Friday, February 27, 2009

Golden boys - εδώ και αλλού

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου – και όταν μιλάμε για εγχώρια golden boys, τα ίδια θα μπορούσαμε τα ισχυριστούν ότι υπερβάλλουμε. Ντενεκεδένιες είναι οι αμοιβές τους. Αν θέλεις πραγματικά golden, πρέπει να κοιτάξεις τις ερημωμένες μητροπόλεις του καπιταλισμού.

Τον Φρεντ Γκούντγουιν δεν τον ξέρετε. Εκτός εάν ως φοιτητής στην Αγγλία είχατε λογαριασμό στη Royal Bank of Scotland και σας έχει μείνει η διαστροφή να την παρακολουθείτε. Συνοπτικά, ο τύπος έφυγε κακήν κακώς το Δεκέμβρη έχοντας βουλιάξει την εταιρεία, που ανακοίνωσε ζημιές κάπου 30 δις ευρώ μόνο για πέρυσι. Έστειλε επιστολή στον κ. Ντάρλινγκ, τον υπουργό Οικονομικών, και του είπε πως δεν δίνει πίσω ούτε φράγκο, ούτε λίρα από τη σύνταξή του, που είναι ένα εκατομμύριο ευρώ το χρόνο, γιατί η τράπεζα, τη οποία έριξε στα βράχια, του έχει βάλει στην άκρη για να έχει να πορεύεται όχι πολλά, κάπου 20 εκατομμύρια ευρώ. Άμα μιλάμε για golden boys, άμα μιλάμε για πρόκληση, άμα μιλάμε για αδιαφορία και αλαζονεία…

Σας θυμίζει κανέναν; Χτες το μεσημέρι, ο πρόεδρος της ΔΕΗ, ο κ. Τάκης Αθανασόπουλος συναντήθηκε με τον Αλέκο Αλαβάνο. Αμέσως μετά ο City του έκανε μια ερώτηση: «θα δεχόσασταν να μειωθεί ο μισθός σας;» Ο κ. Αθανασόπουλος απάντησε ότι «έχουν ήδη ληφθεί μέτρα για να συνδεθεί ο μισθός του με την παραγωγικότητα» και αποχώρησε τάχιστα, αποφεύγοντας περισσότερη κουβέντα. Ας δούμε, λοιπόν, ποια ακριβώς είναι τα μέτρα. Πρώτον: θα πάρει στα σίγουρα το 40% του μισθού που είναι 300.000 ευρώ, ή εκατό εκατομμύρια παλαιές δραχμές. Άλλο ένα 20% θα το πάρει αν η ΔΕΗ εκτελέσει τον προϋπολογισμό της, άλλο 20% αν κόψει δαπάνες, άλλο 20% αν αναθέσει την κατασκευή νέων μονάδων. Στο τέλος, η γενική συνέλευση θα μπορεί να του δώσει κι ένα μπόνους.

Ποιες είναι οι έως τώρα επιδόσεις του κ. Αθανασόπουλου, χωρίς κανείς να αμφισβητεί την παρελθούσα επιτυχέστατη θητεία του στην Τογιότα; Ανέλαβε τη ΔΕΗ ως κορυφαία ελληνική εταιρεία, με κέρδη περίπου μισό δις ευρώ το χρόνο και σήμερα έχει αρνητική εικόνα για τις προοπτικές της, αρνητική εικόνα για τις χρηματοοικονομικές ροές και βαθύ κόκκινο στους λογαριασμούς της. Εντός των ημερών αναμένεται ανακοίνωση και πάλι ζημιογόνου χρήσης, με ζημιές που υπολογίζονται από συνδικαλιστές στα 300 με 400 εκατομμύρια ευρώ. Η απάντηση σε αυτή την κατάσταση, σε συνθήκες διεθνούς κρίσης, την ώρα που χειμάζονται χιλιάδες εργαζόμενοι είναι ότι στο μέλλον, αν δεν πάμε πολύ καλά, μπορεί να μειώσουμε κάπως το μισθό.

Για τα προηγούμενα, μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Και να σκεφθεί κανείς ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει λυμένα όλα τα προβλήματά του – είναι σε προχωρημένη ηλικία, με ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή καρριέρα και σύνταξη διεθνούς τοπ μάνατζερ. Υποτίθεται ότι πήγε στη ΔΕΗ όχι μόνον για το χρήμα – αλλά από διάθεση δημόσιας προσφοράς. Αμέσως αύξησε το μισθό – το δικό του μισθό, πριν προλάβει να γκρεμίσει τα κέρδη της εταιρείας του. Αυτή είναι και η διαφορά. Για τα στελέχη του Δημόσιου τομέα, η ικανότητα είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη. Χρειάζεται κουλτούρα υπηρεσίας προς το δημόσιο συμφέρον. Οι υπόλοιποι θα τελειώνουν τη διαδρομή τους ως αποκρουστικά golden boys, ή, διαφορετικά, θα καταλήγουν oldies but goldies.

Thursday, February 26, 2009

Κομματικοί εγκάθετοι, golden boys

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου – και θα δείτε σήμερα να αρχίζει μια συζήτηση για τα στελέχη του δημόσιου τομέα. Τα επιχειρήματα είναι σχετικά απλά. Η μία πλευρά λέει πως πρόκειται για καλοταϊσμένα «γκόλντεν μπόις», που παίρνουν ο καθένας όσο ένα χωριό σε αγροτικές συντάξεις, η παρουσία και η αμοιβή τους συνιστά πρόκληση και μάλιστα μια πρόκληση που δεν μπορεί να αντέξει η κοινωνία σε περίοδο κρίσης, όταν άλλοι απολύονται, άλλοι δυσκολεύονται να τα φέρουν βόλτα, άλλοι πληρώνονται και ο μισθός μοιάζει με βδομαδιάτικο κι άλλοι πηγαίνουν στη δουλειά τους με το φόβο του αύριο. Είναι το επιχείρημα που υιοθέτησε η κυβέρνηση και ο κ. Καραμανλής ζήτησε να μπει μαχαίρι στους μισθούς.

Η άλλη πλευρά έχει διαφορετική οπτική. Λέει ότι τέτοιες μειώσεις μισθών είναι λαϊκισμός και εν τέλει στρέφεται κατά του δημοσίου συμφέροντος. Για παράδειγμα αυτό είναι σήμερα το κύριο άρθρο του Βήματος. Χωρίς καλή αμοιβή, πώς θα μπορέσει το Δημόσιο και οι υπερτροφικοί φορείς του (αντιγράφω) να κερδίσει τα στελέχη που να είναι ικανά και έντιμα για να κάνουν την εξυγίανση;

Ακούγεται απολύτως εύλογο και εύστοχο, αλλά δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Διότι εδώ δεν είχαμε golden boys στο χρώμα του χρυσού. Πρόκειται για χρωματιστά golden boys, τώρα γαλάζια παλαιότερα πρασινωπά και μερικά πονηρά με την ιδιότητα του χαμαιλέοντα που δεν χάνεται ποτέ γιατί ξέρει να αλλάζει χρώμα στο δέρμα του. Στο Σίτυ του Λονδίνου, ή στην Ουώλ Στρητ, εκεί όπου τα γνήσια golden boys διέπρεψαν, έφτιαξαν το όνομά τους και τώρα καταζητούνται μέσα στα ερείπια των εταιρειών και του είδους της οικονομίας που δημιούργησαν, τουλάχιστον ήταν έξυπνοι, ικανοί και μορφωμένοι, εκτός από άπληστοι και αδίστακτοι. Εδώ ήταν αυτοί που γνωρίσαμε από την υπόθεση των ομολόγων: «ανίδεες διοικήσεις».

Επίσης, είναι ελάχιστες, πραγματικά μετρημένες στα δάχτυλα οι περιπτώσεις των δημόσιων οργανισμών ή των ΔΕΚΟ, όπου πράγματι προσελκύσθηκαν στελέχη που είχαν καρριέρα ή θα μπορούσαν να επιλέξουν τον ιδιωτικό τομέα. Κι αυτό γιατί ο διορισμός ήταν πάντοτε άμεσα εξαρτημένος από την κυβέρνηση και το κριτήριό της, με μερικές, ελάχιστες και πασίγνωστες εξαιρέσεις, ήταν η προέλευση – κομματική, όχι επιχειρηματική, όχι επιστημονική. Αυτό που λείπει συστηματικά από αυτά τα στελέχη είναι η διάθεση για δημόσια προσφορά, αυτό που περισσεύει είναι η διάθεση για βόλεμα και συχνά λεηλασία του δημοσίου χρήματος. Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα είναι η διαφορά του μισθού που θα κάνει ένα στέλεχος να μην αναλάβει για μερικά χρόνια ένα δημόσιο φορέα.

Εξάλλου, και τόσα χρόνια που οι χρυσοκάνθαροι χρυσοπληρώνονται έγινε καμμία εξυγίανση – σε φορείς που βλέπω στον Ελεύθερο Τύπο σήμερα ότι διακρίνονται στην προσέλκυση των κορυφαίων μέσω κορυφαίων αμοιβών; Έγινε καμμία εξυγίανση στον ΟΣΕ, την ΕΑΒ ή την Ολυμπιακή; Όσο για τα πρωτεία των αμοιβών, αυτά τα κατέχει ο επικεφαλής της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου – που στον ιδιωτικό τομέα θα έσπευδε να τον καπαρώσει η Βατοπέδι Α.Ε.
Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου – και θα δείτε σήμερα να αρχίζει μια συζήτηση για τα στελέχη του δημόσιου τομέα. Τα επιχειρήματα είναι σχετικά απλά. Η μία πλευρά λέει πως πρόκειται για καλοταϊσμένα «γκόλντεν μπόις», που παίρνουν ο καθένας όσο ένα χωριό σε αγροτικές συντάξεις, η παρουσία και η αμοιβή τους συνιστά πρόκληση και μάλιστα μια πρόκληση που δεν μπορεί να αντέξει η κοινωνία σε περίοδο κρίσης, όταν άλλοι απολύονται, άλλοι δυσκολεύονται να τα φέρουν βόλτα, άλλοι πληρώνονται και ο μισθός μοιάζει με βδομαδιάτικο κι άλλοι πηγαίνουν στη δουλειά τους με το φόβο του αύριο. Είναι το επιχείρημα που υιοθέτησε η κυβέρνηση και ο κ. Καραμανλής ζήτησε να μπει μαχαίρι στους μισθούς.

Η άλλη πλευρά έχει διαφορετική οπτική. Λέει ότι τέτοιες μειώσεις μισθών είναι λαϊκισμός και εν τέλει στρέφεται κατά του δημοσίου συμφέροντος. Για παράδειγμα αυτό είναι σήμερα το κύριο άρθρο του Βήματος. Χωρίς καλή αμοιβή, πώς θα μπορέσει το Δημόσιο και οι υπερτροφικοί φορείς του (αντιγράφω) να κερδίσει τα στελέχη που να είναι ικανά και έντιμα για να κάνουν την εξυγίανση;

Ακούγεται απολύτως εύλογο και εύστοχο, αλλά δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Διότι εδώ δεν είχαμε golden boys στο χρώμα του χρυσού. Πρόκειται για χρωματιστά golden boys, τώρα γαλάζια παλαιότερα πρασινωπά και μερικά πονηρά με την ιδιότητα του χαμαιλέοντα που δεν χάνεται ποτέ γιατί ξέρει να αλλάζει χρώμα στο δέρμα του. Στο Σίτυ του Λονδίνου, ή στην Ουώλ Στρητ, εκεί όπου τα γνήσια golden boys διέπρεψαν, έφτιαξαν το όνομά τους και τώρα καταζητούνται μέσα στα ερείπια των εταιρειών και του είδους της οικονομίας που δημιούργησαν, τουλάχιστον ήταν έξυπνοι, ικανοί και μορφωμένοι, εκτός από άπληστοι και αδίστακτοι. Εδώ ήταν αυτοί που γνωρίσαμε από την υπόθεση των ομολόγων: «ανίδεες διοικήσεις».

