Friday, July 27, 2007

Το Σεπτέμβρη πάλι τα ίδια;

Παρασκευή 27 Ιουλίου – και σήμερα οι περισσότεροι θα φύγουμε για διακοπές. Μην ρωτήσω αν θα πάμε βουνό ή θάλασσα γιατί με τις εικόνες των ημερών δεν περισσεύει ούτε διάθεση για αστεία. Θα επιστρέψουμε σε ένα μήνα. Θα έχουμε άφθονο καιρό για ανάπαυση και για λίγες σκέψεις παρά θιν΄αλός. Θα επιστρέψουμε στα τέλη Αυγούστου. Θα επιστρέψουμε όμως ίδιοι;

Τι θα κάνουμε από Σεπτέμβρη, που –καθώς λένε- «η ζωή θα έχει επανέλθει στους κανονικούς της ρυθμούς»; Μετά από αυτό το εφιαλτικό καλοκαίρι με τους δύο έως τώρα παρατεταμένους καύσωνες, τις εβδομάδες των 45 βαθμών, θα επιτρέψουμε, ας πούμε, να χτιστούν κι άλλα γυάλινα κτίρια στην Κηφισίας; Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί μια ιδιωτική εταιρεία από αυτές που αποκαλούνται «αστικής ανάπτυξης» -real estate, για να καταλαβαινόμαστε- θα της δοθεί άδεια από την πολεοδομία να χτίσει ένα ακόμη κτηνώδες συγκρότημα, που θα ζεσταίνεται με πετρέλαιο, θα ψύχεται με κλιματιστικό, θα ποτίζεται με γεώτρηση για το γκαζόν και την πισίνα και θα ζεσταίνει το νερό του με θερμοσίφωνες; Την επόμενη φορά που ένας κρατικός φορέας θα προκηρύξει διαγωνισμό για τη μεταστέγασή του, θα βάλει ας πούμε ως παράμετρο τη χρήση της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής στο νέο κτίριο; Ή, έστω, θα προθυμοποιηθεί να πληρώσει ακριβότερο ενοίκιο σε ένα βιοκλιματικό κτίριο, για να έχει κι ένα νόημα για τους μελλοντικούς οικοπεδούχους-κατασκευαστές –developers, για να καταλαβαινόμαστε- η επένδυση σε λιγότερο ενεργοβόρα αρχιτεκτονήματα;

Και ο μαυρισμένος σοκολατί υπουργός, αφού βγάλει τη μπαντάνα και ξαναφορέσει τη γραβάτα, τι θα κάνει; Όταν θα χρειαστεί να αγοράσει το κράτος μερικά αυτοκίνητα για την ανανέωση αυτού του θλιβερής αισθητικής στόλου από μαύρες μακριές λιμουζίνες, θα υπογράψει βεζνινοφάγα γκλαμουριά; Θα συνεχίσει πραγματικά το κράτος να αγοράζει για όλους, από τον πρωθυπουργό μέχρι το γίγαντα πρόεδρο (λέω τυχαία, δηλαδή…) του Δ.Σ. του Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων λίμος; Δεν θα φιλοτιμηθεί κανείς να πει ότι μετά από όσα συνέβησαν φέτος το καλοκαίρι, η φύση μπορεί κάποτε να ξαναγίνει η ίδια, αλλά εμείς δεν θα είμαστε ποτέ οι ίδιοι – και να πει, όχι, δεν θα υπογράψει κανείς να αγοραστεί κρατικό (ή ελπίζω και δημοτικό) αυτοκίνητο που να μην είναι υβριδικό;

Και στο τέλος, όταν θα προκηρυχτούν οι εκλογές και θα αρχίζουν τα ωραία, θα απαιτήσει το φιλοθεάμον κοινό όλοι όσοι σήμερα κόπτονται υπέρ της ανάγκης εθνικής συνεννόησης να συμφωνήσουν σε ένα κοινό ελάχιστο πρόγραμμα περιβαλλοντικής πολιτικής;

Με τέτοια ανόητα ερωτήματα να σιγοκαίνε, ραντεβού το Σεπτέμβρη.

Thursday, July 26, 2007

The party is over

Πέμπτη 26 Ιουλίου – και μερικές φορές απλώς δεν θέλεις να μιλήσεις. Αλλά δεν γίνεται. Ούτε πρέπει. Πρέπει πάλι να μιλήσεις – την ώρα που η σιωπή μοιάζει καλύτερη.

Για τις πυρκαγιές δεν έχουμε να πούμε βέβαια αυτή τη στιγμή απολύτως τίποτα – θα σβήσουν και τότε θα κάνουμε ατομικούς και συλλογικούς απολογισμούς. Αλλά υπάρχει κάτι που αυτό το καλοκαίρι μας το έχει ήδη δείξει με τον πιο τραγικό τρόπο – και φοβάμαι ότι θα μας το αποδεικνύει κάθε μέρα και κάθε τρομερή νύχτα, όπως η χτεσινή, μέχρι να τελειώσει. Το βέβαιο είναι πως δεν μπορούμε πια να συνεχίσουμε να ζούμε όπως ζούσαμε. Τέλος. Φινίτο. Αν τολμήσουμε να συνεχίσουμε, ζήτω που καήκαμε. Κυριολεκτικά…

Μετά τον πόλεμο, σε όλο τον κόσμο, επικράτησε μια περίοδος μεγάλης ευφορίας – σαν να είχε πάρει η υφήλιος LSD. Το παγκόσμιο ψυχοτρόπο ήταν η κατανάλωση. Όλοι ήταν τότε αισιόδοξοι. Είχε γίνει ένα μεγάλο τεχνολογικό άλμα. Είχαν όλοι πυρηνικά όπλα έτοιμα να αφήσουν στον πλανήτη μόνο κατσαρίδες. Οπότε η ειρήνη ήταν εγγυημένη. Κάνε έρωτα, όχι πόλεμο ήταν το σύνθημα της εποχής. Έκαναν και ήρθε η μεγάλη πληθυσμιακή έκρηξη, το baby boom. Αυτή η γενιά είχε ένα θεό – την κατανάλωση.

Το ρήμα «έχω» έγινε συρμός, κριτήριο και σύμβολο επιβίωσης, επιτυχίας, κοινωνικής ανόδου, προσωπικός στόχος. Περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερο πετρέλαιο, περισσότερα λιπάσματα, περισσότερη παραγωγή, περισσότερα αγαθά, περισσότερη ανάπτυξη. Μέσα σε 50 χρόνια οι άνθρωποι που βρίσκονταν πάνω στη Γη κατανάλωσαν περισσότερους φυσικούς πόρους από ό,τι όλοι οι προηγούμενοι του είδους τους που γεννήθηκαν και πέθαναν από τότε που κατοικήθηκε ο γαλάζιος πλανήτης. Και για να μην γίνει και κανένα λάθος, φρόντισαν με την εξουσία τους στο απόγειο να κατοχυρώσουν και παχιές συντάξεις, για να απολαμβάνουν τη συσσώρευση των αγαθών τους μέχρι βαθέος γήρατος. Οι γενιές της κατανάλωσης αφήνουν πίσω τους μια ασύλληπτη εικόνα: ένα παρόν θνήσκουσας ευημερίας και ένα μέλλον ζοφερό, ένα μέλλον οικονομικής και περιβαλλοντικής ερημοποίησης.

Θα πείτε, τι θέλεις δηλαδή, τι να κάνει η Ελλάδα – που κάτι απόλαυσε, κι αυτό μάλλον αργά, από τον πλούτο των εθνών; Δεν λέω πως μπορεί να έχει κάποιο αποφασιστικό ρόλο. Δεν λέω ούτε πως εδώ στη μικρή χώρα που καίγεται μπορεί κανένας μόνος του να κάνει τη διαφορά. Λέω όμως ότι ήρθε η ώρα να αλλάξουμε, όχι αύριο, όχι αργότερα, όχι από Σεπτέμβρη, αλλά ΤΩΡΑ τις συλλογικές και μαζί τις ατομικές μας συμπεριφορές. Όχι βέβαια απότομα – δεν είναι ούτε συνετό, ούτε εφικτό. Αλλά να το αποφασίσουμε τώρα, να το κάνουμε γρήγορα, και να το επιβάλουμε όλοι στον εαυτό μας, χωρίς ανοχή για όσους θέλουν να συνεχίσουν το ταξίδι στην αμεριμνησία.

Απλώς δεν γίνεται άλλο να βάζουμε την προσωρινή ευημερία πάνω από τη βιωσιμότητά της. Το πάρτυ τελειώνει και ζούμε ήδη ένα οδυνηρό χανγκόβερ.

Wednesday, July 25, 2007

Αναμνήσεις από το μέλλον

Τετάρτη 25 Ιουλίου – και υπήρχε παλιά ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που είχε κάνει πάταγο. Θυμάμαι αμυδρά τον τίτλο του μόνο: «Αναμνήσεις από το Μέλλον». Αυτό ακριβώς ζούμε ετούτες τις μέρες του αφόρητου καύσωνα.

Έχουμε, νομίζω, μια εντελώς λάθος εικόνα για αυτό που μας συμβαίνει. Φέτος, λένε όλοι, λέμε όλοι, επικρατούν «ακραία καιρικά φαινόμενα». Δεν είναι καθόλου έτσι. Βεβαίως είναι ακραία τα καιρικά φαινόμενα εάν τα συγκρίνει κανείς με την παρελθούσα εμπειρία μας. Αλλά τι χρησιμότητα έχει στην πράξη μια τέτοια σύγκριση, πέρα από το να προσδιορίσουμε πότε επήλθε η μεγάλη αλλαγή; Καμμία.

