Friday, February 29, 2008

Μια λύση μα ποιά λύση

Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου – και είναι η πιο κατάλληλη μέρα για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για το όνομα: τέτοιες μέρες υπάρχουν μια φορά στα τόσα χρόνια και τίποτα δεν εγγυάται ότι εάν αυτή η ημέρα παρέλθει για το Μακεδονικό, θα υπάρξει στο μέλλον κι άλλη ευκαιρία. Τίποτα δεν το αποκλείει, ασφαλώς, αλλά και τίποτα δεν το εγγυάται.

Τώρα πια, μετά από 17 χρόνια, από εκείνη την ιστορική –λέγαμε τότε…- απόφαση του Δεκέμβρη του 91, που θα «κατοχύρωνε πλήρως» την Ελλάδα και διαπιστώσαμε αργότερα τι ακριβώς άξιζε…

…τώρα, με συσσωρευμένη πικρή εμπειρία, γνωρίζουμε τουλάχιστον τις προδιαγραφές μιας λύσης, για να έχει νόημα για την Ελλάδα να την αποδεχθεί και για την κυβέρνησή της (αλλά και ενδεχομένως κόμματα της αντιπολίτευσης) να αναλάβουν το πολιτικό κόστος που μετά βεβαιότητος θα συνεπάγεται η αποδοχή, όπως ατυχώς πιστοποιούν και οι τελευταίες σφυγμομετρήσεις.

Ποιες είναι αυτές οι προδιαγραφές; Μάλλον απλό. Να είναι μια πραγματική λύση και να είναι ένας πραγματικός συμβιβασμός. Λύση σημαίνει να λειτουργεί. Και η τελική ονομασία και η τεχνική της επεξεργασία να είναι τέτοια που να μην περιπέσει σε λίγο σε αχρησία και επιστρέψουμε στη σημερινή «προτέρα κατάσταση», δηλαδή στο «Μακεδονία». Και συμβιβασμός σημαίνει να μην κοροϊδευόμαστε: να είναι εμφανές ότι όπως η Ελλάδα έχει (με αργοπορία χαρακτηριστική για την οποία καταβάλλει βαρύτατο τίμημα, αλλά πάντως ΈΧΕΙ) μετακινηθεί από την αρχική άρνηση να συζητήσει οτιδήποτε με τον όρο «Μακεδονία», έτσι και οι γείτονες και συνεταίροι (γιατί τέτοιοι είναι και μάλιστα με μειοψηφικό πακέτο) πρέπει να είναι φανερό σε όλους ότι έχουν κάνει ένα βήμα πέρα από το «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και ότι (συναινούν ή πειθαναγκάζονται μάλλον αδιάφορο, αλλά πάντως) προχωρούν σε έναν αμοιβαία έντιμο συμβιβασμό.

Γιατί είναι τόσο σημαντικό – θα ρωτήσει ίσως η μειοψηφία των δημοσκοπήσεων; Γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε με μια λύση-πρόσχημα, που στην ουσία θα κατοχυρώνει τη σημερινή κατάσταση, που από πρακτική άποψη δεν μας έκανε και τη ζωή δύσκολη; Η απάντηση δεν έχει σχέση με τα ζητήματα της καθημερινότητας – αυτά τα έχει λύσει, όπως παραδοσιακά συμβαίνει επί αιώνες στα Βαλκάνια, το εμπόριο. Το ζήτημα είναι το μήνυμα. Και το μήνυμα δεν μπορεί να είναι ότι η Ελλάδα, χώρα πολύ ισχυρότερη και σταθερότερη, χάνει κατά κράτος σε ένα θέμα που έστω χειρίστηκε με το χειρότερο τρόπο. Και ακόμη: ότι δεν μπορεί να δώσει την εικόνα ότι μπορεί να αποδέχεται και να προσυπογράφει μια διπλωματική ήττα χωρίς να έχει την ανάγκη να το κάνει. Γιατί εάν τα Σκόπια όντως δεν είναι απειλή, το μήνυμα της υπόθεσης μπορεί να γίνει. Και να το παρερμηνεύσουν άλλοι, ισχυρότεροι.

Όσο για τη λύση, αυτή έχει βρεθεί από το 1993, την έλεγαν «πακέτο Πινέιρο» και εάν μας την έδιναν σήμερα θα γινόταν όχι συλλαλητήριο αλλά εθνικό πάρτυ. Αυτό που στην πραγματικότητα ζητάμε από τη διπλωματία είναι να γίνει μια μηχανή του πολιτικού χρόνου και, όπως συμβαίνει με τις δίσεκτες μέρες σαν τη σημερινή 29η, να πηδήξει μερικές τετραετίες. Αλλά προς τα πίσω…

Thursday, February 28, 2008

Secret combination

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου – και κέρδισε γιατί έπιασε το κρυφό μας νόημα. Περί αυτού πρόκειται και δεν το είχαμε καταλάβει. Τώρα το μάθαμε εμείς, θα το μάθει και σύμπασα η Ευρώπη μέσω της Eurovision.

Πρώτα από όλα της άξιζε να κερδίσει και να μας εκπροσωπήσει, αφού κατάφερε να κρατήσει secret το δικό της combination ακόμη και από το Δημοσιογράφο –προφανώς με Δ κεφαλαίο-, δεν της είχε ράμματα για την παρτιτούρα της, δεν είχε βρει το βρώμικο παρελθόν της, δεν είχε καν ηχογραφήσει φιλικά τις πρόβες. Πρόκειται για τη μέγιστη επιτυχία στη χώρα – ρωτήστε και τον Κουκοδήμο…

Και πέρα από αυτό όμως, έχει βρει τις δύο λέξεις που αποτυπώνουν καλύτερα την καθημερινή μας πραγματικότητα. Μέτρα και κατάλαβε: πώς βρήκε ο άλλος Δημοσιογράφος 5,5 εκατομμύρια μετρητά; Το είπε καθαρά στον ανακριτή: είχε χρηματοκιβώτιο με secret combination στη σαλοτραπεζαρία και φύλαγε μέσα πάντοτε μερικά ψιλά για τσιγάρα, εφημερίδες και λοιπά. Και πώς κατάφερε να βρει το DVD; Το έβαλε το χαζοπούλι, που νόμιζε ότι είναι εξυπνοπούλι, σε ένα μηχάνημα που του υπέδειξε και το οποίο ξεκλείδωσε ό,τι secret combination είχε η κασέτα και έκανε μια ωραία κόπια, προς πάσαν χρήσιν, νόμιμη βεβαίως γιατί το δικό μας secret είναι η απόλυτη τήρησις της νομιμότητος… Πρόκειται για την περίπτωση του «always and forever» - πάντα και για πάντα, τι είχες Γιάννη τι είχα πάντα. Δεν προκρίθηκε – στη Eurovision εννοώ…

Πού τα έμαθα όλα αυτά; Τα διάβασα σε comments, σχόλια πα’να’πει, στο press.gr των αποκαλυπτικών για τα πάντα πλην του ονόματός τους. Αυτοί κι αν είχαν secret combination στους λογαριασμούς τους (ηλεκτρονικούς και παρολίγον και τραπεζικούς): ως καλοί bloggers είχαν account στο Αφγανιστάν, στο Τατζικιστάν, στο Εκβιαστάν και στο Λαμογιστάν. Εδώ η περίπτωση είναι σαν το άλλο τραγούδι που ατύχησε: σκυλάδικο με αγγλικό στίχο στο ρεφρέν, ελληνικό στο κουπλέ και ολίγη από ποπ, συνολικώς τουρκομπαρόκ. Λένε πως είναι blogger: είναι σαν να τους έχουν βαφτίσει Χρυσάνθη-Παγώνα και να θέλουν να μας πείσουν πως το ονοματάκι τους είναι Χρύσπα…

Αλλά εμείς, τόση καλομοιριά πώς την αντέχουμε; Αυτός είναι ο δικός μας secret combination.

Wednesday, February 27, 2008

ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ: BLOGGING ή BLACKMAILING;

Μετά τα τελευταία γεγονότα, το blogging κινδυνεύει να αποκτήσει στη συνείδηση της κοινής γνώμης, που παραμένει στη συντριπτική πλειοψηφία της ηλεκτρονικά αναλφάβητη, την εικόνα ενός πεδίου εξαχρείωσης και ασυδοσίας.

Κάθε είδους άσχετοι και ειδικοί επί παντός μιλούν για μια υπόθεση που συμπλέκει μπλόγκινγκ και εκβιασμούς σαν να είναι μια φυσική συνύπαρξη, ένα αναπότρεπτο χαρακτηριστικό του διαδικτύου η ανωνυμία, η συκοφαντία και η ανευθυνότητα. Κινδυνεύει, έτσι, το μοναδικό πεδίο έκφρασης γνώμης που δεν υπόκειται σε περιορισμούς οικονομικών δυνατοτήτων.

Δεν έχω πρόχειρη σκέψη ή λύση για το πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν όσοι ασχολούνται με κέφι, ή και πάθος, με το διαδίκτυο και την ηλεκτρονική διακίνηση ιδεών. Εάν όμως κάποιος έχει μια πρόταση, μια πρωτοβουλία ή μια έμπνευση για το πώς θα μπορούσε να εκδηλωθεί η αντίδραση, θα τον παρακαλούσα να τη διακινήσει και από αυτό εδώ το μπλογκ, που είναι από τα λιγότερο φιλόδοξα, όχι τα πιο δημοφιλή, αλλά προσβλέπει στην ισοτιμία και την ελευθερία που εξασφαλίζει η ηλεκτρονική πρόσβαση στο δημοκρατικό δικαίωμα της γνώμης και αισθάνεται την απειλή του εξευτελισμού του μοναδικού κοινωνικά προσβάσιμου προπύργιου ελευθεροτυπίας.

Ποιός αποφασίζει;

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου – και για τέταρτη φορά χτες συνδικαλιστές της ΔΕΗ εμπόδισαν τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Κανένας δεν συγκινήθηκε, η κυβέρνηση δεν είπε κιχ, η αντιπολίτευση ήταν εκεί μαζί τους, δεν τρέχει κάστανο… Αυτή είναι η φυσιολογική κατάσταση των πραγμάτων. Ως εκ τούτου έχουμε κάνει λάθος στη διατύπωση: δεν πρόκειται περί εταιρείας. Πρόκειται περί ενός παλαιού κομματικού και συνδικαλιστικού φέουδου, το οποίο έχει μετατραπεί σε κάτι ενδιάμεσο και απροσδιόριστο, που δεν ανήκει σε κανέναν, ένα no man’s land, όπου συγκρούονται σε μια μάχη οπισθοφυλακών οι παλαιοί συνιδιοκτήτες, κόμματα και συνδικάτα. Ασφαλώς με τους όρους αυτούς δεν πρόκειται για «εταιρεία».

Αλλά η ΔΕΗ είναι η μεγαλύτερη ελληνική επιχείρηση. Και οι στρατηγικές της αποφάσεις είναι μείζον πολιτικό ζήτημα. Αλλά ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση (και εννοώ κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης) δεν έχει διάθεση να θέσει ενώπιον των πολιτών ένα απλό, σαφές και πραγματικό δίλημμα. Η ενέργεια είναι μια ζωτική ανάγκη. Θα χρειαστούμε και θα χρειαζόμαστε όλο και περισσότερη. Η ενέργεια είναι επίσης βρώμικη στις ποσότητες που τη χρειαζόμαστε – οι εναλλακτικές μορφές είναι άριστες και πρέπει να ενισχυθούν, αλλά από τεχνολογική άποψη δεν είμαστε ακόμη στη φάση της απεξάρτησης από τα ρυπογόνα καύσιμα.

Οι πολίτες, αφού θέλουν να αποφασίζουν, και καλώς διεκδικούν αυτό το δικαίωμα, μπορούν να έχουν και λόγο και την ωριμότητα να κρίνουν. Η ενέργεια τα επόμενα χρόνια, με τα σημερινά δεδομένα, θα είναι ή πιο βρώμικη και πιο φτηνή ή πιο καθαρή και πιο ακριβή. Δεν μπορούμε να δούμε την απλή αυτή αλήθεια; Και να πάρουν τότε όλοι θέση, με ξεκάθαρο τρόπο. Έχω την εντύπωση πως, εάν ενημερωθούν και εάν ερωτηθούν, οι πολίτες στην πλειοψηφία τους θα κάνουν την πιο δύσκολη, την πιο τολμηρή και την πιο υπεύθυνη επιλογή. Έχω την εντύπωση πως εάν τεθούν μπροστά στο ερώτημα, θα αναδεχθούν το πρόσθετο κόστος.

