Monday, March 31, 2008

Αναγνώριση είναι μόνο η ελληνική

Δευτέρα 31 Μαρτίου – και, τώρα που μπαίνουμε στο τριήμερο της κρίσης για μια υπόθεση 20 χρόνων, είναι η ώρα μιας ανακεφαλαίωσης.

Πρώτον, στην πίεση, ο παροξυσμός της εθνοκαπηλικής ανοησίας γυρίζει μπούμερανγκ. Εμπνεύσεις όπως αυτή με την ελληνική σημαία με τη σβάστικα, που κατέβηκε με επίκαιρο τρόπο στη δημιουργική φαντασία καλλιτέχνη κι από εκεί έγινε αφίσα στα Σκόπια, είναι δείγματα αμηχανίας μάλλον, παρά ακαμψίας.

Δεύτερο, ό,τι διαβάζουμε στις αμερικανικές εφημερίδες σήμερα, θα το ακούσουμε από τους Αμερικανούς διπλωμάτες ή από κάποιον μεσολαβητή ή διεθνή παράγοντα αύριο. Η ιδέα των Τάιμς της Νέας Υόρκης ότι η διαφορά για την ονομασία πρέπει να λυθεί εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ είναι στην ουσία μια προειδοποίηση προς την Αθήνα. Αλλά παραβλέπει μια βασική παράμετρο της υπόθεσης της ένταξης της γειτονικής χώρας στην Ατλαντική Συμμαχία. Με τα Σκόπια ζούμε ειρηνικά και μάλλον φιλικά, όπως έχουν διαπιστώσει όσοι τα επισκέφθηκαν, δυο δεκαετίες τώρα. Άρα ζήτημα ειρήνης στα Βαλκάνια από αυτή τη διένεξη δεν υπάρχει. Αντιθέτως. Η Ελλάδα έχει στηρίξει (με το αζημίωτο για τους επιχειρηματίες της, φυσικά…) την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, την ευημερία και την πρόοδό της – αυτή που επικαλείται η πολιτική της ηγεσία σε κάθε εκλογές. Η οικονομική σταθερότητα, που μόνο χάρη στην Ελλάδα υπάρχει, είναι και η μόνη σταθερότητα σε αυτό το κράτος, η βασική εγγύηση της συνοχής του, που από εθνοτική και γεωγραφική άποψη είναι έτοιμη να καταρρεύσει, καθώς μάλιστα αυξάνεται και η πίεση από τις υπόλοιπες βαλκανικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στο Κόσσοβο.

Άρα, εκτός από την ειρήνη, ούτε ζήτημα σταθερότητας θέτει η παράταση της εκκρεμότητας για την ονομασία. Αυτό που ζητείται, όμως, από την Ελλάδα δεν είναι η ειρηνική συμβίωση, ή η φιλική συνύπαρξη με ένα γείτονα – πράγματα που έχουμε κατακτήσει χωρίς δυσκολία ή και παρά τη δυσκολία. Από την Ελλάδα ζητείται να γίνει σύμμαχος με την ΠΓΔΜ. Και μια συμμαχία έχει άλλους όρους από την ειρήνη – πολύ περισσότερο σήμερα που δεν υπάρχει το κλίμα, οι συνθήκες και οι πολιτικές προϋποθέσεις του Ψυχρού Πολέμου. Για μια σχέση συμμαχίας μια τέτοια εκκρεμότητα είναι πράγματι υπονομευτική. Αν μια χώρα δεν μπορεί να διαλέγει τους συμμάχους της είναι χώρα μειωμένης κυριαρχίας. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να δεχθεί μια τέτοια συνθήκη.

Αλλά με την προτροπή για λύση εκτός ΝΑΤΟ, δεν ζητείται μόνον αυτό. Ζητείται ουσιαστικά να αποδεχθεί η Ελλάδα ότι με τους όρους της ενδιάμεσης συμφωνίας, την ένταξη δηλαδή ως ΦΥΡΟΜ, θα αποδεχθεί ουσιαστικά την διπλωματική ήττα της σε αυτό που η ίδια –καλώς ή κακώς, και σήμερα δεν μας μένει φαντάζομαι καμμία αμφιβολία για το πόσο κακώς- ανέδειξε σε μείζον ζήτημα της εξωτερικής της πολιτικής. Όλοι γνωρίζουν πως με τα δεδομένα πριν από τη διαδικασία ένταξης, η παγίωση του Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν όχι απλώς δρομολογημένη, αλλά συντελεσμένη πραγματικότητα. Η Ελλάδα έχει μια και μόνη τελευταία ευκαιρία για να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση. Και πήρε την απόφαση να αναλάβει το πιθανό κόστος και να επιδιώξει ένα συμβιβασμό με τα Σκόπια αντί για ένα συμβιβασμό με τα τετελεσμένα (που η ευθύνη τους μας βαραίνει αλλά αυτό δεν είναι αυτού του τριημέρου). Άρα «εκτός Συμμαχίας» σημαίνει στην πραγματικότητα το τέλος του ταξιδιού. Και πάλι, η Ελλάδα δεν έχει λόγο να το δεχθεί – ούτε καμμία πρόθεση από ό,τι φαίνεται.

Όσο για την πιθανή αναγνώριση της ΠΓΔΜ από τον ΟΗΕ, και πόση παρηγοριά μπορεί να τους είναι, ας είμαστε ρεαλιστές. Το ΝΑΤΟ δίνει εγγύηση συνόρων και η Ε.Ε. δίνει χρήματα. Ο ΟΗΕ δίνει ό,τι γνωρίζουμε από το Κυπριακό.

Νέοι, γυναίκες και ασφαλιστικό

Παρασκευή 28 Μαρτίου – και ο κ. Καραμανλής θα πει πολλές φορές ακόμη, απόψε και τις επόμενες μέρες, ότι ψηφίστηκε για να κυβερνήσει με βάση την εντολή του Σεπτεμβρίου και όχι τις δημοσκοπήσεις της ημέρας. Οι δημοσκοπήσεις, όμως, είναι κακά νέα για την κυβέρνηση. Και μπορεί να μην λένε πολλά πράγματα για την εντολή του Σεπτεμβρίου, λένε όμως για την επόμενη εντολή. Και οι αριθμοί είναι τέτοιοι ώστε να προεξοφλούν ουσιαστικά πως μια κυβέρνηση που ήδη σήμερα έχει εξασφαλίσει πλειοψηφία μόλις δύο εδρών, θα καταγράψει βαρύ πολιτικό κόστος για το ασφαλιστικό.

Το πρόβλημα για την κυβέρνηση δεν είναι τόσο η γενική αντίδραση. Δεν είναι μόνον ότι θίγονται πολλοί και όλοι, μα όλοι χωρίς εξαίρεση, αισθάνονται ότι κάποια στιγμή, σύντομα αν όχι τώρα, θα έρθει και η δική τους σειρά. Δεν είναι ούτε η κοινωνική αποδοχή που συναντά ο ακτιβισμός του Συνασπισμού, ούτε η ακτιβιστική ροπή που αρχίζει να διακρίνει το ΠΑΣΟΚ και που προδιαθέτει για σκληρότερες συνθήκες διακυβέρνησης από εδώ και πέρα, με περισσότερη αντιπολιτευτική δράση και μάλιστα δράση που θα έχει άμεση κοινωνική –και πιθανώς επικοινωνιακή- επίπτωση.

Το πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι η δυσαρέσκεια για τις αποφάσεις της δεν είναι μόνον διάχυτη, αλλά και εστιασμένη σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Και οι ομάδες αυτές φαίνονται ανάγλυφα στο πιο ενδιαφέρον σημείο της έρευνας της ΑΛΚΟ για τη ΓΣΕΕ να είναι οι γυναίκες και οι νέοι. Πρόκειται για δύο κατηγορίες στις οποίες παγιώνεται μια αρνητική εικόνα για την κυβέρνηση, δύο κατηγορίες κρίσιμες στην κάλπη, με ιδιαίτερες εκλογικές συμπεριφορές και οι οποίες, ούτως ή άλλως, μόνον προνομιακές δεν ήταν για τη Νέα Δημοκρατία.

Οι νέοι είναι –ας το πούμε με τον όρο του συρμού- η «γενιά του Τσίπρα». Είναι και κάτι ακόμη: η πρώτη γενιά νεολαίας που, ύστερα και από την υπόθεση του άρθρου 16, μπαίνει στην πολιτική με αριστερόστροφη πλειοψηφική τάση, εδώ και δύο δεκαετίες. Η επιρροή της μπορεί να γίνει ορατή πολύ νωρίτερα από όσο πιστεύει η κυβέρνηση.