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Και είναι πολύ χειρότερη. Η πραγματικότητα είναι ότι ΔΕΝ ζούμε ακραία καιρικά φαινόμενα. Ζούμε τη συνήθη κατάσταση. Όχι του παρελθόντος, αλλά του παρόντος και του μέλλοντος. Και θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε, για την ακρίβεια, να αναζητήσουμε τρόπους να επιβιώσουμε μέσα στα νέα δεδομένα του φυσικού μας περιβάλλοντος. Για να τα καταφέρουμε χρειάζεται να μην ξεχάσουμε ούτε για λίγο τίνος είναι η ευθύνη για τη μεγάλη αλλαγή στο κλίμα.

Μια εβδομάδα καύσωνα με 45 βαθμούς τον Ιούνιο στην Αθήνα δεν έχει ξαναγίνει. Δέκα μέρες ιουλιανά καύματα με πάνω από 40 βαθμούς δεν έχει ξαναγίνει. Ναι αλλά θα ξαναγίνει. Πολλές φορές τα επόμενα χρόνια. Είχαμε την καλύτερη πυροσβεστική – ναι αλλά για τα μέτρα του παρελθόντος. Αυτά απλώς δεν έχουν σχέση με τις ανάγκες και τις συνθήκες.

Και μέσα σε αυτά πρέπει να σκεφθούμε πόσο βιώσιμη είναι αντίδρασή μας όταν επιμένουμε σε ανακλαστικά παλαιάς κοπής. Προφανώς δεν μπορεί κανείς να ζητήσει να σταματήσει η εγκατάσταση κλιματιστικών. Θα συνεχιστεί – οι εκκλήσεις δεν έχουν νόημα, κανείς δεν πρόκειται να τα κλείσει 11 με 3, όταν έξω η Αθήνα είναι Σαχάρα.

Αλλά τι θα κάνουμε; Θα φτιάξουμε κι άλλα εργοστάσια, κι άλλα μεγαβάτ από πετρέλαιο και λιγνίτη, ή έστω φυσικό αέριο; Είναι τόσο τρομερό να απαιτήσει κανείς από τους πολίτες λίγη συναίσθηση, λίγη συμβολή, λίγη αυτοσυγκράτηση; Πρέπει να δουλεύουν δέκα κλιματιστικά, καίγοντας ρεύμα, επιβαρύνοντας το περιβάλλον, ώστε τα επόμενα χρόνια να χρειάζονται είκοσι κλιματιστικά και πάει λέγοντας μέχρι που δεν θα πηγαίνει άλλο για κανέναν; Είναι τρομερό να απαιτήσεις ένα στοιχειώδη περιορισμό της ενεργοβόρας συμπεριφοράς για πέντε ωρίτσες την ημέρα; Είναι ασύλληπτο ότι ο πολίτης, που θέλει να λέγεται τέτοιος, και έχει απαιτήσεις από το κράτος και την πολιτεία και τους γύρω, να μην επιδεικνύει οικολογικό συβαριτισμό;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η διοίκηση, ξέρουμε άλλωστε την ποιότητά της, δεν έχει κάνει αρκετά και θα χρειαστούν πολύ περισσότερα. Αλλά είναι πολύ επίκαιρη η παλιά φράση του προέδρου της χώρας που πρωταγωνίστησε στην καταστροφή του πλανήτη: μην ρωτάς μόνο τι μπορεί να κάνει το κράτος για το περιβάλλον. Ρώτα τι μπορείς να κάνεις εσύ... Έχουμε μπροστά μας πολλές-πολλές καυτές μέρες σαν τη σημερινή.

Tuesday, July 24, 2007

Vol de nuit

Τρίτη 24 Ιουλίου – και ας δούμε τα πράγματα με περίσκεψη αλλά και με ψυχραιμία. Όλα τα επαγγέλματα δεν είναι ίδια. Υπάρχουν ορισμένες επαγγελματικές επιλογές που έχουν ένα υψηλό συντελεστή ηθικής βαρύτητας και ψυχικού θάρρους. Υπάρχουν δουλειές που δεν απαιτούν μόνον ικανότητα, γνώσεις και σοβαρότητα. Απαιτούν επίσης, ως απαραίτητο επαγγελματικό προσόν, την αυταπάρνηση και την ανάληψη κινδύνου ζωής. Σήμερα, στην Ελλάδα, δεν υπάρχει δουλειά πιο επικίνδυνη από εκείνη των χειριστών της Πολεμικής Αεροπορίας – των ανθρώπων που πετάνε νέοι στο Αιγαίο με τα μαχητικά και αργότερα ζουν τα καλοκαίρια τους μέσα στις φλόγες. Θα έλεγε κανείς πως με τα στοιχεία των τελευταίων χρόνων, αμέσως μετά από τους πιλότους, στο δείκτη επικινδυνότητας είναι οι πυροσβέστες.

Δεν πρόκειται για ανθρώπους χωρίς συναίσθηση. Δεν πρόκειται για ωραίους τρελούς που πετάνε στα σύννεφα. Προφανώς υπάρχει ένα στοιχείο διαφορετικής σχέσης με τη δουλειά τους από αυτή που έχουμε οι χαρτογιακάδες με το γραφείο μας. Αλλά είναι κυρίως άνθρωποι με (θα ακουστεί παλιομοδίτικο) υψηλή αίσθηση του καθήκοντος. Υπάρχουν ακόμη κάποιες δουλειές όπου η κοινωνική προσφορά είναι αξία.

Δεν είναι οι μόνοι. Σκέπτομαι για παράδειγμα γιατρούς που με πολύ μικρότερες αμοιβές από αυτές που θα τους προσέφερε, για παράδειγμα, ένα κέντρο διαιτητικών συμβουλών στο Κολωνάκι, πηγαίνουν στα πιο μακρινά μέρη του κόσμου, εκεί που δεν υπάρχουν οι ασθένειες των πλουσίων, αλλά οι θανατηφόροι λοιμοί που διάβαζαν στα μεσαιωνικά μυθιστορήματα. Δεν γυρίζουν όλοι καλά. Και ασφαλώς δεν είναι βέβαιοι πως θα γυρίσουν χαίροντες άκρας υγείας.

Υπάρχουν, λοιπόν, ακόμη κάτω από το παχύ στρώμα νεοπλουτικού λίπους που έχει σκεπάσει την Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες διαφορετικές αντιλήψεις και διαφορετικές συμπεριφορές. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει για το παραμικρό όλους τους υπόλοιπους που διστάζουν ή αρνούνται να αναλάβουν τέτοιους κινδύνους. Δεν υπάρχει ηθικός ψόγος για όλους εμάς που τρέμουμε στην ιδέα πως ο γιος μας θα πετάξει με την Ολυμπιακή. Αλλά δεν έχουμε δικαίωμα να μην σκεφτόμαστε εκείνους που ο γιος τους πετάει με Μιράζ, με παλιό Φάντομ, με Καναντέρ στις φωτιές, με ελικόπτερο νύχτα μέσα στις καταιγίδες στα νησιά.

Δεν ξέρω γιατί έπεσε το Καναντέρ. Το προηγούμενο ανάλογο δυστύχημα ήταν το 2000. Μπορεί να έχει συμβεί κάτι μεμπτό, μπορεί όχι. Αλλά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως οι άνθρωποι αυτοί κάθε φορά που απογειώνονται ξέρουν πως υπάρχει μια πιθανότητα να μην γυρίσουν. Θα ήθελα οι συνάδελφοί τους, όταν θα ακούσουν την επόμενη φορά το συναγερμό, να ξέρουν πως, εάν συμβεί κάτι απευκταίο, οι οικογένειές τους θα έχουν μια εντελώς ξέχωρη, διαρκή και προνομιακή φροντίδα από την πολιτεία – πέρα από τις τιμές, τις δηλώσεις, τις φανφάρες και τα συλλυπητήρια. Αυτή είναι η υποχρέωσή μας.

Monday, July 23, 2007

Ερντογάν ή τανκς

Δευτέρα 23 Ιουλίου – και το 1974 οι Έλληνες πήγαν στις κάλπες για πρώτη φορά ύστερα από 11 χρόνια. 17 Νοεμβρίου, σημαδιακή ημερομηνία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε νομιμοποιηθεί και η Αριστερά ήταν Ενωμένη, όνειρα δεκαετιών για τους οπαδούς της. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε ιδρύσει κόμμα, εκφράζοντας ένα μεγάλο προδικτατορικό ρεύμα. Η Ένωση Κέντρου ήταν ξανά στο προσκήνιο, το κόμμα που είχε εμποδίσει από το θρίαμβο η επιβολή της δικτατορίας. Και 7 χρόνια γύψου είχαν ριζοσπαστικοποιήσει ένα σημαντικό τμήμα ιδίως της νεολαίας. Και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πήρε 54%.

Τι είχε συμβεί; Το είχε περιγράψει με τρεις λέξεις ο Μίκης Θεοδωράκης. Εκείνες δεν ήταν εκλογές. Ήταν η απάντηση σε ένα δίλημμα: Καραμανλής ή τανκς. Και οι πολίτες είχαν κάνει τη, σοφή όπως αποδείχθηκε, επιλογή να προτιμήσουν τη σταθεροποίηση βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις πολιτικές προτιμήσεις τους.

Με τέτοιους όρους έγιναν και οι χθεσινές εκλογές στην Τουρκία. Στην ουσία έγινε μια δημοψηφισματικού χαρακτήρα αναμέτρηση γύρω από την απόπειρα προνουντσιαμέντου του στρατού σε βάρος του Ερντογάν. Δεν είναι το 46,6% του τουρκικού εκλογικού σώματος ισλαμιστές, όπως ο Ερντογάν δεν είναι μουλλάς ή αγιατολλάχ. Αυτό που ψήφισε ουσιαστικά η Τουρκία είναι το συντριπτικό πια αίτημα αποκατάστασης της δημοκρατικής τάξης με ευρωπαϊκούς και όχι με κεμαλικούς όρους. Η κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα απαίτησαν, αν δεν επέβαλαν στην πράξη – μένει να το δούμε αυτό, μια συνταγματική αναθεώρηση: την απάλειψη του άρθρου του τουρκικού συντάγματος που καθιστά το στρατό εγγυητή της Δημοκρατίας.