Και τότε μια κυβέρνηση και ένα πολιτικό σύστημα θα μπορεί να πει πως πράγματι ακούει και συναποφασίζει με την περίφημη κοινωνία των πολιτών. Δεν θα χρειάζεται να απολογείται, ούτε να ζει με τη διαρκή υπόνοια πως οι αποφάσεις –όπως πολύ συχνά συνέβη στο παρελθόν- ήταν αποτέλεσμα κυβερνώσας και διακομματικής διαφθοράς και υστερόβουλων υπολογισμών. Μια διοίκηση, όποια και εάν είναι, δεν μπορεί να αναλάβει το βάρος μιας τέτοιας απόφασης. Δουλειά της διοίκησης είναι να αποφασίζει με εταιρικό κριτήριο. Η υπόθεση εδώ υπερβαίνει κατά πολύ την αρμοδιότητα και της ίδιας της ΔΕΗ. Δεν αφορά την επιχείρηση, αφορά τη χώρα και τις κεντρικές, στρατηγικές της επιλογές. Με το λιθάνθρακα ασφαλώς θα πληρώνουμε λιγότερο το ρεύμα – και εάν αυτό θέλουμε, αυτή είναι η λύση. Αλλά κανείς δεν μπορεί να στερήσει από την κοινωνία το δικαίωμα, εάν κρίνει έτσι, να επιλέξει κάτι ακριβότερο και καθαρότερο. Κανείς δεν μπορεί να στερήσει από τους πολίτες το δικαίωμα να πληρώσουν για να διαλέξουν και να διαλέξουν να πληρώσουν. Και ασφαλώς δεν μπορεί να αποφασίζουν οι συνδικαλιστές πώς θα επενδύσει η ΔΕΗ, όπως δεν μπορούν να αποφασίζουν οι μηχανοδηγοί, που απεργούν σήμερα, πού θα πηγαίνει και πότε το Μετρό…

Όσο για την ιδέα του κ. Αθανασόπουλου να συγκρίνει το διοξείδιο του άνθρακα από τις τσιμινιέρες του με το ανθρακικό στη γκαζόζα, από χημική άποψη μπορεί να έχει δίκιο, από πολιτική άποψη πάντως αποτελεί διεκδίκηση του δικαιώματος στην αυτογελοιοποίηση. Και μια φράση μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά, μέσα από την εικόνα στην κοινή γνώμη, μεγάλες αποφάσεις, οπότε καλύτερα να σκέπτεται πριν βουτήξει το καλαμάκι του στο μελάνι και πάρει το μικρόφωνο για να πει κάτι έξυπνο…

Tuesday, February 26, 2008

Ιστολόγιο ή εκβιαστολόγιο;

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου – και, καλώς ή κακώς, οκτώ στους δέκα Έλληνες άκουσαν για πρώτη φορά στη ζωή τους τη λέξη blog το τελευταίο διήμερο από τις ειδήσεις. Και συνεπέραναν ότι ιστολόγιο ίσον εκβιαστολόγιο.

Δεν είναι έτσι. Πρώτα από όλα, κάθε νέο μέσο περνά τις ασθένειες της παιδικής του ηλικίας. Συνέβη με τις εφημερίδες, συνέβη με τα ηλεκτρονικά μέσα (το ραδιόφωνο, ας πούμε ένα κλασικό παράδειγμα, συνέβαλε τα μέγιστα στην άνοδο του ναζισμού), συμβαίνει τώρα με τα μέσα της αμφίδρομης και επιλεκτικής επικοινωνίας. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Για τις περισσότερες παθογένειες που ξεπηδούν αυτές τις μέρες και στην Ελλάδα, με τη γνωστή χαρακτηριστική καθυστέρηση, η ευθύνη δεν ανήκει ούτε στο μέσο και τη φύση του (θα ήταν καθαρή κοινοτοπία να επισημάνουμε πως το Ίντερνετ από μόνο του δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό), όπως δεν ανήκουν και στους χρήστες του συγκεκριμένου μέσου. Πρόκειται για μεταφορά παθογένειας από το κατεστημένο της ενημέρωσης.

Είναι η πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα που αναγκαζόμαστε να μιλήσουμε για τη δουλειά μας και αυτό από μόνο του είναι ανησυχητικό. Είναι όμως εξίσου αναγκαίο.
Τρία σημεία. Πρώτον: η διακίνηση της πληροφορίας στο διαδίκτυο είναι πράγματι ανεξέλεγκτη. Αλλά, όπως πληροφορήθηκαν μερικοί μαθητευόμενοι μάγοι, λιγότερο ανεξέλεγκτη από όσο νομίζουν και ελπίζουν οι κακοποιοί που πέρασαν γρήγορα στην ηλεκτρονική φάση απολύτως παραδοσιακών κακουργημάτων.

Δεύτερον: Η ανωνυμία είναι διαφορετική στο διαδίκτυο και διαφορετική στα άλλα μέσα ενημέρωσης. Αυτό συμβαίνει επειδή τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, εφημερίδες και άλλα έντυπα έχουν δηλωμένη βάση και δηλωμένη σύνταξη. Μπορεί τα κείμενα να φέρουν ή να μην φέρουν υπογραφή (υπάρχουν περιοδικά κύρους και παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο Εκόνομιστ που δεν έχουν καμμία υπογραφή συντάκτη), αλλά η ευθύνη της δημοσίευσης ανήκει στη διεύθυνση. Για να έχει αξιοπιστία μια πληροφορία, χρειάζεται να υπάρχει ανάληψη της τελικής ευθύνης γι’αυτήν – τα υπόλοιπα είναι άνευ δημόσιας σημασίας και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται.

Τρίτο – και νομίζω σημαντικότερο: πληροφορίες σε ποσότητα και ποιότητα αξιοποιήσιμη έχουν οι δημοσιογράφοι. Ούτε άλλοι μπλόγκερ, ούτε ο κάθε ερασιτέχνης, που μπορεί να βγάλει μια μεγάλη είδηση, αλλά δεν μπορεί να τροφοδοτεί το κοινό με ειδήσεις. Και υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια φάμπρικα που δείχνει την έκπτωση του επαγγέλματος, αυτή που κυρίως πρέπει να μας απασχολεί. Η φάμπρικα αυτή στηρίζεται στην ιδέα της απόδοσης. Αφού αποδίδουμε μια είδηση σε άλλη πηγή, νίπτουμε τα χείρας μας και ευθύνην ουκ έχομεν. Την αποτυπώνει η απίστευτη φράση "το λέει το ρεπορτάζ" - όχι ο ρεπόρτερ (γιατί άραγε υπάρχει;) αλλά το ανώνυμο, απροσδιόριστο και βολικά ανεύθυνο "ρεπορτάζ". Η αυτοκατάργηση του δημοσιογράφου γίνεται


Ε, αυτή η φάμπρικα πρέπει να κοπεί με αρμοδιότητα των επαγγελματιών δημοσιογράφων. Γιατί είτε αφήνει να περάσουν ως ειδήσεις, επενδεδυμένα το κύρος του μέσου που τις αναδημοσιεύσει, κάθε είδους φληναφήματα, είτε γιατί υποδεικνύει μια εύκολη παρακαμπτήριο σε κάθε είδους αλιτήριους εκβιαστές: γράφουμε κάτι σε ένα ανώνυμο μπλογκ και μετά το αναδημοσιεύουμε ως πληροφορία, όχι δική μας, προς Θεού, αλλά κατ’ επίκληση του μπλογκ.

Γι’ αυτό, πέρα από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που ανακοίνωσε η κυβέρνηση και οι οποίες στο χώρο του διαδικτύου έχουν ελάχιστη αποτελεσματικότητα, πέρα από τα όσα ανήκουν ήδη στην αρμοδιότητα της δικαιοσύνης, η Ένωση Συντακτών έχει και λόγο και υποχρέωση να ασχοληθεί με την υπόθεση του press.gr και των άλλων blogspot ή wordpress ή ό,τι άλλο φανταστείτε και, επίσης, να βρει τρόπους να εντάξει τους επαγγελματίες δημοσιογράφους του Ίντερνετ στους κόλπους της, και για λόγους διαχωρισμού από τους υπόλοιπους.

Blogging: η βαλκανική εκδοχή

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου – και, καλώς ή κακώς, οκτώ στους δέκα Έλληνες άκουσαν για πρώτη φορά στη ζωή τους τη λέξη blog το τελευταίο διήμερο από τις ειδήσεις. Και συνεπέραναν ότι ιστολόγιο ίσον εκβιαστολόγιο.

Δεν είναι έτσι. Πρώτα από όλα, κάθε νέο μέσο περνά τις ασθένειες της παιδικής του ηλικίας. Συνέβη με τις εφημερίδες, συνέβη με τα ηλεκτρονικά μέσα (το ραδιόφωνο, ας πούμε ένα κλασικό παράδειγμα, συνέβαλε τα μέγιστα στην άνοδο του ναζισμού), συμβαίνει τώρα με τα μέσα της αμφίδρομης και επιλεκτικής επικοινωνίας. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Για τις περισσότερες παθογένειες που ξεπηδούν αυτές τις μέρες και στην Ελλάδα, με τη γνωστή χαρακτηριστική καθυστέρηση, η ευθύνη δεν ανήκει ούτε στο μέσο και τη φύση του (θα ήταν καθαρή κοινοτοπία να επισημάνουμε πως το Ίντερνετ από μόνο του δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό), όπως δεν ανήκουν και στους χρήστες του συγκεκριμένου μέσου. Πρόκειται για μεταφορά παθογένειας από το κατεστημένο της ενημέρωσης.

Είναι η πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα που αναγκαζόμαστε να μιλήσουμε για τη δουλειά μας και αυτό από μόνο του είναι ανησυχητικό. Είναι όμως εξίσου αναγκαίο.
Τρία σημεία. Πρώτον: η διακίνηση της πληροφορίας στο διαδίκτυο είναι πράγματι ανεξέλεγκτη. Αλλά, όπως πληροφορήθηκαν μερικοί μαθητευόμενοι μάγοι, λιγότερο ανεξέλεγκτη από όσο νομίζουν και ελπίζουν οι κακοποιοί που πέρασαν γρήγορα στην ηλεκτρονική φάση απολύτως παραδοσιακών κακουργημάτων.

Δεύτερον: Η ανωνυμία είναι διαφορετική στο διαδίκτυο και διαφορετική στα άλλα μέσα ενημέρωσης. Αυτό συμβαίνει επειδή τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, εφημερίδες και άλλα έντυπα έχουν δηλωμένη βάση και δηλωμένη σύνταξη. Μπορεί τα κείμενα να φέρουν ή να μην φέρουν υπογραφή (υπάρχουν περιοδικά κύρους και παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο Εκόνομιστ που δεν έχουν καμμία υπογραφή συντάκτη), αλλά η ευθύνη της δημοσίευσης ανήκει στη διεύθυνση. Για να έχει αξιοπιστία μια πληροφορία, χρειάζεται να υπάρχει ανάληψη της τελικής ευθύνης γι’αυτήν – τα υπόλοιπα είναι άνευ δημόσιας σημασίας και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται.

Τρίτο – και νομίζω σημαντικότερο: πληροφορίες σε ποσότητα και ποιότητα αξιοποιήσιμη έχουν οι δημοσιογράφοι. Ούτε άλλοι μπλόγκερ, ούτε ο κάθε ερασιτέχνης, που μπορεί να βγάλει μια μεγάλη είδηση, αλλά δεν μπορεί να τροφοδοτεί το κοινό με ειδήσεις. Και υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια φάμπρικα που δείχνει την έκπτωση του επαγγέλματος, αυτή που κυρίως πρέπει να μας απασχολεί. Η φάμπρικα αυτή στηρίζεται στην ιδέα της απόδοσης. Αφού αποδίδουμε μια είδηση σε άλλη πηγή, νίπτουμε τα χείρας μας και ευθύνην ουκ έχομεν. Την αποτυπώνει η απίστευτη φράση "το λέει το ρεπορτάζ" - όχι ο ρεπόρτερ (γιατί άραγε υπάρχει;) αλλά το ανώνυμο, απροσδιόριστο και βολικά ανεύθυνο "ρεπορτάζ". Η αυτοκατάργηση του δημοσιογράφου γίνεται πρακτική αποδεκτή από τους θεατές/ακροατές του και, εντελώς ασύλληπτο αυτό, από τους αρχισυντάκτες και το μέσο του.