Οι γυναίκες, πάλι, είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ομάδα. Ιστορικά, από τη δεκαετία του 80, αλλά και σταθερά από τότε, όχι γενικά η Αριστερά, αλλά συγκεκριμένα το ΠΑΣΟΚ έχει σημαντικά αυξημένα ποσοστά στη γυναικεία παρά στην ανδρική ψήφο. Οι γυναίκες είναι για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ένα προνομιακό εκλογικό ακροατήριο. Είναι επίσης πιο ευαίσθητες σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης ως κριτήριο ψήφου και πολύ περισσότερο εάν αφορούν τις ίδιες. Η παγίωση ενός αισθήματος αδικίας σε βάρος τους με τις ρυθμίσεις του ασφαλιστικού μπορεί να εξελιχθεί σχεδόν ανεπαίσθητα σε πολιτική καταστροφή.

Κι αυτά ανεξάρτητα από το πόσοι συμμετείχαν ή θα συμμετάσχουν στις συγκεντρώσεις της πλατείας Συντάγματος.

Thursday, March 27, 2008

Ο Συνασπισμός στον κόσμο των "μεγάλων"

Πέμπτη 27 Μαρτίου – και είναι περίεργο, αλλά για το Συνασπισμό το τέλος της αθωότητας γράφτηκε μέσα σε έναν παιδότοπο.

Η δήλωση Αλαβάνου, το περιβόητο πια «καλώς τα παιδιά» και οι αντιδράσεις που προκάλεσε (σχεδόν όσες και η ίδια η πρόταση μομφής) λέει πολλά για τη σημερινή κατάσταση του Συνασπισμού. Αν το κόμμα είχε στις δημοσκοπήσεις 3% ή 5% ή 7% - όλοι θα έβλεπαν σε αυτή τη δήλωση ένα ευφυολόγημα, άλλοι πετυχημένο, άλλοι άκαιρο. Το κόμμα, όμως, έχει 17% ή 22% στις μετρήσεις. Και με τέτοιες μετρήσεις μετριέται αλλιώς. Στην ίδια δήλωση όλοι είδαν «αλαζονεία», «μικρομεγαλισμό», «αυθάδεια», «απώλεια αισθήματος του μέτρου». Ο Αλέκος Αλαβάνος ανακαλύπτει με σκληρό τρόπο ότι σημασία δεν έχει μόνον το τι λες αλλά και το ποιος το λέει. Ανακαλύπτει, επίσης, ότι δεν είναι πια αυτός που ήξερε, δεν είναι αυτός που νόμιζε και που ήταν έως τις προηγούμενες εκλογές.

Ο δημοσκοπικός τρικομματισμός αλλάζει και τα κριτήρια με τα οποία αντιμετωπίζονται τα κόμματα και οι αρχηγοί τους. Μια κουβέντα παραπάνω ή παρακάτω, που δεν σημαίνει τίποτα για τον ηγέτη ενός μικρού σχηματισμού της πολύ ελάσσονος αντιπολίτευσης, μπαίνει τώρα στο υποδεκάμετρο της κρίσης της κοινωνίας, αλλά κυρίως των μέσων ενημέρωσης. Ο Συνασπισμός διαπιστώνει πως και τα Μέσα λένε για τον ίδιο «καλώς τα παιδιά»: κάθε λέξη του θα μπαίνει σε κρησάρα, κάθε κίνησή του θα έχει τη δημοσιότητα και το άνοιγμα στο μεγάλο κοινό, μαζί όμως με όλα τα πλεονεκτήματα και όλους τους κινδύνους της ευρείας έκθεσης. Η απαίτηση πια από το Συνασπισμό ξεφεύγει πολύ από τις απαιτήσεις που υπάρχουν έναντι ενός κόμματος διαμαρτυρίας.

Υπάρχει μια πρόσθετη περιπλοκή. Ο Συνασπισμός δεν διεκδικεί μόνον την ίδια εν πολλοίς δεξαμενή ψήφων με το ΠΑΣΟΚ, που ήδη αυτό συνιστά απειλή για ένα μεγάλο κόμμα με παράδοση και βαθιές κοινωνικές ρίζες και ισχυρούς μηχανισμούς. Η αντιπαράθεση με τον Συνασπισμό ως απειλή συνιστά πια και ένα κριτήριο επάρκειας για τα κορυφαία στελέχη του – από τον πρόεδρο έως τους επίδοξους διαδόχους του και τους περίφημους παλιότερα «πρωθυπουργήσιμους». Απέναντί τους δεν είναι πια μόνον ο κ. Καραμανλής, αλλά εξίσου –αν όχι με προτεραιότητα- ο κ. Αλαβάνος και ο κ. Τσίπρας. Και ο σκληρός κόσμος της πολιτικής δεν έχει τη φήμη ότι βγάζει καλά παιδιά που είναι ευχάριστο να τα έχεις διαρκώς απέναντί σου.

Μπορεί ένα κόμμα που μέχρι πρόσφατα πάλευε για την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση, μπορεί ένα κόμμα που πήρε πριν από έξι μήνες 5%, μπορεί ένας μηχανισμός φτιαγμένος για να κάνει δημιουργική μεν, αλλά μικρής κλίμακας αντιπολίτευση σε ένα πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικοπολιτικό χώρο να αντιμετωπίσει την επιτάχυνση της εκτόξευσής του στη στρατόσφαιρα των σφυγμομετρήσεων; Θα ισορροπήσει και θα αποδείξει πως άξιζε να βρίσκεται εκεί ψηλά και στην κάλπη και στη διάρκεια του χρόνου ή θα πάθει βέρτιγκο και θα επιστρέψει ζαλισμένος στις χαμηλές πτήσεις κοινοβουλευτικής επιβίωσης;

Το εγχείρημα είναι δύσκολο – αλλά για πρώτη φορά ίσως (και αντίθετα με την εκτόξευση) εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο από την ανεξέλεγκτη κρίση των υπολοίπων αλλά και από τον ίδιο το Συνασπισμό και την ηγεσία του.

Ασφαλιστικό από τα επάνω

Παρασκευή 21 Μαρτίου – και είναι θέμα ημερών, μετά το ασφαλιστικό Σιούφα, μετά το ασφαλιστικό Ρέππα, και το ασφαλιστικό Πετραλιά να γίνει νόμος του κράτους.

Γίνεται νόμος με τον τρόπο που ψηφίζονται πάντοτε οι ρυθμίσεις του ασφαλιστικού: μέσα σε θύελλα κοινωνικών αντιδράσεων, μέσα σε καταιγισμό απεργιών, μέσα σε πλήθη διαδηλωτών, μέσα σε ορυμαγδό δηλώσεων και διαβεβαιώσεων ότι μόλις αλλάξει η κυβέρνηση, ο νόμος θα καταργηθεί.

Ο νόμος Πετραλιά δεν πρόκειται να καταργηθεί, όπως το ΠΑΣΟΚ δεν κατήργησε το νόμο Σιούφα, καθώς είχε δεσμευθεί, όπως η Νέα Δημοκρατία δεν κατήργησε (αντιθέτως υπερέβαλε) το νόμο Ρέππα, όπως είχε διακηρύξει. Αυτό που θα συμβεί είναι ότι οι γενικές του ρυθμίσεις θα εφαρμοστούν – ουσιαστικά πρόκειται για μια γενίκευση των όρων Σιούφα σε μια γενιά πιο πίσω, σε όσους μπήκαν στον εργασιακό στίβο τη δεκαετία του 80. Ορισμένες από τις ρυθμίσεις του θα καταπέσουν στα δικαστήρια, αλλά εάν η επίπτωση από τις δικαστικές αποφάσεις δεν είναι αρκετά μεγάλη ώστε να επηρεάζει τα συνολικά μεγέθη κανείς δεν θα το πληροφορηθεί καν – εκτός βέβαια από τους ενδιαφερόμενους. Η κυβέρνηση θα μπορεί να υποστηρίξει ότι, να που λέγατε ότι δεν κάνει τίποτα, έκανε μεγάλη μεταρρύθμιση. Η αντιπολίτευση θα μπορεί να υποστηρίξει ότι, να που λέγατε ότι έχει απονεκρωθεί, αντέδρασε με όποιον τρόπο μπορούσε. Τα συνδικάτα θα μπορούνε να φωνάζουν ότι, να που λέγατε πως έχουν συμβιβαστεί και το μόνο που ψάχνουν είναι μια εθελουσία όπως του ΟΤΕ, κατέβασαν τον κόσμο στους δρόμους και έδωσαν μέχρις εσχάτων την απεργιακή μάχη και είχαν και τους εργαζομένους στο πλευρό τους.

