Thursday, November 30, 2006

Σσσσ... Σιγά, η μεταρρύθμιση κοιμάται

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου – και ποιος θυμάται τις μεταρρυθμίσεις; Εδώ περνάμε ωραία. Έχουμε μπει και σε μια ωραιότατη προεκλογική περίοδο, που θα κρατήσει το λιγότερο έξι και το ανώτατο (είμαστε αισιόδοξον έθνος) δεκαέξι μήνες. Γιατί όχι; Έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε;

Στην κυβέρνηση έχουν ανακρούσει πρύμναν – δεν είναι ώρα να μπλέκουμε με την Παιδεία. Άσε Μαριέττα το Θάνο Βερέμη και σκέψου τον Ηλία Νικολακόπουλο. Ο μόνος που δεν πήρε χαμπάρι είναι ο Μανόλης Κεφαλογιάννης, αυτός βρίσκεται ακόμη στη φάση των ιδιωτικοποιήσεων και κατά γενική υπουργική ομολογία είναι ο άνθρωπος που μπορεί να τις βουλιάξει, εφόσον του ανατεθεί να τις προωθήσει.

Στο ΠΑΣΟΚ έχουν άλλους νταλκάδες. Θα φάει ο Βενιζέλος το Γιώργο ή θα προλάβει ο Γιώργος να φάει το Βενιζέλο; Ελα ντε… Γιατί το ερώτημα είναι εάν θα μπορέσει το κόμμα να κερδίσει τις εκλογές και να ξαναδώσει πίσω τις υπουργικές καρέκλες στα στελέχη που βρίσκονται στη φάση της εφίδρωσης, σαφές δείγμα στερητικού συνδρόμου. Θα ξαναγίνει ο Άκης υπουργός; Μια τέτοια αγωνία συνέχει τους Έλληνες πολίτες – εκ των οποίων περίπου το ένα πέμπτο, όσοι είναι κάτω των 25 ετών, δεν είχαν καν γεννηθεί την πρώτη φορά που έγινε ο Άκης υπουργός.

Υπάρχει μέσα σε όλα αυτά κανείς που να θυμάται τις μεταρρυθμίσεις; Εδώ μια έκπληξη, που δείχνει πως ίσως να έχουμε περάσει και σε μια νέα πολιτική φάση χωρίς να το καταλάβουμε. Οι κοινωνικοί εταίροι υποκαθιστούν ένα διακριτό πολιτικό έλλειμμα. Ο ΣΕΒ έκανε μια μείζονα παρέμβαση για τη συνταγματική αναθεώρηση – πολύ πιο συγκροτημένη από τη διάλυση που φέρνει (ήδη από την προηγούμενη αναθεώρηση) η συζήτηση για το Σύνταγμα στις κομματικές γραμμές. Δεν συμφωνεί κανείς σε όλα, ούτε άλλωστε θα έπρεπε. Όμως οι βιομήχανοι όχι απλώς έχουν θέσεις, αλλά και δείχνουν διάθεση να συμπεριφερθούν με τη λογική του εταίρου και όχι του αφεντικού. Αξιοσημείωτο επίσης ότι δεν εμφανίζονται να συμπλέουν με τη συγκυρία μιας συντηρητικής κυβέρνησης, αλλά να διαμορφώνουν ένα δικό τους διακριτό λόγο.

Και μετά το ΣΕΒ, σήμερα παρουσιάζει τη δική της παρέμβαση για το Σύνταγμα η ΓΣΕΕ. Η άλλη πλευρά του κοινωνικού εταιρικού σχήματος έχει κάνει κι αυτή σημαντικά βήματα και έχει κατακτήσει και νομιμοποιήσει την αυτοτέλεια και την εσωτερική της συγκρότηση. Προφανώς δεν θα συμφωνεί, θα είναι όμως ο άλλος πόλος της συζήτησης και –γιατί όχι- της διαπραγμάτευσης.

Το πολιτικό σύστημα, όσο οι κοινωνικοί εταίροι ήταν μόνο ταξικοί αντίπαλοι, είχε το ρόλο του αποσβεστήρα των κραδασμών. Το πολιτικό σύστημα σήμερα, που ωρίμασαν και αναδεικνύονται σε επαρκείς και σχετικά ισόρροπους συνομιλητές, μπορεί να έχει ρόλο καταλύτη στη σχέση τους. Για την ώρα (όπως για παράδειγμα στο ασφαλιστικό), αντί καταλύτη το πολιτικό σύστημα παίζει την τροχοπέδη, για τον περίφημο φόβο του πολιτικού κόστους.