Επίσης, είναι ελάχιστες, πραγματικά μετρημένες στα δάχτυλα οι περιπτώσεις των δημόσιων οργανισμών ή των ΔΕΚΟ, όπου πράγματι προσελκύσθηκαν στελέχη που είχαν καρριέρα ή θα μπορούσαν να επιλέξουν τον ιδιωτικό τομέα. Κι αυτό γιατί ο διορισμός ήταν πάντοτε άμεσα εξαρτημένος από την κυβέρνηση και το κριτήριό της, με μερικές, ελάχιστες και πασίγνωστες εξαιρέσεις, ήταν η προέλευση – κομματική, όχι επιχειρηματική, όχι επιστημονική. Αυτό που λείπει συστηματικά από αυτά τα στελέχη είναι η διάθεση για δημόσια προσφορά, αυτό που περισσεύει είναι η διάθεση για βόλεμα και συχνά λεηλασία του δημοσίου χρήματος. Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα είναι η διαφορά του μισθού που θα κάνει ένα στέλεχος να μην αναλάβει για μερικά χρόνια ένα δημόσιο φορέα.

Εξάλλου, και τόσα χρόνια που οι χρυσοκάνθαροι χρυσοπληρώνονται έγινε καμμία εξυγίανση – σε φορείς που βλέπω στον Ελεύθερο Τύπο σήμερα ότι διακρίνονται στην προσέλκυση των κορυφαίων μέσω κορυφαίων αμοιβών; Έγινε καμμία εξυγίανση στον ΟΣΕ, την ΕΑΒ ή την Ολυμπιακή; Όσο για τα πρωτεία των αμοιβών, αυτά τα κατέχει ο επικεφαλής της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου – που στον ιδιωτικό τομέα θα έσπευδε να τον καπαρώσει η Βατοπέδι Α.Ε.

Wednesday, February 25, 2009

Ημιυπαίθρια χώρα

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου – και δεν είναι η υπόθεση Παλαιοκώστα που αποτυπώνει καλύτερα από κάθε άλλο θέμα των ημερών την κατάσταση της Παλαιοκώσταινας. Αυτή είναι η γελοιογραφική της εκδοχή, το γκροτέσκο, το εξωφρενικό στοιχείο που κάνει πιο εντυπωσιακό και δημοφιλές το παράδειγμα. Αλλά υπάρχει κάτι άλλο που μαγειρεύεται στα υπουργο-γραφεία και πηγαίνει βαθιά στην κακομοιριά και τη γύμνια του ελληνικού κράτους.

Ο υπουργός Δημοσίων Έργων, ο κ. Σουφλιάς, που είναι επίσης Χωροταξίας (μπορείτε να την απολαύσετε κοιτώντας γύρω σας όπου θέλετε σε φορά 360 μοιρών) και Περιβάλλοντος (που το αγαπάει τόσο ώστε δεν θέλει με τίποτα να γίνει χωριστό υπουργείο και να του λείψει)…

… ο κ. Σουφλιάς, λοιπόν, άτυπος αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως και «Νέστορας» της παράταξης, δέχεται εισηγήσεις από τους άφραγκους της οδού Νίκης να υπογράψει ένα σχέδιο νομιμοποίησης των ημιϋπαίθριων χώρων. Τι είναι «ημιυπαίθριος»; Μην βιαστείτε να απαντήσετε με βάση την ετυμολογία. Το δαιμόνιον του Έλληνος εργολάβου και η αθλιότητα του ελληνικού κράτους έχουν παρέμβει ώστε «ημιυπαίθριος χώρος» να καλείται ένα δωμάτιο σαν όλα τα άλλα, ή ακόμη ένα τμήμα διαμερίσματος, το οποίο απλώς είναι παράνομο, δεν περιλαμβάνεται στο συντελεστή δόμησης.

Πώς χτίστηκε, λοιπόν, αφού είναι εκτός συντελεστή; Χτίστηκε ως μπαλκόνι, βεράντα, ταρατσούλα ή κάτι τέτοιο, και υποτίθεται ότι θα ήταν για τέτοια χρήση. Οι πολεοδομίες, βεβαίως, στους ελέγχους, στους εκατοντάδες χιλιάδες ελέγχους που έκαναν, χάρη στη βοήθεια ενός φακέλλου ποτέ δεν αναρωτήθηκαν γιατί άραγε να υπάρχουν σωλήνες καλοριφέρ σε μια ανοιχτή βεράντα; Δεν φτάνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, θέλει να ζεστάνει κι άλλο τη φύση ο ιδιοκτήτης;

Όλοι ήξεραν φυσικά, κι όλοι το έλεγαν, ότι «μετά τα συμβόλαια, ένα αλουμίνιο είναι, έχουμε και δικό μας άνθρωπο» - κι έκλεισε το δωμάτιο. Και πουλιόταν με μια μέση τιμή – ούτε διαμερίσματος, ούτε μπαλκονιού. Υπ’αυτή και μόνο την έννοια ο χώρος είναι ημιυπαίθριος…

Θυμάμαι κάποτε έναν εργολάβο-κατασκευαστή να περιγράφει ως τέτοιο ημιυπαίθριο το ένα τέταρτο του σαλονιού που πουλούσε σε πολυκατοικία της Αγίας Παρασκευής. Τον ρώτησα, καλά, αν έρθει η Πολεοδομία, αυτό πώς θα ξηλωθεί; Γέλασε ο άνθρωπος, βρήκε πρωτότυπη και την απορία και εξήγησε πως «μην ανησυχείτε, έχουμε τον τρόπο μας»…

Ο τρόπος του είναι σήμερα ο τρόπος της Πολιτείας. Όπως τα αυθαίρετα, που ποτέ κανένα δεν έπαθε τίποτα, έτσι και οι ημιυπαίθριοι δεν χρειάζονται νομιμοποίηση. Είναι τόσο πολλοί ώστε η νομιμοποίησή τους έχει ήδη επέλθει λόγω της μαζικότητας του φαινομένου. Απλώς τώρα το κακομοίρικο κράτος που θέλει τους πολίτες του ημιπαράνομους, για να το φοβούνται, που θέλει τους αυθαιρετούχους να ελπίζουν σε κάθε εκλογές στη νομιμοποίηση, που θέλει τους πολίτες φοροφυγάδες να περιμένουν την επόμενη περαίωση, που θέλει τα ηλεκτρονικά μέσα να λειτουργούν 20 χρόνια χωρίς άδειες για να παζαρεύει στα θολά νερά, αυτό το κακομοίρικο κράτος, τώρα που κοντεύει να μπατιρίσει, βρήκε τρόπο να επιβάλει, υποτίθεται, τη νομιμότητα και στα διαμερίσματα. Όσοι είχαν πάρει ημιυπαίθριο και τον μετέτρεψαν στο αλουμινοπερίκλειστο TV-ρουμ, όπου καταναλώνει τη μισή ζωή του ο μέσος άνθρωπος, αυτοί τώρα μπορούν να πάρουν το επίζηλο χαρτί, με τη σφραγίδα και τη βούλα, δίνοντας πόσο; Εκατό ευρώ; Εκατόν πενήντα; Πόσα λείπουν από τον κ. Παπαθανασίου; Πόσα μπορεί να του στείλει ο κ. Σουφλιάς; Μέχρι να έρθουν οι επόμενοι για να κάνουν τα στραβά μάτια σε άλλες παρανομίες και να νομιμοποιήσουν, με το αζημίωτο, παλιότερες και να κυλά η ζωή μας ήρεμη και ευτυχισμένη…

Tuesday, February 24, 2009

Από την επανίδρυση στην επανάληψη

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου – και μια απόδραση τύπου Παλαιοκώστα δεν είναι ασφαλώς το πρόβλημα της χώρας. Προκαλεί όμως μεγάλη αίσθηση επειδή εικονογραφεί με συμβολική συμπύκνωση το πρόβλημα της χώρας.

Και το πρόβλημα δεν είναι η διάβρωση – είναι η έκταση της διάβρωσης. Δεν είναι ο χρηματισμός – είναι το βάθος του χρηματισμού. Δεν είναι ο ωχαδερφισμός – είναι ο κανόνας του ωχαδερφισμού. Δεν είναι η αδυναμία του κράτους – είναι η πλήρης αδυναμία του κράτους σε όλες τις εκδοχές και τις λειτουργίες του, από την πιο προβεβλημένη και σημαντική μέχρι την έσχατη και άγνωστη. Δεν είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών – είναι η πλήρης κατάρρευση της στοιχειώδους αξιοπιστίας των δημόσιων μηχανισμών ακόμη και για τις εντελώς βασικές δομές, αυτές που δεν μπορούν να υποκατασταθούν από τίποτε άλλο.

Το κράτος μας κάνει ότι υπάρχει και, όπου διατηρεί μια παρουσία, είναι γιατί στηρίζεται σε παρά φύσιν εξωτερικούς μηχανισμούς υποστήριξης, με ιδιωτικά μέσα και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, όπως η διατήρηση των ισχυρών οικογενειακών δεσμών στην Ελλάδα. Η χώρα παρέχει δημόσια Παιδεία – και από πολλές απόψεις, όπου αυτό δεν εξαρτάται από τους γραφειοκρατικούς και απονεκρωτικούς μηχανισμούς, μια δημόσια Παιδεία με αξιοσημείωτες προδιαγραφές και κοινωνική επάρκεια. Αλλά μαζί της έρχεται και η εκτεταμένη ιδιωτική χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, όχι της επισήμως ιδιωτικής, αλλά της παράπλευρης φροντιστηριακής.

Η χώρα παρέχει δημόσια Υγεία – ίσως όχι στο επίπεδο υπηρεσιών που θα ήθελε, αλλά με επιστημονική επάρκεια και κοινωνική διάχυση ζηλευτή για πολλές χώρες. Αλλά το ισχυρό σημείο του εθνικού συστήματος υγείας δεν είναι, φυσικά, η λειτουργική του επίδοση. Είναι η βασική του προδιαγραφή, ότι παρέχεται σε όλους χωρίς εξαίρεση, και ταυτόχρονα η ποιότητα των γιατρών του. Που όμως, για να μην γελιόμαστε, συντηρείται χάρη στην παράλληλη γενναία ιδιωτική χρηματοδότησή του, την παγκοίνως γνωστή, και τη στρεβλωτική και προβληματική νοσοκομειακή του υποστήριξη από τον οικογενειακό ιστό.

Μερικά πράγματα δεν γίνονται έτσι, όμως… Όταν φτάνουμε το σκληρό πυρήνα, το πράγμα καταρρέει. Γι’αυτό η διάλυση, που περιμέναμε να αρχίσει από κοινωνικές υπηρεσίες, όπως η υγεία και η παιδεία, ξεκίνησε από το κέντρο: τη δημόσια τάξη, την ασφάλεια, όχι λιγότερο σημαντικό από το φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Εκεί όπου τίποτα δεν μπορεί να υποστηρίξει ή να υποκαταστήσει τους κρατικούς φορείς και τους κρατικούς λειτουργούς.

Πέντε χρόνια μετά την εκλογή του, ο κ. Καραμανλής, κατά πολιτική ειρωνεία, έχει καταφέρει να δικαιώσει αναδρομικά τον εαυτό του. Πράγματι – αυτό που χρειάζεται είναι «επανίδρυση του κράτους». Η συμβολή του, βέβαια, εξαντλείται στην διόγκωση της ανάγκης, αλλά αυτό είναι μια άλλη εκλογική ιστορία…

Monday, February 23, 2009

Ζήσε το μύθο σου στον Κορυδαλλό

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου – και ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα. Αυτή η χώρα τα προσφέρει όλα. Μερικές φορές και σε επανάληψη.