Το μήνυμα για την κοινωνία, όμως, ποιο θα είναι; Ότι για άλλη μια φορά το ασφαλιστικό συζητείται και προχωρεί με όρους κοινωνικής σύγκρουσης. Ότι κανείς δεν θέλει να συζητήσει στη βάση της συνεννόησης, γιατί συνεννόηση σημαίνει τελικά αναγνώριση πως θα χαθούν ορισμένα κεκτημένα. Ότι καμμία κυβέρνηση δεν έχει μπορέσει να πείσει την ευρεία κοινωνία για την ειλικρίνεια των προθέσεών της – και πώς άραγε να συμβεί αυτό με την παρούσα κυβέρνηση όταν έχουν προηγηθεί Αγάπιοι, Ευγένιοι και τα ρέστα. Ότι το ασφαλιστικό είναι στην ουσία ένα μπρα-ντε-φερ ανάμεσα σε όποια κυβέρνηση αισθάνεται ισχυρή και τα συνδικάτα που θεωρεί ότι βρίσκονται σε φάση υποχώρησης. Ότι το ασφαλιστικό είναι σε τελική ανάλυση ένα ζήτημα πολιτικής ισχύος, ένα ζήτημα επιβολής και όχι ένα καίριο τμήμα του βασικού κοινωνικού συμβολαίου που μας επιτρέπει να ζούμε στην ίδια χώρα. Και, ακόμη, ότι το συγκεκριμένο νομοθέτημα μπορεί να περιορίζει κάπως το γραφειοκρατικό κυκεώνα που κληροδότησε στη χώρα το διαρκές παζάρι των κυβερνήσεων με μικρά, μεσαία και μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα, αλλά δεν λύνει το πραγματικό πρόβλημα, που είναι η σχέση των γενεών και το βάρος που θα χρειαστεί στο μέλλον να αναλάβουν τα παιδιά μας για τις δικές μας συντάξεις – εάν στο μεταξύ έχουν μπορέσει να βρουν δουλειά.

Δεν βάζει δηλαδή το ασφαλιστικό μέσα σε ένα σχέδιο για τη χώρα.

Monday, March 17, 2008

Κερασάκι χωρίς τούρτα

Δευτέρα 17 Μαρτίου – και ο κ. Τσίπρας το είπε κατηγορηματικά, όπως το είχε πει μια μέρα νωρίτερα και ο κ. Αλαβάνος: «δεν θα γίνουμε το κόκκινο κερασάκι στην κεντροαριστερή τούρτα».

Δεν θα χρειαστεί ιδιαίτερος κόπος. Το πολιτικό συμπέρασμα του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, εάν κρίνει κανείς από τις ομιλίες του κ. Παπανδρέου, είναι ότι κεντροαριστερή τούρτα δεν πρόκειται να υπάρξει. Ο κ. Παπανδρέου φαίνεται πως έχει κάνει οριστικά μια επιλογή. Πιστεύει πως η άνοδος του Συνασπισμού δεν οφείλεται μόνο σε μια συγκυριακή αδυναμία του δικού του κόμματος να συγκρατήσει την παραδοσιακή του βάση, αλλά και σε μια συνολικότερη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.

Η άλλη εκδοχή θα ήταν διαφορετική. Μπορεί κανείς να δει στην άνοδο του Συνασπισμού ως την μοναδική εκδοχή αξιόπιστης ψήφου διαμαρτυρίας σε μια συγκυρία όπου η δυσανεξία προς το πολιτικό κατεστημένο βρίσκεται σε κορύφωση, όπου το σύστημα αδυνατεί να δώσει λύσεις και προοπτική, ενώ η Αριστερά ταυτίζεται με ένα ξεχασμένο από τη δεκαετία του 80 πλεονέκτημά της, την πρωτοκαθεδρία στους νέους.

Αλλά και οι δύο ερμηνείες είναι θεμιτές. Ο κ. Παπανδρέου επιλέγει λοιπόν να ακολουθήσει στην ανανέωση των στελεχών (έξω όλοι οι παλιοί από το βασικό όργανο παραγωγής πολιτικής) και να διεκδικήσει μερίδιο στο –διευρυνόμενο, κατά την εκτίμησή του- πεδίο της αριστερής ψήφου.

Αλλά η αριστερή ψήφος, όσο κι αν ο κ. Τσίπρας μιλά για κυβερνητική προοπτική της Αριστεράς, είναι σήμερα ψήφος δυσαρέσκειας προς τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Αυτή την εξουσία την έχει ασκήσει για πολλά χρόνια το ΠΑΣΟΚ. Η στροφή που κάνει δεν γίνεται με όρους κριτικής προς το παρελθόν του, αλλά με όρους ρήξης προς αυτό. Εάν η συζήτηση αφορά το ποιος μπορεί να ενσαρκώσει καλύτερα την αποστροφή προς την εξουσία και τον κυβερνητισμό – η συζήτηση έχει λήξει πριν αρχίσει.

Αλλά η μετατόπιση προς τα Αριστερά, θα έλεγε κανείς, ευνοεί τη συνεργασία. Νομίζω όχι. Πρώτα από όλα, το ΠΑΣΟΚ δεν υιοθέτησε την πρόταση της κοινής πολιτικής λογικής που ήρθε από δύο αντίθετες πλευρές του, το Ρεύμα Βενιζέλου και την αριστερή πτέρυγα των Ελλήνων Σοσιαλιστών, για ρητή και προκαταβολική δέσμευση ότι δεν θα υπάρξει συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία. Μια στροφή στα Αριστερά προφανώς περιορίζει δραστικά τις πιθανότητες υλοποίησης τέτοιου σεναρίου. Ταυτόχρονα, όμως, οδηγεί στη διεκδίκηση του ίδιου ακριβώς εκλογικού ακροατηρίου με το διευρυνόμενο Συνασπισμό. Εάν η διεκδίκηση γίνει λίγο πιο επιτυχής από το ΠΑΣΟΚ, οι σχέσεις τους –με μαθηματική ακρίβεια θα επιδεινωθούν. Το κέρδος του ενός θα είναι απώλεια για τον άλλο.

Και φυσικά, έτσι δεν λύνεται η βασική στρέβλωση του σημερινού πολιτικού συστήματος. Ότι δηλαδή απουσιάζει ένας χώρος υποδοχής της μετριοπαθούς δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση και της κριτικής, αλλά όχι απορριπτικής, στάσης έναντι του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Όσο μεγαλώνει το κενό στο κέντρο, συμβαίνει όλο και περισσότεροι Έλληνες να αυτοτοποθετούνται στον περίφημο μεσαίο χώρο. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο ελληνικό παράδοξο.

Friday, March 14, 2008

Προσαράξαμε

Παρασκευή 14 Μαρτίου – και η πραγματικότητα δεν διαψεύδεται. Αλλά δεν υπάρχει μία πραγματικότητα. Δείτε, για παράδειγμα, μερικές εικόνες της χθεσινής μέρας.

Η Ελλάδα είναι μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Ο Πρωθυπουργός της βρίσκεται στις Βρυξέλλες, όπως όλοι οι άλλοι πρωθυπουργοί της Ευρώπης. Σύνοδος κορυφής. Η Ελλάδα έχει κάτι προβλήματα με τους γείτονές της. Συμβαίνουν και στις καλύτερες περιοχές. Η υπουργός της των Εξωτερικών, μια γυναίκα, όπως και αλλού στην Ευρώπη και τον κόσμο, συναντήθηκε με τους δύσκολους γείτονες και θα εποπτεύσει άλλο ένα γύρο διαβουλεύσεων από Δευτέρα στη Βιέννη. Στην Αθήνα, το κόμμα της αντιπολίτευσης, είχε συνέδριο. Ο πρόεδρός του έκανε έκκληση για συνεργασίες στον ευρύτερο χώρο του. Είναι πρόεδρος και της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται παντού στην Ευρώπη σε μια φάση αναζήτησης. Ο γραμματέας του αντίπαλου κυβερνώντος κόμματος και ένας νέος αρχηγός ενός κόμματος της Αριστεράς ήταν παρόντες στο συνέδριο – δείγμα εκλέπτυνσης της πολιτικής ζωής. Δείγμα πολιτικού πολιτισμού.