Wednesday, November 29, 2006

Επικίνδυνες (ειδικές) σχέσεις

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου – και το τρένο δεν θα σφυρίξει μόνον τρεις φορές. Δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσανατολίζεται στο πιο ήπιο πρόστιμο για την Τουρκία για την άρνησή της να πράξει το στοιχειώδες, δηλαδή να εφαρμόσει το πρωτόκολλο τελωνειακής ένωσης και με την Κύπρο, όπως ρητά είχε δεσμευτεί. Η πιθανότερη αυτή τη στιγμή εξέλιξη είναι να προταθεί το πάγωμα τριών κεφαλαίων (ή το πολύ έξι), δηλαδή του ενός έκτου έως και του ενός δεκάτου των συνολικών κεφαλαίων της διαπραγμάτευσης.

Από πού προέκυψε τόση διαλλακτικότητα και τόση ηπιότητα από τους ίδιους που πριν από λίγο καιρό, όταν πιέζονταν από την κοινή γνώμη στις χώρες τους, ξεσπάθωναν κατά της Άγκυρας. Εκείνους που έλεγαν, όπως οι Γερμανοί, ότι χωρίς εφαρμογή των δεσμεύσεων τα τρένα πήγαιναν για σύγκρουση, ή πάλι εκείνους που ψήφιζαν για τη νομική επιβολή της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων, όπως οι Γάλλοι;

Νομίζω ότι η soft γραμμή απέναντι στην Τουρκία αυτή τη φορά τουλάχιστον δεν οφείλεται τόσο στις πιέσεις των Αμερικανών ή στις συνήθεις καλές υπηρεσίες της Βρετανίας. Αυτή τη φορά πηγαίνει πιο βαθιά. Ξεκινάει από την υπόρρητη αναγνώριση ότι η υπόθεση της τουρκικής ένταξης, της πραγματικής ένταξης ως πλήρους μέλους, έχει πάρει ουσιαστικά τέλος. Και αυτό συνέβη από τη στιγμή που ο Ζακ Σιράκ δεσμεύτηκε προς τους Γάλλους πως σε οποιαδήποτε περίπτωση, ακόμη κι αν η Τουρκία κάνει τα πάντα, ό,τι της ζητούν οι Ευρωπαίοι κι ακόμη παραπάνω, πάλι θα προκήρυσσε δημοψήφισμα για την εισδοχή. Όλοι γνωρίζουν ότι σε προοπτική μερικών δεκαετιών ποτέ οι Γάλλοι με λαϊκή ψήφο δεν πρόκειται να δώσουν την συγκατάθεσή τους.

Με αυτή την σιωπηρή κοινή αντίληψη, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν κανένα λόγο να συνεχίζουν τη σκληρή πίεση προς την Άγκυρα. Στην ουσία, έχουν ήδη αρχίσει να σκέπτονται όχι τη λύση της ειδικής σχέσης, αλλά τη μορφή της.

Για την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο, είναι το τέλος μιας γενναίας πολιτικής. Η Αθήνα, σε μια από τις μείζονες επιλογές της εξωτερικής της πολιτικής, πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση της τουρκικής ενταξιακής πορείας. Έδωσε έτσι (και αυτό το πολιτικό κεφάλαιο θα μείνει) διαπιστευτήρια ειλικρίνειας για τη σχέση της με την Τουρκία σε ένα δεσμευτικό θεσμικό πλαίσιο. Η προσέγγιση απέκτησε ουσιαστικό πολιτικό νόημα και περιεχόμενο. Η Τουρκία μπορεί να το εκτιμήσει. Ακόμη κι αν δεν το κάνει, ασφαλώς δεν έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευθεί μια (παλιότερα για όλους βέβαιη) ελληνική αντίθεση. Όπως και κανείς Ευρωπαίος δεν μπορεί να φορτώσει στην Ελλάδα τις δικές του ανομολόγητες ή διακηρυγμένες φοβίες και αντιρρήσεις.

Ήταν μια μεγάλη πολιτική, αλλά φτάνει στο αντικειμενικό τέλος της. Τώρα τα διλήμματα θα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Γιατί ήδη από τη σύνοδο του Δεκεμβρίου Αθήνα και Λευκωσία θα βρίσκουν μπροστά τους 23 εταίρους για τους οποίους -στο μέτρο που η Τουρκία παραμένει τρένο, αλλά βρίσκεται πια σε παράλληλες κι όχι στις ίδιες ράγες- η συνέπειά της αφορά εκείνον που κάθε φορά θίγεται και όχι την Ευρώπη ως σύνολο. Και, όπως ξέρουμε, εκείνος που συνήθως θα θίγεται θα είναι η Ελλάδα και η Κύπρος.

