Friday, January 30, 2009

Κουβέντα να γίνεται

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου – και ο διάλογος είναι ωραίο πράγμα. Είναι η βάση της δημοκρατίας. Είναι η αφετηρία της γνώσης. Μερικές φορές, επίσης, είναι κοροϊδιλίκι.

Για να έχει νόημα ένας διάλογος πρέπει να ξέρουμε γιατί διεξάγεται. Και, ατυχώς, σε σχέση με το διάλογο που θα αρχίσει, για νιοστή φορά, για το εκπαιδευτικό και το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια, ξέρουμε γιατί η κυβέρνηση επιλέγει αυτή τη στιγμή να κάνει ένα τέτοιο ωραίο διάλογο. Γιατί θέλει ησυχία, θέλει εκτόνωση, θέλει να ηρεμήσουν τα αμφιθέατρα, να κατασιγάσει τα πάθη, να μην έχει εξάρσεις και αναστατώσεις τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές. Ο διάλογος για το εκπαιδευτικό υπάγεται στον πολιτικό και όχι τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης.

Οι πρωταγωνιστές του νέου επεισοδίου, ο κ. Βερέμης και ο κ. Μπαμπινιώτης, είναι και οι δύο διακεκριμένα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, επιστήμονες περιωπής στο χώρο τους. Η ανοιχτή σύγκρουσή τους, με το «καλημέρα», δεν αφορά μόνον τους ίδιους ως πρόσωπα και τις αρκετά διαφορετικές οπτικές τους. Αφορά κυρίως τη διαφορετική ατζέντα των υπουργών που τους διόρισαν στη θέση τους. Η κα Γιαννάκου, που επέλεξε τον κ. Βερέμη, είχε πάει στο υπουργείο Παιδείας με την άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία και με την προσδοκία ότι θα είχε πολιτική λευκή κάρτα και απεριόριστη στήριξη για να κάνει κάτι, αυτό που θέλει ο κάθε υπουργός Παιδείας, μια δική της «μεταρρύθμιση». Προσπάθησε φιλότιμα σε ορισμένες πλευρές, διστατικά σε άλλες, και ξεροκέφαλα σε πολλές μέχρι εν τέλει να διαπιστώσει ότι ούτε η ίδια, ούτε το κόμμα της, ούτε ο κ. Καραμανλής άντεχαν το κόστος. Εδώ δεν άντεχαν να πουν ότι τα βιβλία Ιστορίας τα γράφουν οι ιστορικοί και όχι οι τοπικές οργανώσεις και τα κανάλια, θα άντεχαν τη μεταρρύθμιση;

Ο κ. Σπηλιωτόπουλος, που επέλεξε τον κ. Μπαμπινιώτη, έχει διαφορετική ατζέντα. Εκλογική. Κάντε την προετοιμασία, μιλάτε να εκτονώνεστε, θα τα δούμε μετά τις κάλπες. Ευχαριστώ, καταλάβαμε. Και, φυσικά, εκλογική είναι και η ατζέντα όσων θα αντιδράσουν. Η ΟΛΜΕ του είπε ήδη πως δεν θα πάρει μέρος στο διάλογο. Πρέπει να προηγηθεί η επίλυση των οικονομικών αιτημάτων των καθηγητών. Καθένας με τον πόνο του.

Ένας διακεκριμένος πανεπιστημιακός έλεγε χτες ότι θέμα διαλόγου για την παιδεία δεν υπάρχει. Έχουν ειπωθεί όλα. Τα ξέρουμε πια όλα. Ξέρουμε τι συμβαίνει, ξέρουμε τι πρέπει να γίνει. Οι τεχνικές διαφορές είναι μικρές και εν τέλει δεν έχουν μεγάλη σημασία. Η γενική κατεύθυνση είναι σε όλους γνωστή. Δεν χρειάζεται άλλος διάλογος. Όπου διεξάγεται είναι κουβέντα να γίνεται. Αυτό που χρειάζεται είναι κάποιος, ή κάποιοι, να αποφασίσουν πως θα αναλάβουν το πολιτικό βάρος. Μπορεί να είναι ένα κόμμα που θα τολμήσει να δηλώσει όχι μόνον ποιοι έχουν να κερδίσουν αλλά και ποιοι θα χάσουν (προνόμια και άλλα) από την πολιτική του. Μπορεί να είναι μια, πολυσυζητημένη αλλά για την ώρα ανέφικτη, εθνική συμφωνία για την Παιδεία. Και για την ώρα η τόλμη της απόφασης, που δεν είναι θέμα του κ. Μπαμπινιώτη, όπως δεν είναι θέμα του κ. Βερέμη, είναι αυτή που λείπει. Και με τις εκλογές να επιστρέφουν ξανά και ξανά ως παράμετρος σε οποιαδήποτε συζήτηση στη χώρα, δεν πρόκειται και να βρεθεί κανείς να τολμήσει.

Thursday, January 29, 2009

Κυβέρνηση Σουφλιά

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου – και κατ’ όνομα είναι κυβέρνηση Καραμανλή. Στην πράξη πρόκειται για κυβέρνηση Σουφλιά.

Το ξέρουν όλοι. Το ξέρουν πρώτα από όλα οι υπουργοί. Τα θέματα αιχμής για την κυβέρνηση αυτή τη στιγμή είναι το αγροτικό, η Παιδεία και, φυσικά, η οικονομία. Ποιοι τα χειρίζονται; Ο Σωτήρης Χατζηγάκης είναι ο παλιότερος της παλιάς φρουράς – συντοπίτης και φίλος του Σουφλιά από αμνημονεύτων ετών. Ο Άρης Σπηλιωτόπουλος είναι ο γνωστότερος, αν όχι ο μόνος, εκπρόσωπος της νέας γενιάς του στενού, πάντοτε, πολιτικού κύκλου που πρόσκειται στο Σουφλιά. Όσο για το Γιάννη Παπαθανασίου στην οδό Νίκης, αυτός είναι υπεράνω υποψίας, αλλά υπό την υψηλή επιτήρηση του τύποις κατωτέρου του στην ιεραρχία της κυβέρνησης υπουργού Περιβάλλοντος. Και για να μην γίνει κανένα λάθος, υπάρχει και στην Τράπεζα της Ελλάδος ο στενότερος οικονομικός συνεργάτης του κ. Σουφλιά στο παρελθόν, ο Γιώργος Προβόπουλος.

Δεν είναι μόνον οι υπουργοί που το έχουν καταλάβει. Το αντιλήφθηκαν και οι αγρότες. Πριν από πέντε ημέρες, ο κ. Χατζηγάκης ως καθ’ύλην αρμόδιος υπουργός ανακοίνωσε (έκπληξη: μετά από σύσκεψη με το Γιώργο Σουφλιά) ότι θα δοθούν 500 εκατομμύρια ευρώ στους αγρότες. Εξεμάνησαν. Πεντακόσια εκατομμύρια, είπαν, είναι ψίχουλα – ε, όχι και ψίχουλα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία… Την επομένη και τη μεθεπομένη ο κ. Χατζηγάκης εμφανιζόταν να λέει και να ξαναλέει ότι αυτά είναι και άλλα δεν έχει. Μισό δις ευρώ και τέρμα τα δίφραγκα. Κανείς δεν τον πίστευε. Κανείς δεν κουνιόταν από τα μπλόκα. Μετά έδωσε μια συνέντευξη ο Σουφλιάς. Και είπε ακριβώς το ίδιο. Μισό δις και τέρμα τα δίφραγκα. Τότε και οι αγρότες το πήραν απόφαση. Για να το λέει αυτός που αποφασίζει, έτσι θα είναι. Έκαναν τη σούμα, μέτρησαν τα κέρδη τους και πήραν το τρακτέρ για το σπίτι.

Την ίδια εμπειρία θα έχει σύντομα και η ακαδημαϊκή κοινότητα. Στους αξέχαστους τελευταίους μήνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν υπουργός Παιδείας. Όλοι ήξεραν πως το τέλος ήταν προ των πυλών, εκείνος επέμενε να κάνει τη δική του εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Δεν πρόλαβε. Βασικός σύμβουλός του ήταν ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης. Σήμερα, ο Άρης Σπηλιωτόπουλος βρήκε υπεύθυνο του εθνικού διαλόγου για την παιδεία τον καθηγητή Βερέμη. Ήθελε, ουσιαστικά, να τον αντικαταστήσει. Διάλεξε κάποιον άλλο, με πολύ διαφορετικές απόψεις από εκείνες του κ. Βερέμη αλλά πολύ όμοιες με εκείνες του κ. Σουφλιά. Αν είχατε βάλει στοίχημα, δεν θα το χάνατε. Είναι ο καθηγητής Μπαμπινιώτης.

Έτσι κάπως ο Γιώργος Σουφλιάς, κουβαλώντας ως πολιτικό τρόπαιο το κεφάλι του Γιώργου Αλογοσκούφη, που είχε την ατυχή έμπνευση να συγκρουστεί μαζί του, μπαίνει στις συνεδριάσεις των κυβερνητικών οργάνων ως οιονεί αντιπρόεδρος – στην εκδοχή των αισιόδοξων, γιατί οι όχι λίγοι αντίπαλοί του προτιμούν το οιονεί πρόεδρος. Αν θέλετε να προβλέψετε ποιες θα είναι οι αποφάσεις της κυβέρνησης για τα επόμενα καυτά θέματα, αναζητήστε τις θέσεις Σουφλιά – όποτε κι αν έχουν διατυπωθεί, γιατί αυτές δεν αλλάζουν στο χρόνο, αν υποθέσουμε ότι ο χρόνος πράγματι κυλά. Κατεξοχήν αναζητήστε το περίφημο πρόγραμμα των εκλογών του 2004, το οποίο ο κ. Σουφλιάς θεωρεί πολιτική παρακαταθήκη του, και το υπερασπίζεται σε κάθε ευκαιρία. Κι αν θέλετε να προβλέψετε πότε θα γίνουν εκλογές, ζητήστε να πληροφορηθείτε ποιο είναι το «σχέδιο Σουφλιά».