Ευτυχώς διαλέξατε το σωστό πακέτο φωτογραφιών από τη χθεσινή μέρα. Γιατί αν είχατε κάνει λάθος, και παίρνατε το άλλο πακέτο, τι θα βλέπατε; Τίποτα. Γιατί όταν ο φακός καλύπτεται από μαύρες σακούλες, η φωτογραφία βγαίνει μαύρη κατάμαυρη, σαν τις ώρες που πέρασαν χτες οι πολίτες της ευτυχισμένης χώρας. Μέσα μαζικής μεταφοράς δεν είχε. Πήραν λοιπόν όλοι τα αυτοκίνητά τους. Α, από κούρσα πάμε καλά. Υπέροχο θέαμα οι ακινητοποιημένες Καγιέν στο χάος της κυκλοφορίας. Αλλά δεν είναι μόνο που πήραν όλοι τα αυτοκίνητα – τι να κάνουν άλλωστε; Ήταν και χαλασμένα τα φανάρια, γιατί δεν έχουμε ούτε ρεύμα, στην πόλη που φωτίζει ο Θεός περισσότερο από τη ΔΕΗ.

Δυο ώρες από Χίλτον στην πλατεία Κοτζιά, αλλά η Καγιέν, Καγιέν. Να ξέρουμε και ποιοι είμαστε δηλαδή. Ευτυχισμένοι στο βολάν του αυτοκινήτου τους, οι οδηγοί απολάμβαναν την κοινωνική καταξίωση που τους παρέχει το ακριβό μοντέλο ρουφώντας τη βαριά αποφορά από τους λόφους των σκουπιδιών.

Εδώ αγαπάμε την τέχνη. Η πόλη μας είναι γεμάτη με κάτι πραγματικά ωραίες και πρωτότυπες εικαστικές καρδιές. Η μισή μου καρδιά στην όψη τους βρίσκεται. Η άλλη μισή δεν φαίνεται, η άλλη μισή καρδιά σκεπάζεται από ξέχειλες, κομματιασμένες σακκούλες και προβάλλει μέσα από κουρέλια και αποφάγια, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε όχι σε καμμιά σκοτεινή γωνιά της πόλης, αλλά Βουκουρεστίου και Βαλαωρίτου. Γιατί εδώ γεννήθηκε η δημοκρατία. Όσα σκουπίδια έχουν τα Σεπόλια, τόσα και το Κολωνάκι. Είμαστε κατά των κοινωνικών διακρίσεων.

Ανοίγοντας δρόμο μέσα από το σκουπιδαριό, ακροβατώντας ανάμεσα σε ακινητοποιημένες λαμαρίνες, περιμένοντας μάταια να ανάψει το πράσινο για να περάσουν απέναντι, κλείνοντας τα αυτιά τους για να υποφέρουν τα κορναρίσματα και κοιτώντας σα χαμένοι, κάτι δυστυχισμένοι τουρίστες προσπαθούσαν χτες το μεσημέρι να πετύχουν το αδύνατο: να διασχίσουν την Ερμού για να φτάσουν προς το Θησείο. Έτσι κατάλαβαν γιατί ο Θησέας ήταν ημίθεος.

Το μέρος έχει λάθος όνομα. Έπρεπε να λέγεται «Γιωργής». Δεν είναι υπερωκεάνειο, είναι ένα μικρό κρουαζιερόπλοιο για το Σαρωνικό. Σχετικά παλιό, αλλά πρόσφατα ανακαινισμένο, άνετο και καλοβαμμένο. Ο καιρός είναι ωραίος και η θάλασσα γύρω σχετικά ήρεμη. Τυχερό καράβι. Οι επιβάτες κολατσίζουν στις ξαπλώστρες, πίνουν καφέ στα σαλόνια, πετάνε στο κύμα τα άδεια κουτάκια από τα αναψυκτικά, αλείβονται αντηλιακό και γενικά περνάνε καλά. Δεν δείχνει να τους απασχολεί κάτι έντονα, η ζωή είναι ωραία. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το πλοίο έχει προσαράξει.

Thursday, March 13, 2008

Ο Νεύτωνας στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ

Πέμπτη 13 Μαρτίου – και συνήθως τα συνέδρια των κομμάτων πρέπει να απαντήσουν στο κλασικό ερώτημα του Λένιν: «τι να κάνουμε». Δεν είναι έτσι τα πράγματα με το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ που αρχίζει σήμερα. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να απαντήσει σε ένα διαφορετικό ερώτημα: «ποιοι είμαστε». Κι αφού αρνήθηκε να το αντιμετωπίσει σε συνθήκες ήπιου προβληματισμού, θα υποχρεωθεί να το κάνει τώρα, σε συνθήκες παροξυσμού και βαθιάς κρίσης.

Για το κόμμα που χτίστηκε επειδή ακριβώς έδωσε για πρώτη φορά κυβερνητική δυναμική στην αριστερή ή κεντροαριστερή παράταξη, η κρίση ταυτότητας πηγαίνει στη βάση της ύπαρξής του. Από τα χρόνια του 70, το ΠΑΣΟΚ συγκροτήθηκε μέσα από δύο στοιχεία: πρώτον, την αναφορά σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και τη σαφώς διαφορετική οπτική και ρητορική του σε μείζονα θέματα, από την οικονομία έως την εξωτερική πολιτική. Το στοιχείο αυτό έχει προφανώς αποδυναμωθεί μέσα στις διεθνείς εξελίξεις που άλλαξαν τον κόσμο αυτές τις τρεις δεκαετίες.

Το δεύτερο στοιχείο συγκρότησης του ΠΑΣΟΚ υπήρξε η κυβερνητική του δυνατότητα. Από την πρώτη στιγμή συσπείρωνε γύρω από αυτή την προοπτική εξουσίας πρόσωπα και ομάδες με ακραία διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς – από τροτσκιστές μέχρι στελέχη της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου, για να το πω με πρόσωπα από το Μιχάλη Χαραλαμπίδη έως το Στέλιο Παπαθεμελή, περνώντας από όποιον και όσους μπορείτε να σκεφτείτε και είμαι βέβαιος πως δεν θα είναι λίγοι.

Τι ήταν αυτό που διασφάλισε τη δυνατότητα του κόμματος να διεξάγει μεγάλο μέρος του πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου στη χώρα για είκοσι και πλέον χρόνια μέσα στους κόλπους του; Τι ήταν αυτό που έκανε προηγούμενα συνέδριά του –όπως, ας πούμε, το 1996- να έχουν ίση, αν όχι μεγαλύτερη, σημασία για τη χώρα και τον πολιτικό της προσανατολισμό με τις εθνικές εκλογές; Ήταν ακριβώς η συνάντηση των διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων σε ένα κοινό χώρο με οπτική εξουσίας.

Από εδώ ξεκινάει σήμερα και η κρίση του ΠΑΣΟΚ. Το 1996 έκανε τη μετάβαση σε μια άλλη εποχή, πείθοντας πως η άσκηση της εξουσίας θα ήταν προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες και τις νέες ανάγκες – εκείνης της εποχής, που όλοι διαπίστωναν ότι δεν ήταν σαν την προηγούμενη. Είναι ακριβώς αυτό που δεν συνέβη το 2004. Το ΠΑΣΟΚ πέρασε τέσσερα χρόνια πιστεύοντας πως δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε άλλο παρά να περιμένει. Πίστεψε στο ώριμο φρούτο και τη δεξιά παρένθεση. Ο δισταγμός μπροστά στο κόστος μιας πραγματικής πολιτικής ανανέωσης, που σήμαινε όπως πάντοτε και μια πραγματική πολιτική ρήξη, ίσως με μειοψηφία και πλειοψηφία, αλλά πάντως με καθαρό το διαφορετικό στίγμα, οδήγησε στο μαρασμό και την εσωστρέφεια.

Το πρώτο που έχει να κάνει ένα συνέδριο κόμματος σε τέτοιες συνθήκες είναι να δώσει –πέρα από τη μάλλον αδιάφορη για τους υπόλοιπους ενότητα- ένα καθαρό στίγμα πολιτικής. Πώς δηλαδή θα είναι η χώρα σε τέσσερα χρόνια, εάν το κόμμα κερδίσει εκλογές – όσο και αν οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν ότι αυτό είναι απίθανο να συμβεί σύντομα. Εάν δεν απαντήσει, τότε η πιθανότητα θα γίνει ακόμη μικρότερη.

Μπορεί να μετακινηθεί προς τα Αριστερά, εάν θεωρεί ότι υπάρχει πολιτικός χώρος. Μπορεί να τοποθετηθεί προς το κέντρο, αν θεωρεί ότι μπορεί να γίνει η κεντρική δύναμη ενός διπολικού και όχι δικομματικού συστήματος. Αλλά δεν μπορεί να μείνει εκεί που βρίσκεται, για τον απλό λόγο ότι βρίσκεται στο κενό και οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν απλώς το νόμο της βαρύτητας.