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο σιγά-σιγά αλλά σταθερά γλιστράει μακριά από τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Είναι δυσάρεστο, είναι επικίνδυνο αλλά είναι και μια νέα πραγματικότητα.

Tuesday, November 28, 2006

Εική και ως έτυχεν...

Τρίτη 28 Νοεμβρίου – και τώρα που οι δημοσκοπήσεις αρχίζουν να καταγράφουν και τις πολιτικές συνέπειες, ας αναρωτηθεί κανείς για το νόημα που είχε για το ΠΑΣΟΚ η ανακίνηση του θέματος του άρθρου 16 σε αυτή τη συγκυρία. Το πολιτικό αποτέλεσμα δεν χρειάζεται να το συζητήσουμε, νομίζω ήταν επαρκώς αναμενόμενο και φυσικά θαύματα δεν συμβαίνουν στη χώρα των θαυμάτων.

Πρώτον, λοιπόν: το ΠΑΣΟΚ, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, συζητάει εάν θέλουμε ή όχι ιδιωτικά πανεπιστήμια. Πρόκειται για χαρακτηριστικό δείγμα του παραλογισμού που μας καθιστά μια ευχάριστη χώρα για καλοκαιρινές διακοπές, αλλά κάνει να σφίγγουν τα πράγματα το χειμώνα. Κανείς δεν θυμάται πια ότι το θέμα δεν αφορά την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων – για αυτά μπορούμε να νομοθετήσουμε όποτε θέλουμε. Το θέμα αφορά εάν πρέπει μέσα από το Σύνταγμα να απαγορεύσουμε οτιδήποτε μη κρατικό. Εδώ υπάρχει μια υπόρρητη αναγνώριση. Ότι όλοι ξέρουμε πως εδώ είναι μπάτε σκύλοι αλέστε κι αν δεν το απαγορεύει το Σύνταγμα σύντομα θα δούμε το λαμογιστάν των ΚΕΚ, ΙΕΚ και τα ρέστα να αναρτά επιγραφή νέον με τον τίτλο University. Καλά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από το Σύνταγμα; Ασφαλώς υπάρχει. Αλλά έως τώρα δεν άκουσα καμμία σχετική πρόταση – πρέπει να πω ούτε από τους υπέρμαχους ούτε από τους αρνητές του άρθρου 16.

Δεύτερον: το δημοψήφισμα. Το έχει πει παλαιότερα ο Ντε Γκωλ – και το έχει κάνει με την Αλγερία. Τα δημοψηφίσματα τα κερδίζει όποιος γράφει την ερώτηση. Τι ακριβώς θα ρωτάει το δημοψήφισμα; Και την ερώτηση ποιος θα την γράψει; Κουλτούρα δημοψηφισμάτων δεν υπάρχει στην Ελλάδα και εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν είναι η Παιδεία και μάλσιτα ένα πολύ περιορισμένο και συγκεκριμένο ζήτημά της το πεδίο για να την αποκτήσουμε.

Και τρίτον: η πρόταση του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσμα ποιάς ακριβώς επεξεργασίας ήταν. Γνωρίζω μια σειρά προβληματισμών που έχουν δημόσια διατυπωθεί. Τις θέσεις του ΟΠΕΚ, τις θέσεις της Αριστεράς Σήμερα, την έκθεση του ΕΛΙΑΜΕΠ. Υπάρχει επίσης το ξεπουπουλισμένο από τη θεωρία του πολιτικού κόστους σχέδιο Βερέμη που συζητήθηκε σε αυτό που ήταν τελοσπάντων ο εθνικός διάλογος. Οι προτάσεις του ΠΑΣΟΚ από πού ακριβώς προήλθαν;

Όσο για την ψήφο στην αναθεώρηση, όχι μόνο για το άρθρο 16 αλλά για το σύνολο των αναθεωρητέων διατάξεων στοιχειώδης πολιτική λογική επιβάλλει όχι μόνο στο ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο στην Αριστερά, αλλά στην κάθε αντιπολίτευση, σημερινή και μελλοντική, να επιφυλάσσει στον εαυτό της ή στην κυβέρνηση την εγγύηση της συναίνεσης μέσα από την αυξημένη πλειοψηφία για την τελική διατύπωση, ψηφίζοντας αρνητικά στο σύνολο. Οπότε μέχρι την επόμενη Βουλή έχουμε καιρό να συνεννοηθούμε, ή να συνεχίσουμε κατά μόνας, κατά κοινωνική ομάδα ή κατά κόμμα να διαπληκτιζόμαστε και να κάνουμε την Παιδεία πεδίο επίλυσης των κάθε είδους πολιτικών ή προσωπικών μας διαφορών.

