν να γίνουν συγκρίσεις. Ο αστάθμητος παράγοντας αφορά εξίσου το πνεύμα των νέων ψηφοφόρων και τις συνθήκες μέσα στις οποίες παίρνουν το βάπτισμα της κάλπης. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα γενικής αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος, που δεν αφορά πια μόνο την κατεστημένη, και συχνά παθολογική, σχέση του με την εξουσία, αλλά και τις ικανότητές του στην ίδια την άσκησή της, κανείς δεν ξέρει εάν αυτοί οι νέοι θα επιλέξουν κυρίως μια από τις βασικές εναλλακτικές προτάσεις εξουσίας, ή εάν θα ενισχύσουν τις φυγόκεντρες τάσεις του δικομματισμού, ή πάλι εάν θα προτιμήσουν μια καθαρή ψήφο διαμαρτυρίας, του τύπου του λευκού, του άκυρου, των κομμάτων της εκκεντρικότητας ή πάλι νέτα-σκέτα την αδιάφορη ή τη συνειδητή αποχή. Η στάση τους είναι τόσο σημαντική όσο και αδιευκρίνιστη ακόμη τρία 24ωρα πριν από την Κυριακή των εκλογών.

Η δεύτερη ομάδα ψηφοφόρων είναι οι κατεξοχήν ακροατές μας. Οι πολίτες των αστικών κέντρων και ιδιαίτερα της Αθήνας. Οι προηγούμενες εκλογές είχαν κριθεί κατεξοχήν στην περιφέρεια, από όπου η γενική τάση είχε μεταδοθεί στην πρωτεύουσα. Αυτή τη φορά όλοι γνωρίζουν και όλοι αναγνωρίζουν πως ισχυρή τάση, σαφές πολιτικό ρεύμα, δεν υπάρχει. Επομένως, πολλά θα καθορίσει η επιβίωση αυτής της ασάφειας και μέσα στο διαφανές κουτί, εάν δηλαδή η ψήφος αυτή θα διαχυθεί με ένα γενικά ισόρροπο τρόπο, ή εάν θα υπάρξουν την τελευταία στιγμή δυναμικές που θα κάνουν την πλάστιγγα να γείρει αποφασιστικά στη μία ή την άλλη πλευρά. Από τις εκλογές του 2000 είχαμε να περιμένουμε με τόσο ενδιαφέρον τις ομιλίες των αρχηγών στην πρωτεύουσα, ενώ οι σχετικά χαμηλές εκλογικές θερμοκρασίες είναι άλλη μια παράμετρος που η επίπτωσή της δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί.

Και τέλος, υπάρχει άλλη μια ομάδα ψηφοφόρων που δεν νομίζω ότι έχει ακόμη επαρκώς διαγνωστεί. Είναι, ας το πούμε με μια περίφραση, οι ψηφοφόροι μειωμένης εξάρτησης από το κομματικό σύστημα. Ο κομματισμός, το είπε τις προάλλες και ο Γιώργος Σουφλιάς, παραμένει η βασική γάγγραινα του μεταπολιτευτικού μοντέλου διοίκησης της χώρας. Αλλά τα πράγματα δεν μένουν στάσιμα, δεν είμαστε μια νησίδα στις παγκόσμιες εξελίξεις. Οι ρυθμοί της οικονομίας προπορεύονται σημαντικά εκείνων της πολιτικής. Το άνοιγμα της οικονομίας, όμως, έχει σαφές κοινωνικό και πολιτικό αποτέλεσμα. Με πολύ βραδύ τρόπο, όμως και η εσωτερική αγορά αναγκαστικά απελευθερώνεται σταδιακά σε ένα βαθμό από την έκταση της εξάρτησής της από το δημόσιο, άρα από το πολιτικό σύστημα. Πολύ ισχυρότερη είναι η ίδια δυναμική για όσες επιχειρήσεις ή επαγγελματίες έχουν ανοιχτεί στην ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια. Για ένα όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, το αποτέλεσμα των εκλογών δεν έχει ευθεία συνάρτηση με την επαγγελματική τους διαδρομή και την εισοδηματική τους κατάσταση. Επιχειρηματίες της ανοιχτής αγοράς, αλλά και οι εργαζόμενοί τους, ελεύθεροι επαγγελματίες, μεσαία και ανώτερα στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων, ελληνικών και ξένων, ένα πολύ δυναμικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αφενός ασφυκτικά στην πρόσληψη της πραγματικής κατάστασης της χώρας και αφετέρου δεν εξαρτάται άμεσα από αυτήν. Πώς θα ψηφίσουν; Τι θέλουν για τη χώρα; Πώς βλέπουν τους εαυτούς τους μέσα στο σύστημα; Τι ελπίζουν και έχουν μια ξεκάθαρη προτίμηση ανάμεσα σε εναλλακτικές λύσεις που δεν τους προσέφεραν κάποια ειδική πρόταση; Να ένας ακόμη άγνωστος στην εκλογική εξίσωση. Όχι μόνο την κυριακάτικη αλλά, ακόμη περισσότερο, σε εκείνες που θα ακολουθήσουν.

Wednesday, September 12, 2007

Γκάλοπ: Μυστικά (και Ψέμματα)

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου – και είναι νόμος: όσο πιο σκληρή, αυστηρή, περιοριστική και δεσμευτική είναι η απαγόρευση, τόσο πιο ανθούσα, ακριβή, περιζήτητη και εκτεταμένη είναι η μαύρη αγορά για το υπό απαγόρευση είδος. Συνέβαινε στην ποταπαγόρευση που απολαμβάνετε στα φιλμ νουάρ, συμβαίνει εξίσου και στην γκαλοποαπαγόρευση που απολαμβάνετε λάιβ αυτές τις μέρες.