Ο Ερντογάν όμως αναδεικνύεται σε κάτι περισσότερο. Είναι σήμερα για την Τουρκία ταυτόχρονα ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου της Ελλάδας της μεταπολίτευσης. Είναι δηλαδή ΚΑΙ ο εγγυητής της δημοκρατικής θεσμικής ομαλότητας ΚΑΙ ο πρόμαχος της κατάργησης των κοινωνικών αποκλεισμών σε σχέση με το κράτος.

Για την Ελλάδα, οι χθεσινές τουρκικές εκλογές απάντησαν οριστικά σε ένα παλιό ερώτημα – εάν υπάρχει και ποιος είναι ένας πραγματικός συνομιλητής στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Ο Ερντογάν είναι κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού και απομένει σε εκείνον να λύσει τους λογαριασμούς του με τους προνομιούχους του κεμαλικού κατεστημένου, ως επί το πλείστον ένστολους. Εκπροσωπεί τα λαϊκά στρώματα, τους απελπισμένους χωρικούς της ανατολής και τους αποκλεισμένους στα προάστεια των αστικών κέντρων, ιδίως της Πόλης, αλλά εκπροσωπεί εξίσου και μια ανερχόμενη αστική τάξη που ευνοείται από την ανόρθωση της τουρκικής οικονομίας και την αναζήτηση μιας θέσης στη διεθνή αγορά, έστω με παλιούς κορεατικούς όρους, αντί για την περιχαράκωσή της στην κρατικοδίαιτη νομενκλατούρα των ελάχιστων παραδοσιακών οικογενειών του αμύθητου πλούτου. Εδώ ο κ. Ερντογάν για να υπηρετήσει τα συμφέροντα της βάσης του δεν έχει παρά μια, κι αυτή δύσκολη, επιλογή. Να επιμείνει στη σταδιακή μείωση των αμυντικών δαπανών.

Κι όλα αυτά σε μια χώρα που έχει μπροστά της μια μεγάλη κρίση ταυτότητας, καθώς μορφοποιείται με γρήγορους ρυθμούς ένα εκκολαπτόμενο κουρδικό κράτος στο Ιράκ – αυτός είναι ο χειρότερος φόβος της Τουρκίας που με δυο ντουζίνες Κούρδους βουλευτές στο Κοινοβούλιό της έχει μπροστά της κρίσιμες αποφάσεις. Κι αυτή τη φορά δεν είναι όπως το 74, γιατί Αττίλας για το Κουρδικό δεν υπάρχει.

Friday, July 20, 2007

Μετά τη φωτιά

Παρασκευή 20 Ιουλίου – και είναι η έβδομη σάλπιγγα της αποκάλυψης αυτό που ζουν το ένα μετά το άλλο όσα δάση έχουν απομείνει στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλά έχουν αλλάξει, χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δύο επταήμερους καύσωνες, με 43 ή 45 βαθμούς, τον έναν τον Ιούνιο και τον άλλον πριν τελειώσει ο Ιούλιος, δεν είχαν ξαναζήσει οι κάτοικοι αυτής της χώρας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το κλίμα αλλάζει και πως η περιοχή της Μεσογείου θα ζήσει με δραματικό τρόπο αυτές τις αλλαγές.

Αυτά οφείλονται στο φυσικό περιβάλλον και τους παράγοντες που δεν μπορούμε άμεσα ή μόνοι μας να αντιμετωπίσουμε. Αλλά υπάρχει και ο περίφημος «ανθρώπινος παράγων». Μέσα στο χειμώνα, θυμάμαι, μιλούσα με ένα γνωστό πολιτικό στέλεχος, σοβαρό άνθρωπο και συνεργάτη κορυφαίου υπουργού. Λέγαμε για το τι έχει μπροστά της η κυβέρνηση και τότε μου προκάλεσε έκπληξη η εντύπωσή του: οι βροχές είναι πολύ λίγες φέτος, μου είπε. Μας έχουν ενημερώσει πως το καλοκαίρι μπορεί να επιφυλάσσει κόλαση φωτιάς. Τέτοια που δεν αποκλείεται να γίνει ακόμη και σοβαρό πολιτικό πρόβλημα.

Δεν έδωσα τη σημασία που έπρεπε. Αλλά αυτή τη συζήτηση την αναλογίζομαι κάθε φορά που βλέπω αυτές τις μέρες τις εικόνες της καταστροφής και τις φλόγες να καταπίνουν δέντρα. Γιατί δεν είναι πως δεν είχε προβλεφθεί τι θα συνέβαινε. Είναι ότι ακόμη κι όταν ξέρουμε τι έρχεται, υπάρχει προφανής και δραματική αδυναμία αντιμετώπισης. Δεν λέω μόνο για την Πυροσβεστική και την Πολιτική Προστασία και την ορατή δυσλειτουργία. Λέω, για παράδειγμα, για τους δήμους και την τοπική αυτοδιοίκηση στην περιφέρεια. Που ούτε πρόσθετη οικονομική ενίσχυση έλαβε, αλλά ούτε και έκανε (από όσο γνωρίζω) κάτι παραπάνω από τα προηγούμενα χρόνια, που δεν έκανε και πολλά πράγματα δηλαδή, για αποψιλώσεις, ζώνες πυρασφάλειας, καθαρισμούς δασών, έστω μια ειδική ενημέρωση των κατοίκων για τους κινδύνους του φετεινού καλοκαιριού. Δεν λέω για τις προσλήψεις, που έχουν κόστος. Λέω για την εγρήγορση και τον εθελοντισμό, που εκκινούν από την συνειδητοποίηση του κινδύνου. Είναι δωρεάν αλλά απαιτούν γνώση και πιο ζωντανά κοινωνικά ανακλαστικά.

Τώρα, που κάηκαν, δεν αρκεί να κοιτάμε τα καμμένα. Γιατί δεν ξανασυζητάμε το ενδεχόμενο να βγαίνουν εκτός συναλλαγών όλες οι καμμένες εκτάσεις για πολλά χρόνια; Γιατί δεν αποφασίζουμε, ήδη από τώρα, προς αποθάρρυνση των εμπρηστών, που όλοι αναγνωρίζουν τη δράση τους, την αναγκαστική απαλλοτρίωση όλων των καμμένων εκτάσεων; Και, τέλος, ας σκεφθούμε με πιο σκληρούς οικονομικούς όρους. Το δάσος για να ζήσει πρέπει τα συμφέροντα από την επιβίωσή του να είναι μεγαλύτερα από τα συμφέροντα της καταστροφής του. Η επιστροφή μιας οικονομικής δραστηριότητας, από την υλοτομία μέχρι τη ρητινοσυλλογή, είναι όρος επιβίωσης για τα ελληνικά δάση.

Thursday, July 19, 2007

Fire!

Πέμπτη 19 Ιουλίου – και έβαλε φόκο… Πριν, όμως, μπούμε στη φλεγομένη και μηδέποτε καιομένη βάτο της πολιτικής, ας κάνουμε μια υπόθεση. Ας υποθέσουμε ότι τους υπαινιγμούς που διατύπωσε ο κ. Γιακουμάτος, δεν τους είχε κάνει ο κ. Γιακουμάτος, αλλά κάποιος άλλος. Ας πούμε ο Σουφλιάς. Ή η Ντόρα. Ή ο Προκόπης. Ή ο Αβραμόπουλος. Ή ο Αλογοσκούφης. Τι θα είχε συμβεί;

Είναι πιο φανερό κι από φωτιά τη νύχτα ότι θα είχε καταρρεύσει το σύστημα. Θα είχαν διαρραγεί άνευ οδού επιστροφής οι σχέσεις της κυβέρνησης με την αξιωματική αντιπολίτευση. Θα είχαμε φτάσει στα άκρα. Γιατί εν τηλεοπτική ελαφρότητι, ο κ. Γιακουμάτος κατηγόρησε την αντιπολίτευση όχι απλώς για εμπρησμούς (δεν τους είπε οικοπεδοφάγους), αλλά για υποδαύλιση –κυριολεκτικά- των πυρκαγιών για εκλογικό όφελος, δηλαδή περίπου για ένωση προς στάση, εσχάτη προδοσία, απόπειρα ανατροπής του πολιτεύματος. Εντάξει, δεν λέω ότι το σκέφθηκε έτσι – αλλά μερικά πράγματα δεν είναι κακό να τα σκέφτεται κανείς καμμιά φορά…

Γιατί δεν κατέρρευσε το σύστημα, γιατί δεν κάηκε το πελεκούδι; Μα είναι απλό. Γιατί όλοι ξέρουν τι παίζει. Ο κ. Γιακουμάτος έχει κατακτήσει στάτους τηλεοπτικής περσόνας. Αναγνωρίζεται πως ό,τι λέει δεν το παίρνουμε και τοις μετρητοίς, γιατί έχει μια καρέκλα στα παράθυρα να προασπίσει. Τα λέει κάπως πιπεράτα, βρε αδερφέ. Γι’ αυτό τον φωνάζουν. Επειδή τα λέει έτσι και κάνει νούμερα. Κι αυτός, επειδή ξέρει πως κάνει νούμερα και πως κάνει νούμερα επειδή τα λέει κάπως, πηγαίνει κάθε φορά και μερικές λέξεις και μερικούς υπαινιγμούς πιο πέρα. Και επιβραβεύεται. Και τον ξαναφωνάζουν. Δεν έχει τέλος, δεν έχει όριο, είναι τα αποκαϊδια της πολιτικής.