Dies irae

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου – και χρόνια τώρα η Τουρκία προσπαθεί να πείσει ότι δικαιούται να γίνει μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Το κεντρικό επιχείρημα της Άγκυρας και των υποστηρικτών της είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να παραμείνει «χριστιανική λέσχη» και ότι οι ευρωπαϊκές αξίες υπερβαίνουν τα πολιτισμικά και θρησκευτικά σύνορα. Οι θεμελιώδεις αξίες της Ευρώπης, που είναι οι αξίες του Διαφωτισμού, μπορούν σήμερα (λένε οι υπέρμαχοι της τουρκικής ένταξης) να αποτελέσουν το όχημα για την αποτροπή της σύγκρουσης των πολιτισμών.

Πολύ ωραία, και politically correct. Αν υπάρχει ένας συμβολικός τρόπος για να προωθήσει κανείς αυτό το επιχείρημα, αυτός είναι χωρίς αμφιβολία η χωρίς προηγούμενο επίσκεψη του Πάπα στην Κωνστνατινούπολη. Οι δύο πλευρές του χριστιανικού σχίσματος, ο ηγέτης του Καθολικισμού στην έδρα της ανατολικής Ορθοδοξίας, η οποία βρίσκεται σε μουσουλμανικό έδαφος και αποτελεί επισήμως κρατικό ίδρυμα της κατεξοχήν κοσμικής χώρας του Ισλάμ. Η συμπύκνωση των συμβόλων – το ιδανικό βήμα για το κήρυγμα της συμβίωσης και (ευκαιρίας δοθείσης) για το πολιτικό μήνυμα προς τους λαούς της Ευρώπης που αμφισβητούν στη βάση ότι είναι θεμιτή η εισδοχή της Τουρκίας στη δική τους Ένωση, ότι οι Τούρκοι μπορούν να είναι και Ευρωπαίοι.

Και πώς αξιοποιεί αυτή την ευκαιρία η Άγκυρα; Μερικές χιλιάδες φανατικών αφήνονται να διαδηλώνουν λέγοντας ό,τι ακριβώς πιστεύει ο μέσος Ευρωπαίος για το μέσο Τούρκο: έξω οι Χριστιανοί, κάντε τζαμί την Αγιά Σοφιά, την πόλη τη λένε Ιστανμπούλ. Και καλά οι φανατικοί, που αν υπάρχουν τόσοι στην Κωνσταντινούπολη, πόσοι άραγε θα βρεθούν με την αυριανή ή τη μεθαυριανή ένταξη στην Ούρφα ή στο Ντιγιαρμπακίρ; Και η ηγεσία τι κάνει; Ο Ερντογάν παίζει κρυφτό με την πραγματικότητα. Θα δει τον Πάπα σε μια αίθουσα στο αεροδρόμιο της Άγκυρας γιατί έχει πολύ φορτωμένο πρόγραμμα και δεν προλαβαίνει. Μετά θα πάει στις Βρυξέλλες και θα ζητάει από τον Ισπανό και τον Ιταλό πρωθυπουργό στήριξη – για να αναφέρουμε μόνο τις δυο πιο μαζικά καθολικές χώρες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Τουρκία υπήρχαν δύο ισχυρές ομάδες, που με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες και λογικές ήθελαν την ένταξη. Οι ισλαμιστές του ΕΡντογάν την έβλεπαν ως μόνο τρόπο κατοχύρωσης της ύπαρξής τους και εγγύηση ότι δεν θα καταπιέζονται με απαγορεύσεις από το βαθύ στρατιωτικό κράτος των κεμαλιστών. Οι δυτικόφρονες οικονομικοί παράγοντες της Πόλης έβλεπαν εκεί το δρόμο για μια σταθερή ανάπτυξη και μια τροχιά εξευρωπαϊσμού και εκδημοκρατισμού.