Θα μπορούσε να είναι μαθηματικά προβλέψιμο, όταν ψηφίστηκε αυτός ο νομικός παραλογισμός με την εξυγιαντική πρόθεση. Τι λέει αυτός ο πρόσφατος νόμος για τις δημοσκοπήσεις; Ναι, μπορούν να διεξάγονται, μέχρι την τελευταία μέρα, μέχρι την τελευταία ώρα. Οι εταιρείες θα μπορούν να μετρούν, τα επιτελεία θα μπορούν να διαβάζουν τους αριθμούς, οι επιτελείς των μέσων ενημέρωσης επίσης, αλλά δεν θα κάνουν κιχ, δεν θα λένε λέξη, δεν θα διαρρέει τίποτα. Είναι σα να λες σε έναν αλκοολικό σε φάση αποτοξίνωσης ότι θα έχει ελεύθερη πρόσβαση στην κάβα, αλλά θα κοιτάζει μόνο τα ράφια και δεν θα πιει γουλιά.

Και φυσικά συνέβη το αναμενόμενο. Πάνω στην επιβεβλημένη σιωπή, ανθεί η φημολογία. Έχω, φυσικά, κι εγώ ένα σίγουρο, μου το είπε ένας δικός μου, κολλητός, αλλά με όρκισε να μην μου ξεφύγει ούτε φωνήεν. Το και το, σου λέω. Είναι από κυλιόμενη, από pre-exit-poll, είναι γκαραντί, το λένε τα κρυφά νούμερα, στο λέω επειδή σου έχω εμπιστοσύνη, αλλά δεν θα με δώσεις, εγώ δεν είπα τίποτα…

Πρόκειται βέβαια για έναν άθλιο ευτελισμό του δημόσιου βίου της χώρας. Πρώτα από όλα, γιατί εκείνοι που υποτίθεται πως εγγυώνται άκρα διαφάνεια και διεκδικούν αξιοπιστία ως αυριανοί κυβερνήτες της χώρας είναι ακριβώς εκείνοι που παίζουν το θλιβερό παιχνίδι της διαρροής και της ασύγγνωστης υστεροβουλίας. Το παιχνίδι της αναγνώρισης πως τίποτα δεν είναι αρκετά αδίστακτο μπροστά στην επιδίωξη της εξουσίας.

Δεύτερον, γιατί είναι εντελώς ανόητο να συζητάμε για δημοσκοπήσεις και σφυγμομετρήσεις δύο μέρες πριν από τις εκλογές. Δεν πρόκειται για δημοσιογραφικό ενδιαφέρον – και με αυτή την λογική είναι απαξιωτικό και για τους επαγγελματίες της ενημέρωσης. Η ιδέα είναι απλή: η τάση της νίκης παρασέρνει ένα ποοσοστό του εκλογικού σώματος, αυτό πρέπει να οδηγηθεί στη μία κατεύθυνση ή την άλλη. Η χειραφέτηση της ενημέρωσης περνάει προφανώς μέσα από την άρνηση, κάποια στιγμή, της συμμετοχής σε τόσο ορατά παίγνια.

Και, τρίτον, γιατί η ιδέα και μόνο της ύπαρξης αλλά μη δημοσιοποίησης μετρήσεων παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της ισότητας. Στο μέτρο που η γνώση είναι δύναμη, ή η γνώση είναι κριτήριο, στο μέτρο δηλαδή που ισχύει ότι δικαιούται ο πολίτης να συμπεριλάβει στα κριτήριά του την εκτίμηση που θα έχει για το ποιος είναι πιθανότερο να κερδίσει στις εκλογές, είναι εντελώς παράλογο να επιτρέπουμε σε μικρές ομάδες πολιτών, και μάλιστα συγκροτημένων γύρω από ειδικές ενασχολήσεις, με ειδικό συμφέρον για το εκλογικό αποτέλεσμα, να επιτρέπουμε σε αυτούς λοιπόν να έχουν ένα πλεονέκτημα ενημέρωσης έναντι όλων των υπολοίπων. Εάν επρόκειτο να υπάρχει απαγόρευση, αυτή προφανώς θα αφορούσε τη διεξαγωγή μετρήσεων από ελληνικές τουλάχιστον εταιρείες, επί ποινή διαγραφής από τον σχετικό κατάλογο του ΕΣΡ.

Δεν ξέρω σε ποια έκταση θα αλλάξει η εκλογική νομοθεσία στο άμεσο μέλλον. Αλλά αυτή η ρύθμιση, αυτή η στρέβλωση, δεν μπορεί να ευτελίζει και στο μέλλον τη δουλειά μας και τους πόλους της, πολίτες, δημοσιογράφους και πολιτικούς.

Tuesday, September 11, 2007

Ήταν μια φορά ένα βιβλίο

Τρίτη 11η Σεπτεμβρίου – nine eleven, δηλαδή, και επομένως η ημέρα το καλεί για λίγη ιστορία. Τι ιστορία; Μα 6ης Δημοτικού, φυσικά, αφού σε λίγη ώρα μη ρωτάς, μικρούλη μου, για ποιόν χτυπάει το κουδούνι, χτυπάει για σένα…

Λοιπόν, ο κ. Καραμάνος, γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, το δήλωσε με κρυστάλλινη καθαρότητα: όλα τα βιβλία είναι έτοιμα προς διανομή ήδη σήμερα, εκλογές έχουμε δα κάνουμε μια προσπάθεια παραπάνω. Όλα εκτός από το βιβλίο Ιστορία της 6ης Δημοτικού, εκλογές έχουμε δα κάνουμε και μια ντρίμπλα παραπάνω. Γιατί;, ρώτησαν τον κ. Καραμάνο. Τους κοίταξε στα μάτια και τους είπε: μας καθυστέρησαν τα τυπογραφεία!