Το ωραίο είναι πως έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε το χάλι το αδιόρθωτο. Έχουμε κατακτήσει τη δυνατότητα να αφομοιώνουμε το αδιανόητο με μια ήρεμη αυτοπεποίθηση, εν μέρει μαζοχιστική και εν μέρει αυτοσαρκαστική. Ξέρουμε γιατί τραγουδάμε «εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε». Γι’ αυτό και η αντίδραση των περιοίκων του Κορυδαλλού, αλλά και αστυνομικών, όπως μας διαβεβαίωσε αυτόπτης μάρτυρας (και τον πιστεύουμε απολύτως) ήταν η ίδια: γελούσαν. Έκαναν πλάκα. Σε ένα κράτος που είναι τόσο εμφανώς και τόσο προκλητικά και σταθερά για γέλια, τι άλλο να κάνεις; Οι κάτοικοι είδαν το ελικόπτερο και θυμήθηκαν την προηγούμενη φορά – «ήρθε να πάρει», είπαν, «τον Παλαιοκώστα». Και να δεις που είχαν δίκιο. Όταν άρχισε να διαδίδεται στη γειτονιά, «ναι, ρε, αλήθεια είναι, πάλι τον Παλαιοκώστα πήραν», δεν έπεσε τρόμος, δεν ανατρίχιασαν για την απελευθέρωση ενός βαρυποινίτη και την προοπτική επανάληψης της εγκληματικής δραστηριότητας. Οι έρευνες ξεκίνησαν μέσα σε χάχανα.

Πώς να αισθάνεται άραγε ένας Πρωθυπουργός όταν τον πληροφορούν για τέτοιες απίθανες καταστάσεις; Η χθεσινή ήταν η λιγότερο δραματική εκδοχή, γιατί δεν είχε θύματα, δεν είχε αίμα και θάνατο. Αλλά ο κ. Καραμανλής θα πρέπει να θυμήθηκε ότι ένας προκάτοχός του, σε μια διαφορετική και πολύ πιο δραματική συγκυρία, είχε πει τη συγκλονιστική φράση «αυτή είναι η Ελλάδα». Η αναγνώριση είχε προκαλέσει σοκ και αποδοκιμασία. Όλοι το ξέρουμε, αλλά όχι να το λέμε κιόλας. Αλλά δεν θυμάμαι καμμία άλλη φράση στην πολιτική να έχει επιβεβαιωθεί τόσο πολλές φορές, σε τόσο λίγο χρόνο. Είναι φανερό πως αυτό που έχει κατακτηθεί σε άλλες χώρες, η ύπαρξη δηλαδή ενός κρατικού μηχανισμού που να εγγυάται τις στοιχειώδεις λειτουργίες της χώρας, όπως η ασφάλεια και η δημόσια τάξη, η ύπαρξη δηλαδή διοίκησης, παραμένει ζητούμενο. Επίσης, είναι φανερό πως η διαφθορά και η ανικανότητα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Όχι τυχαίος κανόνας. Κανόνας σκληρός, που το μόνο που έχει μάθει καλά να κάνει είναι να τιμωρεί όποιον τολμήσει να τον αμφισβητήσει και να θελήσει να γίνει εξαίρεση.

Πώς να αισθάνεται ένας Πρωθυπουργός, άνθρωπος θεωρητικά ισχυρός, όταν βρίσκεται σε τέτοια παντελή αδυναμία; Πώς να αισθάνεται ένας Πρωθυπουργός όταν διαπιστώνει ότι γελοιοποιείται για νιοστή φορά αυτό που νομίζει πως διοικεί και ότι αυτό του οποίου προΐσταται δεν είναι κράτος; Βέβαια, ο συγκεκριμένος είχε υποσχεθεί την επανίδρυση αυτού του κράτους. Αλλά, είπαμε… Ζήσε το μύθο σου στις εκλογές.

Friday, February 20, 2009

Η απάντηση στη σιδηρογροθιά

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου – και βρισκόμαστε λίγο πριν από το τέλος. Λίγο πριν το Πανεπιστήμιο γίνει ένα τεράστιο γήπεδο του Τάε Κβο Ντο, με τους δασκάλους του σάκο του μποξ για την προπόνηση των νυν κουκουλοφόρων και αυριανών βαθμοφόρων του αντιεξουσιαστικού αγώνα.

Μερικά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας συγκεντρώνουν υπογραφές κάτω από ένα κείμενο. Δεν είναι παράδοξο. Άνθρωποι της σκέψης και του λόγου είναι, δεν έχουν έφεση στον ακτιβισμό με την έννοια του ξυλοδαρμού των διαφωνούντων, όπως οι γενναίοι που εισέβαλαν στο κτίριο Κωστής Παλαμάς επί της οδού Ακαδημίας και έστειλαν απλώς με σιδηρογροθιές στον Ευαγγελισμό τον καθηγητή Γιάννη Πανούση, επειδή η αρθρογραφία του δεν ήταν τόσο προσβλητική των απόψεών τους ώστε να απαιτείται η πλήρης φυσική του εξόντωση. Μια φράση από αυτό το κείμενο – μια φράση που δεν είναι ιδιαίτερα φορτισμένη, είναι μάλλον χαλαρή, ήπια, διαπιστωτική, αλλά συνοψίζει την ουσία των πραγμάτων, την ουσία της ευθύνης όχι μόνον των ανθρώπων που υπηρετούν την ελληνική ακαδημία αλλά και όσων έξω από αυτό έχουν αντίληψη και συναίσθηση της σημασίας των όσων διακυβεύονται μέσα στις πανεπιστημιακές αίθουσες για ό,τι συμβαίνει και θα συμβεί στην κοινωνία και τη χώρα συνολικά. «Απέναντι», γράφουν, «σε αυτή την πρωτόγνωρη για τα μεταπολιτευτικά χρόνια έξαρση βίας και τρομοκρατίας δεν μπορεί κανείς να μείνει αδιάφορος».

Η εγκατάλειψη της αδιαφορίας, η απόρριψη της παραίτησης, η άρνηση της απελπισίας είναι το αναγκαίο πρώτο βήμα, η απαραίτητη προϋπόθεση. Αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να εκφραστεί και να εκφραστεί αμέσως με συγκεκριμένες πράξεις, που να πηγαίνουν γρήγορα πολύ πέρα από ό,τι έως σήμερα γνωρίζαμε ως παγιωμένη συμπεριφορά της πανεπιστημιακής κοινότητας. Αν θέλουν οι πανεπιστημιακοί τη στήριξη της κοινωνίας για να αλλάξουν τα πράγματα στο χώρο τους, έχουν πολλά να κάνουν, μετά από πολύ καιρό που δεν έκαναν σχεδόν τίποτα. Έχουν να αναδείξουν εκπροσώπους με ακαδημαϊκά και όχι συνδικαλιστικά χαρακτηριστικά, έχουν να υπερβούν τις εσωτερικές τους διαφορές μπροστά σε μια πρόκληση που τις υπερβαίνει μαζικά, έχουν στην ουσία να ανασυγκροτήσουν πλήρως το χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να τον υπερασπιστούν από τη βέβαιη επικείμενη προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης, για άλλη μια φορά, από τους ίδιους που πρωταγωνίστησαν στη διαλυτική του άλωση από τον πιο ακραίο και υστερόβουλο κομματισμό.

Αλλά πρώτα από όλα έχουν να δώσουν ένα διαπιστευτήριο αξιοπιστίας. Πρέπει να δείξουν ότι εγκαταλείπουν το συμβιβασμό. Με απτό και πρακτικό τρόπο. Απλό, αυτονόητο παράδειγμα: υπάρχουν πλείστες περιπτώσεις στις οποίες οι πρωταγωνιστές της βίας, καταληψίες, κουκουλοφόροι ή φυσικοί αυτουργοί επεισοδίων, είναι γνωστοί στις ακαδημαϊκές αρχές. Όσο δεν συγκαλείται κανένα πειθαρχικό, όσο δεν διαγράφεται κανείς τους από το Πανεπιστήμιο, όσο διατηρείται με την ανοχή των θυμάτων τους η φοιτητική τους ιδιότητα, υπό το κράτος του φόβου, του συνδικαλιστικού κόστους και της φυσικής απειλής, καμμία έκκληση δεν θα έχει εχέγγυα ειλικρίνειας.

Είναι το λιγότερο που έχουν να κάνουν. Αμέσως, ως πρώτο δείγμα. Η υπέρβαση τέτοιων ακραίων αγκυλώσεων, η απελευθέρωση από μια ταπεινωτική συνθήκη, θα είναι και γι’αυτούς μια λύτρωση. Αλλιώς μη ρωτάς για ποιόν θα είναι η επόμενη σιδηρογροθιά. Θα είναι για όλους.

Thursday, February 19, 2009

Φονταμενταλιστές χωρίς Κοράνι

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου – και δεν υπάρχει πια καμμία αμφιβολία. Ζούμε την αναγέννηση του φαινομένου της τρομοκρατίας στην Ελλάδα. Αλλά είναι μια πολύ διαφορετική τρομοκρατία, στις ρίζες και στα χαρακτηριστικά της.

Η τρομοκρατική περίοδος που ξεκίνησε από τη δολοφονία Ουέλτς και τερματίστηκε με τη σύλληψη του Σάββα Ξηρού σημαδεύτηκε από τη δράση της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μια «πολιτική τρομοκρατία», με ευθεία καταγωγή από τον αντιδικτατορικό αγώνα και την εντύπωση που είχαν σχηματίσει ορισμένοι από τους συντελεστές του ότι δεν ήταν επαρκής η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα. Η σύνδεση με ένα πολιτικό στόχο μαζικής αποδοχής ήταν και ο λόγος για τον οποίο η τρομοκρατική δράση ξεκίνησε και για μεγάλο διάστημα συνεχίστηκε με την ανοχή ενός ευρύτατου τμήματος της κοινωνίας. Που αργότερα θα έπρεπε να έχει ομολογήσει τις τύψεις του, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η υπόθεση έφτασε στο τέλος της με την αποκλίνουσα πορεία των τρομοκρατών, που επέμεναν στις πολιτικές απόψεις και την ένοπλη δράση του, και στην χώρα που μετά τον πλήρη εκδημοκρατισμό είχε διαφορετικές ανησυχίες, στόχους και προοπτικές.

Τώρα είναι αλλιώς. Η νέα τρομοκρατία είναι, ας το πούμε έτσι, μια «κοινωνική τρομοκρατία». Με την έννοια ότι πιστεύει πως έχει κοινωνική νομιμοποίηση για λόγους συγκυρίας. Συμπίπτει με μια γενίκευση της βίας, σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, από τους κουκουλοφόρους των μολότοφ μέχρι τους αναρχοκακομοίρηδες που έχουν το ελεύθερο να δέρνουν έναν καθηγητή, δηλωμένο αριστερό, επειδή είχε το θράσος να γράψει άρθρα που να μην εξυμνούν το ιδανικό της κουκουλοφορίας.

Η γενίκευση της βίας δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου. Συνδέεται άμεσα με μια διπλή κατάρρευση της εμπιστοσύνης. Πρώτον: της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τις αρχές και τη δυνατότητά τους να παράσχουν στοιχειώδεις συνθήκες ασφάλειας ακόμη και στο κέντρο της πρωτεύουσας. Η ασυλία, είτε από επιλογή, είτε από ανικανότητα και αδυναμία, ανοίγει την όρεξη και λειτουργεί πολλαπλασιαστικά στη βιαιότητα, που είναι πιο δελεαστική όταν ξέρει κανείς πως θα μείνει ατιμώρητη.

Δεύτερον: η κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος και τη δυνατότητά του να δημιουργήσει ένα δίχτυ ασφαλείας για τους πιο ευάλωτους της κοινωνίας, τώρα για όσους δέχονται βαρύτερα το πλήγμα της οικονομικής κρίσης. Χωρίς κοινωνική προστασία το κράτος δεν έχει κοινωνική νομιμοποίηση. Χωρίς κοινωνική νομιμοποίηση δεν του εκχωρεί κανείς το δικαίωμα επιβολής της νομιμότητας. Είναι το τέλος της βασικής συνθήκης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες του.

Μια τρομοκρατία που έχει τέτοια αφετηρία είναι φυσικό να της λείπει η πολιτική κουλτούρα, όποια κι αν ήταν, που είχαν οι προπάτορές της. Άρα τρομοκρατία χωρίς αναστολές, χωρίς έντονη επιλεκτικότητα στους στόχους, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την έκταση των ανθρώπινων απωλειών, χωρίς ενδιαφέρον για την ανθρώπινη ζωή. Μετράει μόνον ο στόχος, η επιτυχία της επιχείρησης, η εκπλήρωση της φαντασίωσης.