Ίσως αυτό να εννοούσε, πάλι, ο κ. Καραμανλής όταν έλεγε την ιστορική φράση «Γιώργο, καλωσήρθες στο σπίτι σου». Ότι δεν είναι ένοικος, αλλά ιδιοκτήτης. Στην πασοκική ορολογία, αυτό παλιότερα το έλεγαν «συνιδρυτής». Και μπορεί να μην είναι ο ορθόδοξος τρόπος, αλλά για πρώτη φορά εδώ και καιρό η κυβέρνηση Καραμανλή έχει αποκτήσει μια συνοχή, έναν άξονα δράσης, μια πολιτική λογική, μια διαχειριστική συνέπεια. Στην πολιτική το εάν πρόκειται πια για κυβέρνηση Καραμανλή ή Σουφλιά, έχει μικρή σημασία για όλους. Πλην των ιδίων…

Wednesday, January 28, 2009

Ψεκάζοντας τα μπλόκα με δανεικά

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου – και υπάρχει ένα παλιό τραγούδι: «δανεικά, τα πάντα είναι δανεικά». Φέτος αυτό το τραγούδι άλλαξε τίτλο. Λέγεται «προϋπολογισμός».

Οι αγροτικές κινητοποιήσεις βαίνουν προς εκτόνωση, κατά την κρατούσα εκτίμηση αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή και στο βαθμό που δεν θα βρεθεί κάποιος αρμόδιος να κάνει κάποια μεγαλοπρεπή γκάφα. Τι αφήνουν πίσω τους;

Πρώτον, ένα αγροτοσυνδικαλιστικό κίνημα εκπαιδευμένο για άλλη μια φορά στη λογική του εκβιασμού προς άμεση είσπραξη. Ελάχιστοι αγρότες, κυρίως νέοι, εξέφρασαν μέσα στις φωνές για αναπλήρωση των εισοδημάτων από τη μείωση των φετεινών τιμών, μια αγωνία για το μέλλον της γεωργίας στην Ελλάδα. Απάντηση δεν πήραν. Πήραν επιταγές για να σωπάσουν. Και αυτό θα γίνει. Θα σωπάσουν. Ραντεβού του χρόνου, ή του παραχρόνου, στα Τέμπη, όπως το 96, όπως το 97, όπως το 2001. Για το 2013, όμως, τότε που θα πάρουν οριστικό τέλος οι αγροτικές επιδοτήσεις κανείς δεν έχει ακόμη αποτολμήσει μια ανοιχτή και ειλικρινή συζήτηση με τους ανθρώπους, έναν ολόκληρο πληθυσμό, που δεν έχουν ακόμη υποψιαστεί καν τι θα σημαίνει η νέα πραγματικότητα που έρχεται, έρχεται αδήριτη και θα σαρώσει ό,τι μπλόκο κι αν στηθεί μπροστά της.

Οι κινητοποιήσεις αφήνουν επίσης πίσω τους μια κυβέρνηση που συνθηκολόγησε στη λογική την οποία είχε η ίδια επιβάλει ως αντιπολίτευση. Όταν χάιδευες τα μπλόκα, τώρα δεν έχεις παρά να πληρώσεις. Πλήρωσε αμέσως και πλήρωσε γερά. Έτσι συνοψίζεται η γεωργική πολιτική μιας χώρας που έχει ακόμη ένα 10% ή παραπάνω αγροτικού πληθυσμού. Υπουργός Γεωργίας: Αμάν μπλόκα. Πρωθυπουργός: Βρείτε λεφτά. Υπουργός Γεωργίας: πάρτε λεφτά. Πρωθυπουργός: είμαστε δίπλα σας, θυμηθείτε το στις εκλογές. Και, φυσικά, μαζί θα κοροϊδέψουμε τους κουτόφραγκους, διότι είναι ανόητοι και δεν ακούν συνεντεύξεις Καράογλου, οπότε εμείς θα τους πούμε (μεγάλα χάπατα καθώς είναι…) ότι δίνουμε αποζημιώσεις για καταστροφή και όχι επιδοτήσεις για αναπλήρωση εισοδήματος. Πού να καταλάβουν…

Και, τέλος, τα μπλόκα αφήνουν πίσω τους ένα λογαριασμό. Ένα λογαριασμό για όλους, που θα πρέπει κάποιος να πληρώσει. Όχι μόνο αυτόν, αλλά και τους άλλους που σύντομα θα ακολουθήσουν. Γιατί μόλις φύγουν τα Τέμπη, να περιμένετε την επόμενη ομάδα με δίκαια ή παράλογα αιτήματα, το επόμενο επαγγελματικό λόμπι που θα καταλάβει ότι όσο η κυβέρνηση είναι πίσω στις δημοσκοπήσεις και βλέπει απεργίες με κόστος δεν έχει άλλη λύση, δεν έχει κάνει άλλη επιλογή δηλαδή, από το να πληρώνει.

Έτσι κάπως ο λογαριασμός έχει φτάσει σχεδόν το ένα πέμπτο του ΑΕΠ. Τόσα θα δανειστεί φέτος η χώρα, όσο ακόμη βρίσκει να δανείζεται. Και τελειώνουν και τα ασημικά, για να τα βγάλουμε στο σφυρί, που έλεγε παλιότερα και ο κ. Αλογοσκούφης. Που σημαίνει πως μέχρι τις εκλογές –όσο τραινάρουν- θα πάμε ξοδεύοντας, ψεκάζοντας δανεικά πάνω από τα πανώ και τους απεργούς. Και μετά – άλλο τραγούδι τώρα: «να δεις τι σου’χω για μετά»…

Tuesday, January 27, 2009

Η λάθος ευαισθησία

Τρίτη 27 Ιανουαρίου – και στην Αθήνα, πόλη αποκλεισμένη από τον υπόλοιπο κόσμο από ξηράς, μέσα στο κέντρο της, Κύπρου και Πατησίων, υπάρχει ένα μικρό, μίζερο, θλιβερό αλσύλλιο, ο Θεός να το κάνει. Εκεί συνέβησαν χθες δύο πράγματα.

Πρώτον, πολίτες και κάτοικοι της περιοχής συγκεντρώθηκαν για να αποτρέψουν το κόψιμο των δέντρων, που ήταν η πρώτη φάση της κατασκευής πάρκινγκ. Θα επιστρέψουμε σε αυτό σε λίγο. Δεύτερον, οι πολίτες συγκρούστηκαν με τα ΜΑΤ. Έπεσαν δακρυγόνα, έπεσαν χειροβομβίδες κρότου-λάμψης, άναψαν κάδοι, έγιναν δηλαδή εκτεταμένα έκτροπα. Εδώ δεν υπήρχαν κουκουλοφόροι, δεν υπήρχαν αναρχικοί, δεν υπήρχαν ούτε εξημμένοι φοιτητές. Και αυτό είναι το χειρότερο, αυτό είναι το πιο ανησυχητικό. Ότι σε αυτή την πόλη πια, το παραμικρό, και η διαμαρτυρία για το παρκάκι είναι ο ορισμός του «παραμικρού» σε μια μητρόπολη των τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων, γίνεται αφορμή για σύγκρουση με την αστυνομία, για ξέσπασμα βίας. Ανεξάρτητα από το δίκιο ή το άδικο, ανεξάρτητα από τη σημασία του θέματος, την αιτία ή την αφορμή, ζούμε πάνω σε ένα ηφαίστειο, σε ένα υπόστρωμα ρευστής και καυτής βίας, που ξεσπάει όπου βρει διέξοδο. Και καθώς αυξάνει η πίεση, η οικονομική πίεση, προς όλο και περισσότερους, όλο και θα πολλαπλασιάζονται οι ευκαιρίες για τα ξεσπάσματα. Είμαστε στα πρόθυρα της γενίκευσης της βίας και δεν φαίνεται να κάνουμε τίποτα για αυτό.

Στο παρκάκι τώρα. Σε αυτή τη χώρα πέρυσι κάηκαν δυόμισυ εκατομμύρια στρέμματα μόνο στην Πελοπόννησο. Καίγονται 750.000 στρέμματα δάσους κατά μέσο όρο κάθε χρόνο. Αλλά όχι μόνον. Χτίζονται και αυθαίρετα. Ακόμη σήμερα, κάθε μέρα. Ένας στους δέκα Έλληνες έχει στην κατοχή του αυθαίρετο, και έχει και επιβραβεύσει τις κυβερνήσεις της πυρκαγιάς και της αυθαίρετης δόμησης. Τι θα συνέβαινε στο παρκάκι της Κύπρου; Θα χτιζόταν αυθαίρετη πολυκατοικία; Όχι. Θα φτιαχνόταν τριώροφο γκαράζ. Στην Κυψέλη, όπου μπορεί κανείς να επιχειρήσει να βρει παρκάρισμα και εάν τα καταφέρει εντός διμήνου (εξαιρείται Ιούλιος-Αύγουστος) κερδίζει βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Το γκαράζ δεν θα ήταν καν εμφανές. Προβλέπεται υπόγειο και από πάνω πλατεία, με δέντρα. Ίσως όχι αιωνόβια, όπως χαρακτηρίστηκαν τα κομμένα, παρότι ο κορμός τους ήταν ισχνός, αλλά αυτό ίσως εξηγείται από τον αέρα της Κυψέλης. Και η απόφαση είχε ληφθεί με όλους τους τύπους, με συμφωνία των δύο μεγαλύτερων παρατάξεων, χωρίς να υπάρχει κάποια προσφυγή ή αντίθετη απόφαση, ας πούμε από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Απλώς οι κάτοικοι της περιοχής αποφάσισαν ότι δεν το θέλουν, θέλουν τα δεντράκια.