Έτσι όμως καίγεται η γούνα μας. Διότι στην τελευταία δημοσκόπηση που είδα για τη Β΄Αθηνών, όπου πολιτεύεται ο έχων τηλεοπτική ασυλία υφυπουργός, ήταν εκείνος που έκανε το μεγαλύτερο άλμα δημοφιλίας προς τα πάνω. Δεύτερος, παρακαλώ, ύστερα μόνο από το Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Σημειώνω ότι στην ίδια δημοσκόπηση για το ΠΑΣΟΚ πρώτος αναδεικνύεται ο κ. Ανδρέας Λοβέρδος, ο οποίος κατά σατανική σύμπτωση βρέθηκε χθες το απόγευμα απέναντι στον κ. Γιακουμάτο για να προασπίσει το κόμμα του σε μια βραχεία τηλεοπτική τιτανομαχία. Επιστρέφω στον κ. Γιακουμάτο που διαψεύδει τις ανοησίες του Ουώρχολ περί ενός τετάρτου και μόνο δημοσιότητας για όλους. Περνάει τους πάντες, τρώνε τη σκόνη του. Όχι θα αφήσει να τον ξαναπεράσουν. Θα πει τα πάντα. Ότι οι αντίπαλοι είναι εμπρηστές, αν χρειαστεί θα γίνει παρωνυχίδα. Η τηλεόραση τα επιτρέπει όλα και τα επιβραβεύει όλα.

Το θέμα είναι ότι και τα κόμματα τα επιτρέπουν όλα και τα επιβραβεύουν όλα. Ότι ανέχονται την ασυλία των παραθυράτων. Το ότι ειπώθηκαν αυτά στο ραδιόφωνο ελάχιστη σημασία έχει. Ο Γιακουμάτος είναι τηλεοπτικός αστέρας και με την ασπίδα αυτή μιλάει πάντα και για τα πάντα.

Ότι ο κ. Γιακουμάτος θα επιστρέψει σήμερα ευτυχής και δικαιωμένος στο υπουργείο του, ενώ οι συνυποψήφιοί του που σέβονται τον εαυτό τους και δεν θέλουν να γίνουν πολιτικά παρατράγουδα θα αναζητούν μάταια κοινό, αναγνωρισιμότητα και ψήφους. Η σοβαρότητα θα καεί μπροστά στην κάμερα, σε ζωντανή σύνδεση. Κάποιοι θα παρασυρθούν, κάποιοι θα επιλέξουν να κινηθούν στα όρια της αυτοταπείνωσης και του αυτοεξευτελισμού μήπως επιβιώσουν, κάποιοι θα περιθωριοποιηθούν.

Ο κ. Γιακουμάτος, πάλι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα σαρώσει στις εκλογές. Και μετά με τα εχέγγυα σοβαρότητας που έχει παρουσιάσει θα δικαιούται να διεκδικήσει διατήρηση του θώκου του στο υφυπουργείο Απασχόλησης και, γιατί όχι, αναβάθμιση στη θέση του υπουργού. Οπότε θα αναλάβει να λύσει το Ασφαλιστικό. Εκεί να δεις φωτιές στα τόπια…

Wednesday, July 18, 2007

Η Πάρνηθα σώζεται στην Πεντέλη

Τετάρτη 18 Ιουλίου – και επειδή και σήμερα είμαστε περικυκλωμένοι από φλόγες, επειδή και σήμερα τα πρωτοσέλιδα γεμίζουν από φωτογραφίες που σε αφήνουν άφωνο, όπως αυτή με την Ακροκόρινθο να πολιορκείται από τους καπνούς και τη φωτιά, επειδή και σήμερα αναρωτιέται κανείς τι έχει άραγε απομείνει από το περιαστικό πράσινο της Αθήνας για να καεί κι αυτό, επειδή και σήμερα υπάρχουν προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο πυρκαγιάς…

…ας δούμε που θα κριθεί η μάχη της επόμενης μέρας. Τη μάχη με τη φωτιά, ας μην το κρύβουμε, φέτος την έχουμε χάσει και την έχουμε χάσει κατά κράτος. Δεν θα απορήσει κανείς για τους πολιτικούς διαξιφισμούς, εύλογους στο μέτρο που η κρατική μηχανή εμπλέκεται τόσο άμεσα και στην πυρόσβεση αλλά και σε ό,τι κρύβουν τα αίτια των τόσων πύρινων μετώπων – από τους μετασχηματιστές-εμπρηστές της ΔΕΗ μέχρι τους συμπατριώτες-εμπρηστές, που ονειρεύονται οικοπεδοποιήσεις και δεν έχουν αναστολές. Αλλά και πέρα από αυτούς τους διαξιφισμούς, υπάρχουν μερικά αναμφισβήτητα γεγονότα. Πρώτον, ότι ένας σημαντικός αριθμός από τις πυρκαγιές οφείλεται σε ανθρώπινη δραστηριότητα – μερικές φορές τυχαία, περισσότερες υποβολιμαία. Αλλά ποτέ δεν έχει υπάρξει παραδειγματικός κολασμός εμπρηστών – η σύλληψη είναι δύσκολη και όταν γίνεται έρχεται ο πολυετής πάγος της Δικαιοσύνης για να μην θυμάται στο τέλος κανείς τίποτα.

Δεύτερον, ότι υπάρχει πια διαπιστωμένο και αναμφισβήτητο πρόβλημα στην προπαρασκευή του κρατικού μηχανισμού και στη διοίκησή του στο θέμα της πυρόσβεσης. Και τέλος, ότι πρέπει ήδη να ετοιμαζόμαστε για να ζήσουμε (ή να πεθάνουμε) με τις αναπόφευκτες συνέπειες από την καταστροφή αυτού του καλοκαιριού.

Μένει κάτι να γίνει – εκτός από το να φύγουμε πανικόβλητοι από αυτή την πόλη και να μετοικήσουμε πιο βόρεια; Ασφαλώς μένει. Η υπόθεση της Πάρνηθας είναι πια υπόθεση όλων. Αλλά η μάχη της Πάρνηθας, ισχυρίζομαι, δεν θα κριθεί στην Πάρνηθα. Θα κριθεί στην Πεντέλη. Όχι με ό,τι υποσχόμαστε και φυσικά όλοι θέλουν να γίνει στα πρόσφατα καμμένα. Αλλά με ό,τι θα κάνουμε (στο φως της νέας πραγματικότητας) για όσα κάηκαν πριν από μερικά χρόνια. Θα εντοπιστούν οι επίδοξοι καταπατητές της Πεντέλης; Θα δούμε τι έχει χτιστεί εκεί που ακόμη τίποτα δεν έχει φυτρώσει; Θα εφαρμόσουμε και στην Πεντέλη, αναδρομικά έστω, αυτά που υποσχεθήκαμε τώρα για την Πάρνηθα; Ποιος εμποδίζει την κατεδάφιση των αυθαιρέτων που έχουν ήδη ξεφυτρώσει εκεί; Ποιος εμποδίζει την αναγκαστική απαλλοτρίωσή τους σε πρώτη φάση; Ποιος εμποδίζει τουλάχιστον μια δημοσιογραφική έρευνα για να μάθουμε –με ονοματεπώνυμα όμως- ποιοι πουλάνε οικόπεδα σε τιμή ευκαιρίας, ποιος δασάρχης (όχι ποιο δασαρχείο, ποιος δασάρχης και πού υπηρετεί τώρα) έδωσε τα χαρτιά του αποχαρακτηρισμου, ποιοι εργολάβοι έριξαν τα μπετά, με ποιες άδειες και ποιοι είναι οι ευτυχείς συμπολίτες που αποφάσισαν πως τους αξίζει μια καλύτερη Ελλάδα στη στάχτη της παλιάς – κυριολεκτικά όμως…
Ονόματα και διευθύνσεις. Στην Πεντέλη. Μόνο αυτό θα σώσει την Πάρνηθα.

Tuesday, July 17, 2007

Ένας άντρας, μια γυναίκα

Τρίτη 17 Ιουλίου – και καλά κρυμμένη στις Βρυξέλλες και τα συρτάρια του υπουργείου Απασχόλησης ήταν η παραπομπή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Διαστήριο, επειδή αρνείται να εξισώσει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών με εκείνα των ανδρών.

Πρόσφατα δημοσιοποιήθηκε μια μάλλον γραφική δικαστική απόφαση, επί τη βάσει της οποίας η ισότητα των φύλων πρέπει να ισχύσει και γι’αυτό οι άνδρες δικαιούνται να φεύγουν κι αυτοί με σύνταξη στα 55. Εν ολίγοις, ένας πρωτοδίκης (αν δεν κάνω λάθος) αποφάσισε ότι μπορεί να αποφασίσει την άμεση κατάρρευση όλων, χωρίς εξαίρεση, των ασφαλιστικών ταμείων. Η απόφαση δεν θα εφαρμοστεί, φυσικά, όχι μόνον γιατί υπάρχουν αρκετές δικαστικές αποφάσεις που δεν εφαρμόζονται (ορισμένες με αυθαίρετη πρωτοβουλία του κράτους), αλλά επειδή δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Υπάρχει και η πραγματικότητα.

Πέρα από τις εκκεντρικότητες, όμως, η υπόθεση των διαφορετικών ορίων ηλικίας ανδρών και γυναικών, και η μέχρις εσχάτων υπεράσπισή του δικαιώματος αυτού από την Ελλάδα, προβάλλεται ως δείγμα ευαισθησίας του ελληνικού κράτους έναντι του γυναικείου φύλου και έναντι της μητρότητας. Ισχυρίζομαι πως όχι μόνον δεν είναι δείγμα ευαισθησίας, αλλά αντίθετα αποτελεί πρόφαση αναλγησίας.