Wednesday, March 12, 2008

Ακραία λαϊκιστικά φαινόμενα

Τετάρτη 12 Μαρτίου – και είπα πολλά δυσάρεστα τις προηγούμενες ημέρες για το συνδικαλισμό και την εγχώρια εκδοχή της έννοιας της αντιπροσώπευσης των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Είναι άλλο όμως η κριτική, άλλο να επικρίνεις στάσεις, τακτικές και συμπεριφορές, κι άλλο η διαστρέβλωση, η παραχάραξη της πραγματικότητας, η διαστροφή του επιχειρήματος και εν τέλει η καθαρή συκοφάντηση.

Και ο τηλεμαραθώνιος μιζέριας και ψευδεπίγραφης τραγωδίας που παρακολουθήσαμε με αφορμή την απεργία της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, το δακρύβρεκτο σήριαλ των ταπεινών και καταφρονεμένων που φτάνουν στο χείλος του θανάτου εξαιτίας των κακών συνδικαλιστών, ε, αυτό ελάχιστα απέχει από την καθαρή συκοφαντία. Και ασφαλώς δεν μας τιμά ως επάγγελμα, που σημειωτέον απεργεί πάλι σε λίγες μέρες.

Ήταν ένα εξαιρετικά κακό τηλεοπτικό θέαμα, μια άθλια εκδοχή της εκμετάλλευσης της κοινωνικής ευαισθησίας. Εικόνες σπάνιας έκπτωσης, σε μια γενικότερη συνθήκη που δεν διεκδικεί δα και δάφνες καθ’ εκάστην. Μια νεαρή που περιμένει για μεταμόσχευση καρδιάς και κινδυνεύει η ζωή της ανά πάσα στιγμή. Να κρατάει στα χέρια το μηχάνημα και να περιγράφει το δράμα της. Πώς θα λειτουργήσει χωρίς ρεύμα; Ένα ζεύγος ηλικιωμένων και εξαθλιωμένων που χωρίς καμμία βοήθεια μοιράζονται την ίδια συσκευή οξυγόνου και περιμένουν τη διακοπή της ηλεκτροδότησης ως καταδίκη ή ως λύτρωση. Ένας νέος με κινητικά προβλήματα που περιμένει να κατέβει με το ασανσέρ και το ρεύμα έχει κοπεί, οπότε εμφανίζεται απομονωμένος από τον κόσμο στο διαμέρισμά του. Μικρές ανθρώπινες ιστορίες, μικρές ανθρώπινες τραγωδίες, μεγάλη στρέβλωση της πραγματικότητας.

Η απάντηση στο πώς θα ζήσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς ρεύμα είναι απλή: όπως ακριβώς θα ζούσαν εάν το ρεύμα κοβόταν για κάποιον άλλο λόγο και όχι λόγω της απεργίας της ΓΕΝΟΠ. Όπως ακριβώς θα ζούσαν εάν η διακοπή είχε γίνει με το μεγάλο χιονιά πριν από λίγες εβδομάδες. Αλλά η κοινωνία και οι αρχές και η κυβέρνηση που κόπτεται σήμερα για τις ανάγκες τους δεν έχουν φροντίσει γι’αυτό. Τώρα τους σκέφτηκαν. Όπως ακριβώς θα ζούσαν εάν το ρεύμα κοβόταν το καλοκαίρι λόγω υπερφόρτωσης από τα κλιματιστικά που εγκαταστάθηκαν μαζικά χωρίς καμμία πρόνοια για την επιβάρυνση από τη χρήση τους. Αλλά η κοινωνία και οι αρχές και η κυβέρνηση που κόπτεται σήμερα για τις ανάγκες τους δεν έχουν φροντίσει γι’αυτό. Τώρα τους σκέφτηκαν. Όπως ακριβώς θα ζούσαν εάν το ρεύμα κοβόταν –και συμβαίνει συχνά- επειδή έπεσε ένα δέντρο στα καλώδια, ή επειδή φύσηξε δυνατά, ή επειδή έχει κακοκαιρία, ή επειδή έχει καύσωνα, ή επειδή έπεσε σκόνη από την Αφρική στους μονωτήρες. Αλλά η κοινωνία και οι αρχές και η κυβέρνηση που κόπτεται σήμερα για τις ανάγκες τους δεν έχουν φροντίσει γι’αυτό. Τώρα τους θυμηθήκαμε, που βολεύει για το επιχείρημα.

Έχουν αρκετά να τους καταλογίσεις οι συνδικαλιστές της ΔΕΗ ώστε δεν χρειάζεται να τους φορτώνουμε τα τρία κακά της μοίρας μας. Όλους τους ταλαιπωρημένους της ζωής είναι τόσο ταπεινό, κυνικο και χυδαίο να τους θυμόμαστε τώρα, όσο είναι ταπεινό, κυνικό και χυδαίο ότι τους ξεχνάμε όλο τον υπόλοιπο καιρό.

Tuesday, March 11, 2008

Απεργίες και απεργίες

Τρίτη 11 Μαρτίου – και έχουμε εντελώς ξεφύγει. Δεν ζητάει κανείς να γίνονται στην Ελλάδα γιαπωνέζικες απεργίες με περιβραχιόνια και εντατική εργασία, σαν αυτές που ίσως θα ονειρευόταν ο (άλλο Τογιότα κι άλλο ΔΕΗ) Τάκης Αθανασόπουλος. Δεν ζητάει κανείς να γίνονται απεργίες χωρίς επίπτωση στο κοινωνικό σύνολο. Άλλωστε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ειδικά οι κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό αντιμετωπίζονται με συμπάθεια από την κοινωνία: δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως η υπόθεση δεν τον αφορά, και δεν υπάρχει κανείς που να μην βλέπει πως εάν δεν περιλαμβάνεται στις σημερινές ρυθμίσεις, υπάρχουν κι οι αυριανές για όσους την έχουν έως τώρα γλιτώσει.

Τα παραδείγματα έχουν αξία. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι σκουπίδια. Πρόκειται για μια αξιοθρήνητη εικόνα της πόλης, για μια αξιοθρήνητη εικονογράφηση της ζωής μας και της κοινωνικής μας οργάνωσης. Εμείς, οι πολίτες, που παρά τις εκκλήσεις κατεβάζουμε τα σκουπίδια στο δρόμο, να τα υφιστάμεθα όλοι μαζί και όχι καθένας μόνος στο σπίτι. Οι εργαζόμενοι, που παρά τις εκκλήσεις, δεν βρήκαν άλλο τρόπο διεκδίκησης των αιτημάτων τους, παρά μόνο τη βύθιση της χώρας στη σκουπιδομάζα. Αλλά και η κυβέρνηση που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε υποσχεθεί ρύθμιση για τα βαρέα και ανθυγιεινά, όπως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βαρέα και ανθυγιεινά λείπουν από το νομοσχέδιο Πετραλιά. Έχουν, λοιπόν, λόγο να απεργούν και, εν τέλει, δεν κάνουν κάτι παραπάνω από το να απεργούν.

Γιατί λέω ότι έχουμε ξεφύγει; Υπάρχουν ορισμένες άλλες απεργίες, όπως αυτή της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, για παράδειγμα, που αποτυπώνουν την αντίληψη των συνδικαλιστών του ευρύτερου δημόσιου τομέα – αυτών που κάποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου αποκαλούσε «ρετιρέ», και κάτι ήξερε για το πώς είχαν εκτοξευθεί εκεί από το ισόγειο…
Άκουσα, για παράδειγμα, τον οργανωτικό γραμματέα της ΓΕΝΟΠ να δηλώνει ότι «πρώτα θα κοπεί το 50% του φορτίου που πηγαίνει στις βιομηχανίες και μετά θα γίνουν διακοπές στην οικιακή κατανάλωση». Δικό του είναι το ρεύμα, ό,τι θέλει το κάνει.

Σύμφωνοι. Για χάρη της συζήτησης λέμε πως η ΓΕΝΟΠ έχει μυριστεί σωστά το κόλπο της κυβέρνησης, του υπουργείου και της διοίκησης της ΔΕΗ. Ότι κόβουν το ρεύμα στον κόσμο για να αντιδράσουν οι πολίτες, για να φέρει αντιμέτωπες τις κοινωνικές ομάδες, για να λειτουργήσει ο κοινωνικός αυτοματισμός. Μπορεί να το καταγγείλει, όπως και κάνει. Και οι πολίτες να κρίνουν.