Οι ισλαμιστές ήρθαν σε σύγκρουση με το βαθύ φανατισμό της λαϊκής βάσης τους. Και η ελίτ της Πόλης ήρθε σε σύγκρουση με το πολιτικό της έρεισμα, τους κεμαλιστές του στρατού, που η προνομιακή τους θέση θα πρέπει να είναι η τελική θυσία για την Ευρώπη.

Για την Τουρκία η επίσκεψη του Πάπα μπορούσε να είναι το πουργκατόριο. Όλα δείχνουν πως εξελίσσεται στην απόδειξη ότι για να γίνει κανείς μέλος της Ευρώπης δεν αρκεί να θέλει η ηγεσία. Πρέπει και να μπορεί η χώρα.

Friday, November 17, 2006

Θέατρο Δρόμου

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου – και ιδού το ερώτημα. Τι ήταν αυτό που έκαναν οι αστυνομικοί χτες στη Ρηγίλλης; Ήταν παράσταση ή ήταν κατάληψη;

Ήταν παράσταση εν είδει κατάληψης, ή κατάληψη εν είδει παράστασης; Νομίζω ότι, επειδή έχουν πλήρως επικρατήσει οι όροι του θεάματος στην πολιτική, αυτό που είδαμε ήταν ασφαλώς και χωρίς καμμία αμφιβολία παράσταση. Παλαιότερα υπήχραν οι λαϊκές απογευματινές, τώρα και λαϊκή πρωινή.

Γιατί πρωινή; Μα, ασφαλώς για να συμπίπτει με τα πρωινάδικα. Και πώς σκέφθηκαν οι αστυνομικοί να πάνε μπουλουκηδόν στα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος και να πούνε «γειά σας κι ήρθαμε»; Το σκέφθηκαν επειδή και οι συνδικαλιστές, δικαίως, δεν αισθάνονται ως εκπρόσωποι εργαζομένων αλλά κυρίως ως ενσαρκωτές ενός ρόλου – όχι ρόλου κοινωνικού, αλλά πραγματικού ρόλου σε αυτό το μεγάλο μας τσίρκο.

Εκεί όπου όλα κρίνονται με όρους επικοινωνίας, κερδισμένος είναι όποιος παίξει καλύτερα το παιχνίδι της δημοσιότητας, της κάμερας, όποιος καταλάβει περισσότερο χρόνο στα δελτία. Μπούκα λοιπόν. Το ζήτημα βέβαια είναι ότι έργο δεν υπάρχει. Και με ραγδαίους ρυθμούς καταργούνται εκτός από το κείμενο και οι όροι με τους οποίους παίζεται η παράσταση. Επομένως, ο καθένας αυτοσχεδιάζει.

Γιατί να τηρήσει τα στοιχειώδη προσχήματα ο αστυνομικός; Έτυχε κάτι ανησυχητικό στον υπουργό του όταν ενδύθηκε εκείνος τη χλαμύδα του συνδικαλιστή και έκανε τον καμπόσο και το έπαιζε λαϊκός ήρως και προστάτης των δικαίων αιτημάτων των πραιτώρων του; Οι άλλοι υπουργοί, αυτοί που δημόσια διαπληκτίζονται όταν κάποιος κλέψει ατάκα από τα δικά τους λόγια, είπαν τίποτα εκτός από κάτι μισόλογα μασημένα off the record -αλίμονο…- στους δημοσιογράφους; Σφύριξε κανείς από την πλατεία, εκτός από τους δυσαρεστημένους ανθυποψηφίους της Β΄Αθηνών;

Όλα ήταν ωραία και ανθηρά. Και επισήμως προβλέφθηκε ότι θα τα έβρισκαν Πολύδωρας-Αλογοσκούφης και πράγματι έτσι έγινε, το έργο ήταν χάπι έντ, όχι γουέστερν, τα βρήκαν και έτσι θα ανέβαινε και το κασέ τους.

Η φάρσα της Ρηγίλλης ήταν ευθεία συνέπεια αυτής της κατάστασης. Όταν το έργο δεν έχει κανόνες, όταν ο καθένας αυτοσχεδιάζει όπως του καπνίσει, όταν ο καθένας λέει ό,τι θέλει –κι ο αστυνομικός υπαινίσσεται λευκή απεργία και δεν σηκώνονται και οι πέτρες- τότε είναι απολύτως προβλέψιμο ότι εκτός από το να λέει, μετά θα κάνει και ό,τι θέλει.

Και μετά θα ζήσουν αυτοί άσχημα και εμείς χειρότερα….