Οι νέοι τρομοκράτες στην Ελλάδα είναι φονταμενταλιστές χωρίς Κοράνι.

Wednesday, February 18, 2009

Το τραπεζικό Ελντοράντο που έγινε έρημος

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου – και δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο στην προσέγγισή του, αλλά ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντήσει η Ελλάδα το επόμενο διάστημα είναι εάν και πώς θα χρηματοδοτηθούν, με χρήμα Ελλήνων φορολογουμένων, οι ελληνικές τράπεζες στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.

Οι ελληνικές τράπεζες ανέλαβαν κινδύνους. Δεν είναι οι μόνες. Στην ανατολική Ευρώπη, που θεωρήθηκε ένα νέο τραπεζικό ελντοράντο, που θα μπορούσε να φέρει τα υπερκέρδη στα οποία είχαν συνηθίσει οι τραπεζίτες τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια, εκτυλίχθηκε μια κούρσα επέκτασης. Συμμετείχαν όχι μόνον οι μεγάλοι του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος (αυτοί έφτιαχναν παράγωγα και ποντάριζαν στη φούσκα), αλλά κυρίως τράπεζες και χώρες μεσαίου μεγέθους, που αναζητούσαν ζωτικό χώρο για επέκταση και για διοχέτευση των μεγάλων κεφαλαίων που είχαν συγκεντρώσει από τις εσωτερικές τους αγορές. Τώρα που ήρθε η κρίση, οι επενδύσεις αυτές αποδεικνύονται βρόχος – για τις τράπεζες και για τις χώρες. Συμβαίνει ήδη στην Αυστρία την ίδια, το φαινόμενο είναι το ίδιο αλλά η έντασή του για την ώρα πολύ διαφορετική στην Ελλάδα.

Η διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος έχει προειδοποιήσει τις τράπεζες να μην διοχετεύσουν πόρους από το πακέτο των 28 δις στις χειμαζόμενες θυγατρικές τους, που αντιμετωπίζουν οξύτατη κρίση ρευστότητας. Το επιχείρημα έχει λογική: γιατί να πληρώσουν οι Έλληνες για χρέη στη Ρουμανία ή τη Βουλγαρία ή την Πολωνία; Αν θέλουν, οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών ας κάνουν τα δικά τους πακέτα ενίσχυσης και ας στηρίξουν την εσωτερική τους αγορά. Δεν είναι ακριβώς προστατευτισμός, είναι όμως μια εθνική οπτική στο τραπεζικό σύστημα.

Στην τραπεζική η τόλμη δεν είναι πάντα καλός σύμβουλος, αλλά η κρίση επιβάλλει μια τολμηρή οπτική στα πράγματα. Η Ελλάδα, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να πάρει τη δύσκολη απόφαση, μέσα σε ώρα οικονομικής δυσπραγίας, να στηρίξει αυτές τις επενδύσεις των τραπεζών της στην ανατολική Ευρώπη. Είναι ό,τι σημαντικότερο έχει γίνει για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και της χώρας – στο βαθμό που δεν θεωρούμε ακόμη ότι θα καταρρεύσει εντελώς το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και θα χρειαστεί να χτιστεί ένα άλλο, πάνω σε διαφορετικά πρότυπα, εγκαταλείποντας την ιδέα της παγκοσμιοποίησης.

Αυτή δεν μπορεί να είναι απόφαση μόνο των τραπεζιτών. Τέτοιες αποφάσεις είναι αποφάσεις χωρών, του σκληρού πυρήνα της πολιτικής εξουσίας και του πολιτικού συστήματος. Εδώ –και όχι σε άλλα ζητήματα καθημερινής διαχείρισης- υπάρχει πεδίο συζήτησης και συναίνεσης, για το ναι ή το όχι. Αλλά το ναι είναι η μεγάλη ευκαιρία της Ελλάδας να εκμεταλλευθεί τη σχετικά καλύτερη κατάσταση του τραπεζικού της συστήματος για να αλλάξει κατηγορία – στην οικονομία και στην «ήπια ισχύ» της χώρας, στην επιρροή στο γεωστρατηγικό της περιβάλλον.

Υπάρχει ένα πραγματικό πρόβλημα. Ότι κανείς ακόμη δεν ξέρει το βάθος του ανοίγματος – όχι της κρίσης συνολικά στον κόσμο, αλλά ούτε σε κάθε κράτος ξεχωριστά. Άρα κανείς δεν ξέρει ούτε πόσα χρήματα θα χρειαστούν και αν μπορούν εν τέλει να στηριχτούν αυτές οι επενδύσεις. Αν, δηλαδή, η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει αυτό το στοίχημα. Αλλά η αβεβαιότητα θα είναι πια η μόνη βέβαιη παράμετρος των αποφάσεων από εδώ και πέρα…

Tuesday, February 17, 2009

Βουλγαράκης αυτομαστιγούμενος

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου – και τον παρεξηγήσατε το Γιώργο Βουλγαράκη. Δεν ήταν κυριολεξία, ένα σχήμα λόγου ήταν αυτή η περίφημη φράση του ότι «είναι πρόθυμος να αυτομαστιγωθεί στο Σύνταγμα, αν του το ζητήσει ο Καραμανλής». Δεν έπρεπε να τους παρασύρει όλους ο ενθουσιασμός στη προοπτική του θεάματος και να τα πάρουν όλα τοις μετρητοίς. Μια κουβέντα είπε, βρε αδερφέ…

Αλλά μια κουβέντα που λέει πολλά. Η ουσία της φράσης Βουλγαράκη πηγαίνει πιο βαθιά στον τρόπο συγκρότησης του πολιτικού συστήματος και στον τρόπο ανάδειξης των κορυφαίων στελεχών του ακόμη και από το μαστίγιο, τη γάτα με τις εννιά ουρές, όπως το αποκαλούσαν όταν χρησιμοποιούνταν για σωφρονισμό όχι προθύμων υπουργών αλλά ανυπάκουων ναυτικών.

Ο κ. Βουλγαράκης δήλωσε πρώτον ότι είναι πρόθυμος να αυτοεξευτελιστεί. Ότι δεν έχει καμμία αναστολή απέναντι στον εαυτό του. Πως, μολονότι πράγματι πιστεύει ότι δεν έχει κάνει τίποτα μεμπτό ώστε να του αξίζει τέτοια τύχη, παρόλα αυτά είναι έτοιμος να οδηγήσει τα βήματά του όσο πιο χαμηλά πηγαίνει στη σκάλα της αυτοεκτίμησης και της δημόσιας εικόνας. Γιατί; Γιατί ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Δεύτερον, ο κ. Βουλγαράκης μας είπε πως θα έκανε τα πάντα για να επιτύχει το στόχο του. Ένα κορυφαίο στέλεχος, πολλές φορές υπουργός και κάποτε με περαιτέρω φιλοδοξίες εμφανίζεται να μην έχει ως σκοπό την υπηρεσία στη χώρα ή την παροχή ενός προτύπου στους πολίτες. Έχει για αποκλειστικό μέτρο επιτυχίας και γνώμονα των πράξεών του το όφελος της παράταξης και τη νίκη στις εκλογές. Χωρίς να εξαιρείται τίποτα από τα μέσα για τη νίκη. Ακόμη και η εσχατιά της αυτοταπείνωσης. Άνευ ορίων, άνευ όρων.

Και τέλος, ο κ. Βουλγαράκης δεν δήλωσε έτοιμος μόνον να υποστεί τον κολασμό, αλλά και να γίνει αυτό σε δημόσια θέα, στο Σύνταγμα, να τον κρεμάσουνε στο μεσιανό κατάρτι. Δέχεται, δηλαδή, τη μεσαιωνική λογική της εκτόνωσης της δημόσιας οργής μέσα από ένα τελετουργικό κατακρεούργησης του υπεύθυνου, ή του θεωρούμενου ως υπεύθυνου, ανεξαρτήτως της πραγματικότητας (γιατί ο πρώην υπουργός, ξαναθυμίζω, δηλώνει αθώος του βατοπεδινού αίματος). Καταλαβαίνει, όμως, την ανάγκη να στηθεί μια auto da fe και να καεί μια μάγισσα. Ας είναι και ο ίδιος, αν τον υποδείξει ο μεγάλος Ιεροεξεταστής, γιατί ως τέτοιον βλέπει τον πρωθυπουργό μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Προπάντων το θέαμα για να εκτονωθεί το δημόσιο αίσθημα. Γιατί ο ο μόνος όρος που έθεσε ο κ. Βουλγαράκης για την αυτομαστίγωση είναι ακριβώς αυτός: να του το ζητήσει ο κ. Καραμανλής, ελέω Θεού πρόεδρος στη λουδοβίκεια, δηλαδή οριακά μεταμεσαιωνική, αντίληψη της πολιτικής.

Είναι λοιπόν έτοιμος να δεχθεί τις παρά μία τεσσαράκοντα, όπως έλεγαν. Οι μαστιγώσεις δεν έπρεπε να ξεπεράσουν τις σαράντα. Το μαστίγιο είχε τρεις άκρες, άρα κάθε χτύπημα μετρούσε για τρία. Στα 13 ήταν οι πληγές 39 και η τελευταία χαριζόταν. Στα καράβια. Στην πολιτική, μπορεί να γλιτώσεις τις 39. Η τεσσαρακοστή, όμως, μπαίνει σε κάλπη και δεν χαρίζεται ποτέ…

Monday, February 16, 2009

Εκλογές ή όχι - το κακό και το χειρότερο...

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου – και η χώρα προφανώς δεν χρειάζεται εκλογές. Μπορεί όμως να αντέξει χωρίς να γίνουν;

Πρώτα από όλα η ίδια η κυβέρνηση. Το τι θα συμβαίνει είναι πια προδιαγεγραμμένο. Μπορεί να τον λένε Μανώλη, μπορεί πάλι να είναι άλλος Μανωλιός, αλλά κάποιος θα είναι. Όταν δεν θα υπάρχει παροξυσμός κρίσης, ο καθένας από τους βουλευτές θα θέλει να στρέψει επάνω του τα φώτα της επικαιρότητας, δηλαδή να κερδίσει μια θέση σε τηλεοπτική καρέκλα, που σημαίνει ότι θα πρέπει να πει κάτι «αιρετικό». Με 151 βουλευτές, καλημέρα κρίση…

Οι δημοσκοπήσεις δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Από τη σημερινή κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, εάν συνυπολογίσει κανείς ένα εύλογο ποσοστό ανανέωσης, μόνον οι μισοί ή και λιγότεροι θα βρίσκονται στα έδρανα της επόμενης Βουλής. Που σημαίνει ότι οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος δεν δίνουν σήμερα, ούτε προσέρχονται στις επόμενες κάλπες με στόχο την επικράτηση του κόμματος, αλλά προπάντων την δική τους, προσωπική πολιτική επιβίωση. Η πιο ήπια εκδοχή είναι ο οξύτατος ανταγωνισμός και τα συντροφικά μαχαιρώματα, κυρίως σε βάρος υπουργών που πολιτεύονται στην ίδια περιφέρεια και επομένως έχουν το πλεονέκτημα της νομής της υπουργικής εξουσίας. Η πιο διασκεδαστική εκδοχή είναι οι άλλοτε «εκλεκτοί» και σήμερα «παρίες» που δηλώνουν πως είναι έτοιμοι για οποιοδήποτε αυτοεξευτελισμό, με μόνο αντάλλαγμα μια θέση στο ψηφοδέλτιο. «Είμαι πρόθυμος να αυτομαστιγωθώ στο Σύνταγμα, εάν μου το ζητήσει η παράταξη», δήλωσε έτσι, επί λέξει, ο Γιώργος Βουλγαράκης και εάν γινόταν δημοσκόπηση, συντριπτικά ποσοστά θα δήλωναν πως είναι πρόθυμα να πληρώσουν και εισιτήριο και συνδρομή καλωδιακής για να δουν live ένα τέτοιο θέαμα.