Ε, αυτή η φάμπρικα πρέπει να κοπεί με αρμοδιότητα των επαγγελματιών δημοσιογράφων. Γιατί είτε αφήνει να περάσουν ως ειδήσεις, επενδεδυμένα το κύρος του μέσου που τις αναδημοσιεύσει, κάθε είδους φληναφήματα, είτε γιατί υποδεικνύει μια εύκολη παρακαμπτήριο σε κάθε είδους αλιτήριους εκβιαστές: γράφουμε κάτι σε ένα ανώνυμο μπλογκ και μετά το αναδημοσιεύουμε ως πληροφορία, όχι δική μας, προς Θεού, αλλά κατ’ επίκληση του μπλογκ.

Γι’ αυτό, πέρα από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που ανακοίνωσε η κυβέρνηση και οι οποίες στο χώρο του διαδικτύου έχουν ελάχιστη αποτελεσματικότητα, πέρα από τα όσα ανήκουν ήδη στην αρμοδιότητα της δικαιοσύνης, η Ένωση Συντακτών έχει και λόγο και υποχρέωση να ασχοληθεί με την υπόθεση του press-gr και των άλλων blogspot ή wordpress ή ό,τι άλλο φανταστείτε και, επίσης, να βρει τρόπους να εντάξει τους επαγγελματίες δημοσιογράφους του Ίντερνετ στους κόλπους της, και για λόγους διαχωρισμού από τους υπόλοιπους.

Monday, February 25, 2008

Βρες το σωστό σημείο

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου – και ο δήμος Αθηναίων έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία με ένα ωραίο, και πολύ χρήσιμο, σύνθημα: βρες το σωστό σημείο. Μπορεί να αξιοποιηθεί και από αρκετές άλλες απόψεις. Η κεντρική ιδέα είναι απλή: Όταν έχεις ένα σκουπίδι στα χέρια σου, μην το πετάς όπου να ‘ναι – κάπου κοντά έχει ένα κάδο απορριμμάτων. Η προσπάθεια που απαιτείται για να τον εντοπίσεις και να φτάσεις έως εκεί είναι μικρότερη σαφώς από εκείνη που θα χρειαστεί για να καθαρίσουμε τα λερωμένα, τα άπλυτα άμα τα πετάμε στη μέση του δρόμου.

Κοίτα να δεις πόσο επίκαιρο έρχεται… Το σωστό σημείο μπορεί να είναι σωτήριο. Σκεφθείτε τον κ. Νικολουτσόπουλο που βρήκε το σωστό σημείο, στο Αιγινήτειο, όπως πιστοποιούν πραγματογνώμονες. Πού θα ήταν σήμερα εάν δεν το είχε εντοπίσει;

Ή, πάρτε παράδειγμα το Μακεδονικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κρατάμε στα χέρια μας ένα απομεινάρι από το παρελθόν. Δεκαεφτά χρόνια, οι παλιές μας αμαρτίες και αβελτηρίες έχουν γίνει τυμπανιαίο πτώμα. Μυρίζει σε όλη τη γειτονιά – και μόνον εμείς επιμένουμε ότι πρόκειται για εκλεκτό άρωμα. Αφού, επιτέλους, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι άλλο εκτός από το να υποδυόμαστε ότι δεν υπάρχει, το ζήτημα είναι να βρούμε το σωστό σημείο. Να μην το αφήσουμε να σαπίζει, να μην το πετάξουμε όπου τύχει, να μην το ρίξουμε στους απέναντι, αλλά δεν θα δεχτούμε κιόλας να το καταπιούμε. Το ενδιαφέρον είναι πως το σωστό σημείο υπάρχει και είναι η ώρα να βρεθεί…

Σκουπίδια από το παρελθόν είναι γεμάτη και η εσωτερική πολιτική. Όλοι ψάχνονται – αλλά έως τώρα η γενική αντίληψη είναι πως πρέπει να τα κρύψουμε, αλλά όχι να απαλλαγούμε από αυτά. Απλώς να μην φαίνονται, να τα σκουπίσουμε κάτω από το χαλί – που λένε και οι Εγγλέζοι.

Εδώ κι αν είναι κρίσιμο το σωστό σημείο. Πρέπει, ας πούμε, μια κυβερνητική πολιτική να είναι του δηλωμένου «μεσαίου χώρου» και ταυτοχρόνως αρκετά ισχυρή σε πιέσεις από την καρατζαφέρεια πτέρυγα. Το ερώτημα αρχίζει να γίνεται μεταφυσικό: υπάρχει άραγε τέτοιο σωστό σημείο;

Σε άλλες περιπτώσεις τα πράγματα είναι πιο απλά – τουλάχιστον στη θεωρία, γιατί στην πράξη αποδεικνύονται δυσχερέστατα. Χθες, τα μέλη και οι φίλοι του ΠΑΣΟΚ προσήλθαν (δεν θα έλεγα ακριβώς «μαζικά») στις κάλπες για να ψηφίσουν για το συνέδριό τους. Πού είναι το σωστό σημείο; Η κρατούσα αντίληψη είναι πως το σημείο βρίσκεται στα αριστερά. Εκεί, βέβαια, παρατηρείται πληθώρα χώρων υποδοχής ψήφων. Υπάρχουν κόκκινες καλποδόχοι, υπάρχουν πράσινες καλποδόχοι, υπάρχει και μια πολύχρωμη που μεγαλώνει και μαζεύει κόσμο.

Έτσι μένει ένας μεγάλος χώρος άδειος και έρημος κι όσοι θέλουν να μείνουν εκεί αισθάνονται σαν να είναι οι ίδιοι απορρίμματα μιας πολιτικής που απλώς δεν τους υπολογίζει.

Friday, February 22, 2008

Ένα Μπωμπούρ για την Αθήνα

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου – και δεν θα την βρείτε σήμερα στα πρωτοσέλιδα αυτή την είδηση. Την έχουν σπρώξει στις εσωτερικές σελίδες τα όχι ένα, όχι δύο αλλά 41 συναπτά μέτρα για να επανέλθει στο έδαφος το ιπτάμενο μπρόκολο, που μπορεί να κρίνει τις τύχες μιας κυβέρνησης πιο πολύ από το Σκοπιανό. Την έχουν εξοβελίσει οι ήττες της ΑΕΚ και του Παναθηναϊκού, που αποδεικνύουν πόση σημασία έχει να διαλέγεις το σωστό Πορτογάλο – αυτά συμβαίνουν όταν απορρίπτεις τον Πινέιρο και κρατάς τον Πεσέιρο…. Αλλά όταν τα μπρόκολα θα έχουν μαραθεί, τα πρωτοσέλιδα ανακυκλωθεί και, πιθανότατα μαζί και οι σημερινοί πρωταγωνιστές τους, αυτή η σχετικά μικρή είδηση θα είναι εδώ, στην Αθήνα για να θυμίζει πως αυτοί που την κατοικούν σήμερα ίσως να μην είναι τόσο άχρηστοι όσο επιλέγουν να φαίνονται στην ειδησεογραφία τους.

Στον παλιό Ιππόδρομο, ναό των στοιχημάτων και των ντοπαρισμένων αλόγων, θα χτιστεί ένα μεγάλο πολιτιστικό κέντρο. Θα κοστίσει 300 εκατομμύρια ευρώ. Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που το χρηματοδοτεί, ανακοίνωσε ποιος είναι ο αρχιτέκτονας που επέλεξε για το συγκρότημα – ανάμεσα σε άλλα μια νέα Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου ίσως να μπορούν να μπαίνουν και αναγνώστες, που θα είναι σημαντική διαφορά με την παλιά, και μια νέα Λυρική Σκηνή. Ο αρχιτέκτονας είναι ο Ρέντσο Πιάνο – αν ήταν ποδοσφαιριστής θα ήταν ο Ροναλντίνιο και δεν θα χρειαζόταν να εξηγούμε ποιος είναι…

Τουλάχιστον, η χώρα μαθαίνει. Πριν από μερικά χρόνια, η Ελίζα Γουλανδρή είχε προτείνει να κατασκευάσει στην Αθήνα σε σχέδια ενός άλλου της ίδιας κατηγορίας, του Πέι, ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης για να στεγάσει τη μοναδική συλλογή της. Θα τα προσέφερε και το κτίριο και τη συλλογή. Τότε δείξαμε μεγάλη οικολογική ευαισθησία και δεν επιτρέψαμε να κοπούν κάτι κακομοίρικα δεντράκια στη Ρηγίλλης, με αποτέλεσμα το σχέδιο να βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα. Αυτή τη φορά φαίνεται πως δεν θα κάνουμε τα ίδια.

Η επιλογή του Ρέντσο Πιάνο έχει ενδιαφέρον και για συμβολικούς λόγους. Το γνωστότερο κτίριό του είναι το Μπωμπούρ, το κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι – αυτό το εργοστάσιο πολιτισμού που είχε ξεσηκώσει τεράστιες αντιδράσεις όταν χτίστηκε (όπως και ο πύργος του Άιφελ άλλωστε) και σήμερα τον συναγωνίζεται ως σύμβολο μιας πόλης που δεν της λείπουν και τα σύμβολα. Και έχει σημασία γιατί η Αθήνα και η Ελλάδα χρειάζονται σήμερα όλα όσα είχε δημιουργήσει το Μπωμπούρ και ο εμπνευστής του: χρειάζεται και τη βιβλιοθήκη, χρειάζεται κάτι που θα παρακινήσει νέους επισκέπτες να πάνε μαζικά σε χώρους όχι μόνον πολιτιστικής αναψυχής αλλά και της πιο κοπιώδους εκδοχής της, που είναι η ανάγνωση. Χρειάζεται ακόμη κάτι να ταράξει τα νερά, χρειάζεται ακόμη και μια φασαρία, αν γίνεται, και γιατί όχι αντιπαράθεση, ένα σχέδιο που να προκαλέσει συζήτηση, αντιδράσεις ενδεχομένως, να βγάλει στην επιφάνεια τις διαφορετικές ανησυχίες και τα διαφορετικά ενδιαφέροντα μιας μεγάλης μάζας ανθρώπων που έχουν προτιμήσει την ιδιωτικότητα των απόψεών τους απέναντι σε ένα απέραντο ιδεολογικό και –λυπούμαι να πω και πολιτικό- τέλμα, που τους απογοητεύει, τους αποθαρρύνει και τους απομονώνει. Πολύ παραπάνω από ένα κτίριο, που από μόνο του δεν θα ήταν καθόλου λίγο.

Wednesday, February 20, 2008

Μετά είκοσιν έτη

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου – και πριν από 16 χρόνια, ένας περίεργος, ξεχασμένος τύπος από την Πορτογαλία –ονόματι Πινέιρο- ήρθε και μας πρότεινε (όπως χθες ο Νίμιτς, καλή ώρα) ένα όνομα για την ακατονόμαστη γειτόνισσα. Τότε μας είχε προτείνει μία και μόνη, αμετάφραση λέξη: Νοβομακεντονίγια. Ήταν άλλες εποχές. Τότε δεν ανεχόμασταν μύγα στο σπαθί μας, γιατί κοιτούσαμε περισσότερο 2500 χρόνια πίσω, παρά 15 χρόνια μπροστά. Ήταν η εποχή των συλλαλητηρίων.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν, η γειτονική χώρα πέρασε από σαράντα κύματα, φτάνοντας στο χείλος του εμφυλίου και της διάλυσης – που, θυμίζω, δεν την θέλουμε. Την αναγνώρισαν 181 χώρες με το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας. Για κάθε λογικό αναλυτή, το ζήτημα εν τοις πράγμασι είχε λήξει. Χάρη στην άκαμπτη επίδειξη πατριωτικού ζήλου από τους επιγόνους της Εθνικής Εταιρείας (συχνά περισσότερο στη λογική της εταιρείας, παρά της εθνικής, αλλά τέλος πάντων…) – κρατώντας ψηλά μέχρι αγκύλωσης το κεφάλι, δεν βλέπαμε τι συνέβαινε κάτω στα πόδια μας. Και στα πόδια μας το έδαφος χανόταν…

Η Ιστορία άλλοτε στερεί κι άλλοτε δίνει ευκαιρίες. Αυτή τη φορά είναι καλή μαζί μας. Ας υποθέσουμε ότι πριν από ένα χρόνο μας έλεγε κάποιος ότι θα μπορούσαμε να διαπραγματευθούμε ξανά το όνομα – ας υποθέσουμε ότι κάποιος πριν από ένα χρόνο μας έλεγε πως οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να ασκήσουν ξανά πίεση στα Σκόπια για αποδοχή συμβιβασμού: μάλλον θα τον περνούσαμε για ανόητο. Είχαμε σχεδόν παραδεχθεί ότι εμείς μεν ποτέ, όλοι οι άλλοι όμως οριστικά θα έλεγαν «Δημοκρατία της Μακεδονίας», νέτο και σκέτο…

Υπάρχει μια ειδική συγκυρία. Στα Βαλκάνια, λόγω του Κοσσυφοπεδίου, υπάρχει ξανά ανάγκη για κινήσεις σταθεροποίησης. Το ανεξάρτητο Κόσοβο ασκεί εκ των πραγμάτων πίεση στα Σκόπια, με το μεγάλο αλβανικό πληθυσμό που είναι κυρίως Κοσοβάροι. Ο Μπους έχει τέτοιο δραματικό απολογισμό στην εξωτερική του πολιτική, ώστε βλέπει ως μοναδικό δείγμα πολιτικής κληρονομιάς της 8ετίας του μια διεύρυνση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Υπάρχει, λοιπόν, μια συγκυρία και μια ευκαιρία.