Καγχάσατε; Δεν είστε οι μόνοι. Ναι, το είπε στα σοβαρά ο άνθρωπος, ότι κόλλησε το άτιμο το βιβλίο στην εκτύπωση. Φταίει ο προμηθευτής χαρτιού, φταίει ο τυπογράφος, φταίει ο διορθωτής των δοκιμίων, φταίει ο βιβλιοδέτης, φταίνε οι μεταφορείς. Θέλαμε πολύ να μοιράσουμε το διορθωμένο –για την ακρίβεια: επισκευασμένο- βιβλίο, αλλά δεν τα καταφέραμε, τι κρίμα…

Προφανώς μας δουλεύει. Και μας δουλεύει γιατί δεν τολμά να πει μια αλήθεια, που στο κάτω-κάτω μάλλον θα τον συνέφερε. Ας την πούμε εμείς, λοιπόν, που δεν έχουμε την αγωνία της ψήφου και του σταυρού την Κυριακή. Συγκρατήστε τις αντιδράσεις σας, μην μας εντάξετε αμέσως στο Destroy Athens, αλλά ισχυρίζομαι ότι πολύ καλώς δεν μοιράζεται σήμερα στα σχολεία το επίμαχο βιβλίο. Και καλώς δεν μοιράζεται γιατί όλοι ξέρουμε ότι οι μαθητές μεν θα το έπαιρναν και θα το πέταγαν σε ένα ράφι του γραφείου τους, ενώ πολιτικοί κάθε είδους και ύφους, κάθε ποιότητας ή φυράματος, θα το ξεκοκκάλιζαν μέσα σε λίγες ώρες. Θα το ψείριζαν μέχρι το κόμμα, για να βρουν μια περίεργη λέξη που να έχει ξεμείνει από την αποστείρωση, μια φράση παρεξηγήσιμη ή με διπλή ανάγνωση, μια φωτογραφία που να προσβάλλει εσάς ή εμένα και τις προσωπικές μας μνήμες, κάτι τελοσπάντων το επίμεμπτο. Και αμέσως θα γινόταν το έλα να δεις. Θα έβγαιναν πύρινοι λόγοι στα μπαλκόνια, θα ξεσπούσαν εθνεγερτικές συζητήσεις στα κανάλια, θα έπαιρνε φωτιά η προεκλογική εκστρατεία, θα βλέπαμε συνθήματα, σημαίες, σποτ, πλακάτ, γκράφιτι και ό,τι άλλο φανταστεί αρρωστημένος νους. Θα περνούσαμε το υπόλοιπο ελάχιστο μιας ούτως ή άλλως ισχνής και αναιμικής, ανεπαρκούς και κολοβής προεκλογικής εκστρατείας να συζητάμε για το βιβλίο αντί για την ατζέντα αυτής της χώρας, που στριμώχνεται απελπισμένη σε μερικές μεσαίες παραγράφους των ομιλιών, αυτές που ποτέ δεν παίζουν στα κιου των καναλιών και των δελτίων.

Θα περίμενα, λοιπόν, αντί φθηνών δικαιολογιών μια ρητή δήλωση και μια συμφωνία. Αφού στο πρόσφατο παρελθόν κάναμε ως μη έδει ένα βιβλίο σχολικό θέμα εθνικό, αφού βάλαμε τα σχολικά βιβλία στην πιο πολιτικάντικη εκδοχή του δημόσιου διαλόγου, τουλάχιστον τώρα θα μπορούσαμε να πούμε από κοινού και με θάρρος πως ό,τι έγινε φορτίζει αυτό το βιβλίο με ένα πολιτικό βάρος που δεν έχει, ούτε έπρεπε να είχε ποτέ αποκτήσει. Από τη στιγμή, όμως, που βγήκε από τη σχολική, την εκπαιδευτική διαδικασία και έγινε τμήμα της πολιτικής διαδικασίας, το κακό έχει συντελεστεί. Η επιστροφή του, αναγκαία, δεν μπορεί να γίνει σε προεκλογικές συνθήκες. Πολιτική ευθύνη είναι ό,τι συνέβη, πολιτική υπευθυνότητα θα ήταν να δηλωθεί ρητά πως δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτραπεί η επανάληψη όσων ζήσαμε, στις πλάτες των μαθητών και, φοβούμαι, στις πλάτες της Ιστορίας.

Αλλά αντ’αυτού μάθημα υποκρισίας. Το ότι δεν τολμάμε καν να πούμε το σωστό είναι άλλη μια υστέρηση μετά την αχαρακτήριστη αυτή καθυστέρηση του άθλιου τυπογράφου.

Monday, September 10, 2007

Εκλογές καθ'εκάστην

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου – και, λοιπόν, βρέθηκε η λύση. Είναι απλή. Οι εκλογές να μην γίνονται κάθε τέσσερα, αλλά κάθε τρία χρόνια. Ή κάθε δύο. Ή κάθε τρεις και δύο. Εκλογές συχνά – αυτό είναι το όνειρό μας, πανάκεια για τα προβλήματά μας.