Πρόκειται ακριβώς για το είδος του κοινωνικού αγώνα και της λειτουργίας της τοπικής κοινωνίας που συκοφαντεί την έννοια της κοινωνικής δράσης, την ώρα ακριβώς που η χώρα την έχει περισσότερη ανάγκη. Θυμίζω δύο παρόμοιες περιπτώσεις. Μια ομάδα πολιτών αντιδρούσε στην κατασκευή του πάρκινγκ του Μεγάρου Μουσικής. Μερικές φορές, σπανίως, οι πολιτικές «πλάτες» βγαίνουν σε καλό. Το πάρκινγκ έγινε. Ο χώρος είναι και θα γίνει ασφαλώς ωραιότερος, χρηστικότερος και φιλικότερος για τους πολίτες από ό,τι ήταν προηγουμένως. Και το Μέγαρο έχει πάρκινγκ, και οι περίοικοι και οι επισκέπτες της περιοχής το πρωί έχουν πάρκινγκ και η ζωή όλων είναι καλύτερη.

Θυμίζω επίσης ότι στην Αγία Παρασκευή οι πολίτες είχαν καταφέρει να αποτρέψουν τη διέλευση αυτού του άθλιου τέρατος που λέγεται Μετρό σε πρώτη φάση γιατί θα κατέστρεφε την ωραία πλατεία τους και θα επιβάρυνε την περιοχή με πρόσθετη κίνηση. Σύσσωμος ο τοπικός παραγοντισμός είχε αντιδράσει. Αυτό θα κοστίσει στους υπόλοιπους κάπου μισό δις ευρώ, δύο χρόνια καθυστέρηση και ταλαιπωρία και εν τέλει ο σταθμός θα γίνει σε λάθος μέρος, γιατί η κυβέρνηση τότε, αντί να βάλει πάγο στους (δικούς της, παρεμπιπτόντως) τοπικούς συνδικαλιστές και δημεγέρτες, άλλαξε τη χάραξη της γραμμής, με την απλή σκέψη «ανόητοι είναι, ας ζήσουν την ανοησία τους». Επίσης, παρεμπιπτόντως, οι ίδιοι τιμήθηκαν πανηγυρικά με νέα λαϊκή ψήφο και αναβαπτίστηκαν στην εμπιστοσύνη της παράταξής τους και ης κοινωνίας τους.

Εξίσου κοντόφθαλμη είναι και η οπτική εκείνων που αντιδρούν στο γκαράζ της Κύπρου. Και μου έκανε εντύπωση που ο Φώτης Κουβέλης, άνθρωπος μετριοπαθής και συγκρατημένος, μίλησε για «οικολογικό έγκλημα». Το αντίθετο θα ήταν «λογικό έγκλημα».

Monday, January 26, 2009

Λες και ήταν χθες

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου – και από τα προηγούμενα αγροτικά μπλόκα, του 96, του 98, του 2001, δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα για τους Έλληνες αγρότες-καταληψίες, δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στα αιτήματα, δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στις τιμές των προϊόντων και το κόστος παραγωγής, δεν έχει αλλάξει τίποτα στην απουσία μιας συνολικής γεωργικής πολιτικής, αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει μια τέτοια.

Δεν είναι όλα ίδια, όμως... Έχει υπάρξει μια σημαντική αλλαγή, μια δραστική επιδείνωση της στάσης του πολιτικού συστήματος απέναντι στις κινητοποιήσεις. Τις προηγούμενες φορές το δικαίωμα του αποκλεισμού των εθνικών δρόμων και των συνοριακών διαβάσεων αποτελούσε τουλάχιστον σημείο τριβής. Οι καταληψίες και οι υποστηρικτές τους υπερασπίζονταν τις πρακτικές τους ως θεμιτές, η κυβέρνηση μπορούσε να πιέζει για διεκδίκηση με διαφορετικό τρόπο και η αντιπολίτευση είχε ενοχές για τη στήριξη μιας τέτοιας ακραίας εκδοχής των κοινωνικών αγώνων. Όχι πια…

Τώρα, κυβέρνηση, η Νέα Δημοκρατία, ούτε καν ψελλίζει ότι το πιθανό δίκαιο των αιτημάτων δεν νομιμοποιεί την ομηρία της χώρας. Φυσικά και δεν τολμά να το ψιθυρίσει. Βόλτες με τρακτέρ έκοβε ο υπουργός της, Χατζηγάκης τότε επί ελκυστήρος Κοκκινούλη-Νασίκα, θυμάμαι επίσης το κομψό ταγεράκι της κας Ζέτας να σκονίζεται από την ξεραμένη λάσπη του κάμπου. Το ΠΑΣΟΚ σφυρίζει αδιάφορα. Γιατί; Απλό. Γιατί το συμφέρει. Δεν είναι ούτε κατά, για να μην στενοχωρήσει τους αγρότες, τώρα που δείχνουν να μεταστρέφονται, ούτε υπέρ, για να μη γίνει και εντελώς ρεζίλι σε σχέση με αυτά που έλεγε παλιότερα. Έτσι εκφράζεται η δική του αγροτική πολιτική: περιμένει το «ώριμο φρούτο».

Το ΚΚΕ το λέει, όπως πάντα, φόρα παρτίδα ότι το ορθόν των αιτημάτων δικαιολογεί οποιεσδήποτε κινητοποιήσεις. Ο Συνασπισμός, τώρα που χειμώνιασε στις δημοσκοπήσεις, να μην μείνει πίσω και χάσει το λαϊκό ρεύμα. Και έχουν μείνει μερικοί περίεργοι, μερικοί γραφικοί, να υπερασπίζονται τη στοιχειώδη λογική, τις στοιχειώδεις συμβάσεις για την συνύπαρξη των κοινωνικών ομάδων.

Πριν από 12 χρόνια, στις 17 Ιανουαρίου του 1997, η κατάσταση ήταν πανομοιότυπη. Ετοιμαζόταν συζήτηση αρχηγών στη Βουλή για το αγροτικό – να είστε βέβαιοι ότι κάποιος θα βρεθεί και τώρα να τη ζητήσει, και θα έχει ίδια συμβολή στην επίλυση των προβλημάτων. Ο Δημήτρης Ρέππας, κυβερνητικός εκπρόσωπος τότε, έλεγε: "αποτελεί αρχή την οποία όλοι πρέπει να παραδεχτούμε και να τη διαφυλάξουμε ότι στην ελληνική κοινωνία πρέπει να υπάρχουν ομαλοί ρυθμοί ώστε η κοινωνία μας, οι οικονομικές δραστηριότητες, ο καθημερινός τρόπος ζωής των Ελλήνων να μην διαταράσσεται για λόγους οι οποίοι αντιβαίνουν, πέραν από τους νόμους, και στα συμφέροντα όλων των άλλων Ελλήνων πολιτών". Εντελώς ντεμοντέ δεν ακούγεται;

Σήμερα είναι 26 Ιανουαρίου – ίσως του 2009, ίσως του 2001, ίσως του 1999, ίσως του 1997, ποιος ξέρει καθώς η Ελλάδα κάνει, σαν ακρίδα στον κάμπο, άλματα προς τα πίσω.

Δώστα όλα, δώστα τώρα

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου – και «κλείσανε το δρόμο; Τώρα; Πώς θα πάει ο κόσμος να ψηφίσει;» Έλα ντε… «Δώστους μισό δισεκατομμύριο».

Τα δισεκατομμύρια για το φλερτ στους ψηφοφόρους στη σκιά των δημοσκοπήσεων είναι σαν τα φιλάκια στην ερωτική σκιά της φιλύρας. Όσα και να δώσεις, όπως λέει και το παλιό τραγουδάκι, «είναι λίγα πολύ λίγα»…

Οι αγρότες δεν είναι κορόιδα. Ξέρουν πως ήρθε η ώρα του Καραμανλή. Ήρθε, δηλαδή, η ώρα να πληρώσει. Αυτόν εμπιστεύθηκαν, αυτόν στήριξαν, αυτόν ανέδειξαν. Τώρα του στέλνουν το μπιλιέτο. Δεν θέλουν να ικανοποιήσει απλώς τα αιτήματά τους. Θέλουν να ικανοποιήσει ΟΛΑ τα αιτήματά τους, με το παραπάνω, αμέσως και δεσμευτικά. Αφού το «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» αποδείχτηκε αναποτελεσματικό, ας δούμε τώρα τη φονική εκδοχή του: «όλο το χρήμα, όλες οι ψήφοι». Κάπως έτσι σκοπεύουν να τινάξουν τη μπάνκα στον αέρα. Συμβαίνει η μπάνκα να είναι και δική μας.