Αυτά, όταν δεν θα υπάρχει κρίση. Όταν ξεσπά, τότε θα φουντώνουν τα σενάρια για την επόμενη μέρα μιας ήττας. Τα σενάρια της διαδοχής. Και θα συγκρούονται τα συστήματα και θα αναδύονται οι επίδοξοι διάδοχοι και θα συγκρίνονται και θα συζητούνται οι στρατηγικές τους και θα σπεύδουν άλλοι στον ένα κι άλλοι στον άλλο να δηλώσουν αιώνια πίστη. Θα ετοιμάζονται, δηλαδή, για την αναμέτρηση, στην οποία θα εμπλέκεται και ο πρωθυπουργός, όπως έγινε, ας πούμε, με τις δηλώσεις Τσιτουρίδη και Ψωμιάδη ότι δεν θα φύγει. Ή θα φύγει; Ή πρέπει να πειστεί να μην φύγει;

Όλα αυτά είναι πολύ ωραία, αλλά κυβέρνηση δεν είναι. Οι πολίτες στις δημοσκοπήσεις δεν θέλουν εκλογές. Έχουν δίκιο. Ξέρουν ότι για τη χώρα σήμερα οι εκλογές είναι λάθος. Αλλά οι πολίτες ζητούν να μην γίνουν εκλογές, επειδή πιστεύουν ότι η προεκλογική περίοδος δημιουργεί κλίμα ακυβερνησίας και εκτιμούν, σωστά, ότι η περίοδος είναι πολύ δύσκολη και η συγκυρία πιεστική για να μην κυβερνιέται η χώρα. Η εναλλακτική, όμως, ποια είναι; Γιατί με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, το ερώτημα δεν είναι τόσο εάν η χώρα θα αντιμετωπίσει έλλειμμα πολιτικής διαχείρισης εφόσον προκηρυχθούν εκλογές, αλλά πολύ περισσότερο εάν θα δει να εγκαθίσταται μια παρατεταμένη και νοσηρή τύποις ομαλότητα και εν τοις πράγμασι ακυβερνησία, στην αναμονή μιας απωθημένης, αλλά πανταχού παρούσας, προδιαγεγραμμένης και παραλυτικής κάλπης.

Friday, February 13, 2009

Συναίνεση, όταν μας βολεύει...

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου – και ο Πρωθυπουργός στη Βουλή ζήτησε συναίνεση. Ωραίο πράγμα η συναίνεση. Είναι το μόνο στο οποίο συμφωνούν όλοι.

Αλλά η συναίνεση δεν είναι κανόνας του σαβουάρ βιβρ ούτε θέμα στυλ, όπως ας πούμε το σκούρο κουστούμι και η ριγέ γραβάτα με ανοιχτό πουκάμισο για να γράφει στην κάμερα. Η συναίνεση έχει πολιτικές προϋποθέσεις. Έως τώρα, στη διάρκεια της κρίσης, η κυβέρνηση έχει πάρει μερικές αποφάσεις. Η πρώτη ήταν το πακέτο των 28 δις ευρώ προς τις τράπεζες. Ζήτησε τότε το οικονομικό επιτελείο ή το πρωθυπουργικό γραφείο συναίνεση; Κάλεσε κανέναν από την αντιπολίτευση και διαβουλεύτηκε μαζί του; Είχε πάρει τηλέφωνο, για παράδειγμα, ο κ. Αλογοσκούφης την κα Κατσέλη να τη ρωτήσει ποια είναι η γνώμη της – και, προπάντων, να δηλώσει ρητά προς τους πολίτες ότι θα ζητήσει και θα λάβει σοβαρά υπόψιν του τη γνώμη της αντιπολίτευσης; Μπορώ να καταλάβω γιατί ο κ. Αλογοσκούφης δεν τρελαινόταν για μια συζήτηση με τη Λούκα. Αλλά όταν θέλεις συναίνεση, δεν διαλέγεις με ποιον θα συμφωνήσεις…

Ας πούμε ότι τότε ήταν ο Αλογοσκούφης, που ήταν σκληρός και γι’αυτό απομακρύνθηκε. Δεν πάει ούτε ένας μήνας που το νέο οικονομικό επιτελείο, που θέλει οικονομία με ανθρώπινο πρόσωπο, χειρίστηκε τις αγροτικές κινητοποιήσεις και έδωσε μισό δις ευρώ σε μια πολιτική που αφορά το ένα πέμπτο του ελληνικού πληθυσμού τουλάχιστον. Ζήτησε ο κ. Παπαθανασίου τη γνώμη της κας Κατσέλη, ή τώρα που έχει κι άλλους ο μπαξές, κάποιου που να είναι της προτιμήσεώς του από τον κύκλο των οικονομικών επιτελών του ΠΑΣΟΚ; Δεν θυμάμαι να συνέβη.

Ταυτοχρόνως, ο Πρωθυπουργός επαναλαμβάνει σταθερά το εκλογικό του μοτίβο: η χώρα θέλει υπευθυνότητα (εννοεί Νέα Δημοκρατία) και όχι λαϊκισμό (εννοεί ΠΑΣΟΚ). Δεν είναι η πιο καθαρή πρόσκληση. Αν με τέτοιο βάρος αιτιάσεων προσέλθουν στο τραπέζι, έχουν αποδεχθεί τους κυβερνητικούς όρους. Αν το απορρίψουν, είδατε που είχε δίκιο ο Καραμανλής; Είναι το ιδανικό επιχείρημα που δικαιώνει τον εαυτό του.

Θα έχουν άδικο, λοιπόν, στην αντιπολίτευση, κυρίως την αξιωματική προς την οποία απευθύνεται το αίτημα της συναίνεσης, να συμπεράνουν ότι πρόκειται για τέχνασμα μάλλον παρά για πρόσκληση; Όταν είναι να μοιράσουμε μπορούμε και μόνοι μας. Όταν σφίγγουν τα πράγματα και πρέπει να μαζέψουμε, άρα έρχεται κόστος, όλα είναι έτοιμα για μοιρασιά. Του κόστους, φυσικά…

Η απάντηση σε αυτό από το ΠΑΣΟΚ είναι εκλογές. Εύλογο για αντιπολίτευση. Είναι, επίσης, το αίτημα της αυτοδυναμίας. Κάθε κόμμα δικαιούται να τη ζητάει. Και οι πολίτες πρέπει να σταθμίσουν – από τη μία υπάρχει η πραγματική ανάγκη σταθερής διακυβέρνησης, από την άλλη η ασφαλής διαπίστωση ότι κυβερνητική και κοινοβουλευτική αυτοδυναμία σημαίνει ότι ουσιαστική συναίνεση δεν θα υπάρχει και η λέξη θα εμφανίζεται μόνο ως γαρνιτούρα για τους λογογράφους και σχήμα λόγου για διέξοδο από τα στενά της συγκυρίας.

Thursday, February 12, 2009

Σχεδόν κυβέρνηση

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου – άλλη μια μέρα που η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση.

Με χαρά σας ενημερώνω ότι για την ώρα το ψυχικό μασάζ στον κ. Γιάννη Μανώλη έχει πιάσει τόπο και ο βουλευτής με τις περισσότερες τηλεοπτικές εμφανίσεις δεν θα στερήσει τα κανάλια από ατελείωτες ώρες δωρεάν ζωντανού προγράμματος. Ούτως εχόντων των πραγμάτων και χωρίς να αποκλείεται κάποια νέα έκρηξη τις επόμενες ώρες, μπορώ να καθησυχάσω τους κατά σειρά ανησυχούντες: ο κ. Παπαδάκης και ο κ. Αυτιάς θα έχουν εκπομπή και ο κ. Καραμανλής θα έχει κυβέρνηση πηγαίνοντας σήμερα στη Βουλή να μιλήσει για την οικονομία. Λέμε τώρα…

Επίσης, στα υπουργικά έδρανα θα κάθεται ο κ. Δένδιας, υπουργός Δικαιοσύνης. Είναι ευχής έργον που σήμερα έχουμε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση αρχηγών, γιατί η δύσκολη ώρα για τον κ. Δένδια είναι όταν πρόκειται να ψηφιστεί δικό του νομοσχέδιο. Δυστυχώς ο κ. Δένδιας μπορεί να εκτελεί όλα τα άλλα καθήκοντα και να έχει όλες τις άλλες προνομίες ενός υπουργού, εκτός της δυνατότητας να νομοθετεί. Για τους άλλους υπουργούς, η κυβέρνηση έχει 151 ψήφους. Για τον κ. Δένδια όχι. Ο κ. Γιανέλλης, της Λέσβου, το είπε καθαρά και ξάστερα. Εάν δεν γίνει εφετείο στη Μυτιλήνη, ψήφο σε νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης δεν δίνει.

Η κυβέρνηση έχει ασφαλώς τη δεδηλωμένη. Αλλά αυτή η δεδηλωμένη είναι υποθηκευμένη. Την έχει κατά θέμα, κατά περίπτωση, κατά συγκυρία. Η Κοινοβουλευτική της Ομάδα είναι συμπαγής, εκτός εάν βαθύνει κάποια λακκούβα στην Τροιζηνία, οπότε ο κ. Μανώλης θέτει θέμα ιδεολογικής σύγκρουσης ριζοσπαστισμού και νεοφιλελευθερισμού. Εκτός εάν ραγίσει κανένα χαντάκι στον Ανάβαλο, ποταμό που αρδεύει τη φαιδρά και τις άλλες πορτοκαλιές στο Άργος, οπότε ο Πρωθυπουργός δεν ξέρει τι του ξημερώνει. Εκτός αν πούνε στον Τραγάκη να του τραβήξει λίγο το αυτί κι εκείνος του τραβάει ρομπατσίνα ξεγυρισμένη, κι εκείνος εκνευριστεί και θυμηθεί ότι οι 151 είναι η καλύτερη εγγύηση για το ότι ο Πρωθυπουργός είναι primus inter pares. Και για το primus μην κόβετε και το λαιμό σας.

Έτσι δύσκολα βγαίνουν οι μέρες, μία-μία, με το στανιό. Ο Ζαγορίτης καλοπιάνει τον Τραγάκη, ο Δένδιας καλοπιάνει το Γιανέλλη, ο Αβραμόπουλος τρέχει να υποσχεθεί μεταξύ γιατρών και προμηθευτών, ο Χατζηδάκης κάνει γαλιφιές στο Βγενόπουλο μήπως και πάρει την Ολυμπιακή και ο Παπαθανασίου χαϊδεύει τα αυτιά του Αλμούνια για να μην ακούει.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι δεν είστε ακροατής του Σίτυ που πηγαίνει στη δουλειά, αλλά ένας διεθνής τραπεζίτης, ένας σκληρός μπανκέρης, όχι από αυτά τα γκόλντεν μπόυς που έχουν εντελώς φαλίρει, αλλά από εκείνους που έχουν ακόμη πέντε φράγκα στην άκρη και ετούτους τους δύσκολους καιρούς διευκολύνουν, με το αζημίωτο, τους πολλούς που έμειναν στεγνοί από ρευστό. Ας υποθέσουμε ότι είστε μπανκέρης στο Λονδίνο και τα μαθαίνετε όλα αυτά για την Ελλάδα, ότι την παρατηρείτε αυτή τη χώρα, την κυβέρνηση, την πορεία και τις προοπτικές της. Ειλικρινά, τώρα: θα της δανείζατε;

Μποϋκοτάζ (με τη βούλα του υπουργείου)

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου – και μάλλον ο υπουργός Ανάπτυξης δεν το σκέφθηκε καλά όταν πρότεινε στους καταναλωτές να κάνουν μποϋκοτάζ στα προϊόντα των εταιρειών που προβαίνουν σε αδικαιολόγητες ανατιμήσεις των προϊόντων τους.