Άκουγα τις προάλλες μια εκλογική συζήτηση και –το πιστεύετε, δεν το πιστεύετε- η μείωση της περιοδικότητας των εκλογών προτάθηκε στα σοβαρά. Μη φανταστείτε από υποψήφιο δευτεράντζα από αυτούς που βγαίνουν στα μεσημεριανά ή σε κανένα περίεργο κανάλι στο απογευματινό tea time ανάμεσα σε δυο μυκονιάτικα πάρτυ. Όχι, καθόλου. Το είπε ο Θόδωρος Πάγκαλος και συμφωνώ απολύτως. Τον ρωτούσαν για την προκήρυξη των εκλογών πρόωρα και είπε κάτι απλό. Αφού έτσι κι αλλιώς ο εκάστοτε πρωθυπουργός τις προκηρύσσει όποτε θέλει, γιατί να τον βάζουμε να επικαλείται ψεύτικους λόγους; Αφού έτσι κι αλλιώς οι περισσότερες εκλογές γίνονται πρόωρα γιατί να μην κάνουμε το πρόωρα κανονικά. Ας κάνουμε, είπε ο Πάγκαλος, εκλογές κάθε τρία χρόνια.

Εκείνη τη στιγμή δεν εκτίμησα τη σημασία της ιδέας. Από τότε το ξανασκέφθηκα και πείστηκα. Φαντάσου, ας πούμε, οι πυρκαγιές στην Πελοπόννησο να είχαν ξεσπάσει πρόπερσι. Οι δυστυχείς συμπατριώτες μας ακόμη θα περίμεναν τις αποζημιώσεις – ρωτήστε και τους καμμένους της Κασσάνδρας. Θα τους την είχαν πέσει μερικές μέρες τα κανάλια και έκτοτε ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Θα τους είχαν υποσχεθεί πως «θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο» - και θα είχαν μείνει μόνον με το κόκκαλο – ρωτήστε και στη Ρικομέξ. Θα είχε καεί η Ολυμπία και θα είχε συγκροτηθεί ειδική επιτροπή με πλειάδα αρμοδίων παραγόντων, αλλά δεν θα είχε ακόμη συνεδριάσει, διότι θα υπήρχε πολύς χρόνος μέχρι την Ολυμπιάδα του Πεκίνου. Και δεν θα είχαν τους αρχηγούς σαν αποκλειστικές νοσοκόμες στα κεφάλια τους να τους τάζουν σπίτι ο ένας, εξοχικό ο άλλος και, όσο θα χτίζονται, χρήμα με ουρά να ρέει από τον Αλφειό.

Αλλά και πέραν των πυροπαθών, οι υπόλοιποι, οι απαθείς πάλι δεν θα περνούσαμε καλύτερα. Θα υπήρχε χρόνος, ας πούμε να αποτιμηθεί το κόστος των αποζημιώσεων. Θα ήταν μικρότερο υπέρ των πυροπλήκτων, αλλά τότε θα απαιτούνταν άμεσα φορολογικά μέτρα για να αποτραπεί δημοσιονομική εκτροπή. Ενώ τώρα… Δίνουμε αβέρτα, μειώνουμε και τους φόρους. Τα κόστη τα αντέχει ο προϋπολογισμός, φτάνουν τα λεφτά από την Ευρώπη λέει ο ένας, λεφτά υπάρχουν λέει ο άλλος και κανείς δεν ρωτά μωρέ πούν’τα και δεν τα είχα δει έως τώρα;

Ο Πάγκαλος, χρόνια στο κουρμπέτι, έχει απόλυτο δίκιο. Εκλογές κάθε τρία χρόνια. Εκλογές κάθε χρόνο. Εκλογές συνέχεια. Οι εκλογές θεραπεύουν πάσαν νόσον, στα μπαλκόνια ακούγεται η μελωδία της ευτυχίας. Μόνο ένα μικρό μειονέκτημα έχουν. Ότι διεξάγονται Κυριακή και υπάρχει, αλίμονο, και Δευτέρα.

Debate no more

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου – και τώρα τι θα απογίνουμε χωρίς ντημπέητ; Το περιμέναμε στις οθόνες συναθροισμένοι. Και ήταν αυτό που είδατε αυτές τις δυόμισυ ώρες που –εκτός αν γελιέμαι πολύ άσχημα- δεν άλλαξαν τον κόσμο.

Αλλά τουλάχιστον ντημπέητ τέλος. Δεν εννοώ τηλεοπτικές συζητήσεις πολιτικών αρχηγών. Αλλά αυτό το περίεργο ελληνικό τηλε-υβρίδιο, θνησιγενές που κατάφερε να επιβιώσει για τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, χάρη στο φόβο των κομματικών επιτελείων και την αδιαφορία τους για την ανάγκη των πολιτών για γνήσια συζήτηση και γνήσια πληροφόρηση,

Αυτό τουλάχιστον το υβρίδιο, που προσβάλλει τους αρχηγούς, εμφανίζοντάς τους ανίκανους να διεξαγάγουν ένα στοιχειώδη πολιτιισμένο διάλογο σαν αυτό που κάνουν όλοι οι άνθρωποι μεταξύ τους, που προσβάλλει τους ψηφοφόρους καλώντας τους να βολευτούν με ό,τι έχουν και να παρακολουθήσουν ημικατεψυγμένη κουβέντα, αν δεν θέλουν μόνο μπαλκόνι, σημαία και πλατεία…

Αυτό το μοντέλο πολιτικού διαλόγου στην τηλεόραση χτες το βράδυ πήρε τέλος. Δεν πήρε απλώς τέλος. Κατέρρευσε. Και κατέρρευσε στην ουσία του, κατέρρευσε από την αναγνώριση στην πράξη ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ήταν ένα λάθος μήνυμα: τα πολιτικά κόμματα συμφώνησαν σε αποστείρωση της συζήτησης. Δεν ήταν ασφυκτική η διαδικασία. Ήταν ασηπτική. Μην τρέξει κάτι. Και το πρώτο που έτρεξε ήταν ότι, επειδή ο κορσές είχε γίνει πολύ στενός, έσπασε αμέσως. Κανείς δεν τήρησε τους όρους, όλοι επεδίωκαν εμφανώς όχι να τους τηρήσουν αλλά να τους παραβιάσουν – είπαν θα έχουμε λίγο χρόνο και έκλεβαν δευτερόλεπτα, είπαν θα έχουμε θεματικές ενότητες και απαντούσαν άλλα αντ’άλλων, είπαν «έτσι είναι αυτή η ζωή, το παιχνίδι το κάνουν τα κανάλια» και είχαν ένα δημοσιογραφικό έλεγχο καναλικού τύπου.