Αλλά ποιος θα βρεθεί να κατηγορήσει τους αγρότες. Οι οποίοι ξέρουν ότι, όπως παγίως συμβαίνει, δεν θα βρεθεί κανείς να κάνει κιχ για αυτή την ακραία εκδοχή εξευτελισμού της κοινωνικής συνθήκης συμβίωσης που σηματοδοτεί ο αποκλεισμός των βασικών εθνικών οδών. Οι αγρότες είναι πολλοί. Και ως εκ τούτου θα επιβάλουν στην πραγματικότητα μια έκτακτη φορολογία – πείτε το έκτακτο εκλογικό φόρο προς την κυβέρνηση, πείτε το φόρο διέλευσης αυτοκινητοδρόμων προς τους πολίτες, η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Όλα τα μέσα διεκδίκησης αιτημάτων είναι θεμιτά. Μια κοινωνία εκβιασμών έχει αναγνωρίσει και αποδεχθεί ότι η ισχυρή ομάδα που δεν εκβιάζει, δεν εισπράττει.

Πρόκειται για πρακτική πλήρως κατοχυρωμένη κοινωνικά, γιατί όλοι ελπίζουν πως κάποια στιγμή θα έρθει και η δική τους η σειρά και κάτι θα τσιμπήσουν, και πλήρως αποδεκτή πολιτικά. Ο κ. Χατζηγάκης έκοβε βόλτες με τα τρακτέρ του κ. Κοκκινούλη και του κ. Νασίκα. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να ψιθυρίσει ο κ. Ρουσσόπουλος ότι η Νέα Δημοκρατία στηρίζει μεν τους αγώνες των αγροτών αλλά δεν υιοθετεί ακραίες μορφές. Το είπε τόσο ευγενικά, που όλοι κατάλαβαν ότι ο κ. Καραμανλής τους χτυπούσε φιλικά την πλάτη και τους προέτρεπε να συνεχίσουν.

Τι θα κάνει τώρα η αντιπολίτευση; Είναι κρίσιμο ερώτημα. Όχι για την κυβέρνηση. Για την ίδια. Για τη δυνατότητά της να μιλήσει με διαφορετικούς όρους. Θα πει ότι «κατανοεί τα αιτήματα» και «ευθύνεται η κυβέρνηση», που είναι και τα δύο εντελώς προφανή και ψηφοσυλλεκτικά, ή θα πει αυτή τη φορά πως ανεξάρτητα από τα αιτήματα, ανεξάρτητα από τις προτάσεις της για την αγροτική πολιτική, τα μπλόκα δεν έχουν πολιτική νομιμοποίηση και θα την βρουν απέναντι εάν συνεχίσουν; Οι πιθανότητες, εάν κρίνει κανείς από το παρελθόν, είναι πως δεν θα το κάνει. Και πως, εάν το κάνει, η κυβέρνηση τότε θα σπεύσει να πει στους αγρότες «είδατε, εμείς είμαστε οι καλοί…»

Γιατί οι αγρότες έχουν μέτωπο συμφερόντων. Ενώ στη Βουλή δεν υπάρχει μέτωπο ευθύνης. Επομένως, εάν σχεδιάζετε κάποιο εξωτικό ταξίδι, ας πούμε Αθήνα-Θεσσαλονίκη, η λύση είναι απλή. Γι’αυτό υπάρχουν τα αεροπλάνα. Για να φαίνονται οι χώρες από ψηλά, τόσο μα τόσο μικρές.

Thursday, January 22, 2009

Ποιός θα πληρώσει τη βόλτα με το τρακτέρ;

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου – και για την κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία οι αγρότες δεν είναι μια επαγγελματική ομάδα όπως όλες οι άλλες. Οι αγρότες είναι η μήτρα της επιστροφής της στην εξουσία, ο πρώτος κοινωνικός χώρος που η πολιτική και εκλογική μεταστροφή του, στα τέλη της δεκαετίας του 90, αναπτέρωσε τις ελπίδες της, στήριξε τις ηγεσίες της και εν τέλει έδωσε την πρώτη μαγιά για να χτιστεί, σε βάθος δεκαετίας, η πλειοψηφία του Μαρτίου του 2004.

Από πολιτική άποψη, πέρα από το γελοίον του πράγματος, ο Μιλτιάδης Έβερτ δεν είχε άδικο όταν εκστόμιζε από την προεκλογική εξέδρα το περίφημο σύνθημα «Καρδίτσα, Καρδίτσα». Ο αγροτικός κόσμος στη δεκαετία του 80 είχε στραφεί μαζικά προς το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου του το ανταπέδιδε με τις χολυγουντιανές συγκεντρώσεις στο Κιλελέρ και με άκρα ανοχή στην ακρίβεια των δηλώσεων για τις κοινοτικές επιδοτήσεις. Έτσι κάπως γεννήθηκε ο θρύλος –που αν δεν είναι αληθινός, είναι πάντως προσφυής- ότι η BMW έστειλε τότε στην Ιεράπετρα στελέχη των πωλήσεων από τη Γερμανία για να καταλάβουν τι συμβαίνει…

Η δεκαετία του 90 ήταν διαφορετική. Και είχε ένα ορόσημο. Το 1996. Τότε οι μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις συγκλόνισαν την κυβέρνηση. Ο Σωτήρης Χατζηγάκης είχε ανέβει σε τρακτέρ, μαζί με τον κ. Κοκκινούλη και τον κ. Νασίκα, και ο Δημήτρης Ρέππας, κυβερνητικός εκπρόσωπος τότε, τον είχε ειρωνευτεί ως «Μαρίνο Αντύπα της Δεξιάς». Εκείνες οι κινητοποιήσεις είχαν μια άδοξη κατάληξη. Τα ΜΑΤ ξεφούσκωσαν τα λάστιχα των παραταγμένων τρακτέρ, που είχαν παραλύσει τη χώρα για ένα δίμηνο. Οι αγρότες έφυγαν, αλλά δεν ξέχασαν τον ταπεινωτικό χαρακτήρα της ήττας τους. Από τότε η Νέα Δημοκρατία, σχεδόν «αγροτικόν κόμμα» το 96 επί Έβερτ, διατήρησε μια σταθερή πλειοψηφία στην ύπαιθρο, που εμπεδώθηκε στις κινητοποιήσεις του 1998 και παραλίγο να της δώσει και τις εκλογές του 2000. Η σχέση ήταν τόσο σταθερή ώστε δεν κλονίστηκε ούτε όταν το 2001 για πρώτη φορά η Ν.Δ. δεν υποστήριξε το κλείσιμο των εθνικών οδών ως θεμιτό μέσο διεκδίκησης των αιτημάτων από τους αγρότες.

Όλα αυτά δεν είναι ιστορία. Είναι το τραπέζι πάνω στο οποίο διεξάγεται σήμερα ο διάλογος. Προδιαγράφει επίσης την κατάληξή του. Ο κ. Καραμανλής ξέρει πως στα μάλλον χαλαρά ακόμη μπλόκα των Τεμπών και της Βιοκαρπέτ παίζεται η διατήρηση της δυνατότητά του να παραμείνει προνομιακός συνομιλητής του αγροτικού κόσμου. Η Ν.Δ. έχει αφομοιώσει πόσο κρίσιμη σημασία, σε απλούς, εκλογικούς όρους, έχει η διατήρηση όχι απλώς του προβαδίσματος αλλά μιας μεγάλης διαφοράς έναντι του ΠΑΣΟΚ έξω από τις μεγάλες πόλεις. Και ο κ. Χατζηγάκης ξέρει πως αυτό που παρουσιάζεται σήμερα στον υπουργικό του φάκελλο είναι στην πραγματικότητα ο λογαριασμός για μια διαδρομή πάνω στο τρακτέρ και για τις ψήφους που έφερε μαζί της. Και για τις υποσχέσεις «καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν».

Έτσι, ας μην περιμένουμε εκπλήξεις. Η κυβέρνηση θα πληρώσει αυτό το λογαριασμό. Δεν έχει άλλη επιλογή, δεν έχει άλλο δρόμο και δεν έχει και διάθεση να το αποφύγει. Θα παζαρέψει λίγο, θα κόψει κάτι, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι, στη σημερινή μάλιστα συγκυρία, ο ισχυρός της διαπραγμάτευσης. Αν δεν δώσει τα 500 εκατομμύρια που κοστίζει το σύνολο των αιτημάτων, θα δώσει 300 ή 350. Το ενδιαφέρον είναι πού θα τα βρει. Και ποιες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες θα κληθούν να καταβάλουν το κόστος. Γιατί στο τέλος για κάθε ευρώ που κάποιος εισπράττει, κάποιος άλλος ξηλώνεται. Ποιος θα είναι ο τυχερός;

Συνομιλώντας με την Ιστορία

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου – και οι μεγάλες στιγμές της ρητορικής, αυτής της τέχνης που γεννήθηκε εδώ στην Αθήνα μαζί με τη δημοκρατία, έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά: την εξωστρέφεια αντί της περιχαράκωσης. Το άνοιγμα στο μέλλον αντί για το φόβο της αλλαγής. Την οικουμενικότητα που ξεκινάει από τις αξίες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Και, πάνω από όλα, την υπεράσπιση του δημοκρατικού τρόπου ζωής, την προβολή του ως υπέρτερου, τόσο υπέρτερου που δεν χρειάζεται να επιχειρεί την καταστροφή ή την αποφυγή όσων τον αρνούνται – αρκεί η εμπιστοσύνη στη μοναδικότητά του και η εκτίμηση στο προνόμιο που συνιστά η άσκηση της δημοκρατίας.