Πρώτον, διότι δεν είναι σαφές τι εννοεί με τη λέξη «μποϋκοτάζ». Αν εννοεί να προτιμάτε το γάλα Α και όχι το γάλα Β, όταν βλέπετε διαφορά στην τιμή, ή όταν το ένα ξαφνικά ακριβαίνει, ευχαριστούμε πάρα πολύ, αλλά γι’ αυτό δεν χρειαζόταν συμβουλή κανείς πολίτης που δεν διαθέτει υπουργική Μερσεντές και ένα μικρό στόλο κρατικά αμοιβόμενων μπόντυγκαρντ για να στέλνει για θελήματα. Οι φυσιολογικοί άνθρωποι, που το Σάββατο το πρωί πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ και όχι σε δέκα τελετές κοπής πίττας σε κομματικές οργανώσεις, ξέρουν και τις τιμές και τις συγκρίσεις στα ράφια.

Δεύτερον, γιατί, εάν εννοεί πράγματι «μποϋκοτάζ», δηλαδή οργανωμένη αποχή με συγκεκριμένη στόχευση, ο κ. Χατζηδάκης εκφράζει την πρόθεση να αποχωρήσει από το υπουργείο του και να αναλάβει επικεφαλής του καταναλωτικού κινήματος στη χώρα – θέση ασφαλέστερη, με καλύτερες προοπτικές και λιγότερες εσωτερικές έριδες. Η δουλειά του υπουργείου Ανάπτυξης είναι να συνεργάζεται και να στηρίζει το καταναλωτικό κίνημα. Αλλά δεν ούτε να το υποκαθιστά, ούτε να εναποθέτει σε αυτό τις ελπίδες του για ό,τι δεν μπορεί να φέρει σε πέρας με τις υπηρεσίες του.

Και, τρίτο και σημαντικότερο, η διαφορά ανάμεσα στη σύγκριση τιμών και το μποϋκοτάζ (αν θέλουμε να αποφύγουμε μια επιδημία εκβιασμών προς εταιρείες από κάθε καταναλωτική οργάνωση-φάρσα, που έχει σκοπό τον πλουτισμό των ιδρυτών της) είναι ο εντοπισμός των θεμιτών στόχων. Για να ξέρουν οι καταναλωτές τι να μποϋκοτάρουν, πρέπει να ξέρουν ποιες αυξήσεις είναι αδικαιολόγητες. Και αυτή ακριβώς είναι η δουλειά του υπουργείου Ανάπτυξης και του υπουργού.

Δεν χρειάζονται, λοιπόν, κυβερνητικές προτροπές σε ακτιβισμό. Επαρκείς έλεγχοι, διαφάνεια και ενημέρωση των καταναλωτών χρειάζεται. Όταν ξέρουν τι συμβαίνει, οι πολίτες (ας μην ανησυχεί το υπουργείο Ανάπτυξης) ξέρουν και τι να κάνουν…

Tuesday, February 10, 2009

Συνασπισμός - τίνων και γιατί

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου – και για ένα κόμμα το στοίχημα της αλλαγής κλίμακας είναι ένα δίλημμα συγκατοίκησης.

Ένα μικρό κόμμα μπορεί να είναι κόμμα θέσεων και αρχών, μπορεί επίσης να είναι κόμμα διαμαρτυρίας. Μπορεί να είναι και τα δύο. Για ένα μεγάλο κόμμα, ο συνδυασμός είναι αδύνατος. Για να διευρύνει την απήχησή του και να αλλάξει κλίμακα πολιτικής εμβέλειας και εκλογής καταγραφής δεν αρκεί να ανταποκριθεί σε ένα αίτημα εποχής. Αυτή είναι αναγκαία συνθήκη, όχι όμως και επαρκής. Η μετάβαση στην πολιτική μεγα-κλίμακα ορίζεται όχι υποχρεωτικά από την άσκηση εξουσίας, αλλά οπωσδήποτε από την καθοριστική επιρροή στο ποιος θα την κατέχει και με ποιο τρόπο θα την νέμεται.

Σε αυτά τα μεγέθη, καθαρότητα δεν υπάρχει. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πώς θα διασφαλιστεί μια λειτουργική πολιτική συγκατοίκηση διαφορετικών ρευμάτων, ανθρώπων, κοινωνικών ομάδων και ιδεολογικών τάσεων, κάποτε ούτε καν συγγενών μεταξύ τους. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κόμματος διαμαρτυρίας που μεταβλήθηκε σε κόμμα εξουσίας, σε ευρωπαϊκή ή και παγκόσμια κλίμακα, είναι το ΠΑΣΟΚ, από το 74 έως το 81. Περιλάμβανε από τροτσκιστές, Ιταλούς και τριτοκοσμικούς μέχρι παραδοσιακούς κεντρώους και αντιδεξιούς σοσιαλφιλελεύθερους.

Η διατήρηση της συνοχής μιας τέτοιας δύσκολης στη διαχείριση πολυσυλλεκτικής βάσης είχε δύο συγκολλητικά στοιχεία. Στην αρχή, μια ηγετική παρουσία στην οποία είχαν ευθεία πολιτική αναφορά και τα πρόσωπα σε όλη τη στελεχιακή κλίμακα και η ίδια η βάση. Ήταν η λατρεία του Ανδρέα. Στη συνέχεια, ήρθε να προστεθεί η εξουσία και η προοπτική της πρόσβασης σε αυτήν και της διατήρησής της. Άλλοτε ήταν το ένα, άλλοτε το άλλο, στην κορύφωση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ ήταν και τα δύο. Αλλά οπωσδήποτε κάποιο από τα δύο.

Ο Συνασπισμός σήμερα κλυδωνίζεται από το στοίχημα της μεγέθυνσης. Το μέγεθος το έφερε η συγκυρία – πιο εύκολα από ό,τι για το ΠΑΣΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του 70. Στο κόμμα, οι διαφορετικές απόψεις έχουν μάθει να ζουν μαζί. Άλλωστε, η κουλτούρα της πολιτικής ανοχής και της σύμπλευσης ανθρώπων που διαφωνούν σε πολλά υπήρξε κατεξοχήν συμβολή της ανανεωτικής Αριστεράς στον, ας τον πούμε έτσι, «εξευρωπαϊσμό» της Ελλάδας. Η αλλαγή τάξης μεγέθους, όμως, για ένα πολιτικό σχηματισμό απαιτεί συγκολλητική ουσία για πολύ ευρύτερα στρώματα από μια μικρή αστική ελίτ με ανησυχίες, ανοιχτούς ορίζοντες, αλλά χωρίς σύνδεση και πρόσβαση στη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων.

Πέρα από την ηγεσία και την εξουσία άλλοι παράγοντες συνοχής δεν έχουν εφευρεθεί. Είναι θεμιτό να δοκιμάσει κανείς να εφεύρει, αλλά το ρίσκο είναι δικό του. Είναι επίσης αξιοπρεπές και ευγενικό να αδιαφορήσει για ένα είδος συμβιβασμών που δεν ενδιαφέρεται να κάνει στην πολιτική του διαδρομή – αλλά το τίμημα είναι η απήχηση. Αυτό είναι το είδος των ταλαιπωριών που σήμερα υφίσταται ένα μικρό κόμμα, όπως ο Συνασπισμός, το οποίο η συγκυρία έφερε και θα φέρνει τους επόμενους μήνες μπροστά στα πιο σκληρά διλήμματα.

Monday, February 9, 2009

Παιδεία πεδίο συναίνεσης: πρακτικά μέτρα

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου – και θα έχετε ίσως κι εσείς βαρεθεί να ακούτε ότι τα κόμματα επιθυμούν, επιδιώκουν, τρελλαίνονται για συναίνεση. Αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να την καταφέρουν, διότι φταίνε οι πολίτες που δεν την επιβραβεύουν, φταίνε οι ψηφοφόροι που τους απειλούν με το πολιτικό κόστος.

Για την ώρα, το μόνο στο οποίο προτάθηκε πράγματι συναίνεση είναι η άρνησή της. Ο κ. Παυλόπουλος ζήτησε να συμφωνήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα (γιατί συναίνεση εν προκειμένω σημαίνει να συμφωνήσουν οι μεγάλοι, ενώ οι μικροί μπορούν να ακολουθήσουν τη γνωστή συμβουλή του Θωμά Μητρόπουλου). Γιατί να συμφωνήσουν; Για να εφαρμοστεί ο νόμος Παυλόπουλου, ώστε να υπάρχει αυτοδυναμία. Δηλαδή να μην υπάρχουν κυβερνήσεις συνεργασίας. Δηλαδή να μην δούμε ποτέ την κεντρική θεσμική έκφραση της συναίνεσης. Συμφωνήστε να μην συμφωνήσουμε ποτέ και με κανέναν, η διαφωνία θρέφει την εναλλαγή στην εξουσία.

Εντάξει, αυτές είναι οι προθέσεις. Αλλά πάει πολύ να φορτώνονται στην κοινωνία, ότι δήθεν αυτή δεν θέλει και δήθεν αυτή αντιδρά. Η δημοσκόπηση της MRB που δημοσιεύει σήμερα ο Ελεύθερος Τύπος δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο αμφιβολίας. Ποια είναι η βάση της συναίνεσης; Η κοινή διαπίστωση του προβλήματος. Εννιά στους δέκα, δηλαδή όλοι, δεν έχουν πια ούτε την ελάχιστη επιφύλαξη. Στην Παιδεία πιάσαμε πάτο. Χρειάζονται αλλαγές και χρειάζονται τώρα. Στο Πανεπιστήμιο, στο Λύκειο, στο Γυμνάσιο, στο Δημοτικό, στις εξετάσεις. Παντού. Το έχουν καταλάβει οι πάντες.

Αυτή είναι η βάση της συναίνεσης. Η κορυφή πού είναι; Οι πολίτες θέλουν αλλαγή. Η καλή τους πίστη φαίνεται στις διαθέσεις τους έναντι εκείνων που ανέλαβαν το διάλογο. Αλλά η ευθύνη της ηγεσίας, πολιτικής και ακαδημαϊκής, είναι προφανώς διαφορετική. Δεν είναι άλλος ένας διάλογος, μακροσκελής έως ατέρμονος, που θα καταλήξει σε άλλο ένα σχέδιο, που σε λίγο θα γίνει κι αυτό tabula rasa. Το βάρος τώρα είναι πολιτικό. Και υπάρχουν πειστήρια αξιοπιστίας. Ας ξεκινήσουν από το ευκολότερο. Ένας διάλογος δεν είναι ανάγκη να είναι συνολικός. Μπορεί εύκολα να χωριστεί σε τομείς και θεματικές. Και σε επιμέρους ζητήματα. Ας δηλώσουν, λοιπόν, στην έναρξη τουλάχιστον οι διεκδικητές της εξουσίας πού συμφωνούν. Και ας το κάνουν αμέσως πράξη – αν όχι πράξη νομοθετική, τουλάχιστον δέσμευση ότι αυτά θα περιληφθούν στις τελικές αποφάσεις. Να ξέρουμε, δηλαδή, τι ΔΕΝ θα χρειαστεί να συζητήσουμε ξανά και ξανά.

Η πρόγνωση είναι αρνητική. Το τελευταίο δείγμα γραφής της κυβέρνησης είναι η κατεδάφιση της πολιτικής της Μαριέττας από τον Ευριπίδη και η ισοπέδωση της πολιτικής Ευριπίδη από τον Άρη. Το τελευταίο δείγμα γραφής του ΠΑΣΟΚ είναι το πανηγύρι του άρθρου 16, ένα πολιτικό all time classic για τα εγχειρίδια του μέλλοντος. Αλλά η κοινωνία, επιτέλους, πιέζει. Αυτή τη φορά θα είναι, επίσης, καλό να πιστώσει την πρακτική συμβολή και να χρεώσει το «κουβέντα να γίνεται»…

Friday, February 6, 2009

Ένα σχέδιο, μα ποιό σχέδιο

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου – και χθες ακούσαμε δύο ενδιαφέροντα πράγματα. Πρώτον, ότι η χώρα έχει άμεση ανάγκη από ένα σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης και, δεύτερον, ότι ουδείς είναι διατεθειμένος να το περιγράψει στους πολίτες με την ειλικρίνεια που απαιτείται και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.