Αναρωτιέμαι σε τι ποσοστό οι πολίτες άκουσαν τα ερωτήματα που θα ήθελαν να θέσουν. Αναρωτιέμαι επίσης, επ’αυτού του ποσοστού, σε τι ποσοστό άκουσαν και απαντήσεις στα ερωτήματά τους. Αναρωτιέμαι αφού σε κανέναν δεν άρεσε τέτοια συζήτηση, γιατί συμφώνησαν οι ίδιοι έτσι να διεξαχθεί. Αναρωτιέμαι, τέλος, εάν οι πολίτες είναι διατεθειμένοι να ανεχθούν επ’άπειρο την αναπαραγωγή ενός όχι τηλεοπτικού, αλλά βαθιά πολιτικού προτύπου, όπου ένα συγκεκριμένο πολιτικό φάσμα θεωρεί αυτονόητη για την αναπαραγωγή του την επιβολή των όρων αυτοσυντήρησης.

Το ντημπέητ, πέρα από το τεχνικο-οργανωτικό του ναυάγιο και τα σαφή δείγματα ερασιτεχνισμού στη σύλληψη και την εκτέλεση, εκτυλίχθηκε με τη μορφή που είχαν προαποφασίσει ότι θα έχει. Ήταν ένα ασφαλές στοίχημα. Παρόλα αυτά, και προφανώς χωρίς προγραμματική συζήτηση, αστείο πράγμα σε 90 δευτερόλεπτα και χωρίς να μπορεί να απευθυνθεί ο ένας στον άλλο, ακόμη κι έτσι το περιεχόμενο του ντημπέητ ήταν καλύτερο, δεν τολμώ να πω τη λέξη ουσιαστικότερο, αλλά πάντως εκφραστικότερο από ό,τι είχε σχεδιαστεί. Ακόμη και τα ασφαλή στοιχήματα, μάθαμε χτες το βράδυ, μπορούν να κερδηθούν ή, πάλι, να χαθούν.

Thursday, September 6, 2007

Debate και ξερό ψωμί (δις)

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου – και η μεγάλη ώρα είναι τώρα, που έλεγε κι ένα παλαιό ασμάτιο…

Εννιά με δώδεκα –βαθιά μεσάνυχτα, δηλαδή- σας παρακαλώ μην μου τηλεφωνήσετε. Θα βλέπω ντημπέητ. Έχω ειδοποιήσει φίλους, έχουμε κανονίσει παρέα, αν έχει ζέστη θα βγάλουμε την τηλεόραση στο μπαλκόνι, αν φυσάει θα τη βάλουμε στη μέση του σαλονιού, μετακινήσαμε τους καναπέδες, πήγα σουπερμάρκετ και πήρα μπύρες, θα παραγγείλουμε και πίτσες από τις οχτώ, να έρθουν νωρίτερα να πούμε και δυο λόγια, γιατί την ώρα του αγώνα θα επικρατεί άκρα ιερή σιγή – απόψε έχει ντημπέητ.

Με έχουν πείσει. Αυτός είναι ο τελικός, η προκριματική φάση δεν είχε καμμία σημασία, άλλωστε ίσα που την πήραμε χαμπάρι. Όλα παίζονται σε ένα ματς. Γι’αυτό ετοιμαζόμαστε όλοι επί τέσσερα χρόνια – είναι σαν τους Ολυμπιακούς, που προπονούνται μοναχικοί αθλητές μέσα σε άδεια στάδια, παγωμένα το χειμώνα, σε στίβους που αχνίζουν το καλοκαίρι, χωρίς κανείς να τους σκέφτεται ή να τους θυμάται και περιμένουν την ώρα του μεγάλου τελικού, εκεί όπου τα λάθη δεν επιτρέπονται, εκεί όπου δεν υπάρχει ισοπαλία, μόνον νικητές και ηττημένοι.

Με αυτούς τους όρους θα δούμε η παρέα το ντημπέητ, αντιλαμβάνομαι ότι έτσι το βλέπουν και οι παίκτες μας. Ποιος θα ταπώσει τον άλλον – δίνοντάς του μια πληρωμένη απάντηση. Ποιος θα κάνει την καλύτερη ντρίμπλα, άμα πάνε να τον στριμώξουν. Ποιος θα κάνει το πιο εύστοχο σουτ, με μια εύστοχη ατάκα που θα «γράψει» αύριο στα κιου των καναλιών και τους τίτλους των εφημερίδων.