Το είχε πει για άλλο λόγο τις προάλλες ο Αλέκος Παπαδόπουλος, αλλά ισχύει απολύτως για το Μακεδονικό. Πόσους κύκνους πρέπει να δει κανείς να περνούν μπροστά του, για να καταλάβει ότι οι κύκνοι είναι άσπροι; Πόσα σχέδια πρέπει να απορρίψει κανείς για να καταλάβει όχι ότι πρέπει οπωσδήποτε να δεχθεί κάποιο σχέδιο, αλλά ότι πάντως δεν μπορεί να τα απορρίπτει αβλεπί;

Δεν ξέρουμε τι ακριβώς προβλέπει η πρόταση Νίμιτς και σε αυτά τα ζητήματα ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Βρίσκεται επίσης και στο όνομα, αλλά με αυτό το διάβολο είμαστε πια παλιοί γνωστοί και ξέρουμε τι μπορούμε και τι όχι. Το βέβαιο είναι με πικρό τρόπο μάθαμε, πληρώνοντας ακριβά, το πώς να μην κάνουμε τη δημόσια συζήτηση. Μπορεί να το δεχτούμε, ή μπορεί να το στείλουμε στο καλάθι και να βάλουμε βέτο. Αλλά η τελική απόφαση δεν μπορεί πια παρά να ληφθεί με πολιτικό τρόπο και καθ’ υπέρβαση της εσωτερικής λογικής. Αρκετό κόστος καταβάλαμε γι’αυτήν μέχρι τώρα. Δεν μπορεί να γίνει υπό την πίεση κηρυγμάτων από άμβωνος, τηλεοπτικής εξαλλοσύνης, πολιτικής ανευθυνότητας και προσωπικών στρατηγικών. Γι’ αυτές τις τελευταίες, άλλωστε, και το πού οδηγούν σημειώστε τη χαρακτηριστική απουσία από τη διαβούλευση και τις δημόσιες τοποθετήσεις ορισμένων από τους πρωταγωνιστές εκείνων των ωραίων παλαιών ημερών, που σήμερα ευτυχώς τίποτα δεν δείχνει πως θα ξαναζήσουμε.

Tuesday, February 19, 2008

Κακοκαιρία: πάγωσαν και οι πιστώσεις...

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου – και το αθάνατο ελληνικό κράτος διαπρέπει και μέσα στους πάγους.

Τι μάθαμε χάρη στο χαμηλό βαρομετρικό; Μάθαμε ότι ύστερα από πολλά χρόνια τραγέλαφου με τις αρμοδιότητες τους δρόμους, όπου άλλος είναι αφεντικό στην κάθε λεωφόρο, άλλος στους δρόμους, άλλος στις ρούγες, άλλος στα στενά κι άλλος στα σοκάκια…

…ύστερα από πολλά χρόνια διαπληκτισμών για αυτές τις αρμοδιότητες – που είχαν συχνή κατάληξη το να μην υπάρχει κανείς άμα έπεφτε ένας πόντος χιόνι και να κλείνουν τα πάντα και οι αρμόδιοι να σκάνε μύτη μόνο για να ανταλλάξουν μπαλάκι τις ευθύνες…

… αφού μέχρι και αποτέλεσμα εκλογών διαμορφώθηκε σε ένα βαθμό, το 2004 αν θυμάστε, από ένα χιονιά και κάτι διπλωμένες νταλίκες στην εθνική…

…μετά από όλα αυτά, αποφάσισε επιτέλους το αρμόδιο υπουργείο (Δημοσίων Έργων, γιατί από χωροταξία άστο καλύτερα, ενώ για το Περιβάλλον προτιμώ να μην συζητήσω…) – αποφάσισε λοιπόν το ΠΕΧΩΔΕ να λύσει το ζήτημα νομοθετικά. Πράγματι. Έκανε ένα νόμο. Ισχύει ήδη από την 1η Ιανουαρίου. Τις έδωσε τις αρμοδιότητες. Τι να τις κάνει άλλωστε; Τις πήραν οι νομαρχίες και οι δήμοι. Εύλογο; Απολύτως. Αν η αυτοδιοίκηση δεν είναι αρμόδια για να φροντίζει, να καθαρίζει και να συντηρεί τους δρόμους, προφανώς δεν υπάρχει αυτοδιοίκηση. Ωραία; Τέλεια… Νομίζετε!

Γιατί δεν έχετε ακόμη αντιληφθεί τι εστί κρατική διοίκηση. Μετέφερε πλήρως (ή σχεδόν) τις αρμοδιότητες. Και, φυσικά, μαζί με τις αρμοδιότητες μετέφερε και τους πόρους. Με μια διαφορά. Οι αρμοδιότητες μεταφέρθηκαν στην πράξη – μαζί με τις απαιτήσεις των πολιτών. Οι πόροι μεταφέρθηκαν θεωρητικώς. Από νομική πλευρά, οι δήμοι και οι νομαρχίες πήραν ό,τι αντιστοιχεί στη μέριμνα για το οδικό δίκτυο. Από πρακτική πλευρά, ούτε φράγκο, ούτε δραχμούλα, ούτε ευρώπουλο.

Με βάση αυτό το όχι και τόσο πρωτότυπο σχήμα, το πρόβλημα από την κακοκαιρία εντοπίζεται στο γεγονός ότι έπεσε πραγματικό και όχι θεωρητικό χιόνι. Στα χαρτιά όλα πλέον είναι άρτια – που ομολογώ κι αυτό κάτι είναι… Στους δρόμους, όμως, βγήκαν οι παλιοί υπάλληλοι, με τα παλιά μηχανήματα, να κάνουν ό,τι μπορούσαν, με φιλοτιμία και ευσυνειδησία. Νέα μέσα και νέοι εργαζόμενοι δεν υπάρχουν – για τον απλό λόγο ότι δεν μπήκε μία στα ταμεία.
Αν οι δήμαρχοι και οι νομάρχες είχαν πάρει τα λεφτά, θα τα είχαν καταφέρει καλύτερα; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι τότε θα λειτουργούσε πράγματι αυτό που ψηφίστηκε, νομοθετήθηκε και υποτίθεται ότι ισχύει και εκείνοι θα ήσαν υπόλογοι. Μην ανησυχείτε που ο χιονιάς πέρασε και τέτοια κακοκαιρία έχουμε μια φορά στα τόσα χρόνια. Θα έχουμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε και χωρίς αρκτικά βαρομετρικά. Ό,τι ακριβώς ισχύει με τον εκχιονισμό, ισχύει και για τον καθαρισμό των φρεατίων. Στην πρώτη βροχή τα ξαναλέμε…

Monday, February 18, 2008

Πρίστινα, Σκόπια, Λευκωσία

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου – και ψυχρές αέριες μάζες σκεπάζουν τη χώρα και ολόκληρη την περιοχή. Το χιόνι στους δρόμους θα λιώσει αλλά ο πάγος είναι πιο επικίνδυνος. Και ο πάγος που δημιουργούν για το επόμενο διάστημα μια σειρά από εξελίξεις αυτού του Σαββατοκύριακου θα κρατάει για καιρό ολισθηρό το οδόστρωμα σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα.

Πραγματικά, εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια η Ελλάδα δεν είχε αντιμετωπίσει τόσες ταυτόχρονες προκλήσεις σε άμεσα ζητήματα της εξωτερικής της πολιτικής. Η συγκυρία είναι βέβαια διαφορετική, αλλά οι απαιτήσεις δεν είναι γι’αυτό λιγότερες.

Πρώτα από όλα υπάρχει το χαμηλό βαρομετρικό που εγκαθιστά στα Βαλκάνια η απόφαση της κήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου. Είναι αλήθεια πως ένα διεθνές προτεκτοράτο αποτελεί αφύσικο μόρφωμα και δεν θα μπορούσε να παρατείνεται επ’άπειρο. Είναι επίσης αλήθεια ότι για πρώτη φορά μεταπολεμικά η διεθνής κοινότητα σχεδόν στο σύνολό της, και ασφαλώς η Δύση, αποδέχεται την απόσχιση μέσα από τον πόλεμο και την κατάργηση με μη ειρηνικά μέσα της εθνικής κυριαρχίας ενός αναγνωρισμένου κράτους.

Για την Ελλάδα, είναι ακόμη περισσότερο ανησυχητικό ότι αυτές τις τελευταίες μέρες μια αναλογία που γνώριζαν ασφαλώς σε όλα τα διπλωματικά γραφεία, αυτή του Κοσσόβου με τα κατεχόμενα της Κύπρου, ακούστηκε δημόσια, ως πολιτικό επιχείρημα και μάλιστα σε επίπεδο κορυφής: πρώτα από το Βλαντιμίρ Πούτιν, μετά από το Σέρβο πρόεδρο Τάντιτς.

Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει να πάρει μια δύσκολη απόφαση για ένα αγκάθι που αβελτηρίες και εξαλλοσύνες μιας άλλης εποχής –λιγότερο ηρωικής από ό,τι φαινόταν και περισσότερο επικίνδυνης από ό,τι είχαμε τότε πιστέψει- έχουν εγκαταστήσει στην καρδιά της εξωτερικής της πολιτικής. Το ζήτημα πια για τα Σκόπια και το όνομα της χώρας τους φτάνει στο τέλος: η Ελλάδα στην ουσία έχει πια μόνον μία επιλογή. Να δώσει τώρα, την ύστατη ώρα, και αντιλαμβανόμενη τα βάρη του παλιού αυτοχειριασμού, της εποχής των συλλαλητηρίων, για μια ονομασία που θα της δημιουργεί τα λιγότερα δυνατά προβλήματα στο μέλλον ή, εάν διαπιστώσει πως ούτε αυτό δεν είναι εφικτό πια, να δώσει μια μάχη αξιοπρέπειας, αλλά όχι και διπλωματικών προσδοκιών. Με το Κόσσοβο να είναι στο κέντρο των ανησυχιών και του ενδιαφέροντος δίνεται μια τελευταία ευκαιρία, αλλά αυξάνει και η πίεση.

Και την ίδια ώρα, στην Κύπρο, που άκουσε να παρομοιάζεται με Κόσσοβο (παραπέμποντας σε αποδοχή της ντε φάκτο κατάστασης) έγινε μια μεγάλη πολιτική ανατροπή. Η ήττα του Τάσσου Παπαδόπουλου φέρνει έτσι κι αλλιώς στην προεδρία έναν άνθρωπο με σαφώς καλύτερη εικόνα στη διεθνή κοινότητα και με πολύ καλύτερες δυνατότητες χειρισμών. Αυτό που ασφαλώς, όμως, πρέπει να καταστεί σαφές από την αρχή είναι ότι η Κύπρος, και η Ελλάδα επίσης, δεν σκέπτονται να στείλουν το λάθος μήνυμα: η επιλογή είναι επιλογή συνεννόησης, αλλά όχι επιλογή λευκής επιταγής. Ότι ο νέος πρόεδρος θα θέλει να ακούσει και να μιλήσει, αλλά δεν πρέπει να εκληφθεί η εκλογή του ως ευκαιρία για κλιμάκωση πιέσεων. Και ότι οι παράγοντες που θα ήθελαν μια ηπιότερη στάση από εκείνη του Τάσσου, καλό θα ήταν να μην πιέσουν, να μην εκθέσουν και να μην παρανοήσουν το διάδοχό του ως δεκτικό σε πιέσεις, που άλλωστε δεν έχει κανένα λόγο να αποδεχθεί υποθηκεύοντας από την αρχή την προεδρία του.