Ο τρόπος ζωής συνοψίζει ηθικές αξίες και πολιτική πράξη, αρχές και καθημερινότητα, από τις πιο μεγάλες προκλήσεις μέχρι τις πιο συνήθεις και τετριμμένες πρακτικές. Ο τρόπος ζωής είναι τρόπος σκέψης. Είναι μια ευθεία γραμμή. Από το «χρώμεθα πολιτεία» του Περικλή μέχρι το “ich bin ein Berliner”-το «είμαι ένας Βερολινέζος» του Κέννεντυ, από το «ο Παντοδύναμος Θεός έφτιαξε το πνεύμα ελεύθερο» του Τζέφερσον κι από εκεί στη φράση του Ομπάμα – ενός μαύρου που ανέστησε το αμερικανικό όνειρο: «δεν θα απολογηθούμε για τον τρόπο ζωής μας, ούτε θα αμφιταλαντευτούμε στην υπεράσπισή του». Και η υπενθύμισή του, πως όσα ξεχασμένα ανέδειξε, η ανοχή, ο σεβασμός της διαφορετικότητας, η χείρα φιλίας προς τους αντιπάλους, η στήριξη στην πειθώ κι όχι το φόβο, η ανάγκη αποκατάστασης της εμπιστοσύνης, η «επιλογή της ελπίδας αντί του φόβου και της ενότητας αντί της διαμάχης και της διχόνοιας», όλα αυτά δεν χαρίζονται αλλά κερδίζονται συνεχώς και ασταμάτητα. Στην ωραιότερη ίσως φράση μιας ομιλίας που θα βρίσκεται στο μέλλον σε όλα τα σχολικά βιβλία, σε όλα τα εγχειρίδια της πολιτικής επιστήμης: «αυτό είναι το τίμημα κι αυτή είναι η υπόσχεση του να είσαι πολίτης».

Γιατί έτσι άλλωστε είναι η δημοκρατία. Το πολίτευμα που συνδέει το δικαίωμα στο λόγο με την δοκιμασία του στην πράξη. Από τα πιο μεγάλα και σημαντικά, που αφήνουν το στίγμα τους στην υφήλιο και την Ιστορία, από τον Ομπάμα να ορκίζεται στο Καπιτώλιο, μέχρι τα πιο μικρά και δευτερεύοντα, ας πούμε ένα μπλόκο στη Βιοκαρπέτ, το μέτρο μπορεί να είναι απείρως διαφορετικό, αλλά η δοκιμασία είναι η ίδια. Είναι ο λόγος και η πράξη, η σύνδεσή τους και η στήριξή τους. Άτεγκτη και αδιάψευστη, με κριτές εκείνους που αυτό ακριβώς το δικαίωμα ανέδειξε από υπηκόους σε πολίτες.

Friday, January 16, 2009

"I have a dream" - αναθεωρημένη έκδοση

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου – και έχει ενδιαφέρον, όχι μόνο επειδή είναι ο Ομπάμα, όχι μόνο επειδή από την Τρίτη το απόγευμα θα είναι ο ισχυρότερος άνθρωπος στον κόσμο, ο ορκισμένος «πλανητάρχης». Έχει ενδιαφέρον επειδή πάει πολύς καιρός που κάποιος πολιτικός και μάλιστα μείζονος εμβέλειας και μάλιστα αφού έχει κερδίσει τις εκλογές, απευθύνεται όχι στο εκλογικό σώμα, όχι στους ψηφοφόρους, όχι στους κομματικούς οπαδούς του, αλλά στο μέλλον. Πάει καιρός που κάποιος έχει να μιλήσει για μια ελπίδα, μια προσδοκία, ένα όραμα – να κοιτάξει προς την επόμενη γενιά αντί να κανακέψει τους συνταξιούχους, να νταχτιρντίσει τους υπαλλήλους, να καθησυχάσει τους βολεμένους.

Ο Ομπάμα διάλεξε τη φόρμα μιας ανοιχτής επιστολής προς τις κόρες του – λίγο μελό, αλλά έτσι είναι οι Αμερικανοί, ευσυγκίνητοι, ιδίως εάν το θέμα δεν έχει σχέση με τους Ισραηλινούς. Γράφει ο Ομπάμα:

«Όταν ήμουν νέος πίστευα πως τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν μόνο πώς θα προχωρήσω στη ζωή και πώς θα πετύχω όσα επιθυμούσα. Όταν μπήκατε όμως εσείς στον κόσμο μου, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι η δική μου ζωή δεν θα είχε και μεγάλη αξία, εάν δεν μπορούσα να σας εξασφαλίσω κάθε δυνατή ευκαιρία να ευτυχήσετε και να ολοκληρωθείτε. Τελικά, για αυτό το λόγο έβαλα υποψηφιότητα για την προεδρία. Για όλα εκείνα που επιθυμώ για εσάς και για κάθε παιδί αυτού του έθνους. Θέλω όλα τα παιδιά μας να πηγαίνουν σε σχολεία που θα τους κινούν το ενδιαφέρον και θα τα εμπνέουν. Θέλω να έχουν την ευκαιρία να πάνε στο πανεπιστήμιο, ακόμη κι αν οι γονείς τους δεν είναι πλούσιοι. Θέλω να μπορούν να βρουν δουλειές που θα τα πληρώνουν καλά, θα τους εξασφαλίζουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, και θα τους επιτρέπουν να περνούν χρόνο με τα δικά τους παιδιά και να πάρουν σύνταξη με αξιοπρέπεια».

Το 2010 ο πρώτος μαύρος πρόεδρος περιγράφει ως όραμα κάτι που για την ευρωπαϊκή αντίληψη είναι στοιχειώδες. Αλλά η αλήθεια είναι άλλη. Πως σε παγκόσμια κλίμακα το στοιχειώδες παραμένει ζητούμενο, ενώ στην Ευρώπη ζητούμενο είναι η διατήρηση αυτού του πολιτιστικού κεκτημένου να το θεωρούμε στοιχειώδες.

Δουλειά, περίθαλψη, συνταξιοδότηση και ελεύθερος χρόνος – τα αιτήματα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα ξανά στην πρώτη γραμμή. Τουλάχιστον όμως κάποιος μιλάει για «έναν κόσμο όπου τα όνειρά σας και όσα μπορείτε να πετύχετε δεν θα γνωρίζουν περιορισμούς και κάθε παιδί θα έχει ίσες ευκαιρίες με εσάς στο όνειρο, τη μάθηση και την επιτυχία».

Βέβαια, η πραγματικότητα έχει πάντα και μιαν άλλην όψη. Για τις μικρές Ομπάμα το όνειρο για την ώρα κοστίζει όσο το πανάκριβο σχολείο τους, κάπου 80.000 δολλάρια το χρόνο σε μια χώρα όπου το μεροκάματο στα πολυκαταστήματα της Ουώλ Μαρτ είναι 7 δολλάρια την ώρα και υπάρχουν άστεγοι που είναι άστεγοι επειδή δεν έχουν να πληρώσουν την προκαταβολή για να νοικιάσουν ένα τροχόσπιτο.

Έστω κι έτσι, όμως, είναι παρήγορο να ακούει κανείς μια πολιτική ομιλία που δεν απευθύνεται σε συνδικαλιστές, που δεν εγγυάται πως δεν θα αλλάξει τίποτα, που δεν εμπνέεται από το φόβο για το μέλλον. Και μόνο παρήγορο δεν είναι ότι για να ακούσει μια τέτοια ομιλία χρειάζεται να περάσει τον Ατλαντικό. Για Αθήνα δεν συζητάμε, βέβαια…

Wednesday, January 14, 2009

Κουβέντα να γίνεται

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου – και με χαρά θα πληροφορήθηκαν μαθητές, φοιτητές, γονείς και η εκπαιδευτική κοινότητα μια σημαντική εξέλιξη για την Παιδεία στη χώρα μας. Χρειάστηκε να επιστρέψει από την πολιτική εξορία ο Άρης Σπηλιωτόπουλος για να έχουμε αυτό που δεν είχαμε ποτέ έως τώρα, χρειάστηκε να διαβεί την έρημο της ρουσοπουλικής επταετίας για να κομίσει στην Αθήνα τη γλαύκα του διαλόγου. Ναι, είναι γεγονός. Αρχίζει διάλογος για την Παιδεία.

Φοβάμαι μόνον ότι έχει γίνει ένα μικρό σφάλμα στο εναρκτήριο λάκτισμα. Ο διάλογος προαναγγέλλεται ότι θα γίνει από μηδενική βάση. Ενώ στην πραγματικότητα όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό που είναι μηδενικό δεν είναι η βάση. Είναι η κατάληξη.

Γιατί ας μην βαυκαλιζόμαστε πια με μάταιες προσδοκίες κι ας μην κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας για την ανάγκη περαιτέρω συζήτησης και ανάλυσης. Ο διάλογος έχει γίνει, σε έκταση και βάθος. Και έχει καταλήξει. Όλοι ξέρουν τι πρέπει να γίνει, όλοι ξέρουν πού μπορούν να βρουν, σε ποια κείμενα και σε ποιες θέσεις, τις προτάσεις που θα μπορούσαν να προχωρήσουν μια –τρέμω να πω και τη βρώμικη λέξη- «μεταρρύθμιση» στην εκπαίδευση. Κι όλοι ξέρουν επίσης ότι κανείς, μα κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αναλάβει το βάρος της διεκδίκησής της, τώρα που υπάρχει και το αποτρεπτικό παράδειγμα της Μαριέττας.