Η ορολογία, πάντως, θα το έχετε ίσως παρατηρήσει, δεν είναι αθλητική. Προέρχεται μάλλον από τις πολεμικές τέχνες. Ακούω για παράδειγμα την ελληνική μεταγραφή της απεχθούς λέξης «debate» - όπου η έμπνευση της μεταγλώττισης κατάφερε να δημιουργήσει το έτι απεχθέστερο υβρίδιο «τηλεμαχία». Γιατί «τηλεμαχία». Debate σημαίνει συζητώ, πραγματεύομαι, διατυπώνω υπέρ και κατά. Η «…μαχία» από πού προέκυψε. Υποθέτω από τη δική μας εντύπωση για το τι ακριβώς συμβαίνει σε ένα δικό μας ντημπέητ. Μάχη, λοιπόν, οπότε γιατί όχι και «μητέρα» όλων των πολιτικών μαχών. «Παρακολουθήστε», βλέπω στα τρέηλερ, «την αναμέτρηση των αρχηγών». Γιατί; Ξύλο θα παίξουν; Κι εγώ νόμιζα πως θα μας πουν ό,τι έχουν να μας πουν, νόμιζα ότι θα παρουσιάσουν θέσεις, προτάσεις, σε μια ακραία περίπτωση ακόμη και επιχειρήματα. «Αναμέτρηση», γιατί; Ίσως μόνο για ένα λόγο, γιατί είναι κάπως καλύτερο από το «τηλεμαχία». Και φυσικά κατόπιν τούτων δεν είναι πολιτική ηγεσία, είναι «μονομάχοι». Ave camera, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν…

Επιστρέφω από τα πεδία των μαχών στην ηπιότερη παρομοίωση του ντημπέητ με στίβο ή κωρτ. Φόβος για σκληρό παιχνίδι δεν υπάρχει, τα τάκλιν απαγορεύονται – άλλωστε το ματς έχει περίεργες προδιαγραφές. Μου θυμίζει αγώνα μποξ που διεξάγεται με κανόνες μπάντμινγκτον – ξέρετε, σα να έχουν έξι πυγμάχους, να τους έχουν χωρίσει το ρινγκ με διχτάκι και να τους έχουν δώσει από μια ρακέτα και ένα φτεράκι.

Ιδού, λοιπόν, το ερώτημα του ντημπέητ: ποιος μπορεί να ρίξει τον άλλο νοκ άουτ, χτυπώντας τον με ένα φτεράκι;

Wednesday, September 5, 2007

Debate και ξερό ψωμί

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου – και όλοι περιμένουν το ντημπέητ. Είναι κάτι σαν αυτό που έλεγαν παλιά στον Ιππόδρομο το σουηπστέηκ. Ο νικητής, λένε οι Αμερικανοί, που είναι και οι πατέρες του ντημπέητ, ο νικητής τα παίρνει όλα. Εκεί, βέβαια, τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Έχει ενδιαφέρον να δούμε μερικές διαφορές κουλτούρας. Πρώτον, το ντημπέητ δεν το οργανώνουν τα κόμματα. Παλιότερα το οργάνωνε η Ένωση Γυναικών Ψηφοφόρων. Κάποια στιγμή, προ 20ετίας περίπου, αποσύρθηκε και κατήγγειλε. Τι κατήγγειλε; Ότι με τους όρους, τις ρυθμίσεις και τις προκαταβολικές συμφωνίες περιοριζόταν η δυνατότητα του (Αμερικανού φυσικά…) ψηφοφόρου να δει μια πραγματική, γνήσια ανάκριση των υποψηφίων. Από το δικό μας ντημπέητ ούτε απέξω δεν θα περνούσαν. Τώρα, υπάρχει μια ειδική επιτροπή που οργανώνει τη σεμνή εκδήλωση.

Δεύτερον, το ντημπέητ έχει σταδιακά έχει ενταχθεί τόσο στην πολιτική κουλτούρα των Αμερικανών ώστε από τη μία να θεωρείται αυτονόητη κορύφωση της προεκλογικής σύγκρουσης, από την άλλη όμως να μειώνεται το σχετικό βάρος του. Είναι μια σημαντική προεκλογική εμφάνιση, αλλά δεν είναι «όλα ή τίποτα» σε μια βραδιά.

Κι ακόμη, το πιο ενδιαφέρον ίσως. Δεν κάνουν ένα ντημπέητ – γιατί; Γιατί πιστεύουν πως με ένα ντημπέητ δεν βγαίνει νόημα, είναι λίγος ο χρόνος, και χρειάζεται οπωσδήποτε ένας αριθμός τέτοιων ανοιχτών τηλεοπτικών διαλόγων, ώστε οι θεατές-ψηφοφόροι να αποκτήσουν μια ουσιαστική γνώμη για τις θέσεις και την προσωπικότητα του υποψηφίου. Δες το απλά, βρε αδερφέ. Δεν μπορεί κάποιος να μην εκλεγεί πρόεδρος επειδή έτυχε να συναχωθεί τη λάθος μέρα και να βγαίνει χάλια στην εικόνα. Όλοι, ακόμη και οι πολιτευόμενοι, δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία.

Κάνουν συνήθως τρία ντημπέιτ, λοιπόν. Κι εδώ υπάρχει ένας φυσικός ανταγωνισμός, αντικρουόμενα συμφέροντα. Τα επιτελεία το θέλουν όσο πιο ελεγχόμενο γίνεται. Μάλιστα Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί από το 2004 δημοσίευσαν για πρώτη φορά και ένα αναλυτικό έγγραφο 34 σελίδων που περιλαμβάνει με καταπληκτικά εξαντλητικό τρόπο τους όρους διεξαγωγής της συζήτησης. Οι οργανωτές πάλι το θέλουν όσο πιο ελεύθερο γίνεται. Ο αριθμός των συζητήσεων βοηθάει. Σε άλλες ρωτάει ο δημοσιογράφος-συντονιστής, σε άλλες ένας αριθμός δημοσιογράφων αλλά υπάρχουν και άλλα ντημπέητ όπου οι ερωτήσεις γίνονται από πολίτες. Πόσο αξιόπιστες είναι εκεί οι εταιρείες δημοσκοπήσεων; Τόσο ώστε τα δύο επιτελεία να τις εμπιστεύονται για να διαλέξουν εκείνες πολίτες που δηλώνουν μισοί-μισοί μετριοπαθείς υποστηρικτές των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών. Και οι υποψήφιοι κάθονται –πλανητάρχης θα είναι ο ένας τους αύριο…- απέναντι στους πολίτες.