Αυτό που δεν μπορεί να γίνεται είναι να αποφασίζει η συνδικαλιστική ένωση ποιος θα πάρει ρεύμα και ποιος όχι. Αν έκανε την επιλογή η διοίκηση να το δώσει όλο στη βιομηχανία θα κριθεί από την κυβέρνηση που τη διόρισε. Και η κυβέρνηση από τους πολίτες που τη διόρισαν. Γιατί ασφαλώς κανένας δεν διόρισε τη συνδικαλιστική ένωση υπεύθυνη για διοικητικές αποφάσεις – είτε αυτές αφορούν το διαθέσιμο ρεύμα στην απεργία, είτε αυτές αφορούν προαγωγές, μεταθέσεις ή οποιαδήποτε άλλη εσωτερική λειτουργία της επιχείρησης.

Οι απεργοί της ΔΕΗ χάνουν την κοινωνική τους απήχηση, χάνουν την έξωθεν μαρτυρία. Γιατί; Επειδή είναι φανερό πως γύρω από το ασφαλιστικό δεν δίνουν μόνον μια μάχη κατοχύρωσης έστω κεκτημένων δικαιωμάτων για εκείνους που εκπροσωπούν. Δίνουν μια μάχη διατήρησης του κατοχυρωμένου για τους ίδιους μέσα από δεκαετίες στρέβλωσης και πολιτικής ανοχής για συνδιοίκηση της ΔΕΗ. Αυτό είναι το θέμα και παίζεται στην πλάτη μιας κοινωνίας σε μεγάλο ποσοστό ανύποπτης και σε μικρό της μέρος απολύτως συνένοχης.

Friday, March 7, 2008

The party is over

Παρασκευή 7 Μαρτίου – και πριν από τέσσερα χρόνια το σύνθημα της ημέρας ήταν «πάρτυ-πάρτυ στις 7 του Μάρτη». Σήμερα η γενική αίσθηση είναι πως «το πάρτυ τελείωσε». Όχι μόνο για την κυβέρνηση. Για όλους. Και σίγουρα για τη χώρα.

Τι συνέβη; Μεσολάβησαν τόσα πολλά και το mood σήμερα είναι τόσο διαφορετικό; Νομίζω ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο: η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει κυρίως επειδή άλλαξαν πολύ λιγότερα από όσα είχαν υποσχεθεί οι διοργανωτές και, ασφαλώς, πολύ λιγότερα από όσα ήλπιζαν οι προσκεκλημένοι.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πώς μια τόσο διαφορετική πολιτική συνθήκη έχει τη βάση της στην ίδια ανάγκη της κοινωνίας. Στις 7 Μαρτίου του 2004 εκείνο που έδωσε τη νίκη στη Νέα Δημοκρατία και τον κ. Καραμανλή ήταν η εμπεδωμένη εικόνα στην κοινή γνώμη πως η χώρα είχε ανάγκη μιας αλλαγής. Ότι είχαν εγκατασταθεί πολλαπλά και μη ελεγχόμενα κέντρα εξουσίας, που δρούσαν παραλυτικά για το κράτος, με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση του συμφέροντος των μελών τους. Ότι υπήρχε ένας ευρύς μηχανισμός νομής της εξουσίας, που είχε παρακαμφθεί για να εκπληρωθούν με επιτυχία μείζονες εθνικοί στόχοι, όπως η ΟΝΕ, αλλά είχε επανακάμψει αμέσως μετά, καταπνίγοντας τη μεταρρυθμιστική πνοή.

Στις 7 Μαρτίου του 2004 οι πολίτες ενεργοποίησαν την ψήφο τους ως το μόνο μέσο που είχαν στη διάθεσή τους για να σπάσουν αυτά τα παράκεντρα απομύζησης της εξουσίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το αίτημα είναι το ίδιο – όπως τουλάχιστον λένε οι δημοσκοπήσεις και εδώ ταιριάζουν απολύτως με τη γενική αίσθηση των πολιτών. Το αίτημα είναι ανατροπή.

Ανατροπή δεν είναι μόνο αίσθηση. Έχει πολιτικό περιεχόμενο. Ένα σχέδιο για τη χώρα που να απελευθερώνει τις πολλές, καταπιεσμένες δυνάμεις δημιουργικότητας που διαθέτει και που δεν μπορούν να διαπεράσουν το αόρατο αλλά πανίσχυρο δίχτυ που τις κρατάει καθηλωμένες. Είναι το δίχτυ της κομματικής κατανομής της εξουσίας.

Υπάρχει μια ακόμη μείζων διαφορά μέσα στα τέσσερα χρόνια. Λένε πως η δημοσκοπική ψήφος στο Συνασπισμό είναι ψήφος διαμαρτυρίας. Έχουν δίκιο κι αυτό έχει μεγαλύτερη ακόμη πολιτική αξία. Για πρώτη φορά, κανένας από τους παραδοσιακούς μεταπολιτευτικούς πόλους εξουσίας δεν πείθει ότι η παρουσία του στην διακυβέρνηση της χώρας αντί του άλλου συνιστά πραγματική ανατροπή. Τέσσερα χρόνια κυβέρνησης της Ν.Δ. σήμερα έχουν οδηγήσει στη γενίκευση της πεποίθησης πως ανατροπή από το εσωτερικό του δικομματικού συστήματος δεν θα έρθει. Ότι πρέπει να πιεστεί απέξω. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αλλαγή που συντελέστηκε στη βάση του εκλογικού σώματος από την έναρξη του πάρτυ μέχρι σήμερα, που τα φώτα είναι πια αναμμένα (εφόσον το επιτρέπει η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ).

Όσο για την κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ, επειδή είμαστε σε κλίμα πάρτυ και τα μέλη του σε κλίμα συνεδρίου, ταιριάζει η περίφημη αποστροφή του Ταλλεϋράνδου για το συνέδριο της Βιέννης, που είχε παρατραβήξει και είχε εξελιχθεί σε πλαίσιο κοινωνικών επαφών περισσότερο παρά πολιτικής. Τον είχαν ρωτήσει, στις μακρινές αρχές του 19ου αιώνα, εάν το συνέδριο προχωρεί και απάντησε: «Δεν προχωρεί. Το συνέδριο χορεύει».

Thursday, March 6, 2008

Συνδιαχειριστικός συνδικαλισμός: όλοι σε ομηρία

Πέμπτη 6 Μαρτίου – και έχουμε τρελλαθεί εντελώς; Έχουμε ξεφύγει; Έγιναν εκλογές και βγήκε κυβέρνηση ο Άρθουρ Σκάργκιλ; Για όσους δεν τον θυμούνται, είναι ο αρχηγός των βρετανικών συνδικάτων που με μια σειρά περήφανων μαχών σε ανθρακωρυχεία και δρόμους της πατρίδας του οδήγησε την χώρα στη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση της οικονομίας, σε δέκα χρόνια άγριου θατσερισμού και σε διάλυση το κόμμα του. Αλλά Άρθουρ ζεις, εσύ μας οδηγείς…

Είναι φανερό πως τα συνδικάτα έχουν βρεθεί σε μια άκρως ευμενή για αυτά συγκυρία. Υπάρχει ένας διάχυτος φόβος στην ελληνική κοινωνία, ίσως μάλιστα αυτό να είναι σήμερα το βασικό ανακλαστικό των ανθρώπων και ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας των πολιτικών τους συμπεριφορών. Ταυτόχρονα υπάρχει ένα αδύναμο πολιτικό σύστημα, που εμφανώς δεν μπορεί να κάνει προτάσεις, να δώσει λύσεις, να εισηγηθεί διέξοδο και να αναλάβει το πιθανό κόστος της. Για το λόγο αυτό οι πολίτες αναζητούν άμυνες και η πιο παραδοσιακή άμυνα είναι η άρνηση της αλλαγής, το πιο παραδοσιακό χαράκωμα ο συνδιοικητικός συνδικαλισμός και τα προπύργιά του στο δημόσιο τομέα.

Η κυβέρνηση έχει 151 βουλευτές και ένα τετραετές ήδη από αύριο παρελθόν αλλεπάλληλων συμβιβασμών με κάθε είδους συνδικαλιστική πίεση, κυρίως εκ των έσω – δεν είναι τυχαίο ότι τηλεοπτικός πρωταγωνιστής της είναι ο κ. Μανώλης και ορόσημο της τακτικής της η περίφημη εθελουσία στον ΟΤΕ. Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι απλώς έμφοβη μπροστά στα συνδικάτα αλλά και πλήρως ελεγχόμενη από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Πάντοτε και παντού τα σοσιαλιστικά κόμματα έχουν ένα ιδιαίτερο δεσμό, δεσμό αίματος από παλιά, με τα συνδικάτα. Αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικό: η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εξασφάλισε την παραμονή της μέσα από την πλήρη στήριξη των συνδικαλιστικών «κεφαλιών», κάτι που προφανώς οδηγεί σε πολιτικές δεσμεύσεις έναντί τους.