Για όποιον θέλει να κάνει πραγματικά κάτι ουσιαστικό, δεν είναι ώρα διαλόγου, είναι ώρα αποφάσεων. Αποφάσεων που μπορεί ίσως να πάρει μια κυβέρνηση όταν αισθάνεται πανίσχυρη και αυτή η κυβέρνηση μόνο αυτό δεν είναι σήμερα, ούτε προς το εσωτερικό της, ούτε προς την κοινωνία. Τι θέλει, λοιπόν; Είναι απλό. Ησυχία. Ησυχία έως τις κάλπες.

Η μόνη χρησιμότητα του διαλόγου είναι ο κατευναστικός του χαρακτήρας. Είναι ένα είδος βαλεριάνας που χορηγείται σε επίδοξους διαδηλωτές και απεργούς. Για περάστε, για πείτε μου τις απόψεις σας, μισό λεπτό να τις καταγράψω, άλλωστε γνωρίζετε ότι σας έχω έτσι κι αλλιώς καταγεγραμμένους, με το «κατά» επιτατικό, δηλαδή σας έχω εντελώς γραμμένους. Βέβαια, εάν κανείς είναι εντελώς παραιτημένος, εάν το έχει πάρει πια απόφαση ότι εδώ δεν γίνεται τίποτα και όλα είναι καταδικασμένα στη στασιμότητα, το τέλμα και την αδράνεια και, εν τέλει, τη βύθιση στην κινούμενη άμμο των κεκτημένων και της ήσσονος προσπάθειας, εάν κανείς έχει πάρει μια τόσο απελπιστική απόφαση για την τύχη της χώρας και των παιδιών της, ε, τότε ο διάλογος δεν είναι κακό πράγμα. Εάν πρόκειται να διαλέξουμε μόνο ανάμεσα σε καμμένη Αθήνα ή χαμένο χρόνο, τότε ζήτω ο διάλογος. Που όλοι γνωρίζουμε ότι συνοψίζει το δόγμα της ελληνικής εκπαίδευσης: «κουβέντα να γίνεται, αλλά κουβέντα για την ταμπακέρα».

Tuesday, January 13, 2009

Καλύτερη αστυνομία: ένα αριστερό αίτημα

Τρίτη 13 Ιανουαρίου – και τα γεγονότα δεν έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους. Οι διαδηλώσεις του Δεκεμβρίου και το γνωστό σύνθημα «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Η επανεμφάνιση μιας ενισχυμένης σε εξοπλισμό τρομοκρατικής οργάνωσης στην Ελλάδα, με το χτύπημα του Επαναστατικού Αγώνα. Και άλλη μια απαγωγή επιχειρηματικού παράγοντα – του επιφανέστερου έως τώρα που βρίσκεται σε ομηρεία με σκοπό να αποσπάσουν οι απαγωγείς του λύτρα. Άσχετα μεταξύ τους, αλλά με τη βοήθεια της συγκυρίας αναδεικνύουν ένα γενικότερο ζήτημα, που αφορά συνολικά τη δημόσια ασφάλεια.

Η αύξηση της βαριάς εγκληματικότητας και η επιχειρησιακή αναβάθμιση της τρομοκρατίας έρχονται σε μια στιγμή που η αστυνομία βρίσκεται στο ναδίρ της κοινωνικής της αποδοχής, υπό το βάρος του φόνου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, αλλά και με τον παροξυσμό μιας διαρκούς παθολογίας, που είναι η διάβρωσή της από τον κομματισμό. Απαξιωμένη και αποδοκιμαζόμενη, στιγματισμένη και εσωτερικά αποσαθρωμένη, η αστυνομία προφανώς δεν μπορεί να εγγυηθεί δημόσια ασφάλεια με τον τρόπο που επιβάλλουν οι συνθήκες. Δεν μπορεί ούτε να δημιουργήσει την εικόνα, έστω, ότι παρέχει αυτή τη στοιχειώδη για τους πολίτες εγγύηση. Η αμφισβήτησή της, εν πολλοίς δίκαιη και με δική της ευθύνη, επιτείνει ένα πραγματικό πρόβλημα και εμποδίζει την αποκατάστασή του.

Η ασφάλεια, όμως, όσο κι αν ιστορικά δεν έχει –ας το πούμε έτσι- «αριστερά» ή «προοδευτικά» διαπιστευτήρια ως αξία, είναι κατεξοχήν αγαθό που παρέχει η δημοκρατία για την προστασία των ασθενέστερων. Αυτοί την έχουν περισσότερο ανάγκη, αυτονοήτως μαζί με τη Δικαιοσύνη. Η ισονομία αφορά πρωτίστως τους λιγότερο ισχυρούς.

Η κατάρρευση της δημόσιας ασφάλειας ως τέτοιου, «δημόσιου» αγαθού, το οποίο το κράτος εγγυημένα παρέχει καθολικά και χωρίς εξαίρεση στους πολίτες του, θα έχει δραματικές κοινωνικές παρενέργειες. Με περιπτώσεις τύπου Παναγόπουλου ή, παλαιότερα, Μυλωνά και Χαϊτογλου να υποδαυλίζουν το φόβο σε εκείνους που έχουν τα οικονομικά μέσα, θα οδηγήσει στη δημιουργία ιδιωτικών στρατών. Το χειρότερο: καθώς η ανασφάλεια και η ανάγκη εξασφάλισης ενός αισθήματος προστασίας, αν όχι πραγματικής ασφάλειας, θα διαχέεται προς τα κάτω στην οικονομική κλίμακα, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας ασφάλειας θα γίνεται ανεκτή ως αναγκαίο κακό.

Πρόκειται για μείζονα απειλή για το κοινωνικό μοντέλο, γενικά ανεκτικό, που έχει επικρατήσει, για ιστορικούς λόγους, στην Ελλάδα. Η ανάταξη της αστυνομίας αποτελεί βαθύτατα αριστερό αίτημα.

Monday, January 12, 2009

Ελληνοτουρκικά: στρατηγική υποτροπή

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου – και τι ακριβώς συμβαίνει στο Αιγαίο; Στην οικονομική κρίση και στην κοινωνική ένταση, έρχεται να προστεθεί η επανεμφάνιση ενός χρόνιου ζητήματος, που όμως κατά γενική εκτίμηση είχε τεθεί υπό έλεγχο και πάντως δεν δημιουργούσε άμεσους κινδύνους με τον τρόπο που αυτό συνέβαινε τακτικά, και για ορισμένες περιόδους αδιάκοπα, στο παρελθόν.

Η επιδείνωση του κλίματος στα ελληνοτουρκικά και τα πολεμικά παιχνίδια στο Αιγαίο, πέρα από την απειλή ενός τυχαίου γεγονότος που μπορεί να πυροδοτήσει ένα ντόμινο χωρίς προβλέψιμη κατάληξη, έχει και μια άλλη σοβαρή παρενέργεια στη σημερινή συγκυρία. Η μείωση των εξοπλισμών είναι για την Ελλάδα ο μόνος ορατός τρόπος ουσιαστικής συγκράτησης των δημοσίων δαπανών σε μια φάση όπου τα οικονομικά βρίσκονται στο κόκκινο και η διεθνής κρίση δίνει δείγματα επιδείνωσης (αντί της προσδοκώμενης ανάκαμψης) μέσα στο 2009.

Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την Τουρκία. Αλλά εκεί τα πράγματα είναι λιγότερο απλά. Μια οικονομική αιμορραγία ίσως να μην την απεύχονται, για παράδειγμα, οι Τούρκοι στρατηγοί. Βρίσκονται σε πια σε μετωπική και ανεπίστρεπτη σύγκρουση με την κυβέρνηση Ερντογάν, με αφορμή το σκάνδαλο Εργκενεκόν, μια τουρκική εκδοχή παρακρατικής «καρφίτσας» γιγαντιαίων διαστάσεων, με τελικό σκοπό την ανατροπή του κυβερνώντος κόμματος, ως αντικεμαλικού και ισλαμιστικού. Οι στρατηγοί για την ώρα χάνουν, ή πάντως δεν κερδίζουν, όπως είχαν συνηθίσει, σε αυτή τη σύγκρουση. Δεν θα τους πείραζε, λοιπόν, να δουν την κυβέρνηση Ερντογάν να πιέζεται οικονομικά, να μην μπορεί να ανταποκριθεί σε υποσχέσεις, να πλήττεται από την ύφεση και να χρεώνεται πολιτικά τις κοινωνικές της συνέπειες. Μια όξυνση με την Ελλάδα, εκτός από τα πολιτικά προβλήματα και την εκ των πραγμάτων ενίσχυση του ρόλου τους, θα ενισχύσει και το αιώνιο αίτημά τους για περισσότερες οικονομικές θυσίες για τις ένοπλες δυνάμεις.

Υπάρχει, όμως, και μια πιο ανησυχητική, λιγότερο συγκυριακή πτυχή της όξυνσης. Η Τουρκία δείχνει πως έχει πάρει απόφαση ότι πλήρης ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι εφικτή. Επομένως, όσο η Ευρώπη υποχωρεί στην τουρκική ατζέντα, όταν δεν είναι πια στην κορυφή της, η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τη συνοδεύουν δεν αποτελεί προτεραιότητα. Η εκτόνωση στο Αιγαίο συνδεόταν άμεσα με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Μια «ειδική σχέση», όσο προνομιακή κι αν είναι, δεν περιλαμβάνει από τη φύση της την υποχρέωση για πλήρη αφομοίωση του κοινοτικού κεκτημένου. Επίσης, οι Ευρωπαίοι θα έχουν εκ των πραγμάτων λιγότερο ενδιαφέρον για την κατάσταση που θα επικρατεί στα ελληνοτουρκικά. Λιγότερες υποχρεώσεις, λιγότερες δεσμεύσεις, λιγότερος έλεγχος και μικρότερη πίεση από την Ευρώπη σημαίνουν για την Τουρκία ένα πεδίο επανόδου σε πιο παραδοσιακές ιεραρχήσεις στη διπλωματική και τη στρατιωτική της πρακτική. Και αυτή η υποτροπή είναι στρατηγικού χαρακτήρα.