Πού; Σε διαφορετικά περιβάλλοντα – ακριβώς για να δοκιμαστούν σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Σε τηλεοπτικό στούντιο, σε κλειστό χώρο χωρίς κοινό, σε δημόσιο χώρο, συνήθως ένα αμφιθέατρο πανεπιστημίου, με το κοινό απέναντί τους. Και, φυσικά, δεν νοείται προεκλογική περίοδος όπου ο υποψήφιος να κληθεί να απαντήσει σε έξι –ναι, δεν αστειεύομαι, ΕΞΙ!- ερωτήσεις και να γίνεται όλη η φασαρία στο πώς θα «γράψει» στην κάμερα σε αυτές τις έξι επί ενενήντα δευτερόλεπτα, εννέα λεπτά όλα-όλα, θα έχουν τη δυσάρεστη εμπειρία να βρεθούν απέναντί μας ο κ. Καραμανλής και ο κ. Παπανδρέου, εννέα και ο κ. Παπαθεμελής – εις δόξαν της δημοκρατίας, αλλά φοβούμαι εις απογοήτευσιν του εκλογικού σώματος, που ίσως να ήθελε να ακούσει λίγο περισσότερο Καραμανλή και Παπανδρέου από Παπαθεμελή, γιατί είναι περίεργοι άνθρωποι αυτό το εκλογικό σώμα.

Αντιθέτως, σε εμάς, η συζήτηση και οι όροι της είναι τόσο αποστειρωμένοι που γιατί να ταλαιπωρούνται με στούντιο. Θα μπορούσαν να οργανώσουν εύκολα τη συζήτηση στο θάλαμο αρνητικής πίεσης του Σισμανόγλειου. Να μην διαρρέουν ούτε ερωτήσεις, ούτε απαντήσεις. Βέβαια το μικρόβιο της δημοσιότητας δεν πεθαίνει. Απλώς αργεί η επώαση. Στην Αμερική οι τηλεοπτικές αναμετρήσεις γράφουν ήδη μισό αιώνα ζωής. Εδώ είναι ακόμη στη θερμοκοιτίδα.

Tuesday, September 4, 2007

Ποιός θα εγγυηθεί τις υποσχέσεις;

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου – και δεν θα σας έχει μείνει πια καμμία αμφιβολία ότι, εάν πρόκειται οπωσδήποτε να σας τύχει μια μεγάλη συμφορά, καλύτερα να έρθει σε προεκλογική περίοδο.

Δεν λέω πως ήταν λίγο αυτό που έζησαν η Πελοπόννησος και η Εύβοια. Και, φυσικά, υπάρχει η αναντικατάστατη ανθρώπινη ζωή σε ασύλληπτη μαζική κλίμακα. Αλλά υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως η αντίδραση του πολιτικού συστήματος και των εκπροσώπων του, η ευαισθησία (γνήσια, γιατί όχι…) αλλά και η ταχύτητα (άκρως ασυνήθιστη αυτή), θα ήσαν ίδιες εάν δεν συνέβαινε από τις φλόγες να αναδύεται ως φοίνιξ η κάλπη;

Δεν το επισημαίνω ως αφορμή για γκρίνια. Ευτυχώς, λέω… Ευτυχώς που υπάρχουν και οι εκλογές και κάνουμε ό,τι θα έπρεπε αυτονοήτως να κάνουμε. Και μερικά παραπάνω – αλλά καλύτερα παραπάνω και υστερόβουλα, παρά λιγότερα και αδιάφορα. Έχουμε, λοιπόν, ένα πακέτο υποσχέσεων. Δεν θα ισχυριστώ ότι «υποσχέσεις είναι, δε βαριέσαι, τα έχουμε ξανακούσει βρε αδερφέ και θα ξεχαστούν μόλις ψηφίσουμε». Δεν θα το ισχυριστώ γιατί το πολιτικό κόστος της μη τήρησης αυτών των υποσχέσεων όλοι ήδη ξέρουν πως είναι απαγορευτικό. Αλλά μπορεί η τήρηση των υπεσχημένων να επαφίεται σε εκείνους που υπεσχέθησαν;

Νομίζω όχι – για την ακρίβεια, όχι πια. Είναι φανερό από την έκταση της δυσπιστίας της κοινής γνώμης ότι το πολιτικό σύστημα έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την έξωθεν καλή μαρτυρία – και όχι μόνον στις πυρόπληκτες περιοχές. Ένα από τα έργα της επόμενης κυβέρνησης θα είναι η αναστήλωσή της – μαζί με της Ολυμπίας – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Για την ώρα, υπάρχουν οι πολίτες. Και από την άποψη αυτή είναι πραγματικά ένα μήνυμα αισιοδοξίας αυτή η πρωτοβουλία που είχαν κοινωνικοί και δημόσιοι φορείς για τη συγκρότηση ενός παρατηρητηρίου που θα επιβλέπει ακριβώς την τήρηση των υποσχέσεων για την αποκατάσταση των καταστροφών στις περιοχές που κατέκαψαν οι φλόγες. Θα είναι, διαβάζω στην Ελευθεροτυπία, το Τεχνικό και το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο, το Οικονομικό, επίσης, οι δικηγορικοί και ιατρικοί σύλλογοι, η Ενωση Δικαστών και το Συμβούλιο της Επικρατείας μαζί με το Πολυτεχνείο. Θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλοι, για παράδειγμα, οικολογικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Για αυτή τη μεγάλη προσπάθεια ανασυγκρότησης, για την οποία τόσο γενναιόδωρα συνεισφέρουν πολίτες και επιχειρήσεις, από τους πιο πλούσιους που προσφέρουν εκατομμύρια μέχρι εκείνους που δίνουν δέκα ευρώ από το υστέρημά τους, χρειάζεται μια εγγύηση. Και αυτή τη φορά η εγγύηση δεν μπορεί να έρθει μόνο από το «σύστημα» - πρέπει εγγυητής να είναι και η κοινωνία.