Η βέβαιη καταδίκη μπορεί να μας βάλει από τώρα σε σκέψεις για το πώς, εάν θέλουμε, θα στηρίξουμε πράγματι τη γυναίκα και τη μητέρα, εκεί που το έχει ανάγκη. Για να μπορεί να κάνει παιδιά –αφού καιγόμαστε, υποτίθεται, για το δημογραφικό- πρέπει, με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και τη σταδιακή αποσάθρωση της παλιάς πυρηνικής οικογένειας…

…πρέπει να έχει κάπου να τα αφήσει για να εργαστεί. Άρα να έχουν όλες οι γυναίκες πρόσβαση στη βασική κοινωνική μέριμνα του παιδικού σταθμού, από τη βρεφική ακόμη ηλικία των παιδιών τους. Αυτά τα πέντε χρόνια, που τους χαρίζουμε σήμερα πριν από τη σύνταξη, πότε άραγε τα έχουν ανάγκη; Στα 55, όταν κατά τεκμήριο τα παιδιά τους έχουν μεγαλώσει, ή όταν τα γεννούν και έχουν τις δυσβάστακτες υποχρεώσεις της παράλληλης οικογενειακής και επαγγελματικής απασχόλησης; Χρειάζεται, λοιπόν, πραγματική προστασία της επαγγελματικής καρριέρας της γυναίκας – να μην αναστέλλεται (ελπίζω ότι έχουμε περάσει τη φάση του «να μην απολύεται») επειδή γίνεται μητέρα. Και, αν και κοινωνικά ακόμη δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση, να φροντίζουμε για τη δυνατότητά της να μεταβιβάσει μέρος των ωφελημάτων αυτών στον πατέρα – εάν συμβαίνει, που όλο και συχνότερα πια θα συμβαίνει, η δική της καρριέρα να έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις.

Εν ολίγοις. Αν θέλουμε να στηρίξουμε τις γυναίκες, ας φροντίσουμε πώς θα μετέχουν ισότιμα, με τη δουλειά και τις φιλοδοξίες τους επίσης, στον επαγγελματικό στίβο κι όχι πώς θα τις επαναφέρουμε ταχύτερα στα «οικιακά». Όσο γρηγορότερα έρθει η καταδίκη από το Ευρωδικαστήριο, όσο γρηγορότερα υποχρεωθούμε να προσαρμοστούμε σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, τόσο το καλύτερο. Αν το ελληνικό κράτος αγαπάει όντως τις γυναίκες, το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να μην υπερασπιστεί την υπόθεση και επιταχύνει την καταδίκη του. Έτσι κι αλλιώς δεν τη γλιτώνει. Ευτυχώς.

Monday, July 16, 2007

Τίνος είναι η Ακρόπολη;

Δευτέρα 16 Ιουλίου – και ας το πούμε εκ των προτέρων, παρά να το λέμε έξω φρενών αφού συμβεί. Ακούω πάλι ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τις πληρωμές των αρχαιοφυλάκων. Τα προβλήματα των αρχαιοφυλάκων οξύνονται το θέρος, γύρω στον Ιούλιο-Αύγουστο, κατά τον ίδιο τρόπο που τα προβλήματα των καθηγητών αναφύονται συνήθως πριν από τις πανελλήνιες εξετάσεις και εκείνα των ναυτικών μόλις μυρίσει καλοκαιράκι.

Έχουμε μιλήσει και ξαναμιλήσει για αυτή την άθλια τακτική των λεγόμενων «κοινωνικών ομάδων», που στην πραγματικότητα είναι στενά επαγγελματικά λόμπυ, και με πρωταγωνιστές τους σκληρούς συνδικαλιστές τους θεωρούν πως το καλύτερο μέσο πίεσης είναι να στρίβουν το χέρι της κοινωνίας όταν ξέρουν πως θα πονέσει περισσότερο. Συνδικαλιστικώς απλό, από κοινωνική άποψη απολίθωμα μιας άλλης εποχής – καθώς δεν συνειδητοποιούν ότι σε μικρό πια βάθος χρόνου, εάν δώσουν τη μάχη τους με όρους σύγκρουσης, η «εργοδοσία» (κρατική ή ιδιωτική) γίνεται όλο και πιο ισχυρή και θα τη χάσουν κατά κράτος.

Αλλά ας είναι, λέγαμε για τους αρχαιοφύλακες. Ακούω λοιπόν πως ετοιμάζονται για τις τακτικές ετήσιες κινητοποιήσεις τους και ότι επαπειλείται και πάλι το γνωστό κλείσιμο της Ακρόπολης. Για τους περισσότερους από εμάς, αυτό συνοψίζεται σε μερικά πλάνα καταϊδρωμένων και απελπισμένων τουριστών, που έχουν έρθει από την άκρη του κόσμου για να δουν αυτό το ρημάδι που οι περισσότεροι των Ελλήνων συμπατριωτών επισκεπτόμεθα μόνον υποχρεωτικώς με το σχολείο. Τα γνωστά πλάνα με το βλέμμα τους θολό από αγανάκτηση και χωρίς προσδοκία – αυτοί που ξεκίνησαν από ποιος ξέρει πού για να τιμήσουν το μνημείο που εμείς θυμόμαστε κυρίως για να ψηφίσουμε τα υποτιθέμενα 7 θαύματα στα ιντερνετικά καραγκιοζιλίκια.

Η όψη τους, κάθε χρόνο, είναι πραγματική πρόκληση. Στη λογική και στην ευαισθησία. Υπάρχει μια παράδοξη αντίληψη στους κατοίκους των πολυκατοικιών που στεφανώνουν την Ακρόπολη. Υπάρχει η αντίληψη ότι τους ανήκει. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική – μάλλον η σύγχρονη Ελλάδα ανήκει στην Ακρόπολη. Δεν θέλω να ξεκινήσω μια νέα υπόθεση Ρεπούση, αλλά εάν στα βιβλία του Δημοτικού και του Γυμνασίου δεν συνωστίζονταν ο εθνικοπατριωτισμός μαζί με την πιο απλουστευτική ιδεοληψία, θα ήξεραν ακόμη και οι αρχαιοφύλακες (συνήθως πλημμελούς εκπαίδευσης) ότι την επανάσταση την ξεκίνησαν τα καριοφίλια αλλά την κέρδισαν τα μάρμαρα.

Τελοσπάντων, μεγάλη συζήτηση για πρωί και καλοκαίρι, αλλά τώρα που δείχνει να σκιρτάει μια κοινωνία των πολιτών με ανεξάρτητα ανακλαστικά, όπως στην υπόθεση της Πάρνηθας, ας μην επιτρέψει ξανά κλειστή Ακρόπολη. Ας αποφασίσουμε ότι πέρα από οποιαδήποτε αιτήματα, ακόμη και τα πιο δίκαια, όχι η κυβέρνηση, όχι το κράτος, αλλά οι πολίτες δεν θα ανεχθούμε άλλη φορά το απίστευτο ρεζιλίκι του λουκέτου στην Ακρόπολη.

Sunday, July 15, 2007

Πού είναι οι νέες διαχωριστικές;

Παρασκευή 13 Ιουλίου – και χθες το βράδυ στη Στοά του Βιβλίου οργανώθηκε από τη Ντόρα Μπακογιάννη, χωρίς δημοσιότητα, μια ασυνήθιστη συνάντηση. Περί τα 40 πρόσωπα από τον καλλιτεχνικό-πολιτισμικό χώρο μίλησαν, ο καθένας για ένα λεπτό – επίτευγμα από μόνο του σε μια χώρα όπου ο συνδυασμός ανθρώπου και μικροφώνου οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε δοκιμασία για το χρόνο και τα νεύρα των ακροατών.

Ένα λεπτό ο καθένας – άνθρωποι για τους οποίους η πολιτική δεν είναι ούτε επάγγελμα, ούτε την έχουν καμμία ανάγκη σε τελική ανάλυση, να μιλούν για ένα θέμα αιχμηρά πολιτικό: τι κρατάς και τι αφήνεις από τη σημερινή Ελλάδα. Με αυτή την αφορμή καταγράφω μερικές σκέψεις ως υστερόγραφο.

Η Ελλάδα που ζούμε συγκροτήθηκε μέσα από τη διαίρεση. Οπλαρχηγοί και βαυαρόφρονες, τρικουπικοί και δηλιγιαννικοί, βενιζελικοί και λαϊκοί, γκάγκαροι και τουρκόσποροι, γηγενείς και πρόσφυγες. Η πιο βαθιά διαίρεση ήταν βέβαια η εμφυλιακή: κληροδότημα του 35 και του 44.

Η υπέρβαση της διαίρεσης ήταν το εγχείρημα της μεταπολίτευσης. Το αντίτιμο υπήρξε η γιγάντωση του κομματισμού. Σήμερα η Ελλάδα αφομοιώνει ακόμη τη μετάβαση από την εποχή των διαιρέσεων στην εποχή της συμβίωσης. Η συναίνεση στην ευρωπαϊκή πρόσδεση στάθηκε βάλσαμο επούλωσης των εσωτερικών πληγών.

Όσο μικρότερη ήταν η απόσταση από τα ορόσημά τους, τόσο πιο βαθιές ήταν οι διαχωριστικές γραμμές. Με λιγότερη ιστορική πίεση οι οριζόντιες διαφοροποιήσεις, που αφορούν κυρίως την κουλτούρα και την ατομική συγκρότηση, γίνονται σταδιακά όλο και βαθύτερες, προσεγγίζοντας το ανάγλυφο των παλιών, κάθετων διαχωρισμών, της πολιτικής και της ιδεολογίας. Με αυτό τον τρόπο, σταδιακά η πολιτική ένταξη (και συχνά και η εκλογική συμπεριφορά) γίνονται για ένα όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων περισσότερο ζήτημα ατομικών καταβολών ή συγκυρίας, παρά ζήτημα ένταξης ή ταύτισης.