Ο κ. Καραμανλής διάλεξε τη βαριά ώρα των οκτώ. Ένα μίνι-διάγγελμα για μια μάξι-κρίση. «Χτυπά την πόρτα μας», είπε. Χρειαζόμαστε ένα εθνικό σχέδιο, μας προειδοποίησε. Και το σχέδιο αυτό υπάρχει, μας διαβεβαίωσε. Ποιο είναι; Έλα μου ντε… Αφελείς όντες, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι το σχέδιο με το οποίο μας διαβεβαίωνε ο κ. Καραμανλής και ο κ. Αλογοσκούφης ότι έχουν θωρακίσει την οικονομία μας από την κρίση. Αλλά ποιο είναι; Η τελευταία ανακοίνωση του ΣΕΒ περιλαμβάνει μια πλήρη, αναλυτική και συνεκτική δέσμη μέτρων, άμεσης εφαρμογής, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων, μια πλήρη πλατφόρμα οικονομικής πολιτικής. Μπορείς να συμφωνείς, μπορείς να διαφωνείς. Αλλά ξέρεις επί ποίου γίνεται η συζήτηση. Η κυβέρνηση έχει παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο τέτοιο σχέδιο στους πολίτες; Ποια ήταν η στάση του κ. Καραμανλή το αμέσως προηγούμενο διάστημα, που γνώριζε ότι η κρίση φτάνει; Το μόνο πλάνο που είδαμε να εφαρμόζεται από την πλευρά της κυβέρνησης τις προηγούμενες ημέρες είναι το «Σχέδιο Δώμου κι Εμένα Μπάρμπα». Η πολιτική παροχών προς τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες είναι αναλογική. Κλιμακώνεται κατ’ευθεία αντιστοιχία με το φάρδος του δρόμου που μπορεί καθεμιά τους να κλείσει. Κλείνεις εθνική οδό; Πάρε πεντακόσια εκατομμύρια; Κλείνεις χωματόδρομο; Πάρε δρόμο – κι αυτό στην καλυτέρα των εκδοχών. Άλλοι ψεκάζονται με ευρω-πενηντάρικα, άλλοι ψεκάζονται με ισραηλο-δακρυγόνα.

Χρειάζεται συναίνεση, είπε ο κ. Καραμανλής. Και εννοούσε συναίνεση των άλλων σε ό,τι αποφασίζει ο ίδιος. Ποιον κάλεσε; Κανέναν. Με ποιόν συζήτησε το σχέδιό του; Με κανέναν. Έχουμε σχέδιο και θέλουμε συναίνεση. Μόνο που η συναίνεση έχει νόημα πριν καταρτιστεί το σχέδιο. Μετά είναι παιχνίδι πολιτικών εντυπώσεων.

Δεν χρειάζεται συναίνεση, απάντησε εκ των προτέρων ο κ. Παπανδρέου. Χρειάζονται εκλογές. Μάλιστα. Αισθάνεται αρκετά έτοιμος για να κυβερνήσει. Γι’αυτό έδωσε και την έκτακτη συνέντευξη, για να πει ότι στον παροξυσμό της κρίσης, υπάρχει λύση. Ποιο θα είναι το οικονομικό του επιτελείο; Θα το μάθουμε, μας είπε, όταν έρθει η ώρα. Απλώς υποψιάζομαι ότι, αφού ζητάει τόσο επίμονα εκλογές, αφού διαπιστώνει (και δικαίως) ότι η κατάσταση «δεν πάει άλλο», η ώρα έχει έρθει. Εκείνος προσδιορίζει την ώρα. Εκτός αν εννοεί ότι μας επιφυλάσσονται εκπλήξεις μετά τις εκλογές, οπότε ο ψηφοφόρος θα πρέπει να ξέρει ότι καλείται σε «ραντεβού στα τυφλά».

Ο κ. Παπανδρέου περιέγραψε επίσης ότι δεν μπορεί να πληρώσουν οι φτωχότεροι, δεν μπορεί να πληρώσουν οι μεσαίοι. Επομένως, ποιοι θα πληρώσουν; Υπονοεί οι πλουσιότεροι. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Όταν μια αξιωματική αντιπολίτευση δηλώνει πως μπορεί να βγάλει τη χώρα από μια τέτοια κρίση και ότι ξέρει σε ποιους θα επιμερίσει το κόστος της, έχει υποχρέωση με ρητό και ξεκάθαρο τρόπο να τους προσδιορίσει: και ποιοι και πώς και πόσο. Και αυτό, για μια ακόμη φορά, δεν συνέβη.

Εκτός κι αν εννοεί και αυτή, όπως ο κ. Παπαθανασίου, ότι θα εφαρμόσει το ριζοσπαστικό και πρωτότυπο μέτρο της αύξησης της φορολογίας στα ποτά και τα τσιγάρα, οπότε η κορυφαία πράξη αντίστασης και ανατροπής του συστήματος είναι στο χέρι της κοινωνίας των πολιτών: κόψτε το κάπνισμα, πιείτε σόδες. Και καλή χώνεψη…

Thursday, February 5, 2009

Χωρίς ασφάλεια

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου – και τα ξημερώματα κάποιοι έβαλαν γκαζάκια στο γραφείο του υπουργού που είναι αρμόδιος για τη Δημόσια Τάξη. Λίγες ώρες νωρίτερα κάποιοι άλλοι απειλούσαν ότι θα σκοτώνουν οποιονδήποτε αστυνομικό συναντήσουν, όπου κι αν τον συναντήσουν, ό,τι βαθμό κι αν φέρει. Είναι όλοι ένοχοι, αδιακρίτως. Έχουμε πόλεμο, δηλαδή. Όλοι θεμιτοί στόχοι…

Όσο περνάνε οι μέρες, τόσο περισσότερο ο φόνος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου αναδεικνύεται σε ορόσημο. Όχι αιτία, ούτε αφορμή. Αλλά αφετηρία μιας νέας κατάστασης στη σχέση της αστυνομίας με την κοινωνία, και αφετηρία, επίσης, για την ανάδυση του νέου τρομοκρατικού φαινομένου που εκκολαπτόταν μετά τη σύλληψη της 17 Νοέμβρη και αναζητούσε μια επίφαση υποτιθέμενης ηθικής νομιμοποίησης.

Η αστυνομία, λοιπόν, έχει ένα πρόσθετο έργο. Να φυλάξει τον εαυτό της. Πρέπει να αφιερώσει πόρους και δυνάμεις κατ’αρχάς για να αποτρέψει τις επιθέσεις που είναι προδιαγεγραμμένο και διακηρυγμένο ότι θα δεχθεί, όπως και ήδη δέχτηκε και δέχεται. Όπως είναι απολύτως σαφές σε όλους, η ελληνική αστυνομία δεν είναι προετοιμασμένη όχι για να αναλάβει μια πρόσθετη, δύσκολη αποστολή, αλλά ούτε για να φέρει σε πέρας το μικρότερων απαιτήσεων έργο που είχε προηγουμένως. Αλλά πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο. Όσο πολλαπλασιάζονται οι επιθέσεις, τόσο μεγαλώνει ο φόβος, τόσο πολλαπλασιάζονται και τα αιτήματα για προστασία, για φύλαξη κάθε είδους πιθανών και απίθανων στόχων. Η αστυνομία πιέζεται για διάθεση ανδρών της την ώρα που κι αυτοί που διαθέτει είναι λίγοι και του επιπέδου που γνωρίσαμε χτες το μεσημέρι, με τον διαταραγμένο στον οποίο είχε δώσει πιστόλι και του είχε αναθέσει τη φύλαξη του Αμερικανού πρεσβευτή – ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση… Μέχρι το βράδυ δεν μπορούσε ούτε καν να δώσει μια συνεκτική εικόνα για το τι συνέβη.

Και όσο οι ανεπαρκείς πόροι διασκορπίζονται τόσο θα διαχέεται το αίσθημα ανασφάλειας τους πολίτες και η εντύπωση του ακαταδίωκτου στους κακοποιούς. Με αποτέλεσμα να αυξάνει η εγκληματικότητα, να μένει εντελώς ατιμώρητη η ελαφρά παραβατικότητα, που όμως εθίζει στην ιδέα του ακαταδίωκτου και καλλιεργεί τη βαρύτερη εκδοχή της. Η ανασφάλεια στους πολίτες θα πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες αντιδράσεις, με περιστατικά αυτοδικίας, ενώ ταυτόχρονα έχει κι ένα βαθιά ταξικό χαρακτήρα, καθώς θα δούμε σύντομα να δημιουργούνται ιδιωτικοί στρατοί, από όσους θα μπορούν να πληρώσουν για να απαλύνουν το φόβο τους για μια πιθανή, ας πούμε, απαγωγή. Περισσότεροι σεκιουριτάδες, περισσότερα περιστατικά σαν το χθεσινό.

Βρισκόμαστε, δηλαδή, στα πρόθυρα της κατάρρευσης της πιο στοιχειώδους λειτουργίας του κράτους, που είναι η παροχή ασφάλειας στους πολίτες-μέλη του. Είναι το αντάλλαγμα για την εκχώρηση μέρους της ελευθερίας τους, είναι μια θεμελιώδης, συστατική σχέση της κοινωνίας αυτή που απειλείται. Ευτυχώς έσβησε, όμως, η φωτιά στο γραφείο του κ. Μαρκογιαννάκη…

Wednesday, February 4, 2009

Ψεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου – και «πότε θα γίνουν εκλογές;». Τα δακρυγόνα που έπεσαν χτες στο λιμάνι του Πειραιά έδωσαν με πολύ περίεργο τρόπο την απάντηση: μην αναρωτιέστε, κανείς δεν ξέρει. Το σκηνικό είναι τόσο ρευστό ώστε να επιχειρεί κανείς να δώσει απάντηση είναι χωρίς νόημα. Για την ώρα, οι εκλογές δείχνουν να απομακρύνονται με τον πιο απογοητευτικό για την κυβέρνηση τρόπο: τα πράγματα πηγαίνουν τόσο άσχημα, η επιχείρηση ανάταξής της έχει κολλήσει πριν περάσει ούτε ένας μήνας από τον ανασχηματισμό, έτσι ώστε η προσφυγή στις κάλπες να ισοδυναμεί με αυτοχειριασμό. Πρόκειται για μια παράδοξη κυβέρνηση – όσο χειρότερα πηγαίνει, τόσο πιο πιθανό είναι να μακροημερεύσει στην εξουσία, όσο χαμηλότερες είναι οι επιδόσεις της τόσο ανεβαίνουν οι πιθανότητες να εξαντλήσει τη θητεία της, όσο τουλάχιστον εξαρτάται από την ίδια.

Για τον κ. Καραμανλή, πάλι, αυτή η αισιόδοξη οπτική δεν υπάρχει. Λένε οι πολιτικοί αναλυτές ότι υπάρχει ένα σημείο στις κυβερνήσεις που είναι το σημείο χωρίς επιστροφή. Όχι γιατί οι ίδιες δεν μπορούν πια να πάρουν μέτρα, να κάνουν κινήσεις ή να διαχειριστούν την εξουσία (που σε δεύτερη φάση και αυτό συμβαίνει). Αλλά επειδή από κάποια στιγμή και μετά, ό,τι και να κάνουν συναντούν ένα τοίχο αδιαφορίας από τους πολίτες. Όλες οι πράξεις και οι αποφάσεις τους κρίνονται με διάθεση αποδοκιμασίας και καταδίκης, αν όχι ειρωνείας και σαρκασμού. Για όσους θυμούνται, η «χάρτα της σύγκλισης» το Σεπτέμβρη του 2003 ήταν ένα εκτεταμένο πρόγραμμα 150 σελίδων, ίσως το πιο συνεκτικό, οργανωμένο και μακροπρόθεσμο πρόγραμμα κοινωνικής αναδιανομής υπέρ των ασθενέστερων. Λίγοι το ξέρουν γιατί ελάχιστοι την διάβασαν. Για την κυβέρνηση Σημίτη εκείνη την εποχή το θέμα πια (στην συνείδηση των πολιτών) δεν ήταν τι κάνει ή τι θα ήθελε να κάνει. Το θέμα ήταν πότε θα φύγει. Συνέβη μετά από λίγους μήνες.