Ο δρόμος θα γλιστράει για καιρό ακόμη…

Friday, February 15, 2008

Ανανέωση και διαχείριση

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου – και στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Μπαράκ Ομπάμα πέρασε πρώτος στον αριθμό των εκλεκτόρων απέναντι στη σκληρή εκπρόσωπο του συστήματος Χίλαρυ Κλίντον. Στην Αθήνα, ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο πρώτος πολιτικός αρχηγός που στη μέτρηση της MRB ξεπερνά σε δημοτικότητα τον Κώστα Καραμανλή – το κόμμα του οποίου έχει τριπλάσια δημοσκοπική επιρροή και μόλις το Σεπτέμβριο οκταπλάσια εκλογική επιρροή από το Συνασπισμό. Τι συμβαίνει;

Συμβαίνει ότι αναζητείται με τη μορφή έκρηξης δυσαρέσκειας μια διέξοδος από την ασφυκτική παρουσία του πολιτικού κατεστημένου. Και η απαλλαγή από την ασφυξία εστιάζεται στην αναζήτηση προσώπων-συμβόλων, προφανώς νέων και νεανικών προσώπων. Ο κ. Ομπάμα δεν έχει ένα πρόγραμμα ριζικά διαφορετικό από εκείνο της κας Κλίντον, ούτε εκφράζει μια διαφορετική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος. Με ευρωπαϊκούς όρους, ο κ. Ομπάμα είναι μάλλον δεξιότερος από τη Χίλαρυ και ασφαλώς λιγότερο ευαίσθητος κοινωνικά από το Τζον Έντουαρντς. Αλλά οι απογοητευμένοι και οι καταπιεσμένοι σε αυτόν αναζητούν το ηχείο της κραυγής τους.

Ο κ. Τσίπρας δεν λέει κάτι διαφορετικό από τον κ. Αλαβάνο. Λένε ακριβώς, μα ακριβώς τα ίδια. Δεν ισχυρίζομαι ότι θα έπρεπε να πει κάτι διαφορετικό. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο ότι λέγοντας ακριβώς τα ίδια πράγματα, έχει σημαντικά μεγαλύτερη απήχηση από ένα πολιτικό που απέδειξε ότι μπορεί να δώσει στίγμα ηγεσίας και να δρομολογήσει σημαντικές εξελίξεις στο χώρο του, να αξιοποιήσει τις πολιτικές ευκαιρίες και να παίξει σχεδόν ρόλο μείζονος αντιπολίτευσης με ελάχιστα θεσμικά μέσα. Γιατί λοιπόν έχει τους αριθμούς και τους πολίτες μαζί του ο κ. Τσίπρας; Γιατί η ταύτιση γίνεται πια περισσότερο με την εικόνα, το σύμβολο – παρά με το περιεχόμενο και το μήνυμα.

Απέναντι σε αυτά, υπάρχει εκδοχή λύσης για τους βασικούς φορείς του συστήματος, αυτούς που έχουν ταυτιστεί μέσα από την άσκηση της εξουσίας με το πολιτικό κατεστημένο, το «σύστημα»; Αν υπάρχει, νομίζω δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στο πλαίσιο για το οποίο μίλησε (με ειδική προφανώς σύνδεση με τον πολιτικό χώρο του) χτες το βράδυ ο Κώστας Σημίτης. Με δυο λόγια: μια νέα πολιτική ατζέντα. Αντιγράφω μια φράση: «Πολιτική ηγεμονία έχει μια πολιτική παράταξη όταν ο λόγος της, οι απόψεις της, οι πρωτοβουλίες της αποτελούν κυρίαρχο θέμα στη δημόσια συζήτηση, διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις και τις αντιδράσεις των πολιτών, τους εμπνέουν, τους κινητοποιούν, τους οδηγούν σε στράτευση και πολιτική συμμετοχή, καθορίζουν τις δράσεις και τις προσπάθειές τους για κοινωνικές μεταβολές. (…) Μπορεί το ψεύτικο πάθος και ο ξύλινος λόγος να γεννούν χειροκροτήματα, αλλά δύσκολα μεταστρέφουν παθητικούς ακροατές σε ενεργούς πολίτες που μάχονται για την άποψή τους».

Μια ατζέντα. Δεν είναι απλώς το αίτημα μιας παράταξης, μιας πολιτικής μερίδας, ενός χώρου ή ενός κόμματος. Είναι αίτημα όλων όσοι με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία πιστεύουν, διακινδυνεύοντας τη ρετσινιά του «ρεφορμισμού», ότι το σύστημα είναι προτιμότερο και απολύτως εφικτό να αναμορφωθεί παρά να ανατραπεί, να ανακαινιστεί παρά να αμφισβητηθεί δομικά, να λειτουργήσει παρά να συντριβεί. Και ότι από όσο καθυστερεί την ανακαίνιση, τόσο πιο δύσκολη θα γίνεται η αποτροπή της κατάρρευσης και η διατήρηση της πεποίθησης ότι η διαχείριση, η αποτελεσματική, χρηστή διαχείριση, με στόχους και φιλοδοξίες αλλά και με το μέτρο του εφικτού, μπορεί να μην έχει παρέλθει ως πολιτική αξία.

Thursday, February 14, 2008

Το απαράγραπτο δικαίωμα της παραγραφής

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου – και λόγω της απεργίας σχεδόν κανείς δεν πληροφορήθηκε το περιεχόμενο της συζήτησης στη Βουλή που κατέληξε στην απόρριψη από την κυβέρνηση της πρότασης του ΠΑΣΟΚ για σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την υπόθεση της Ζήμενς.

Μια παρένθεση στην αρχή. Στις απεργίες, συμμετέχουν οι δημοσιογράφοι. Δεν εργάζονται, δηλαδή δεν ενημερώνουν. Καταλαβαίνω απολύτως την ανάγκη να εκδηλωθεί με το ύστατο μέσο του εργαζομένου η αντίθεση του κλάδου σε ρυθμίσεις που βρίσκουν αντίθετη την πλειοψηφία των συναδέλφων. Αλλά είμαστε ένας ειδικός κλάδος. Ο στόχος μιας απεργίας είναι προφανώς να γίνει οχληρή προς την κυβέρνηση, να πιέσει εκείνον που εισηγείται τα μέτρα στα οποία αντιτιθέμεθα. Στην εποχή της ενημέρωσης η παρουσία της και όχι η έλλειψή της είναι που πραγματικά ενοχλεί τους κρατούντες. Τι είναι άραγε μεγαλύτερο κόστος για την κυβέρνηση, που θέλουμε να πιέσουμε ως κλάδος (και όχι ως άτομα που μπορεί και να διαφωνούμε…); Την πειράζει πιο πολύ η αντίδραση της κοινωνίας στην απουσία δελτίων ειδήσεων ή θα την ανησυχούσε περισσότερο η ύπαρξη δελτίων ειδήσεων, που θα κατέγραφαν σε πραγματικό χρόνο –και όχι κατεψυγμένες την επαύριο- τις απεργιακές κινητοποιήσεις και μαζί την υπόλοιπη επικαιρότητα; Απεργούμε – και νομίζω η κυβέρνηση θα προτιμούσε να ήταν η κινητοποίησή μας διαρκείας. Τώρα η κοινή γνώμη ούτε είδε συλλαλητήρια, ούτε έμαθε για τη Ζήμενς; Πίεση είναι αυτή προς την κυβέρνηση ή της κάναμε μια χάρη; Ενώ θα μπορούσε, ας πούμε, να εργάζονται οι δημοσιογράφοι με έκδηλη την απεργιακή στάση τους και αφιλοκερδώς – και να στηρίζουν, για παράδειγμα, με μιας ημέρας έσοδα το ταμείο ανεργίας των συναδέλφων τους.

Τέλος παρένθεσης. Στην υπόθεση Ζήμενς κρατήθηκαν οι συσχετισμοί. Το ΠΑΣΟΚ και μαζί του όλα τα κόμματα της ήσσονος αντιπολίτευσης υποστήριξαν το επιχείρημα ότι μια εξεταστική επιτροπή δεν θα παρακώλυε το έργο της δικαστικής έρευνας. Η κυβέρνηση αρνήθηκε λέγοντας πως η εξεταστική θα συνιστούσε κουκούλωμα. Όλοι θέλουν την αλήθεια. Όλοι θέλουν «να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο» και να «χυθεί άπλετο φως» - εκφράσεις, είμαι βέβαιος, που ακούτε για πρώτη φορά και σας εντυπωσίασαν…

Ποιο είναι το πρόβλημα; Ότι ήδη για τα περισσότερα εικαζόμενα ή καταγγελλόμενα αδικήματα –και μάλιστα για τους πιθανούς πολιτικούς υπαιτίους- υπάρχει ζήτημα παραγραφής. Ιδού λοιπόν δύο τουλάχιστον πράγματα που θα μπορούσε το πολιτικό σύστημα να κάνει για να συγκρατήσει κάπως το κύμα της αμφισβήτησής του, που εδράζεται αφενός στην αδυναμία λύσης των προβλημάτων της χώρας και αφετέρου στην ευκολία λύσης των προβλημάτων των στελεχών του. Πρώτον, θα μπορούσε να ζητηθεί από τα κόμματα μια δημόσια δέσμευση –στο μέτρο που είναι νομικά εφικτό- ότι δεν θα θέσουν πάντως με δική τους πρωτοβουλία, δεν θα επικαλεστούν δηλαδή πολιτικά στελέχη, τις ειδικές ρυθμίσεις περί παραγραφής. Και τα κόμματα να ζητήσουν αντίστοιχη δέσμευση από τα μέλη τους.

Και, ακόμη, να επιβάλουν τα κόμματα όχι επιεικέστερες αλλά ίσες, αν όχι αυστηρότερες, ρυθμίσεις περί παραγραφής στα αδικήματα γύρω από τη διαχείριση δημοσίου χρήματος από πολιτικά στελέχη σε δημόσια αξιώματα. Η ειδική ρύθμιση συνιστά στην αντίληψη της κοινής γνώμης απόδειξη σύμπραξης και συνενοχής σε ένα διαρκές αδίκημα συγκάλυψης της διαφθοράς. Με το αντίστοιχο μήνυμα φυσικά και προς την κοινωνία.

Tuesday, February 12, 2008

Ασφαλιστικό για τα προσχήματα;

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου – και το Ασφαλιστικό είναι βαρόμετρο για την κυβέρνηση. Όχι τόσο για τις αντιδράσεις. Όχι τόσο για το πολιτικό κόστος, που έχει κάθε ρύθμιση η οποία επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων. Ούτε καν για την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας, που σε αυτή τη συγκυρία δεν είναι μόνο ο απόλυτος στόχος της κυβέρνησης, αλλά και καθοριστικός παράγοντας για τις πολιτικές εξελίξεις συνολικά.

Το Ασφαλιστικό είναι κρίσιμο για την κυβέρνηση με βασικό κριτήριο όχι τι θα κάνει, αλλά τι ΔΕΝ θα κάνει. Την Παρασκευή θα μάθουμε οριστικά από τον Πρωθυπουργό τι εννοεί λέγοντας μεταρρυθμίσεις. Έχει μπροστά του δύο επιλογές. Η μία είναι να παρουσιάσει μια μίνιμαλ εκδοχή των αλλαγών. Θα σηματοδοτεί μια πολιτική ήττα, μια παραδοχή και μια παράδοση στον ευρύ και ετερόκλητο συνασπισμό όλων εκείνων που για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αγνό ή λιγότερο αγνό, ειλικρινή ή λιγότερο ειλικρινή, από ιδεολογία ή από καθαρό κυνισμό, αποφάσισαν ότι αυτή η χώρα μπορεί να παρακολουθήσει αμέριμνη την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος πάνω στα κεφάλια των σημερινών 30άρηδων, αν όχι και 40άρηδων.

Η άλλη εκδοχή είναι να επιλέξει τη ρήξη, να δώσει πραγματικό πολιτικό νόημα στη μεταρρύθμιση. Δεν θέλω να υποτιμήσω την πολιτική ισχύ αυτής της παρδαλής κοινωνικής συμμαχίας που αντιτάσσεται στις συγκεκριμένες αλλαγές και σε τόσες άλλες ώστε να υποψιάζεται κανείς πως είναι η σύμπλευση των αλλεργικών με κάθε αλλαγή. Την ισχύ της την αντλεί κυρίως από το άλλοθι που προσφέρουν οι ειλικρινείς στους πολυμήχανους και οι ιδεολόγοι στους κυνικούς. Αλλά ισχύ έχει. Μια πραγματική σύγκρουση θα είχε για την κυβέρνηση αίμα, ιδρώτα και δάκρυα. Θα είχε ίσως και κλονισμό της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας. Αλλά θα είχε κάτι που έχει λείψει πολύ καιρό από το κυβερνητικό σώμα και βρίσκεται στη βάση των ταλαιπωριών στις οποίες υποβάλλεται από τις εκλογές και μετά: θα της δώσει πολιτικό περιεχόμενο, πλατφόρμα και όχημα για την προβολή μιας ουσιαστικής πρότασης προς την κοινωνία.

Αν δεν το κάνει, ας μην διαμαρτύρεται γιατί η ενασχόληση της επικαιρότητας εστιάζεται τόσο παρατεταμένα στην πιο αξιοθρήνητη πλευρά της πολιτικής.