Οι υπόλοιπο είναι όμηροι. Τα συνδικάτα έχουν κάνει μια παρεξήγηση, ή μάλλον έχουν καταλάβει καλύτερα από εμάς. Δεν είναι φορείς εκπροσώπησης των εργαζομένων σε επιχειρήσεις. Είναι συνιδιοκτήτες και συνδιαχειριστές του αντικειμένου των επιχειρήσεων. Αυτή είναι η έννοια που δίνουν στο «δημόσιο αγαθό».

Τίνος είναι το ρεύμα; Είναι της ΓΕΝΟΠ. Όχι η διοίκηση της εταρείας, που λέγεται ΔΕΗ, όχι τα γραφεία, όχι η διοικητική αλυσίδα, ούτε καν τα έσοδα. Δικό τους είναι το ρεύμα. Γι’αυτό και μπορούν να κατεβάζουν τους ρελέδες ό,τι ώρα θέλουν. Και να κλείνουν τους ομήρους τους στα ασανσέρ. Στην ΕΥΔΑΠ, προφανώς, τους ανήκει το νερό. Εάν δεν συμφωνήσουν, ας ψοφήσουν όλοι της δίψας. Στην Τράπεζα της Ελλάδος τους ανήκει και το χρήμα – το παγώνουν όποτε θέλουν και αφήνουν να στεγνώσει η αγορά και να γελοιοποιηθεί στις παγκόσμιες συναλλαγές η ρεντίκολη χώρα. Στην ΕΙΝΑΠ ανήκει και το συκώτι των ομήρων – δικαιούται να αποφασίσει εάν και πότε θα χειρουργηθεί. Στην ΟΜΕ ανήκει το Ίντερνετ – γι’αυτό και πήρε μπόνους ο παλιός που είναι αλλιώς και θα φεσώσει εσαεί τα κορόιδα τους νεότερους που θα κάνουν την ίδια δουλειά, με τα διπλάσια προσόντα, σε λάθος, όμως, εποχή. Έτσι είναι εδώ, που επειδή τα Βαλκάνια αρχίζουν να προχωρούν είναι μάλλον παίξε-γέλασε. Όποιου δεν του αρέσει να μετοικήσει.

Κι όλα αυτά γιατί; Σκέψου να γινόταν και καμμία ασφαλιστική μεταρρύθμιση…

Wednesday, March 5, 2008

Ποιός επενδύει σε ρεντίκολα;

Τετάρτη 5 Μαρτίου – και τι είναι αυτό που κατέκτησε με πολύ κόπο σχεδόν δύο δεκαετιών η Ελλάδα; Κατέκτησε το δικαίωμα στη σοβαρότητα. Να την αντιμετωπίζουν οι άλλοι, πρώτα οι Ευρωπαίοι εταίροι της και μετά όλος ο κόσμος, ως ένα σοβαρό συνομιλητή, ως μια αξιόπιστη παρουσία, ως μια χώρα που πληροί τις βασικές προδιαγραφές για να ανήκει στον ανεπτυγμένο –κι όχι πια τον αναπτυσσόμενο- κόσμο. Οι προϋποθέσεις είναι οικονομικές, είναι πολιτικές, είναι κοινωνικές – αλλά κυρίως αφορούν τη συμπεριφορά και τις απαραβίαστες σταθερές. Με λίγα λόγια, την τήρηση των κανόνων του παιχνιδιού.

Η κατάκτηση αυτή είναι μείζον επίτευγμα για τη χώρα με τεράστια πρακτική αξία. Για παράδειγμα, αυτό εξαργυρώνουμε σήμερα όταν η Αθήνα μπορεί και ανατρέπει μια πολυετή κατάσταση αδράνειας και επαναφέρει στο τραπέζι, με δική της επιλογή και πρωτοβουλία, το ζήτημα της ονομασίας. Εάν η Ελλάδα δεν είχε, για παράδειγμα, στο ενεργητικό της τρεις επιτυχημένες προεδρίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ αμφίβολο εάν ο γραμματέας του ΝΑΤΟ θα εμφανιζόταν τόσο προσκολλημένος στις αξίες της Συμμαχίας του για να δηλώνει πως –ακόμη και σε ένα θέμα που οι περισσότεροι μας ρίχνουν άδικο- «άλλο σύμμαχος και μέλος και άλλο υποψήφιο μέλος».

Υπάρχουν όμως και μερικά κριτήρια που αφορούν ευθέως τη σοβαρότητα της χώρας. Και ένα από αυτά παραβιάζεται με σκαιό, αιφνιδιαστικό και εντελώς ακραίο τρόπο από τους συνδικαλιστές της Τραπέζης της Ελλάδος. Μπορούν να κλείσουν την Πανεπιστημίου. Μπορούν να κάνουν πορεία. Μπορούν να σταματήσουν τις συναλλαγές με το κοινό. Μπορούν να αναρτήσουν πανώ νεοελληνικής αισθητικής στις κολώνες της εισόδου της Τράπεζας. Μπορούν να διαμαρτυρηθούν, να φωνάξουν, να προκαλέσουν αναστάτωση στο χώρο τους, μπορούν επίσης να καταψηφίσουν την κυβέρνηση, εάν θέλουν, σε πρώτη ευκαιρία. Αυτό που είναι εντελώς αδιανόητο είναι να διεκδικούν το δικαίωμα και να βγάζουν την Ελλάδα από το χάρτη των διεθνών συναλλαγών.

Σήμερα δεν θα λειτουργήσει το Χρηματιστήριο. Δεν θα εκκαθαριστούν οι συναλλαγές. Για τρίτη μέρα δεν θα είναι διαπραγματεύσιμα τα ελληνικά ομόλογα στις διεθνείς αγορές. Κάποιοι που θα θέλουν να πουλήσουν, δεν θα μπορούν. Θα τους κάνει μεγάλη εντύπωση, θα τους κάνει κατάπληξη γιατί συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια σε παγκόσμια κλίμακα. Θα ρωτήσουν γιατί. Και το χειρότερο είναι ότι θα μάθουν.

Προφανώς με το που θα ξαναρχίσουν οι συναλλαγές θα το λάβουν υπόψη τους. Θα αγοράζουν ομόλογα μιας άλλης παρόμοιας με την Ελλάδα χώρας σε ευρώ. Ή θα πρέπει να πουλήσουμε τα δικά μας φθηνότερα για να τους δελεάσουμε πάλι. Δηλαδή να τους δώσουμε μεγαλύτερο επιτόκιο. Δηλαδή να καταβάλουμε όλοι εξ αδιαιρέτου ένα τέλος αναξιοπιστίας της χώρας μας, μπορείτε να το πείτε επίσης τέλος συνδικαλιστικής ασυλίας.

Αυτά τα εξωφρενικά μπορεί σε εμάς να φαίνονται γραφικά. Τα γραφικά μέρη τα επισκέπτεται κανείς για βόλτα. Δεν βάζει τα λεφτά του σε γραφικότητες. Είναι απολύτως προβλέψιμο ότι αυτό θα είναι το συμπέρασμα των ξένων επενδυτών. Πρόκειται για κυνικούς καπιταλιστές. Δεν θα γελάσουν καν ειρωνικά. Απλώς θα ασχολούνται λιγότερο μαζί μας. Δεν πρόκειται ασφαλώς να δείξουν οι μεγάλοι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι αρκετή υπομονή για να εξαρτήσουν τη δυνατότητά τους για αγοραπωλησία τίτλων από την απόφαση ενός μονομελούς δικαστήριου για τα ασφαλιστικά μέτρα. Γιατί; Γιατί μπορούν να μην το κάνουν. Γιατί έχουν άφθονες εναλλακτικές λύσεις.

Είναι μερικά πράγματα που κρίνουν τη σοβαρότητα μιας χώρας. Και η δική μας, τρεις μέρες τώρα, είναι νεκρή όπως οι συναλλαγές.