Friday, January 9, 2009

Κυβέρνηση για τα γκάλοπ

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου – και οι κυβερνήσεις κρίνονται στις κάλπες. Ή τα κυβερνητικά σχήματα κρίνονται στην πράξη, από την αποτελεσματικότητα στη λειτουργία τους, από την ικανότητά τους στη διαχείριση των προβλημάτων. Ή οι υπουργοί κρίνονται από τον Πρωθυπουργό, ανάλογα με την απόδοσή τους και την επίδοσή τους στη θέση που τους έχει εμπιστευθεί.

Τίποτε από τα τρία δεν ισχύει και δεν θα συμβεί με αυτό το κυβερνητικό σχήμα που συγκρότησε ο κ. Καραμανλής. Αυτό θα κριθεί στα γκάλοπ. Αυτά – και μόνον αυτά. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι πάντοτε οι διαθέσεις της κοινής γνώμης και η καταγραφή τους έχουν ένα ρόλο στη διαμόρφωση της τύχης κυβερνήσεων και υπουργών, σε μια διαδρομή που προσδιορίζεται και από πολλούς άλλους παράγοντες – από τους στρατηγικούς στόχους μέχρι τις προσωπικές σχέσεις, από το ιστορικό βάθος των διαδρομών μέχρι τους κομματικούς συσχετισμούς. Όλοι επίσης γνωρίζουν ότι ο πρωθυπουργός υπήρξε πάντοτε εξαιρετικά ευεπίφορος στην επιρροή των καθ’ ημέραν δημοσκοπήσεων για τη διαμόρφωση των πολιτικών του προτεραιοτήτων, της κυβερνητικής πρακτικής αλλά και των αποφάσεών του για την τύχη στενών ή λιγότερο στενών συνεργατών του υπουργών. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που τόσο ανοιχτά, τόσο δημόσια και (θα έλεγε κανείς) τόσο αναπότρεπτα, τόσο από διαρκή επιλογή όσο και για λόγους συγκυρίας, μια κυβέρνηση θα κριθεί αποκλειστικά, άνευ ετέρου, από τη δημόσια εικόνα της σε μικρό βάθος χρόνου, σε μερικές σφυγμομετρήσεις.

Τα γκάλοπ του Φεβρουαρίου. Αυτός είναι ο νέος μικρός Θεός της εγχώριας πολιτικής. Αυτά θα κρίνουν εάν ο κ. Καραμανλής θα επιχειρήσει να το τραβήξει έως το τέλος, εφόσον το πάρει απόφαση πως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς δηλαδή, ή εάν θα κάνει το σταυρό του (ευσεβής άνθρωπος) ή τη λίστα του (πρακτικός άνθρωπος), και θα μας στείλει στην κάλπη.

Υπάρχει κάτι άλλο εκτός από την εξουσία των δημοσκόπων; Ατυχώς ναι. Η νέα κυβέρνηση μπορεί να κριθεί στην πραγματική πολιτική δοκιμασία μόνον εάν προκύψει μια μείζων εθνική κρίση. Και κάτι τέτοιο γίνεται όλο και πιο πιθανό – όχι πια μόνο στην οικονομία, όπου γνωρίζαμε τις ζοφερές προοπτικές, αλλά και στα ελληνοτουρκικά, όπου η ραγδαία επιδείνωση κινείται εκτός των αναμενομένων και εκτός των σχεδιασμών και προσθέτει έναν ακόμη παράγοντα αβεβαιότητας και κινδύνου σε ένα μωσαϊκό όπου οι ψηφίδες σταθερότητας είναι πια ουσιώδη εν ανεπαρκεία.

Thursday, January 8, 2009

Χωρίς Αλογοσκούφη

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου – και, εάν προσπεράσει κανείς την επιστροφή του καλαματιανού ασώτου, που δεκαπέντε χρόνια προαναγγελλόταν βροντώδης για να συντελεστεί εχθές σεμνά και ψιθυριστά…

… εάν λοιπόν προσπεράσει κανείς αυτό το γεγονός, αποδίδοντάς του την πραγματική του σημασία, τότε αυτό που μένει από τον ανασχηματισμό είναι η χωρίς προηγούμενο απομάκρυνση σύσσωμου ενός οικονομικού επιτελείου. Δεν είναι μόνον ότι έφυγαν όλοι – με το πολιτικό στίγμα που υποχρεωτικά συνεπάγεται ο ομαδικός χαρακτήρας της αποπομπής. Είναι κυρίως τα συμπεράσματα που αναγκαστικά συνάγονται από το γεγονός αυτό.

Πρώτον: ο Γιώργος Αλογοσκούφης δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε υπουργός. Αυτός, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, σηματοδότησε τη «νέα γενιά» γαλάζιων κορυφαίων που επέλεξε και πέτυχε να αναδείξει ο κ. Καραμανλής μετά την εκλογή του στην ηγεσία της Ν.Δ., εκείνο το μακρινό 1997. Η αποχώρησή του προσδιορίζει και το τέλος μιας απόπειρας υπέρβασης της παραδοσιακής κομματικής γεωγραφίας. Το «σημάδι» Ντόρας και Σουφλιά στον ανασχηματισμό αποκαλύπτει, για άλλη μια φορά, και το βάρος που έχει η ιστορικότητα για τα μεγάλα κόμματα εξουσίας.

Αλλά το πιο ενδιαφέρον αφορά το μέλλον. Ο κ. Καραμανλής δεν υπήρξε ποτέ ειδικός σε θέματα οικονομίας. Για 12 ολόκληρα χρόνια είχε ως βασικό σύμβουλο τον κ. Αλογοσκούφη. Κάτι πολύ περισσότερο: είχε την αποκλειστικότητα, τον απόλυτο λόγο και στον ορισμό των άλλων δυνητικών θεσμικών συνομιλητών του Πρωθυπουργού για την οικονομία – από τον οικονομικό σύμβουλο του Μεγάρου Μαξίμου μέχρι τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων. Μη θεσμικούς συνομιλητές για την οικονομία, σε αντίθεση με τους περισσότερους προκατόχους του, ο κ. Καραμανλής δεν έχει γίνει γνωστό να έχει. Άρα για όλα ήταν ο Αλογοσκούφης.

Γιατί έφυγε, λοιπόν; Δεν μπορεί να του χρεώθηκε η διεθνής οικονομική κρίση. Άρα υπάρχει κάτι άλλο. Η αρχή του τέλους πρέπει να αναζητηθεί στα μέσα του καλοκαιριού. Τότε ο κ. Αλογοσκούφης έκανε την περίφημη δήλωση ότι η ελληνική οικονομία είναι «θωρακισμένη» από την κρίση – και σε σαράντα μέρες είχε ανακοινώσει ένα τεράστιο φορολογικό πακέτο για να βρει δημόσια έσοδα. Για τον επί 5ετία «τσάρο» της οικονομίας, υπάρχουν δύο εκδοχές – ή ήξερε, και δεν το έλεγε, ή δεν είχε αντιληφθεί το τσουνάμι που ερχόταν, και το είπε. Στο καλύτερο σενάριο, ο υπουργός του δεν κατάφερε να τον προστατεύσει. Στο χειρότερο, του έκρυβε την αλήθεια.

Για τον κ. Καραμανλή οι δύο εκδοχές έχουν ασφαλώς διαφορά, αλλά καταλήγουν στο ίδιο τελικό συμπέρασμα. Ότι ο ίδιος, ο Πρωθυπουργός, δεν ήξερε. Δεν είχε εικόνα για την πραγματικότητα της οικονομίας. Και αυτό επηρέασε καθοριστικά τη στάση και τις αποφάσεις του, έριξε έξω τους σχεδιασμούς του.

Ο διάδοχός του, ο Γιάννης Παπαθανασίου, είναι μια επιλογή με σαφή πολιτική στόχευση. Πρόκειται για το κυβερνητικό στέλεχος με τη μεγαλύτερη εμπειρία από την αγορά – την οικονομία στο πιο βασικό της επίπεδο. Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να δείξει ο κ. Καραμανλής ότι καταλαβαίνει τους μικρομεσαίους, τους εμπόρους, τους επαγγελματίες. Δεν είναι όμως ένας ακαδημαϊκός οικονομολόγος και μάλιστα της διεθνούς περιωπής του κ. Αλογοσκούφη. Που σημαίνει ότι στο σκέλος της μακροοικονομικής πολιτικής κάποιος θα πρέπει να καλύψει αυτή τη μετακίνηση του κέντρου βάρους. Και η απλή λογική (μαζί με μια προσεκτική παρατήρηση των πρόσφατων συναντήσεων) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι ο διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος. Η επιβεβαίωση αυτής της εκτίμησης θα οδηγήσει σε μια νέα κατάσταση, χωρίς προηγούμενο. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα έχει ισχυρότερο παρά ποτέ ρόλο στον καθορισμό της οικονομικής πολιτικής. Εξέλιξη με εξαιρετικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα σε μια τόσο ταραγμένη διεθνή συγκυρία, όπου οι αποφάσεις στις Βρυξέλλες θα έχουν τόσο κρίσιμο ρόλο και για τις εσωτερικές επιλογές και για τις εσωτερικές εξελίξεις – από την εισοδηματική πολιτική μέχρι το χρόνο των εκλογών.