Monday, February 11, 2008

Νεωτερισμοί και ευκαιρίες

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου – και το εμπόριο βρίσκεται σε άνθηση. Δεν ακούσατε τον κ. Πάγκαλο; Ο Συνασπισμός είναι μια ΕΒΓΑ (έτσι τις λέγαμε παλιά…) που τώρα έγινε συνοικιακό σούπερ-μάρκετ και θέλει να ψωνίσει από το μεγάλο πολυκατάστημα του ΠΑΣΟΚ χωρίς να πληρώσει. Δεν ακούσατε τον κ. Τσίπρα; Όταν πηγαίνει στο σούπερ-μάρκετ, δεν αισθάνεται πως φεύγει με κλοπιμαία, αντίθεται νιώθει πως τον ληστεύουν.

Επειδή σας έχει διαφύγει, το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο και έχει πραγματική βάση. Δεν αφορά τα φαντασιακά hyper-marches μικρεμπόρων ή χρεωμένων μεγαλοκαταστηματαρχών. Αφορά την πραγματική αγορά. Στην τελευταία σύνοδο της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Παπανδρέου προανήγγειλε ότι το κόμμα του θα περάσει σε φάση ακτιβισμού για να αντιμετωπίσει το υπ’αριθμόν ένα πρόβλημα των πολιτών, όπως οι ίδιοι το αναφέρουν στις δημοσκοπήσεις: την ακρίβεια. Είπε, λοιπόν, τότε ο κ. Παπανδρέου ότι το ΠΑΣΟΚ θα φτιάξει καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, που θα χτυπήσουν το κερδοσκοπικό εμπόριο και θα επιβάλουν την εξυγίανση της αγοράς. Δεν γνωρίζω σε ποια φάση υλοποίησης βρίσκεται το σχέδιο, αλλά από εικονογραφική άποψη έχει πλήρως επιβληθεί στην πολιτική επικαιρότητα.

Θυμίζω ότι πρώτος το έργο το έπαιξε ο κ. Καραμανλής πριν από τις εκλογές του 2000 όταν επισκέφθηκε ψιλικατζήδικο-μίνι μάρκετ στο Παλαιό Φάληρο. Είχε τότε υποσχεθεί ευημερία και μακροημέρευση. Ρεπορτάζ αργότερα έδειξαν πως η ιδιοκτήτρια του φαληρικού μάρκετ φαλίρισε. Ποιο είναι το έργο; Πρόκειται προφανώς για την πολιτική εκδοχή τού «ο θάνατος του εμποράκου».

Τα μαγαζιά για να επιβιώσουν και να αποκτήσουν πελατεία έχουν δύο υποχρεώσεις: η μία είναι να μην κλέβουν ο ένας τον άλλο οι συνεταίροι. Και η άλλη είναι να προσαρμόζονται στις ανάγκες της αγοράς. Να κρατάνε ευχαριστημένη την πελατεία τους. Να βρίσκει αυτό που έχει έρθει να ψάξει. Να μην πηγαίνει, ας πούμε, κανείς για ρούχα και να του πουλάνε τριμμένα γιλέκα και παντελόνια καμπάνα. Μπορεί να έχει συνηθίσει. Μπορεί να είναι φίλος με τον ιδιοκτήτη. Μπορεί να έχει και ο ίδιος κάποιο εμπορικό (νεωτερισμούς τα έλεγαν κάποτε…) και να έχει παρόμοια προβλήματα. Αλλά τελικά, αν το μαγαζί δεν φέρει μοντέρνο εμπόρευμα, θα καταλήξει στο Ζάρα.

Ο κ. Τσίπρας έχει ένα διαφορετικό πρόβλημα. Το μοντέλο πουλάει. Είναι της μόδας, είναι φρέσκο, έχει απήχηση και ανταπόκριση. Αλλά, όπως ξέρουν και στο σκληρό κόσμο της ωτ κουτύρ, όπου θέλει να παίξει, οι μαιτρ ξεχωρίζουν από τα ανερχόμενα ταλέντα όχι στη πρώτη, αλλά στη δεύτερη κολλεξιόν.

Κατά τα άλλα, στην εγχώρια αγορά της επικαιρότητας συνεχίζονται μεγάλες εκπτώσεις - προσφορές - ξεπούλημα.

Friday, February 8, 2008

Όλα καλά κι όλα ωραία

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου – και υπάρχει στον Κορυδαλλό προφυλακισμένη μια γυναίκα 35 ετών. Γιατί είναι στη φυλακή; Από χθες, διαβάζοντας τη δικογραφία της υπόθεσης Ζαχόπουλου, ξέρουμε. Είναι φυλακή επειδή δεν έχει καταλάβει τη βασική αρχή της εξουσίας: όταν τσακώνονται οι ιπποπόταμοι, τα βατράχια θα πρέπει να προσέχουν και να μην νομίζουν ότι μπορούν να κρίνουν τη μάχη. Αλλιώς καταλήγουν στον Κορυδαλλό.

Όχι πως δεν της αξίζει. Αλλά εκεί οφείλεται η σχεδόν εγγυημένη πια μοναξιά της. Το τελικό συμπέρασμα από μια υπόθεση που συγκλονίζει για δύο μήνες την ελληνική πολιτική σκηνή, περισσότερο από τα μεγάλα σκάνδαλα των υποκλοπών ή των ομολόγων, είναι πως αφορά τα χαλαρά ήθη μιας συμβασιούχου, τις εξάψεις ενός προϊσταμένου της γραμματέα κι ένα ΧΧΧ βίντεο «ένας άντρας, μια γυναίκα». Ούτε καν η αποκρουστική λογική «ένας προϊστάμενος, μια υφισταμένη». Σοφτ ερωτικό είναι. Ναι. Δυο μήνες τώρα, αυτό ζούμε. Όλα τα άλλα δεν υπάρχουν – όνειρο ήταν και πάνε…

Η δικογραφία μας τα λέει καθαρά και ξάστερα. Αν τύχει να βρείτε κάτι που νομίζετε ότι θα μπορούσε να φέρει πάνω-κάτω μια κυβέρνηση (αν ήταν, ας πούμε, στην Αγγλία) και το έχετε σε βίντεο, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να πατήσετε το Delete. Αλλιώς θα μπλέξετε. Μην το πάτε στο Μέγκα – εκεί δεν βλέπουν κάτι τέτοια. Μην το πάτε ούτε στο Πρώτο Θέμα. Εκεί δεν το παίρνουν καν, απλώς με κάποιο περίεργο τρόπο τυπώνουν την Κυριακή παγωμένα πλάνα. Μετά δεν το πάνε στην κυβέρνηση. Ωστόσο, με κάποιο νέο θαύμα, λίγο μετά από μια τυχαία συνάντηση για καφέ, η κυβέρνηση, ο Ανδριανός ας πούμε, βρίσκεται με το dvd στα χέρια. Δεν του το έχει δώσει ο Θέμος. Ούτε του έχει ζητήσει ανταλλάγματα – αλίμονο, είμαστε ανώτεροι άνθρωποι.
Ο Ανδριανός σε καμμία περίπτωση δεν το βλέπει. Το πετάει σε ένα συρτάρι και φεύγει για τη Μόσχα, αναζητώντας τους Δαίμονες του Ντοστογιέφσκι, τους οποίους προτιμάει από τους εγχώριους και ιθαγενείς. Λέει, όμως, στον Αγγέλου ότι κάτι έχει στο συρτάρι. Ούτε εκείνος φυσικά το βλέπει. Αλλά φωνάζει τον πρωταγωνιστή και τον στέλνει σπίτι του. Σκέψου να το είχε δει κιόλας. Το dvd είναι μονταρισμένο. Ποιος έχει το ορίτζιναλ; Ποιος έκανε το μοντάζ; Τι ρωτάς τώρα άνθρωπέ μου; Δεν βλέπεις ότι αυτά δεν τα ρώτησε ούτε ο ανακριτής;

Ο Θέμος δεν έχει καμμία εκκρεμότητα με την Εφορία. Ο Μάκης δεν έχει καμμία σχέση με την κυβέρνηση. Ο Κουκοδήμος ούτε που διανοήθηκε ποτέ να μεσολαβήσει για συναλλαγή. Μια κουβέντα φιλική είπε, τι εξαίρετος φίλος του που είναι ο Σπύρος Κλαδάς και πόσο θα κέρδιζε στη ζωή του ο επίσης φίλος του Μάκης εάν έτρωγε ένα μεσημέρι μαζί του. Φιλικά βέβαια…. Απορώ πώς πέρασε από τα διεστραμμένα μυαλά των δημοσιογράφων ότι θα μπορούσε να προτείνει συναλλαγή. Παρεξήγηση έγινε. Ο Μάκης το έπιασε στραβά. Και να δεις που δεν το έπιασε στραβά από την αρχή. Μόλις στράβωσε με το Θέμο αποφάσισε πως υπέρτατο επαγγελματικό καθήκον μας είναι να τα λέμε όλα. ΟΛΑ.

Μετά από αυτά, νομίζω οι πολίτες θα έχουν βγάλει ήδη τα συμπεράσματά τους. Και θα ξέρουν τι να κάνουν. Εάν υποπέσει κάτι ύποπτο στην αντίληψή τους, να σπεύσουν αμέσως στη Δικαιοσύνη. Θα τα φέρει όλα στο φως και οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν αυστηρά. Δεν βλέπετε την Τσέκου;

Thursday, February 7, 2008

Πυθαγόρεια εγκλήματα

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου – και η χώρα μας, κοιτίδα του πολιτισμού και της φιλοσοφικής σκέψης, μόνη αυτή έχει το δικαίωμα να καταργεί όσα οι πρόγονοί μας εφηύραν (όταν οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια, ως γνωστόν). Αφού, λοιπόν, καταργήσαμε τη λογική, τώρα καταργούμε και τα στοιχειώδη μαθηματικά ταυτοχρόνως.

Έστω, λοιπόν, κυβέρνηση με 152 βουλευτές. Μείον ένας που είναι κούκος και δεν φέρνει την άνοιξη. Ίσον 151. 151 μείον ένας top υπουργός που διαφωνεί δι’ αντιπροσώπου. Μείον άλλος ένας, πρώην υπουργός και καθ’έξιν αντάρτης, με ανοσία στις διαγραφές, ας πούμε σαν τον κ. Τατούλη, που σήμερα γράφει άρθρο στην Ελευθεροτυπία για να εξηγήσει ότι «τίποτα δεν μπορεί να στηρίζει επ’άπειρον τα θεμέλια ενός συστήματος που δυναμιτίζονται από αλλεπάλληλες κρίσεις». Πόσο κάνει, λοιπόν, 151-1-1. Ε, δεν θα το πιστέψετε. Στην καθ’ημάς δημοκρατία, επί συνόλου τριακοσίων, κάνει αυτό που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αποκαλεί «ισχυρή πλειοψηφία». Και για να μην καταλάβει κανείς λάθος, εξηγεί ότι μπορεί οι άλλοι –όλοι οι άλλοι, μέχρι και ο κ. Τατούλης- να βλέπουν διάλυση, αλλά δεν έχουν δίκιο. Αντιθέτως, η κυβέρνηση δεν προχωρεί απλώς στις μεταρρυθμίσεις (με βασική το ασφαλιστικό που δεν θέλει ο κ. Σουφλιάς), αλλά προχωρεί και «αταλάντευτα». Για να μην νομίσετε ότι ταλαντεύτηκε δηλαδή…

Κι αν αυτά συμβαίνουν στις εκατοντάδες, πού να δείτε τι γίνεται εκεί στην επικίνδυνη περιοχή γύρω από το μηδέν όπου κινείται, μην σας πω ποιος, το έχετε ήδη καταλάβει… Λοιπόν: για το C4i θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνοι τρεις πιθανοί χειριστές της συμφωνίας. Τρεις. Μείον ο κ. Χρυσοχοϊδης που πρώτος εξέδωσε ανακοίνωση για να πει ότι αρμόδιος ήταν ο κ. Παπαντωνίου, μένουν δύο. Δύο, μείον ο κ. Παπαντωνίου που εξέδωσε ανακοίνωση για να πει ότι αρμόδιος ήταν ο κ. Χρυσοχοϊδης, μένει ένας. Ποιος ένας; Ο ξεχασμένος μουτζούρης από την αποθήκη της κομματικής ιστορίας. Ένας μείον ο κ. Μαλέσιος που τον είχα ξεχάσει στο διαμέρισμα του κ. Αθανασούλη και εξέδωσε ανακοίνωση για να πει ότι έφταιγαν οι κκ. Χρυσοχοϊδης και Παπαντωνίου, πόσοι μένουν; Κανένας. Μηδέν. Τίποτα. Δεν υπάρχει συμφωνία. Δεν υπάρχει C4i. Μηδενικός ο λογαριασμός. Εδώ αποδεικνύεται η σοφία των αρχαίων ημών προγόνων που δεν αναγνώριζαν το μηδέν ως αριθμό. Εμείς, όμως, τους βάλαμε τα γυαλιά. Το μηδέν όχι απλώς υπάρχει αλλά κάνει και μπίζνες. Απλώς υπάρχει κίνδυνος να εμφανιστεί και στις δημοσκοπήσεις.