Μήπως εμείς θέλουμε τη λύση;

Τρίτη 4 Μαρτίου – και όπως ξέρουν όσοι έχουν σπαταλήσει κάποιες ώρες της ζωής τους γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι, υπάρχει ένας άγραφος νόμος του παιχνιδιού. Για το τελικό μέτρημα δεν έχει τόση σημασία εάν έχει κανείς κερδίσει πολλούς γύρους, πολλές χαρτωσιές, στην αρχή. Τα μεγάλα χτυπήματα γίνονται από όλους στο τέλος. Εκεί κρίνονται τα πάντα.

Τώρα, λοιπόν, που μπαίνουμε στην τελική ευθεία των συζητήσεων, και ετοιμάζουν όλοι τα χτυπήματά τους, τώρα που κρίνονται τα πάντα γύρω από μια 20ετή υπόθεση της ονομασίας, πρώτα από όλα ας μην μας κάνει έκπληξη η καθυστέρηση και ο χρόνος που έχει διαρρεύσει. Το όνομα είναι ένα από τα πολλά, και ενδεχομένως το λιγότερο σημαντικό για την τύχη της περιοχής, υστερόγραφο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, και της γενικής ανακατανομής ισχύος στα Βαλκάνια μετά το τέλος της ψυχροπολεμικής εποχής. Τα Βαλκάνια έζησαν πιο έντονα και πιο δραματικά από τις περισσότερες περιοχές του κόσμου την αρχή του ψυχρού πολέμου, με τον ελληνικό εμφύλιο, τα Βαλκάνια πλήρωσαν πιο ακριβά και το τέλος του με το αίμα να ρέει αυτή τη φορά στη Γιουγκοσλαβία και να αφήνει πίσω του ανεκπλήρωτους πόθους, αγεφύρωτα χάσματα και βαθύ μίσος, στη χειρότερη έκρηξη εθνικισμού στην Ευρώπη από τη εποχή του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου.

Εδώ εγγράφονται τα Σκόπια και το όνομα της χώρας που όταν ήταν ομόσπονδη λεγόταν Δημοκρατία της Μακεδονίας. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο η Ελλάδα δεν έχει απλώς ένα λόγο παραπάνω. Έχει τον καθοριστικό λόγο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι βόρειοι γείτονες έχουν κερδίσει, μέσα από μια ασύλληπτη δική μας παράκρουση, την παγκόσμια αναγνώριση με τους χειρότερους για εμάς όρους. Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι η αναγνώριση που τους χρειάζεται είναι η ελληνική. Από την Αθήνα περνάει η τελική τους νομιμοποίηση – όπως από την Ελλάδα ήρθε και η οικονομική τους στήριξη και επιβίωση. Εξάλλου, εάν δεν ήταν έτσι, δεν θα γινόταν και τόση συζήτηση.

Για την Ελλάδα, το πρόβλημα δεν είναι εάν θα αναγνωρίσει ή όχι. Ασφαλώς και μπορεί να αρνηθεί και το κόστος θα είναι υπαρκτό μεν, αλλά όχι αβάσταχτο. Ακόμη και εάν δυσαρεστηθούν οι Αμερικανοί – η κυβέρνησή τους είναι μια κυβέρνηση που φεύγει. Ξέρουμε, όμως, ότι χωρίς σταθερότητα και, στην ουσία, διεθνή παρέμβαση η χώρα απειλείται με διάλυση. Δεν υπάρχουν δωρεάν λύσεις. Εάν εκείνοι αναλάβουν τον κίνδυνο και μείνουν αμετακίνητοι, δική τους και η χώρα που διακυβεύεται. Εάν τελικά κάνουν το βήμα προς τη λύση για την Ελλάδα η επιλογή είναι πολύ απλή – και, πέρα πολύ από τις δημοσκοπήσεις και τη δημαγωγία, έχει ήδη γίνει από τη χώρα: η Ελλάδα προτιμάει τους σχετικά μικρούς κινδύνους από πιθανούς, δεν το αρνείται κανείς, αλυτρωτικούς παροξυσμούς μιας ελαφράς εθνοτικής πλειοψηφίας σε μια μικρή και κλυδωνιζόμενη χώρα, παρά μια γενική αποσταθεροποίηση και την πυροδότηση εθνικισμών, όπως του αλβανικού, πολύ πιο επικίνδυνων επειδή έχουν ευρύτερη πληθυσμιακή βάση και κέντρα αναφοράς.

Monday, March 3, 2008

Κόμματα εξουσίας: δύο, τρία ή κανένα;

Δευτέρα 3 Μαρτίου – και οι σφυγμομετρήσεις (που, παρεμπιπτόντως, καιρό έχω να ακούσω ότι είναι στημένες και όργανα συμφερόντων)…

… οι σφυγμομετρήσεις, λοιπόν, δεν αφήνουν καμμία αμφιβολία για το τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική κοινωνία σε σχέση με το πολιτικό σύστημα. Υπάρχει μια γενική απογοήτευση, μια γενική απαξίωση, που μετατρέπεται σε οξεία αποστροφή, αποσαθρώνει την εκλογική βάση των δύο μεγάλων κομμάτων και θέτει σε αμφισβήτηση το μεταπολιτευτικό δικομματισμό. Για το γεγονός λίγες αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν. Οι συνέπειές του και πού θα οδηγήσει είναι ένα άλλο κεφάλαιο.

Ο δικομματισμός, εδώ όπως παντού, έχει μια πολιτική προϋπόθεση: ένα μεγάλο κόμμα στον ευρύτερο συντηρητικό χώρο και ένα μεγάλο κόμμα στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, που το καθένα από αυτά να είναι η προφανής και αυτονόητη εναλλακτική πρόταση εξουσίας ανά πάσα στιγμή για τη χώρα. Να διαθέτουν, δηλαδή, σχέδιο για τη χώρα, στελεχιακό δυναμικό και εικόνα στην κοινωνία ότι δεν πρόκειται σε καμμία περίπτωση, έστω κι αν το ένα συγκυριακά αποτύχει στην άσκηση της εξουσίας, να υπάρξει κενό εξουσίας: το άλλο είναι έτοιμο, δηλαδή προετοιμασμένο πολιτικά και οργανωτικά, όχι να την καταλάβει αλλά να την αναλάβει.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις θέτουν ένα διαφορετικό ερώτημα. Ο δικομματισμός με την έννοια αυτή σήμερα στην Ελλάδα απλώς δεν υπάρχει. Το ισχύον εκλογικό σύστημα, όπως και εκείνο με το οποίο θα διεξαχθούν οι μεταπροσεχείς εκλογές, εγγυώνται ότι με τα σημερινά ποσοστά δεν τίθεται ούτε κατ’ιδέαν θέμα μονοκομματικής κυβέρνησης, που κι αυτή είναι συστατικό του δικομματισμού. Επομένως τι υπάρχει;

Τα σενάρια είναι δύο. Μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε τρία κόμματα εξουσίας, αντί για δύο. Θα είναι μια εντελώς διαφορετική συνθήκη, μια πλήρης και μακροπρόθεσμη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Οι κυβερνήσεις θα προκύπτουν με διαφορετικό τρόπο και οι συνεργασίες επίσης. Ο σχηματισμός των κυβερνήσεων θα είναι δυσκολότερος και τα σχήματα ασταθέστερα, αφού ένα σχήμα τριών κομμάτων θα ρέπει πάντοτε προς την αποδυνάμωση του ενός και την επιστροφή στη δικομματική σταθερότητα.

Το άλλο σενάριο είναι αυτό που έχουμε σήμερα. Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, και η αίσθηση από την κοινωνία μας προτρέπει να τις πιστέψουμε, η κατάρρευση του δικομματισμού δεν αφήνει πίσω της τρία δυνητικά κόμματα εξουσίας. Αφήνει μια κατάσταση εκκρεμούς, χωρίς κανένα κόμμα εξουσίας. Η απογοήτευση είναι τέτοια που φτάνει, εν τέλει, όχι στο αίτημα αλλαγής ή εναλλαγής, αλλά στην άρνησή τους. Ίσως γι’ αυτό ακούγεται όλο και συχνότερα από διάφορες πλευρές το παλιό σύνθημα του Μάο «μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση».

Αλλά ο καιρός των επαναστάσεων έχει περάσει. Απέχουμε ήδη 40 χρόνια από το 1968. Και οι αιτίες της ανατροπής είναι εντελώς αντιφατικές με το αίτημά της. Η αποστροφή προς την εξουσία δεν έρχεται από τα στρώματα που την αμφισβητούν ως ιδέα και κατάσταση, αλλά από τους απογοητευμένους από την άσκησή της. Είναι αίτημα διαχείρισης, που συνδέεται λιγότερο με τη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και περισσότερο με την απουσία πραγματικής πολιτικής έκφρασης των μεσαίων στρωμάτων.