Wednesday, January 7, 2009

Οι σκελετοί στο ντουλάπι μας (πυροβολούν)

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου – και, όσο ακραίο κι αν φαίνεται, θα μπορούσε κανείς να καταλάβει τους λόγους της δημιουργίας ενός νέου τρομοκρατικού φαινομένου στην Ελλάδα, αν είχαμε πραγματικά ένα νέο τρομοκρατικό φαινόμενο. Θα μπορούσε, δηλαδή, να προκύψει από νέες κοινωνικές συνθήκες – εάν επρόκειτο για κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε να το δει ως παρενέργεια της περιθωριοποίησης όλο και μεγαλύτερων στρωμάτων, της ριζοσπαστικοποίησης μιας νεότερης γενιάς (που, ας μην γελιόμαστε, δεν συντελείται μέσα σε ένα μήνα), ως απότοκο της διεύρυνσης των ανισοτήτων, της πίεσης προς τους φτωχότερους, της εξαθλίωσης ομάδων χωρίς προοπτική και με κίνδυνο επιβίωσης σε μια όλο και σκληρότερη γενική κοινωνική συνθήκη. Θα μπορούσε. Αλλά τίποτε, ακόμη τίποτε, ευτυχώς τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, τουλάχιστον στην έκταση που θα εξηγούσε μια νέα τρομοκρατία.

Η ήδη διάσημη «νέα γενιά τρομοκρατών» δεν φαίνεται να είναι προϊόν νέων συνθηκών. Μοιάζει λιγότερο με ένα νέο κεφάλαιο και περισσότερο με υστερόγραφο των παλιών και ανεξόφλητων λογαριασμών που έχει η χώρα με την τρομοκρατία. Μοιάζει περισσότερο με μια ιστορική εκκρεμότητα. Η εκκρεμότητα αφορά την παθολογική σχέση της Ελλάδας στα χρόνια της μεταπολίτευσης με τις δύο βασικές εκδοχές της εγχώριας τρομοκρατίας – την αιματηρή, τιμωρητική, δηλαδή εκδικητική, εκδοχή της 17 Νοέμβρη και την μαζικότερη, λαϊκοκινηματική εκδοχή του ΕΛΑ. Για ένα τέταρτο του αιώνα, όσο απογοητευτικό κι αν είναι, όσο ίζημα ενοχής κι αν αφήνει, η δραστηριότητά τους, εγκληματική και δολοφονική, αντιμετωπίστηκε με ανοχή, συχνά ακόμη και με ανομολόγητη ικανοποίηση από την ευρεία κοινωνία. Ακόμη χειρότερα: αντιμετωπίστηκε από το κοινωνικό σώμα αλλά και από το πολιτικό σύστημα ως μια απόφυση της διαδικασίας της μεταπολίτευσης, ως ένα αναγκαίο κακό, ως φυσικό γεγονός και –αυτό είναι το σημαντικότερο- ως θεμιτή εκδοχή μιας μη κοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Η σταδιακή έκπτωση έφτασε μέχρι τις συλλήψεις της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ. Το ενδιαφέρον κορυφώθηκε στις συλλήψεις και απομειώθηκε, ως μη έδει, στις δίκες, στις καταδίκες αλλά και τις απαλλαγές. Δεν είναι σήμερα στη φυλακή όσοι καταδικάστηκαν για συμμετοχή στη 17 Νοέμβρη. Δεν είναι, νομίζω, κανένας από όσους σχετίζονταν με τον ΕΛΑ. Τους μάθαμε – λήξαμε… Και δεν θελήσαμε, ιδιαίτερα στην περίπτωση του ΕΛΑ, να ψάξουμε και περισσότερο.

Αυτή η πρακτική, του κλεισίματος των ιστορικών λογαριασμών χωρίς πλήρη διαλεύκανση, και κυρίως χωρίς το αίτημα, την πίεση για εντοπισμό και κολασμό όλων, χωρίς εξαίρεση, των συμμετόχων άφησε την αίσθηση μιας κάποιας κοινωνικής νομιμοποίησης. Η χυδαία εκδοχή της είναι οι συνεντεύξεις και η αρθρογραφία καταδικασμένων δολοφόνων ως θεμιτών συνομιλητών στο δημόσιο διάλογο και η ιδεολογική εκδοχή της είναι η επιστροφή του φαινομένου με τον πιο σκληρό τρόπο. Και, φυσικά, με την τεχνολογική αναβάθμιση που φέρνει το πέρασμα 30 χρόνων από τη δολοφονία του Ουέλτς. Το ζήτημα είναι αν έχουμε την πολυτέλεια σήμερα να διακυβεύσουμε κάποια από όσα κερδίσαμε στο μεσοδιάστημα και να ρισκάρουμε μέσα στις πιεστικές συνθήκες του σήμερα για να σφραγίσει το Καλάσνικοφ των Εξαρχείων άλλα τόσα χρόνια όπως το περίφημο 45άρι.

Monday, January 5, 2009

Baby Κουφοντίνες

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου – και άραγε πόσο χειρότερα μπορεί να ξεκινήσει μια χρονιά;

Σε μια χώρα βυθισμένη σε βαθιά απογοήτευση, χωρίς ελπίδες και χωρίς προσδοκίες για το αύριο, σε μια χώρα που βλέπει μπροστά της το φάσμα μιας δεινής οικονομικής συγκυρίας, σε μια χώρα που δοκιμάστηκε από τη μεγαλύτερη κοινωνική ένταση εδώ και πολλά χρόνια, σε μια χώρα που αισθάνεται –και το καταγράφουν όλες οι δημοσκοπήσεις- το πολιτικό της σύστημα αδύναμο να αντιμετωπίσει την ένταση και την έκταση της κρίσης, σε αυτή τη χώρα το μόνο που έλειπε ήταν η αναβίωση του τρομοκρατικού φαινομένου.

Ο φόνος του 15χρονου στις 6 Δεκεμβρίου από αστυνομικά πυρά στα Εξάρχεια συγκλόνισε την Ελλάδα. Ένα τυχαίο δραματικό γεγονός, την έφερε αντιμέτωπη με πολλά, διαφορετικά και όχι αναγκαστικά σχετικά με την αφετηρία διλήμματα. Την έκανε κυρίως να αναζητήσει τη σχέση της με τη νέα γενιά, τη σχέση της με το μέλλον της, δηλαδή. Και η σχέση αυτή δεν μπορεί να στιγματιστεί από την υποτροπή μιας παλιάς παθογένειας. Δεν μπορεί να υποκύψει η ελληνική κοινωνία στον πειρασμό να αναβιώσει η παλιά ενοχή της ανοχής. Της ανοχής στην υποτιθέμενη επαναστατικότητα της τρομοκρατίας. Της σιωπής μπροστά σε κάτι για το οποίο δεν υπάρχει άλλη ορολογία εκτός από τη «δολοφονία». Το τρομερό γεγονός της απώλειας της ζωής ενός 15χρονου στα Εξάρχεια, επίσης, δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για συγκατάβαση απέναντι σε δολοφονικές πρακτικές, στους εμπνευστές και τους εκτελεστές τους. Δεν μπορεί, δηλαδή, να γίνει άλλοθι για να βουλιάξουμε όλοι μαζί στο καθοδικό σπιράλ που θέλει τη βία, τις σφαίρες, τον τρόμο και το θάνατο να αναγορεύονται σε νόμιμα μέσα δήθεν κοινωνικών αγώνων.

Και εδώ υπάρχει μια βαριά ευθύνη της κοινωνίας. Μόνο αυτή μπορεί με τη μαζική αποδοκιμασία και την απόρριψη, με τη μηδενική ανοχή στην ιδέα και μόνο της τρομοκρατίας, να αποτρέψει την οπισθοδρόμηση. Η ευθύνη δεν είναι, όμως, μόνον γενικά και αόριστα κοινωνική. Είναι και ατομική. Χθες, για παράδειγμα, η πρώτη σε κυκλοφορία ελληνική εφημερίδα δημοσίευσε άρθρο ενός αναλυτή των διεθνών θεμάτων για τις εξελίξεις στη Γάζα. Ο αναλυτής ονομάζεται Δημήτρης Κουφοντίνας και έχει καταδικαστεί για μια ντουζίνα δολοφονίες, μεταξύ πολλών άλλων. Αλλά η ιδιότητά του δεν εμφανίζεται πουθενά, μόνο σημειώνεται ότι το άρθρο γράφτηκε στην ειδική πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού. Και με υπέρτιτλο «άρθρο-παρέμβαση» του Δημήτρη Κουφοντίνα.

Ο διαπρεπέστερος των δολοφόνων θεμιτός αναλυτής. Ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, με πολύ μεγαλύτερη μάλιστα δυνατότητα παρέμβασης. Εάν είναι πολύ να ζητήσει κανείς οι συντακτικοί και εκδοτικοί υπεύθυνοι να έχουν συναίσθηση τι σημαίνει η νομιμοποίησή του ως συνομιλητή για τα κοινωνικά πράγματα, τουλάχιστον την επόμενη φορά ας αναρωτηθούν –ή ας τον ρωτήσουν- πόσοι από τους ίδιους και τις οικογένειές τους θεωρούνταν από τον αρθρογράφο τους «θεμιτοί στόχοι» του κοινωνικού αγώνα και απλώς ζουν επειδή δεν έτυχε, όπως ακριβώς από τύχη ζει και ο 20χρονος αστυνομικός που δέχτηκε ένα καταιγισμό από σφαίρες τα ξημερώματα στα Εξάρχεια.