Πώς εξηγείται, λοιπόν, αυτή η αστάθεια των αριθμών στη χώρα μας. Γιατί αρνείται το ένα να αφαιρεθεί από το 151 και γιατί η φύση μισεί τόσο το κενό που το γεμίζει με μηδενικά από λογαριασμούς και θυρίδες; Η απάντηση είναι απλή. Ζούμε σε μια μεταφυσική χώρα, όπως θα αποδειχθεί σε λίγο, καθώς το Άγιο Πνεύμα θα μπει μέσα σε μια κάλπη, για να βγάλει η νύχτα επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη. Το θαύμα προέρχεται απευθείας, όπως και μερικά πολιτικά μας θαύματα, από την επιφοίτηση. Έτσι εξηγείται ότι όλα κατατείνουν, με δηλωμένα στην Εφορία μόλις δύο ψάρια και πέντε φρατζόλες, στο χορτασμό των πεντακισχιλίων. Οι υπόλοιποι ας κοιτάνε το γεύμα και ας περιμένουν το λογαριασμό…

Wednesday, February 6, 2008

Υπουργός μηχανικών, κόμμα συνδικάτων, κυβέρνηση πανηγυριών

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου – και τι ακριβώς έχουμε; Βουλή των Συντεχνιών ή Βουλή των Αντιπροσώπων; Ζούμε στην Ελλάδα τον 21ο αιώνα ή στη Χανσεατική Ένωση το 17ο;

Ο συντεχνιασμός, παράλληλο σύμπτωμα του κρατισμού και κληρονομιά από τις δεκαετίες του 70 και κυρίως του 80, είναι μια από τις κατεξοχήν παθογένειες της αντιπολίτευσης. Σε αντίθεση, όμως, με άλλες χώρες και με άλλα συμπτώματα, αποτελεί ακόμη και σήμερα προπύργιο με ευρύτατη κοινωνική υποστήριξη, καθώς μεγάλες ομάδες πολιτών τον βλέπουν –ακόμη…- ως καταφύγιο σε μια εποχή αυξανόμενης ρευστότητας.

Η συντεχνιακή λογική, με τον τρόπο αυτό, ανθίσταται στις πιέσεις της εποχής, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ένα μικρό μέρος, που αναζητεί τρόπους όχι να επιζήσει μέσα σε αυτά, αλλά να κρυφτεί από τα παγκόσμια ρεύματα, ιδιαίτερα τον ανταγωνισμό των αγορών. Και, με τις πολιτικές ηγεσίες αδύναμες, γίνεται βασικός παράγοντας στους συσχετισμούς, αναδεικνύεται σε ρυθμιστή στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι.

Πάρτε παράδειγμα την κυβέρνηση. Τι ακριβώς δηλώνει σήμερα ο κ. Σουφλιάς και η υφυπουργική vox Dei, ο κ. Ξανθόπουλος; Δηλώνει ότι ο άνθρωπος είναι πρώτα μηχανικός και μετά όλα τα άλλα. Μετά βουλευτής, μετά υπουργός, μετά στέλεχος της κυβέρνησης. Πρώτιστον το υπηρετείν τους εντολείς του. Και θεωρεί, αυτός ένας μείζον πολιτικός, ένας πολιτικός της λογικής και της σωφροσύνης χωρίς αμφιβολία, ότι η βασική εντολή αντιπροσώπευσης που έχει δεν αφορά την επικράτεια, στο ψηφοδέλτιο της οποίας εξελέγη, αλλά το χώρο της επαγγελματικής του προέλευσης, τις πολιτικές του ρίζες. Υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, υπουργός που διαφωνεί με την κυβέρνησή του στο πρώτο θέμα της ατζέντας της, την κορυφαία των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες θεωρητικώς εξελέγη, και διαφωνεί τόσο ριζικά και κεντρικά, προφανώς έχει να διαλέξει ανάμεσα στην αυτοτέλεια του λόγου του βουλευτή και τη θεμελιώδη συνθήκη παρουσίας σε ένα κυβερνητικό σχήμα, που είναι η διατήρηση της συνοχής του μέσα από την πολιτική αλληλεγγύη των μελών του.

Μην ανησυχείτε. Φυσικά δεν πρόκειται να τεθεί τέτοιο δίλημμα. Ο κ. Σουφλιάς έχει χρόνια τώρα κατοχυρώσει μια ειδική θέση μέσα στην κυβέρνηση. Αλλά έτσι και αλλιώς, δεν θα υπήρχε πάλι θέμα σε μια κυβέρνηση των 151 βουλευτών και ταλαιπωρημένη τόσο πολιτικά το τελευταίο διάστημα. Πώς άραγε θα αντέξουν τώρα στην πίεση χωρίς να εμφανιστούν εξωμότες της επαγγελματικής τους προέλευσης, λέω για παράδειγμα ο κ. Ρουσσόπουλος, που είναι δημοσιογράφος, ή ο κ. Κωνσταντόπουλος και ο κ. Παπαγεωργίου, που είναι γιατροί, για να μην αρχίσω να μετράω δικηγόρους. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση κάπως έτσι φτάνει στο τέλος της. Για την ακρίβεια: επιστρέφει στην αρχή της.

Δεν είναι μόνον η κυβέρνηση θύμα του συντεχνιασμού. Στην μάχη για την προεδρία στο ΠΑΣΟΚ, καθοριστικός για την επικράτηση του κ. Παπανδρέου ήταν ο ρόλος των μαχητικών συνδικαλιστών. Θα θυμάστε ίσως την περίφημη συνέντευξη των «πέντε» - ενώ τώρα συζητείται η υποψηφιότητα του κ. Πολυζωγόπουλου, στελέχους με όλες τις προδιαγραφές για κάτι τέτοιο, για τη γραμματεία του κόμματος. Θα είναι εύλογο, αλλά θα έχει μια σημασία. Με τον τρόπο που υποστηρίχθηκε ο κ. Παπανδρέου από τους συνδικαλιστές για να εκλεγεί, η ηγεσία του αναγκαστικά συνδέεται μαζί τους – όχι με τα πρόσωπα, εννοώ με τις πολιτικές προτεραιότητές τους. Το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα συνδικάτων – με την πρόσθετη ελληνική ιδιαιτερότητα, να πρόκειται κυρίως για συνδικάτα εργαζομένων του δημόσιου τομέα. Αλλά δεν υπάρχει από όσο ξέρω στην Ευρώπη σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που να ανακαινίστηκε ιδεολογικά και να αναβαπτίστηκε κοινωνικά χωρίς ρήξη με τις ισχυρές ομάδες πίεσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Που εντολείς τους, φυσικά, είναι όσοι δεν θέλουν να χάσουν τίποτα από μια μεταρρύθμιση. Εν τέλει: από οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.

Tuesday, February 5, 2008

Χωρίς λύσεις

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου – και άκουγα πριν από λίγο το πρόγραμμα του Αθήνα 984. Πολιτική συζήτηση, οι μεταμεσονύκτιες μετρήσεις – γιατί, όπως είναι γνωστό, εδώ η πολιτική θεωρείται είδος ακατάλληλο και προβάλλεται τις μικρές ώρες, ως θέαμα αποκλειστικώς για ενηλίκους. Εγγυημένη απόλαυση - ΧΧΧ.

Σε μια ανάπαυλα, τραγούδι. Ένα παλιό, του Λέοναρντ Κοέν – και οι στίχοι μου ακούστηκαν πραγματικά περίεργα σήμερα το πρωί: «με καταδίκασαν σε είκοσι χρόνια ανία, επειδή προσπάθησα να αλλάξω το σύστημα από μέσα» - "they sentenced me to twenty years of boredom, for trying to change the system from within". Είναι Κοέν, αλλά θα μπορούσε εύκολα να γίνει ο εθνικός ύμνος της εποχής. Ασφαλώς η υπόκρουση των δημοσκοπήσεων.

Η τελευταία θέτει ένα ερώτημα: υπάρχει πάτος για την κρίση του δικομματισμού; Υπάρχει τέλος στην έκρηξη πια της δυσφορίας των πολιτών με τις επιδόσεις τους; Υπάρχει όριο στην απαξίωσή τους, πριν καταρρεύσει το σύστημα; Νομίζω αυτό είναι το κεντρικό δίλημμα αυτής της πολιτικής περιόδου που άνοιξε με τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου – εάν δηλαδή η απότομη κατηφόρα τελειώνει σε μια σταθεροποίηση ή στο βάραθρο.

Με πολιτικούς όρους, το δίλημμα εκφράζεται ως εξής. Τα δύο μεγάλα κόμματα με τη σημερινή μορφή, διάρθρωση, στελέχωση και ατζέντα έχουν πλήρως εξαντλήσει τα όριά τους. Η κρίση του ενός εισπράττεται και αποτιμάται όχι ως κρίση διαχείρισης ή κρίση εξουσίας, αλλά ως συστημική ανεπάρκεια. Η ευθύνη, εκ των πραγμάτων, ανήκει στο κόμμα που ασκεί σήμερα την κυβερνητική εξουσία, αλλά η αίσθηση των πολιτών είναι πως αυτό αποτελεί συγκυριακό παράγοντα. Η αντιπολίτευση είναι αμφίβολο εάν θα μπορούσε να κάνει κάτι αποφασιστικό στην αντίθετη κατεύθυνση και είναι βέβαιο πως κάνει πολλά για την επιδείνωση της κατάστασης. Ποιες εκδοχές, λοιπόν, υπάρχουν;

Δεν βλέπω παρά μόνο δύο. Η μία είναι η ικανότητα ενός ή και των δύο μεγάλων κομμάτων να ανακαινιστούν με δική τους πρωτοβουλία. Δεν είναι αδύνατο – συνέβη για παράδειγμα στο ΠΑΣΟΚ το 1996. Είναι πιο απλό να συμβεί στη διάρκεια της διακυβέρνησης, γιατί υπάρχει η συγκολλητική ουσία που είναι η εξουσία. Είναι πιο επιτακτικό να συμβεί στη διάρκεια της αντιπολίτευσης, αν και πιο επώδυνο, γιατί αλλιώς (πεισθήκαμε τα τελευταία 10 χρόνια) η εμπιστοσύνη των πολιτών δεν ανακτάται.

Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη εκδοχή. Είναι η γενίκευση της κρίσης. Μπορεί να έρθει από ένα μεμονωμένο και τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός – και από απρόβλεπτα το τελευταίο διάστημα άλλο τίποτα, δεν συνηθίζεται δα να πέφτουν από το παράθυρο οι γραμματείς των υπουργείων… Μπορεί να έρθει από κάτι πιο προβλέψιμο, όπως η αποκάλυψη μιας εκτεταμένης διαφθοράς, που να πηγαίνει βαθιά στην καρδιά του κομματικού συστήματος και να καταδεικνύει μια συνενοχή κάτω από την κρούστα της πολιτικής αντιπαράθεσης.


Συνέβη στην Ιταλία με τα «καθαρά χέρια». Όλο και περισσότεροι υποθέτουν ότι και στην Ελλάδα μπορεί όλα τα χέρια να μην αποδειχθούν καθαρά.

Monday, February 4, 2008

Η χώρα που έβλεπε τους κύκνους να περνούν

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου – και μην με παρεξηγήσετε που νομίζω ότι αυτό που συνέβη το Σάββατο στην Αθήνα είναι η καλύτερη αποτύπωση της πραγματικότητας που ζούμε σε αυτή την ωραία και αμέριμνη χώρα. Έτυχε να βρίσκομαι στο κέντρο της πόλης. Τα Εξάρχεια από το Κολωνάκι τα χωρίζει ένας δρόμος – άλλοι λένε η Ιπποκράτους, άλλοι η Χαριλάου Τρικούπη, κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκονται σήμερα τα σύνορα. Από εκεί έως το Σύνταγμα, στο νοτιοδυτικό άξονα, η πρωτεύουσα ήταν γης μαδιάμ. Καδρόνια, ρόπαλα, φαλτσέτες, ματσέτες, σιδηρολοστοί, σιδηρογροθιές, κλομπ και πολλά, πολλά δακρυγόνα. Τριακόσια μέτρα παραπάνω, στο Κολωνάκι, το ανφάν γκατέ της καλοπέρασης ψώνιζε και έπινε καφέ, διαβάζοντας χαλαρό τις σαββατιάτικες εφημερίδες του για να μάθει πώς πηγαίνει η χώρα. Θα μπορούσε να το μάθει, βέβαια, κάνοντας μερικά βήματα και λίγες βαθιές εισπνοές – αλλά ο εσπρέσσο δεν μπορεί να περιμένει.