Το είχαμε πει και μετά τις φωτιές της Πάρνηθας. Για να έχει αξιοπιστία ένα πολιτικό πρόγραμμα πρέπει πια να εντάσσει στη σύνταξη, την κατάρτιση, αλλά κυρίως τον έλεγχο της εφαρμογής του τις δυνάμεις της κοινωνίας, δυνάμεις έξω από τον έλεγχο του κομματικού φορέα που καταρτίζει το πρόγραμμα. Κόμμα, κράτος και κυβέρνηση δεν αρκούν πια για τους πολίτες. Χρειάζονται, έτσι είναι οργανωμένη η κοινωνία μας, αλλά δεν αρκούν. Γιατί; Γιατί δεν θα έπρεπε να έχουμε φτάσει εδώ που είμαστε σήμερα, αλλά αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση. Πάντως, τα πράγματα είναι πια σχετικά απλά. Αξιοπιστία σημαίνει όχι μόνον αίτημα τυφλής εμπιστοσύνης, αλλά και δέσμευση για εξωτερικό έλεγχο, κοινωνικό έλεγχο, με αρμοδιότητες και δυνατότητα παρέμβασης.

Περιμένω να ακούσω την αποδοχή αυτού του ελέγχου ως πολιτική δέσμευση.

Εναρκτήριο λάκτισμα

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου – και άρχισε το πρωτάθλημα. Μερικά πρώτα συμπεράσματα από τη βραχύτατη έως τώρα αγωνιστική περίοδο.
Πρώτον, το σκορ. Όπως διαπιστώσατε και χθες το βράδυ, είναι 0-0. Λευκή ισοπαλία. Κατ’άλλους μαύρη ισοπαλία. Πάντως, ισοπαλία.

Δεύτερον, οι πιθανότητες στένεψαν. Ξεκινάμε από το μηδέν κι όλα τα αποτελέσματα είναι ανοιχτά. Αν παίζετε ΠΡΟΠΟ, σημειώσατε 1, σημειώσατε 2, αλλά σημειώστε και Χ, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται καμμιά φορά, άτιμο πράγμα η μπάλλα, όπως έλεγε και ένας γνωστός προπονητής, δεν θυμάμαι εάν ήταν ο Όσιμ ή ο Χαρίλαος…

Τρίτον, τα πρωταθλήματα δεν κρίνονται αναγκαστικά στα ντέρμπυ. Μπορεί να κερδίσεις όλα τα μεγάλα ματς της χρονιάς και να χάσεις σε κανένα από τα «ξερά» που έλεγαν παλιά, να υποστείς αποσυσπείρωση βαθμών στο Χαριλάου, στο Αλκαζάρ ή στο τσουρουφλισμένο γήπεδο του Αστέρα Τρίπολης.

Τέταρτον, φέτος το πρωτάθλημα είναι διαφορετικό από άλλες χρονιές. Οι μικρές ομάδες, ο Πανιώνιος για παράδειγμα, έχουν ενισχυθεί σημαντικά και θα είναι πιο αξιόμαχες, έχουν και καλύτερες πιθανότητες να αντέξουν στην πίεση των αντιπάλων. Θα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και μπορεί να κριθεί στην τελευταία αγωνιστική, στο νήμα, την ώρα που ο παίκτης στέκει στο παραβάν και σουτάρει…

Πέμπτον, οι πάγκοι καίνε. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, όλα τα φαβορί πάνε μόνο για τη νίκη και όλα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες παρά ποτέ να μην τη δουν να έρχεται. Δύσκολες ώρες για προπονητές, που πάντως παρηγορούνται με την ιδέα ότι το πριμ είναι μεγάλο – 40 έδρες τουλάχιστον και με καθαρό σκορ θα κάνουν όνειρα και για νταμπλ.

Επίσης, μην το ξεχάσω, για να κερδίσει μια ομάδα δεν φτάνει να έχει ένα ισχυρό σημείο. Θέλει από όλα. Δεν αρκεί ο καλός προπονητής, ο μάγος της ντρίμπλας ή ένας καλός σκόρερ στα παράθυρα. Θέλει από όλα. Και μπάτζετ, και μάνατζμεντ, και πιστούς οπαδούς, και καλούς παίκτες σε όλες τις θέσεις, και –ακόμη- πίστη στη νίκη, ομαδικό πνεύμα και οργανωμένο παιχνίδι. Να ξέρει ο καθένας τι κάνει μέσα στο γήπεδο και, εν τέλει, γιατί παίζεται το παιχνίδι.

Και, τέλος, κανένα πρωτάθλημα δεν έχει κριθεί πριν αρχίσει όσο φαβορί κι αν θεωρεί τον εαυτό του το φαβορί, κανένα ντέρμπυ δεν έχει κριθεί πριν αρχίσει ό,τι κι αν συμβεί στον αντίπαλο, όποια αναποδιά κι όποια συγκυρία κι αν αντιμετωπίσει. Για να κερδίσεις πρέπει να παίξεις.

Αυτά συμβαίνουν στη μπάλα…