Ο κ. Καραμανλής άγγιξε το σημείο χωρίς επιστροφής με τη συνέντευξή του στη Θεσσαλονίκη. Για ειδικούς, συγκυριακούς λόγους, που συνδέονται με το βάθος της φθοράς που είχε υποστεί το ΠΑΣΟΚ στην μακρότατη περίοδο της διακυβέρνησής του, είχε μια τρίτη ευκαιρία (μετά τις εκλογές του 2004 και του 2007). Τρίτη ευκαιρία πολύ σπάνια δίνεται στην πολιτική, σχεδόν ποτέ στην ίδια θητεία. Με τον ανασχηματισμό και τις κινήσεις που ακολούθησαν έδειξε να προσπαθεί να την αξιοποιήσει. Αλλά ο δρόμος της επιστροφής από την πολιτική κόλαση είναι ανηφορικός και γλιστερός. Αρκεί μια μέρα, μια ανύποπτη μέρα, για να χαθούν όλα. Και αυτό συνέβη στον Πειραιά. Οι αγροτικές κινητοποιήσεις είχαν εκτονωθεί. Έμεναν κάτι περίεργοι Κρητικοί – καμμία σχέση ως μέγεθος προβλήματος με το ζήτημα της Θεσσαλίας, που είχε λυθεί χωρίς ιδιαίτερο κόστος, αν όχι με κέρδη για την κυβέρνηση μετά από πολλή προσπάθεια. Και με μια κίνηση, με μια απόφαση, με ένα ψέκασμα δακρυγόνων, η δύναμη της εικόνας (ανεξάρτητα από το εάν είναι εύλογο να πηγαίνει ο αρχηγός της αντιπολίτευσης στο λιμάνι χωρίς να ειδοποιηθεί η αστυνομία) δρα καταλυτικά. Από πολιτική άποψη μέσα σε ένα δεκάλεπτο εξαφανίστηκε το πολιτικό προϊόν που είχε παραγάγει ο κ. Καραμανλής από τον ανασχηματισμό έως σήμερα. Βρίσκεται ξανά στην 7η Ιανουαρίου. Και, ως γνωστόν, δεν είναι κάθε μέρα του Αη Γιαννιού…

Tuesday, February 3, 2009

Έξαρση βίας, έκλειψη αστυνομίας

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου – και τα ξημερώματα για άλλη μία φορά άγνωστοι γάζωσαν ένα αστυνομικό τμήμα και φεύγοντας του πέταξαν και μία χειροβομβίδα. Για την επανεμφάνιση της τρομοκρατίας στην Ελλάδα έχουμε μιλήσει και ξαναμιλήσει. Το νέο κρούσμα αποδεικνύει ότι δεν είναι κάτι αμελητέο ή προσωρινό – είναι μια καινούργια κατάσταση, άλλο ένα πρόβλημα στα πολλά μιας προβληματικής χώρας.

Σε αυτή τη συγκυρία, όμως, η τρομοκρατική υποτροπή έχει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον. Γιατί έρχεται σε μια συγκυρία που σηματοδοτείται από δύο παράλληλα φαινόμενα, τα οποία, χωρίς να σχετίζοναι μαζί της, αλλάζουν τα δεδομένα. Το πρώτο είναι η γενίκευση της βίας. Η βία αποτελεί πια συνηθισμένο ατομικό και ομαδικό ανακλαστικό. Και είναι μια βία που αναβαθμίζεται σε ολοένα πιο επικίνδυνες μορφές. Το φίλαθλο πνεύμα αφήνει κάθε Σαββατοκύριακο πίσω του τραυματίες και καταστροφές. Ουδείς συγκινείται. Το θέμα είναι η βαθμολογία και το πρωτάθλημα. Αυτή την κούπα ποιος θα την πάρει; Εκεί επανέρχεται το ενδιαφέρον, μετά το ρόπαλο και το στυλιάρι. Η εγκληματικότητα παίρνει κάθε μέρα και πιο βίαιες μορφές – από την ακραία, αλλά υπαρκτή πια, απειλή των απαγωγών μέχρι την εισβολή κακοποιών σε κατοικίες χωρίς να τους αποτρέπει η παρουσία των ενοίκων.

Η έξαρση της βίας συμπίπτει επίσης με την κατάρρευση της κοινωνικής νομιμοποίησης της αστυνομίας. Το σώμα που είναι ο μηχανισμός προστασίας των πολιτών απέναντι σε αυτά ακριβώς τα φαινόμενα αντιμετωπίζεται από τους πολίτες ως δεδομένος εχθρός. Η εμφάνιση των αστυνομικών, ιδιαίτερα των ΜΑΤ, εκλαμβάνεται ως πρόκληση. Όπου μια ομάδα πολιτών δει αστυνομικούς τους επιτίθεται με πέτρες, όπως έγινε στο πάρκο της Κύπρου, ή με πατάτες, όπως έγινε στον Πειραιά. Κι εκείνοι, χωρίς πολλά-πολλά, ψεκάζουν όποιον βρουν με τα νέα, άφθονα και αποτελεσματικά, δακρυγόνα που έχει στο στοκ της.

Όμως, οι πολίτες, ακόμη κι αν έχουν άδικο, όπως συμβαίνει όχι σπάνια, δικαιούνται να έχουν άδικο. Η αστυνομία όχι. Είναι εντεταλμένη και εκπαιδευμένη για την εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου. Η πολιτική της ηγεσία, και (γιατί όχι) και η φυσική της, θα πρέπει να αναζητήσουν πολύ γρήγορα τρόπους αποκατάστασης της εμπιστοσύνης που έχει πλήρως διαρραγεί, με ορόσημο το φόνο του 15χρονου στα Εξάρχεια.

Βεβαίως, το έλλειμμα κοινωνικής νομιμοποίησης της αστυνομίας είναι μία μόνο πτυχή, αλλά η πιο σοβαρή και πιο παροξυμμένη, της γενικής κατάρρευσης της κοινωνικής νομιμοποίησης του κράτους συνολικά. Η μέθοδος που έχει επιλέξει το πολιτικό σύστημα για την ανάσχεσή της είναι οι εκλογές και, για τις συνιστώσες του δικομματισμού, η πιθανή εναλλαγή στην εξουσία. Πράγματι, μέχρι τώρα στη μεταπολίτευση αυτός είναι ο μηχανισμός και έχει δουλέψει αποτελεσματικά. Η σημερινή εσωτερική κρίση, όμως, σε συνδυασμό με την παγκόσμια οικονομική περιδίνηση, δείχνει μια βλάβη μεγαλύτερη από αυτή που μπορούν να επισκευάσουν τα συνηθισμένα εργαλεία. Προσδεθείτε – όσοι μπορείτε…

Monday, February 2, 2009

Εκλογικά παίγνια

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου – και το πρώτο εκλογικό δίλημμα είναι ο νόμος με τον οποίο θα διεξαχθούν σύντομα, κανείς πια δεν αμφιβάλλει ότι θα είναι σύντομα, οι εκλογές.
Η πρώτη εκδοχή, νόμος Σκανδαλίδη. Πλεονέκτημα η θεσμική ομαλότητα. Ήταν κατάκτηση για το πολιτικό σύστημα ότι με τη ρύθμιση για εφαρμογή των εκλογικών νόμων στη μεθεπόμενη εκλογή καταργήθηκε το παλιό συνήθειο, κυρίως της δεκαετίας του 80, να αλλάζει ο εκλογικός νόμος κατά βούληση και ανάλογα με το τι βόλευε το κυβερνών κόμμα. Η αλλαγή αυτής της πρακτικής, έστω και με διακομματική συναίνεση, έστω και με την αυξημένη πλειοψηφία που απαιτεί το Σύνταγμα, θα συνιστούσε υπαναχώρηση από μια δέσμευση ακεραιότητας των πολιτικών κομμάτων.

Μειονέκτημα του νόμου Σκανδαλίδη η δημιουργία συνθηκών έλλειψης αυτοδυναμίας. Εδώ, όμως, υπάρχει ένα σημείο που δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει. Ότι, δηλαδή, η έλλειψη αυτοδυναμίας συναρτάται και εξαρτάται από τη λαϊκή βούληση. Απλώς η εικαζόμενη σήμερα ψήφος δεν δίνει 151 έδρες σε κανένα κόμμα. Αυτό αύριο μπορεί να αλλάξει. Ο νόμος δυσχεραίνει την εξασφάλιση κυβερνητικής πλειοψηφίας αλλά δεν την αποκλείει. Και, επίσης, όσο τη δυσχεραίνει ο νόμος, άλλο τόσο τη δυσκολεύει η ανεπάρκεια, η υστέρηση εκείνων που διεκδικούν την αυτοδυναμία και η αδυναμία τους να συγκροτήσουν ισχυρό πολιτικό ρεύμα στη χώρα.

Δεύτερη εκδοχή: ο νόμος Παυλόπουλου. Το ισχυρότερο, αν όχι το μόνο, επιχείρημα για άμεση εφαρμογή του είναι ότι οδηγεί σε «ακυβερνησία». Όμως, έλλειψη αυτοδυναμίας δεν σημαίνει αυτονοήτως και αυτομάτως «ακυβερνησία», όπως σταθερά περιγράφεται σε όλες τις αναλύσεις. Μπορεί σήμερα να φαίνεται δύσκολη η συνεργασία άλλων κομμάτων (πλην ίσως του ΠΑΣΟΚ με το Συνασπισμό), μπορεί ο «μεγάλος συνασπισμός» να δημιουργεί μεσοπρόθεσμα συνθήκες έντασης του αδιεξόδου, αλλά σε τελική ανάλυση οι πολιτικές εξελίξεις δεν είναι πάντα γραμμικές. Αν οι πολιτικοί σχηματισμοί σήμερα δεν μπορούν να δώσουν κυβέρνηση συνεργασίας, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εμποδιστούν οι πολίτες από το να δώσουν (αν το θέλουν) εντολή για συνεργασίες. Γιατί πρέπει υποχρεωτικά να αλλάξει ο εκλογικός νόμος – και όχι ενδεχομένως η φύση, ή και η μορφή, των πολιτικών σχηματισμών που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στη λαϊκή επιθυμία;

Και, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει και ένα ακόμη μείζον πρόβλημα με την πρόταση για αλλαγή του εκλογικού νόμου, την ώρα που είναι ορατές οι πρόωρες κάλπες. Μια δικομματική συναίνεση για προσαρμογή του στην επιδίωξη της αυτοδυναμίας θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μην ερμηνευθεί από τους πολίτες ως συμπαιγνία για τη νόθευση της βούλησής τους, ως ένα ακόμη παιχνίδι εξουσίας, ως τέχνασμα για επιβίωση του δικομματισμού και των συνιστωσών του, δηλαδή της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Σε συνθήκες απόλυτης κρίσης εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι των κομμάτων εξουσίας, σε συνθήκες κρίσης της χώρας, κρίσης αντιπροσώπευσης και κρίσης αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, το τελευταίο που του λείπει είναι να εμφανιστεί αλληλοσπαρασσόμενο στα μπαλκόνια και αγκαλιασμένο στα παρασκήνια για να αποτρέψει τον κοινό κίνδυνο που συνιστά η λαϊκή ψήφος. Μια τέτοια σκληρά συστημική παρέμβαση θα εκληφθεί ασφαλώς ως αδίστακτο ανακλαστικό επιβίωσης ενός πλέγματος εξουσίας, που περιλαμβάνει, αλλά υπερβαίνει, τα δύο μεγάλα κόμματα.

Πάντως, είναι ωραία σύμπτωση ότι η πορεία προς τις κάλπες ξεκινά ουσιαστικά σήμερα, της Υπαπαντής, που το μόττο της ημέρας είναι το «νυν απολύοις τον δούλον Σου, Δέσποτα»…