Μπορεί επίσης να καταλάβει κανείς λίγα για τη ζωή μας, παρακολουθώντας τη μαζική δράση. Τι είναι συνδικαλισμός στην Ελλάδα; Είχαμε δύο ωραία παραδείγματα την ίδια μέρα. Παράδειγμα πρώτο, η ΔΕΗ. Συνεδρίαζε το Σάββατο το Δ.Σ. για να αποφασίσει για τη συνεργασία με τη γερμανική RWE. Δεν συνεδρίασε. Γιατί; Γιατί μπούκαραν οι συνδικαλιστές και με το έτσι θέλω διέκοψαν τη συνεδρίαση. Τι το περάσανε; Εταιρεία; Να κάνει το Δ.Σ. ό,τι νομίζει; Εδώ είναι Βαλκάνια και υπάρχει συνδιοίκηση Δ.Σ.-ΓΕΝΟΠ. Όποιος δεν το σεβαστεί, θα εξωπεταχθεί. Ωραίο περιστατικό: ο πρόεδρος είπε στους εισβολείς ότι το Δεκέμβριο είχαν ζητήσει αναβολή της συνεδρίασης και εκείνος το είχε δεχθεί. Ο επικεφαλής των συνδικαλιστών τον επανέφερε στην τάξη: «δεν το αναβάλατε, σας το επιβάλαμε», του εξήγησε, για να μην ξεχνάμε και την ιεραρχία…

Ο εγχώριος συνδικαλισμός σημείωσε άλλη μια νίκη υπέρ του λαού, του κινήματος και των εργαζομένων τα Σαββατόβραδα. Η διοίκηση του Μετρό –αφού μάλλιασε η γλώσσα των πολιτών, των οργανώσεων, των νέων, των φορέων και άλλων οργάνων της αντίδρασης- αποφάσισε δοκιμαστικά να λειτουργεί μόνο Παρασκευή και Σάββατο το Μετρό από τα μεσάνυχτα έως τις δύο το πρωί. Κι αν έχει κόσμο βλέπουμε… Είχε λογαριάσει χωρίς τους συνδικαλιστές. Αποφάσισαν και προκήρυξαν στάσεις εργασίας κάθε Παρασκευή και Σάββατο, μεσάνυχτα με δυο το πρωί! Απίστευτο; Τίποτα δεν είναι απίστευτο – και ας φωνάζει από το μπλογκ της η ομάδα του G700, της γενιάς των 700 ευρώ που δεν της περισσεύουν για να τα δίνει στα ταξί, ή στα νοσοκομεία όπου διακομίζονται όσοι γυρνάνε μεθυσμένοι με μηχανάκι… Εδώ αφεντικό είναι τα λόμπι και λόμπι ισχυρό όπως τα συνδικάτα άλλο δεν υπάρχει.

Το Σάββατο, επίσης, έδωσε μια συνέντευξη στη ΝΕΤ ο Αλέκος Παπαδόπουλος, πολιτικός παλαιάς κοπής. Τον ρώτησαν γιατί υπάρχει απαξίωση του συστήματος και γιατί οι μετρήσεις γράφουν 91% δυσαρέσκεια με την αντιπολίτευση. Απάντησε με μια εικόνα: «πόσοι κύκνοι πρέπει να περάσουν για να καταλάβει κανείς ότι οι κύκνοι είναι άσπροι;». Ισχύει απολύτως για το κόμμα του, ισχύει απολύτως για τη χώρα, τη χώρα που διασκεδάζει βλέποντας τους κύκνους να περνούν…

Friday, February 1, 2008

Loosing the touch, missing the timing

Παρασκευή 1η Φεβρουαρίου – και, φυσικά, συνέβη το προδιαγεγραμμένο. Ο κ. Κουκοδήμος δεν άντεξε στην πολιτική πίεση και αποχώρησε από την Κ.Ο. της Ν.Δ. Ήταν αναπόφευκτο, ήταν αναμενόμενο, απλώς καθυστερούσε. Αλλά η καθυστέρηση σημαίνει πολιτικό χρόνο, η καθυστέρηση είναι πολιτική πράξη και έχει συνέπειες. Η συνέπεια ήταν η διόγκωση ενός ήδη βαρύτατου κόστους για την κυβέρνηση.

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως η καθυστέρηση οφείλεται στον κ. Κουκοδήμο. Σε ηλικία 39 ετών χαρακτηρίζεται «νέος», «ανώριμος», «φρέσκος», «άπειρος» - γενικώς μόλις που έσκασε από το αυγό και μπήκε στη Βουλή, οπότε δικαιολογείται λόγω έλλειψης πείρας. Ας δεχθούμε ότι ένας πρώην γ.γ. υπουργείου στην ηλικία που ο Τόνι Μπλαιρ έγινε πρωθυπουργός μπορεί να είναι στην ωραία αυτή χώρα ένα πολιτικό νεογνό και ως εκ τούτου να δικαιολογείται ένα δεκαήμερο γεμάτο από ασύγγνωστα φληναφήματα.

Είναι όμως έτσι; Προφανώς ο κ. Κουκοδήμος είχε κάποιο ρόλο, αλλά ήταν αυτός ο μοναδικός χειριστής της υπόθεσής του; Λίγοι, φοβάμαι, θα πεισθούν ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Ο χειρισμός της υπόθεσης Κουκοδήμου είναι κυβερνητικός χειρισμός. Το Μέγαρο Μαξίμου είναι που δεν τον οδήγησε νωρίτερα στην έξοδο, είτε με τη διαγραφή είτε με την αποφασιστική προτροπή προς το να λάβει την απόφαση που τελικώς χθες έλαβε. Και δεν είναι η πρώτη φορά.

Η δεύτερη θητεία της κυβέρνησης, μετά τις εκλογές, έχει αυτό το κεντρικό χαρακτηριστικό. Έχει χάσει τα ανακλαστικά της. Έχει μικρότερη δυνατότητα αντίληψης της δυναμικής των πολιτικών εξελίξεων. Δείχνει αδύναμη να διακρίνει τη φορά των πραγμάτων – τι πρέπει να περιμένει, τι και πότε μπορεί να κάνει, τι δεν μπορεί να αποτρέψει και άρα πρέπει να το προλάβει. Συνολικά, η αίσθηση του χρόνου, το περίφημο «τάιμινγκ», μοιάζει να έχει απολεσθεί μαζί με τον έλεγχο σε μια όλο και πιο πολύπλοκη συγκυρία.

Συνέβη με την υπόθεση Μαγγίνα. Από τη στιγμή που ο υπουργός Απασχόλησης αποκαλύφθηκε να απασχολεί ανασφάλιστους εργαζομένους, ήταν σε όλους σαφές ότι δεν θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση του. Η κυβέρνηση χρειάστηκε δύο εβδομάδες για να το συνειδητοποιήσει, με αποτέλεσμα και τον υπουργό της να χάσει εν τέλει και να υποστεί την υπόθεση των αυθαιρέτων αναψυκτηρίων – πολλαπλασιάζοντας το κόστος που ανέλαβε.

Δεν συνέβη μόνο με τον κ. Μαγγίνα. Ακριβώς το ίδιο σχήμα επικράτησε στην υπόθεση Ανδριανού. Κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να επικαλεστεί το δημοσιογραφικό απόρρητο. Πέραν της ίδιας της εξωφρενικής ιδέας, από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στη βάσανο της δημοσιότητας έγινε φανερό πως η γραμμή άμυνας θα κατέρρεε. Όσο πιο αργά, τόσο περισσότερος θα ήταν ο θόρυβος και το κόστος. Κι όμως. Η Κυβέρνηση προτίμησε να περιμένει. Και να περιμένει. Και να διαβάζει κάθε μέρα πώς το έδαφος χανόταν κάτω από τον πρωθυπουργικό σύμβουλο. Και να βλέπει τα στελέχη της να φυλλορροούν και το εσωτερικό μέτωπο στο Μαξίμου να δοκιμάζεται στην πίεση της ευθύνης – πολιτικής αλλά ακόμη και ποινικής. Και, τελικώς, βέβαια, ο κ. Ανδριανός αναγκάστηκε να πει το όνομα. Και η πίτα φαγωμένη και ο σκύλος πεινασμένος.

Μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες έχει συμβεί τουλάχιστον τρεις φορές σε υποθέσεις κορυφαίας πολιτικής σημασίας. Με 151 βουλευτές μπορεί ο κ. Καραμανλής ίσως να αντέξει. Άλλη πολιτική φθορά, όμως, και μάλιστα ενισχυμένη από αστοχίες των στενών συνεργατών του, πόσο μπορεί;

Υστερόγραφο στην εποχή των συγκρούσεων

Πέμπτη 31η Ιανουαρίου – και η σημερινή κηδεία του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου σηματοδοτεί από μια άποψη ένα τέλος εποχής. Το τέλος της εποχής της τελευταίας σύγκρουσης ιδεών και αντιλήψεων που έγινε στη χώρα, πριν αυτή περιοριστεί στη διαχείριση της καθημερινότητας.

Η άνοδος Χριστόδουλου στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο σημάδεψε τη δεύτερη φάση της – μια κίνηση στη λογική του αντίβαρου ή την έναρξη της αντίστροφης πορείας του ιδεολογικού εκκρεμούς. Στα μέσα της δεκαετίας του 90, η επιλογή της ελληνικής κοινωνίας ήταν η στροφή προς τη Δύση. Λίγο αργότερα, στα τέλη της, είχε ήδη συντελεστεί μια βαθιά αλλαγή στο ρευστό υπόστρωμα των αντιλήψεων. Η εκλογή, τότε, ενός Ιεράρχη με σκληρές απόψεις και εξωστρεφή διάθεση αποτύπωνε την επιθυμία της Εκκλησίας να ηγηθεί, όπως και έγινε, της στροφής της ελληνικής κοινωνίας σε ένα διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς, της επιστροφής της στις παραδοσιακές αξίες.

Δεν έχουν περάσει παρά μόνο δέκα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο η Εκκλησία είχε εμπλακεί σε μια κρίση εσωστρέφειας και αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της. Αλλά η υποχώρηση της επιρροής της ίδιας και του ηγέτη της δεν είχε τόσο να κάνει με την ίδια την κρίση, όσο με την αίσθηση ότι όλα όσα εξέφραζε ανήκαν σε ένα παρελθόν που δεν είχε πια άμεση σχέση με την πραγματικότητα στη χώρα. Το ρολόι της ιστορίας βρίσκεται αλλού, αλλά πρέπει να ομολογήσω (και νομίζω υπάρχουν κι άλλοι στην ίδια απορία) ότι εάν ρωτήσετε τι ώρα δείχνει, δεν υπάρχει μια εύκολη απάντηση. Δεν έχει σταματήσει επειδή ξέρουμε ότι δεν σταματάει ποτέ. Άρα κάτι φταίει με εμάς και την ικανότητά μας να το διαβάσουμε…

Η Εκκλησία μέσα σε μια τέτοια συγκυρία θα πρέπει να διαλέξει το διάδοχο του Αρχιεπισκόπου που κηδεύει σήμερα. Είναι δικό της θέμα εάν θα προτιμήσει έναν Ιεράρχη της ασκητικής πνευματικότητας ή της κοινωνικής δράσης, μια προσωρινή μεταβατική λύση ή μια μακρόπνοη επιλογή κατεύθυνσης. Αυτό που δεν έχει νόημα είναι να αναζητήσει έναν άλλο Χριστόδουλο. Πρώτα από όλα γιατί δεν υπάρχει. Τα ατομικά χαρακτηριστικά του, και κυρίως η άνεσή του στην επικοινωνία με τους πιστούς του, δεν τα έχει κανείς από τους πιθανούς διαδόχους του – είναι τόσο ειδικά και προβεβλημένα ώστε είναι μάλλον απίθανο να τα αποκτήσει κανείς με προσπάθεια ή να τα έχει και να μην έχουν γίνει πασίδηλα. Και, δεύτερον, γιατί ο Χριστόδουλος ήταν ένα πρόσωπο της στιγμής που αναδείχθηκε στην ηγεσία της Εκκλησίας. Και η στιγμή εκείνη ανήκει, όπως και ο ίδιος πια, στην Ιστορία.