Η κρίση αντιπροσώπευσης και η συσσωρευμένη κοινωνική δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του (συλλήβδην και αδιάκριτα, με ειλικρίνεια αλλά και απερισκεψία) συνδέεται άμεσα με την αδυναμία του να εκφράσει τις διαφορές κουλτούρας που δημιουργούν πια πολιτικά χάσματα μέσα στο ανελαστικό κέλυφος των δεδομένων φορέων και σχημάτων.

Οι επόμενες εκλογές είναι φανερό πως δεν θα δώσουν τη λύση, όσο είναι επίσης φανερό πως δεν μπορεί επ’ αόριστον η κάλπη –με το στοίχημα της άσκησης της εξουσίας- να προσπερνά και να συγκαλύπτει τέτοιας έκτασης αλλαγές στο σώμα της κοινωνίας και, φυσικά, το εκλογικό σώμα.

Thursday, July 12, 2007

Paris canaille: λαμπερά πρόσωπα, τζούφια κόμματα

Πέμπτη 12 Ιουλίου – και ένας παρισινός αέρας (άλλοτε εισαγόμενος κι άλλοτε ιμιτασιόν, που λένε και οι Γάλλοι) φυσούσε στην Αθήνα. Η ελληνική πολιτική νομενκλατούρα ήθελε να είναι faubourg του Παρισιού, αν και πιο συνηθισμένη ήταν μια εικόνα γαλλικής επαρχίας. Η «γενιά του Λόντον Σκουλ οφ Εκονόμικς» τα άλλαξε όλα αυτά, αλλά δεν τα κατάργησε. Η γαλλική γοητεία υπάρχει πάντα.

Έτσι και κάθε σενάριο γαλλικής έμπνευσης, βρίσκει αμέσως σκηνοθέτη στα καθ’ημάς. Η τελευταία εκδοχή είναι ο Γιώργος Αλογοσκούφης (μεταγραφή από τον αγγλοσαξωνικό κόσμο) να θέλει να γίνει «Αλογκό», δηλαδή Έλλην «Σαρκό», στέλνοντας στο ΔΝΤ το εικαζόμενο ως ελληνικό αντίστοιχο του Ντε Ες Κα, όπως αποκαλείται ο Ντομινίκ Στρως Καν, το Γιάννο Παπαντωνίου. Mutatis mutandis…

Αλλά αυτή τη φορά η Γαλλία είναι ένας πραγματικός καθρέφτης. Και δείχνει κυρίως τι συμβαίνει όταν στις εκλογές κατεβαίνει περισσότερη παραπολιτική, περισσότερο λαιφστάιλ και λιγότερη πολιτική. Οι Γάλλοι Σοσιαλιστές διάλεξαν. Έστειλαν τους πραγματικούς πολιτικούς τους στο περιθώριο επειδή θα έχαναν από το Σαρκοζί – που όντως είναι βέβαιο ότι έτσι θα συνέβαινε. Συνέθλιψαν τον οπορτουνιστή Φαμπιούς και το Στρως-Καν που παραήταν συντηρητικός και κεντρώος και διάλεξαν τη λαμπερή Σεγκό. Η κα Σεγκό απέσπασε ένα εκλογικό αποτέλεσμα ασφαλώς καλύτερο που θα είχε οποιοσδήποτε από τους δύο άλλους. Συντριπτικά καλύτερο από εκείνο του Λιονέλ Ζοσπέν. Και το καλύτερο ποσοτικά από όσα είχε για πολλά-πολλά χρόνια το Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Αλλά είναι άλλο μια πολιτική ήττα, όταν χάνουν οι θέσεις και την επομένη υπάρχουν, κι άλλο μια ήττα όταν το μόνο που διακυβεύεται είναι η νίκη. Τότε την επομένη δεν μένει τίποτα. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το κόμμα του Ζωρές, έγινε υπόθεση του εξωφύλλου του Παρί Ματς. Με τέτοιους όρους, σήμερα διαλύεται στα εξ ων συνετέθη. Οι κορυφαίοι του, οι «τελειωμένοι» και οι περιθωριοποιημένοι, τρέχουν να βρουν καταφύγιο για τα τελευταία χρόνια της καρριέρας τους στο δεξιό μεν, πολιτικό δε Σαρκοζί. Υπουργός Εξωτερικών ο Κουσνέρ, εκπρόσωπος για την παγκοσμιοποίηση ο προκάτοχός του Βεντρίν, στο ΔΝΤ ο Στρως Καν, στην επιτροπή μεταρρυθμίσεων ο Τζακ Λανγκ.

Και από τη Σεγκολέν που πήρε διπλάσιο ποσοστό από το Ζοσπέν δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο οι ειδήσεις για το διαζύγιο, για τα εξώγαμα του Ολάντ, για τα χρόνια της συμβίωσης και τους προεκλογικούς συζυγικούς καυγάδες. Μετά το Ζοσπέν οι Σοσιαλιστές επέζησαν του Βατερλώ γιατί είχε χάσει η πολιτική τους. Με τα λαμπερά πρόσωπα, όταν σβήσει η λάμψη δεν μένει απολύτως τίποτα. Αυτό θα ήταν χρήσιμο να συγκρατήσουν οι Έλληνες ερωτοχτυπημένοι με τη Γαλλία, παρά τα σενάρια πλαγιοκόπησης των αντιπάλων και λεηλασίας των παλαιών στελεχών τους.

Wednesday, July 11, 2007

Ακόμη και στις πανελλήνιες...

Τετάρτη 11 Ιουλίου – και η μεγαλύτερη και διαρκής κρίση που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος είναι η βαθιά κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών.

Η εμπειρία τους από τις σχέσεις με τη διοίκηση έχει οθωμανικό χρώμα. Ξέρουν (και συμμετέχουν) στη διάβρωση των θεσμών. Ξέρουν (και συμμετέχουν) στην διάτρητη διοίκηση. Ξέρουν (και συμμετέχουν) στη διαφθορά της υπαλληλίας. Ξέρουν (και συμμετέχουν) στην αποσάθρωση των ελεγκτικών μηχανισμών. Ξέρουν (και συμμετέχουν) στο θρίαμβο του «κονέ» και του «μπαχτσισιού».

Ξέρουν όμως και κάτι άλλο. Ξέρουν ότι όταν μπαίνουν κανόνες, και μερικές φορές συμβαίνει, κανόνες που να ισχύουν χωρίς παρεκκλίσεις και χωρίς παραθυράκια, τότε κανείς δεν τολμά να επιχειρήσει την παραβίασή τους. Αντιμετωπίζουμε διαφορετικά ό,τι απομακρύνεται από όσα γνωρίζουμε ως διαρκείς και σταθερές παθογένειες. Ένα πρόσφατο παράδειγμα: οι ελληνικοί δρόμοι είναι από τους πιο βρώμικους που μπορεί να συναντήσει κανείς εάν δεν κινηθεί έντονα ανατολικά. Το θέαμα των οδηγών που πετάνε πακέτα ή πλαστικά κύπελλα από τα παράθυρα δεν ανήκει στο παρελθόν – παρότι η νεότερη γενιά έχει μεγαλύτερο σεβασμό από την παλαιότερη και για το περιβάλλον και για τους βασικούς κανόνες συμπεριφοράς. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι κάτω από τη γη μεταμορφώνονται σε πρότυπα. Το Μετρό της Αθήνας δεν είναι απλώς το καλύτερο και το πιο σύγχρονο που γνωρίζω στην Ευρώπη. Είναι και από τα καλύτερα συντηρημένα με τη βοήθεια των πολιτών και των χρηστών του. Το σέβονται όλοι γιατί το εκτιμούν όλοι ως έργο – δεν το μαυρίζουν, δεν το ζωγραφίζουν, δεν το βρωμίζουν. Υπάρχει και κάποιος έλεγχος αλλά είναι κυρίως για να μην χάνεται η αίσθηση της παρουσίας του. Γιατί, λοιπόν, η ίδια πόλη έχει λερούς δρόμους και καθαρό Μετρό; Γιατί οι πολίτες έχουν ενσωματώσει στη συνείδησή τους διαφορετικούς όρους αντίληψης της παρουσίας τους στον ένα και τον άλλο χώρο.

Το θεσμικό ανάλογο είναι οι πανελλήνιες εξετάσεις. Μέσα σε ένα κράτος ανυπόληπτο και μια διοίκηση διεφθαρμένη κατά τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε, κάποια στιγμή, στη δεκαετία του 70, συμφωνήσαμε πως η εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, που ήταν τότε και ο βασικός μοχλός κοινωνικής κινητικότητας για τα παιδιά των φτωχότερων οικογενειών, έπρεπε να βρεθεί στο απυρόβλητο της κομματικής εκμετάλλευσης του κράτους. Ήταν μια πολιτική και κοινωνική συμφωνία. Κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε από τότε (και ήταν ενδεικτική η κρίση που προκάλεσε η περίφημη διαρροή Ράμμου) ότι μπορεί να ανατραπεί το αδιάβλητο. Οι γιοί των εκλεκτών του συστήματος μπορεί κάποια στιγμή να έπαιρναν μια μεταγραφή από το εξωτερικό ή από το εσωτερικό, να υπήρχαν τέτοια παραθυράκια, αλλά η κεντρική είσοδος των Πανεπιστημίων ήταν ανοιχτή με ένα σκληρό όσο και αξιοκρατικό τρόπο. Οι πανελλήνιες δεν ήταν μόνο ένα σύστημα που λειτουργούσε για τα μέτρα και τις ανάγκες της εποχής. Ήταν κυρίως το έμβλημα του συστήματος. Η απόδειξη πως μπορούσε, εάν ήθελε, να εγγυηθεί την ισότητα των πολιτών. Ακόμη κι όταν ξεσηκωνόταν θύελλα για τα θέματα, δεν είχε βαθιά επίπτωση γιατί δεν μετέφερε το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας.

Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα με το ζήτημα που έχει ανακύψει με τη βαθμολόγηση των γραπτών των Αγγλικών στη Θεσσαλονίκη. Ότι για πρώτη φορά διαπιστώνεται ανοιχτά νόθευση των βαθμολογιών. Από εδώ και πέρα κανείς δεν ξέρει εάν υπήρξε και άλλοτε, αλλά δεν δημοσιοποιήθηκε. Από εδώ και πέρα κανείς δεν θα έχει την ίδια εμπιστοσύνη. Έχει τρωθεί η καρδιά της μόνης αξιόπιστης, αδιάβλητης και κατοχυρωμένης ως τέτοιας στη συνείδηση των πολιτών διαδικασίας του κρατικού μηχανισμού. Η ζημία είναι ανεπανόρθωτη.

Tuesday, July 10, 2007

Οικονομικός εθνικισμός

Τρίτη 10 Ιουλίου – και χτες το βράδυ ο Νικολά Σαρκοζί, ένας δεξιός, πήγε στο συμβούλιο του Eurogroup, στο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών των χωρών που έχουν για νόμισμα το ευρώ, και συγκρούστηκε με την «Ευρώπη των τραπεζιτών». Τους είπε πως ανάμεσα στην τήρηση των προεκλογικών του υποσχέσεων και των υποσχέσεων που έχει δώσει η Γαλλία προς την Ευρώπη προτιμάει να είναι συνεπής προς τους ψηφοφόρους του. Τους είπε επίσης πως ανάμεσα στη δημοσιονομική αυστηρότητα και την ανάγκη να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, προτιμάει μια κλασσική κεϋνσιανή συνταγή τροφοδότησης της οικονομίας με χρήμα, παρά το φόβο του πληθωρισμού.

Πρόκειται για θρίαμβο της συνέπειας; Πρόκειται για μια κεντροδεξιά νεκρανάσταση της αριστερής κοινωνικής ευαισθησίας; Ας μην είμαστε τόσο αισιόδοξοι. Είναι μάλλον μια πιο προσγειωμένη, πιο ταπεινή και πιο υστερόβουλη επιλογή. Ο κ. Σαρκοζί τους είπε περίπου πως η Γαλλία, η μήτρα της ενιαίας Ευρώπης, αποφάσισε να επιστρέψει στον πιο παραδοσιακό εθνικισμό στην οικονομική της πολιτική. «Πρώτα οι Γάλλοι», λέει ο Σαρκοζί – και εννοεί αυτοί με ψήφισαν, αυτοί θα με ξαναψηφίσουν και η εποχή των ευρω-οραμάτων έχει παρέλθει. Οι Άγγλοι Συντηρητικοί έχουν σύνθημα «Britain first». Η αμφισβήτηση της Ευρώπης του σκληρού μονεταρισμού και του Συμφώνου Σταθερότητας δεν γίνεται με όρους πανευρωπαϊκής κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά με όρους επιστροφής (ή ακριβέστερα «υπαναχώρησης») στις εθνικές προτεραιότητες. Είναι σύμπτωμα διάλυσης.

Δεν θα αργήσει η εποχή που θα ακούσουμε και εδώ «Πρώτα η Ελλάδα». Που θα επαναληφθεί η υπόσχεση ότι στην Ευρώπη θα δοθούν μάχες υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Ασφαλώς και χρειάζεται – αν και δεν είναι τόσο εύκολο όσο να λέγεται, καθώς απέδειξε η πρόσφατη εμπειρία. Αλλά υποστηρίζω πως η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα πολύ περισσότερο μια μάχη υπέρ των ευρωπαϊκών, παρά των εθνικών της, συμφερόντων.

Και ακόμη περισσότερο. Υποστηρίζω πως για την Ελλάδα θα ήταν αρνητική εξέλιξη μια χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, ή ακόμη και η εξάλειψη της πρόσφατης δέσμευσης για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς έως το 2010. Για τρεις λόγους :
Πρώτον, η Ελλάδα πέρασε τη δεκαετία του 80 μια περίοδο έκρηξης των ελλειμμάτων με τη μορφή μαζικής κοινωνικής αναδιανομής. Κατέληξε σε δημοσιονομικό ναυάγιο χωρίς να αφήσει πίσω της βιώσιμη ανάπτυξη.
Δεύτερον, γιατί το φθηνότερο ευρώ θα ευνοήσει ασφαλώς τις χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, που έχουν ισχυρή βιομηχανική βάση, και θα κάνουν τα εξαγωγικά προϊόντα τους πιο ανταγωνιστικά – ενώ το όφελος για την Ελλάδα, από τον τουρισμό κυρίως, θα είναι μάλλον περιορισμένο.
Και, τέλος, γιατί (επιτρέψτε μου τη δυσπιστία) έχω την εντύπωση πως εάν υπάρχει δυνατότητα δημοσιονομικής χαλάρωσης θα αξιοποιηθεί περισσότερο για εκλογικούς και λιγότερο για αναπτυξιακούς σκοπούς.

Για την Ελλάδα σήμερα το μείζον είναι να παραμείνει το ευρωπαϊκό πλαίσιο της αυστηρότητας. Τώρα που πήραμε απόφαση ότι πρέπει να τους τηρούμε, οι κανόνες δεν πρέπει να αλλάξουν.

Monday, July 9, 2007

Ένα ξεκίνημα

Δευτέρα 9 Ιουλίου – και τώρα πια κανείς δεν έχει αμφιβολία πως έτσι θα πάει το πράγμα από εδώ και πέρα. Όλο και σκληρότερα λόγια, όλο και σκληρότερη σύγκρουση, όλο και περισσότερα θύματα, τα μαρμαρένια αλώνια των εκλογών είναι ήδη μπροστά μας και κάποιος δεν θα φύγει ζωντανός από εδώ…

Το ποιος θα έχει τον κάθε ρόλο είναι θέμα στρατηγικής. Οι πρώτες ενδείξεις είναι πως στην κυβερνητική πλευρά, ο κ. Καραμανλής θα έχει μια θέση στο λόφο ενώ οι στρατηγοί του θα πέφτουν στη φονική μάχη, ενώ ο κ. Παπανδρέου θα επιζητεί τη μονομαχία. Μικρή διαφορά. Το βέβαιο για όλους τους πολίτες είναι πως οι εκλογές στην ουσία έχουν ήδη προκηρυχθεί και απομένει να απαντηθεί το ερώτημα εάν το έργο θα είναι μικρού μήκους –ας πούμε 16 Σεπτεμβρίου- ή ένας Μπεν Χουρ έως το Μάρτιο. Αλλά το περιεχόμενο του έργου το γνωρίζουμε και δεν πρόκειται να αλλάξει έως την Κυριακή που θα διαλέξει ο Πρωθυπουργός.

Μέσα στη βράση της θερινής τους πολεμικής προπαρασκευής, πάντως, οι δύο αρχηγοί θα μπορούσαν ίσως να ρίξουν μια ματιά σε ό,τι συνέβη χτες το απόγευμα στο Σύνταγμα, σε αυτή την αυθόρμητα οργανωμένη συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την καταστροφή στην Πάρνηθα. Η συγκέντρωση δεν ήταν μεγάλη. Ασφαλώς και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ θα κάνουν σύντομα μεγαλύτερες, πολύ μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα. Είχε όμως τρία χαρακτηριστικά που ίσως όχι σε αυτές τις πρώτες εκλογές, αλλά από εδώ και πέρα μπορεί να σφραγίσουν τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται και τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πολιτική από εδώ και πέρα.

Το πρώτο είναι η αυτοοργάνωση. Δεν κινητοποιήθηκαν τοπικές, δεν πληρώθηκαν χρήματα, δεν υπήρχε καν ένας οργανισμός όπως αυτός του Αλ Γκορ για να οργανώσει φαντασμαγορικά θεάματα σαν το Live Earth. Ήταν απλώς ένα ξεχείλισμα καταπιεσμένης οργής, την ώρα που οι περισσότεροι επέστρεφαν από το weekend στο εξοχικό – πιθανότατα σε καταπατημένο δασικό οικόπεδο. Οι περισσότεροι, αλλά τώρα πια όχι όλοι.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η ανάδειξη της νέας τεχνολογίας για πρώτη φορά από όσο θυμάμαι σε μηχανισμό πολιτικής κινητοποίησης. Blog, SMS, e-mail – λέξεις που, για να λέμε την αλήθεια, αν λένε την αλήθεια οι αριθμοί, δεν έχουν περιεχόμενο για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, αποκτούν σε συγκεκριμένο κοινό (στις πόλεις και τους νέους κυρίως, αλλά όχι μόνο) μια δυναμική που υπερβαίνει τον τεχνικό τους χαρακτήρα. Γίνονται φορείς πολιτικής.

Και το τρίτο είναι η έκφραση μιας γενικευόμενης λαϊκής δυσπιστίας, ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικίες, για το πολιτικό σύστημα και την ικανότητά του να ανταποκρίνεται στη δική τους ιεράρχηση των προκλήσεων για την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για μια κρίση νομιμοποίησης με μέλλον.

Friday, July 6, 2007

Υπερασπίζοντας το αδύνατο

Παρασκευή 6 Ιουλίου – και μερικές φορές απορώ με την άρνηση της πραγματικότητας.

Από το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, όταν ο κ. Καραμανλής εμφανίστηκε στη Βουλή και έδειξε το διευθυντή του ΠΑΣΟΚ Γιάννη Παπακωνσταντίνου, οι πάντες ήξεραν ποια θα ήταν η κατάληξη. Πρώτον, γιατί θεωρούσαν αδύνατον ο Πρωθυπουργός να μιλά εξατομικευμένα για ένα πολιτικό στέλεχος και μάλιστα μη εκλεγμένο, εάν δεν είχε ένα φάκελλο στα χέρια του (και ίσως άλλον έναν στο συρτάρι) για να στηρίξει –δεν λέω από ποινική, που αυτό μένει να αποδειχθεί- αλλά πάντως από πολιτική άποψη την καταγγελία του. Και, δεύτερον, γιατί η απάντηση του κ. Παπακωνσταντίνου εκείνο το ίδιο βράδυ έδινε ένα αναιμικό στίγμα που ήταν παραπάνω από προφανές ότι δεν επρόκειτο να αντέξει σε μια στοχοποίηση που είχε πίσω επαρκή προεργασία ώστε να την αναλαμβάνει προσωπικά ο κ. Καραμανλής.

Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο γιατί παραιτήθηκε ο κ. Παπακωνσταντίνου, αλλά γιατί παραιτήθηκε ΧΘΕΣ, γιατί καθυστέρησε επί τρεις μέρες, πώς η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πίστεψε ότι θα μπορούσε ίσως να τη γλιτώσει, πώς αισθάνονται σήμερα τα στελέχη που νομιμοφρόνως εκτέθηκαν στη γραμμή υποστήριξής του αυτό το τριήμερο.

Δεν είναι μοναδική περίπτωση. Στο ξεκίνημα κιόλας της υπόθεσης των ομολόγων είχε φανεί ξεκάθαρα πως ο Σάββας Τσιτουρίδης δεν επρόκειτο σε καμμία περίπτωση να αποφύγει το μοιραίο. Περνούσε φάσεις παροξυσμού και ύφεσης, μετά η πληγή υποτροπίαζε με νέες αποκαλύψεις, αλλά από πολιτική άποψη ο κ. Τσιτουρίδης ήταν κλινικά νεκρός στο υπουργείο του, παρά τις προσπάθειες ανάνηψης από το επιτελείο Αλογοσκούφη. Από τη στιγμή που καταδείχθηκε με στοιχεία πως ο Ευγένιος Παπαδόπουλος, το δεξί του χέρι, γνώριζε για τις επενδύσεις των ταμείων, από τη στιγμή που αποδείχθηκε πως τα ταμεία αγόραζαν όλα μαζί, κι από τη στιγμή που ο κ. Τσιτουρίδης δεν έδιωξε πάραυτα τον κ. Ευγένιο, όλα είχαν προδιαγραφεί.

Κι όμως. Ο κ. Τσιτουρίδης απομακρύνθηκε περίπου δυο μήνες αργότερα, με γιγάντωση του πολιτικού κόστους από την αμφιταλάντευση και την απέλπιδα προσπάθεια στήριξής του, την οποία χρεώθηκε σύσσωμη η κυβέρνηση. Πώς είναι δυνατόν το ίδιο επιτελείο που με τόση επιτυχία οργανώνει την επίθεση κατά Παπακωνσταντίνου, πώς ο ίδιος Πρωθυπουργός που δείχνει εξαιρετική αποτελεσματικότητα στην κοινοβουλευτική του παρουσία και πολιτικό τάλαντο, να μην έχουν συνειδητοποιήσει το αδύνατο που όλοι οι άλλοι (αντίπαλοι και συμπαραταξιώτες) είχαν διακρίνει από την πρώτη στιγμή;

Έχω την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για πολιτικές αβλεψίες. Ότι ο δισταγμός και η αμφιβολία, η επιθυμία να αναληφθούν αδύνατα εγχειρήματα στις περιπτώσεις όπου βάλλονται πολιτικοί και προσωπικοί συνεργάτες, υπουργοί και επιτελείς, πηγαίνει πέρα από την πολιτική λογική και έχει περισσότερο ψυχολογική ερμηνεία. Οι αρχηγοί με το που βλέπουν να χτυπιέται ένα πρόσωπο που συνδέεται μαζί τους αισθάνονται αμέσως ότι στόχος είναι οι ίδιοι (που πιθανότατα είναι σωστό). Αισθάνονται επίσης ότι είναι άτρωτοι, ότι μπορούν να αλλάξουν τα πάντα – ακόμη και το πολιτικά αναπόφευκτο. Αρνούνται να δεχθούν την ανάγκη συμβιβασμού με την πραγματικότητα. Το ρεφλέξ αυτό είναι το πρώτο σύμπτωμα της εξουσίας και της αρχηγίας. Στη χρόνια μορφή του οδηγεί σε εκλογικές αναμετρήσεις στον τύπο της προσωπικής μονομαχίας. Ραντεβού το Σεπτέμβρη, δηλαδή…

Thursday, July 5, 2007

Οι φρουροί της Αχαϊας (και άλλων εκλογικών περιφερειών)

Πέμπτη 5 Ιουλίου – και στην αρχή μου έκανε εντύπωση. Προχτές στην τηλεόραση παίχτηκε ένα ακόμη από τα γνωστά βίντεο γκέημ της Ελληνικής Αστυνομίας, όπου ο ένας πραίτωρ μαγνητοσκοπεί με το κινητό, ενώ το γκέιμ είναι ποιος θα ρίξει τις περισσότερες κατραπακιές στον συλληφθέντα βρωμο-Αλβανό, οιασδήποτε καταγωγής. Για τα βίντεο και τους παίκτες, τους σκηνοθέτες και την Αστυνομία, τα έχουμε πει επαρκώς.

Το τελευταίο έργο ήταν multi-player. Έπαιζαν έξι πρόσωπα που ζητούσαν συγγραφέα για φάπες. Αποδείχθηκε γρήγορα πως δύο από αυτά τα πρόσωπα, τους ένστολους φύλακες του νόμου και της τάξεως, είχαν τιμηθεί με θέσεις ειδικής ευθύνης και ειδικών προνομίων από την υπηρεσία τους. Υπηρετούσαν στη φρουρά πολιτικών προσώπων. Ούτε αυτό μας άφησε ενεούς. Από εδώ και πέρα, όμως, έμεινα πραγματικά κατάπληκτος.

Ο υφυπουργός Γιώργος Κωνσταντόπουλος και η πρώην υπουργός Βάσω Παπανδρέου είναι οι δύο πολιτικοί που είχαν φυντάνι στη φρουρά τους. Και οι δύο έκαναν δηλώσεις σε τόνο απολογητικό. Γιατί; Γιατί να αισθάνεται ένας πολιτικός την υποχρέωση να απολογηθεί, να δώσει εξηγήσεις και να διακηρύξει πως δεν έχει σχέση με ένα πειθαρχικό παράπτωμα, ή έστω και μια εγκληματική συμπεριφορά, ενός αστυνομικού που έτυχε να του έχει ανατεθεί η φύλαξή του; Και οι δύο κάλεσαν τους πρωταγωνιστές του βίντεο και τους ζήτησαν εξηγήσεις. Μετέφεραν μάλιστα τις εξηγήσεις και στην κοινή γνώμη για να μην ανησυχεί. Και ζήτησαν να απομακρυθούν από την προσωπική φρουρά μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση.

Σας φαίνεται φυσιολογικό; Τι δουλειά έχει ένας υπουργός να κάνει πειθαρχική έρευνα; Με ποια αρμοδιότητα ζήτησαν τις εξηγήσεις; Δηλαδή εάν τους είχαν πείσει τι θα έκαναν; Θα παρείχαν κάλυψη; Και έναντι τίνος; Των πειθαρχικών οργάνων της Αστυνομίας ή έναντι της Δικαιοσύνης; Γιατί κανείς δεν παραξενεύεται; Γιατί αντιθέτως θεωρούσαν όλοι υποχρέωση και του κ. Κωνσταντόπουλου και της κας Παπανδρέου να απαντήσουν για λογαριασμό των φρουρών τους;

Το μυστικό είναι κοινό. Οι φρουροί δεν "έτυχε" να υπηρετούν σε αυτά τα πόστα. Οι θέσεις φρουράς στους πολιτικούς είναι ένα θεσμικό ρουσφέτι. Αναγνωρισμένο και αποδεκτό από όλους. Ο πολιτικός δεν δικαιούται απλώς φρούρησης, επειδή κατά τεκμήριον αποτελεί δυνητικό στόχο τρομοκρατών. Δικαιούται και να επιλέγει τους φρουρούς του. Δεν είναι ζήτημα προσωπικής εμπιστοσύνης, διότι θεωρητικώς του αναθέτει την ασφάλεια της ζωής του - και τα λοιπά... Πολύ συχνά, όπως όλοι γνωρίζουν, οι βουλευτές της επαρχίας για παράδειγμα βρίσκονται στην Αθήνα και ο φρουρός, ο οποίος συνήθως συμβαίνει να προέρχεται από μεγάλη οικογένεια με πολλές ψήφους, αερίζεται στο καφενείο της κεντρικής πλατείας. Ο φρουρός δεν είναι δικαίωμα του πολιτικού, δεν είναι ούτε υποχρέωση της πολιτείας. Ο φρουρός είναι προνόμιο, του οποίου ο νομέας έχει τη δυνατότητα να κάνει οποιαδήποτε χρήση προτιμά, εν λευκώ και χωρίς έλεγχο.

Με αυτή την κοινή αποδοχή και συνενοχή, ο πολιτικός αναδέχεται πως ο φρουρός του συνιστά προσωπική επιλογή, με τη μορφή που έχει, ας πούμε, ένας πολιτικός συνεργάτης σε μετακλητή θέση. Δεν έχει δικαίωμα απόρριψης, αλλά δικαίωμα επιλογής. Η αστυνομία απλώς εκτελεί – και όλα βαίνουν καλώς, όλοι έχουν βολευτεί, πολύ περισσότεροι από τους 300 που ίσως υποψιάζεστε. Η έκταση της ασφάλειας που προσφέρουν αυτοί οι φρουροί του ρουσφετιού αποδεικνύεται από τις τακτικότατες επιθέσεις που δέχεται ένας πρώην (αλλά και κατά τη θητεία του) υπουργός Δημόσιας Τάξης. Και, φυσικά, ποτέ κανείς ομόλογός του, ούτε ο ίδιος, θέλησε να αναλάβει την ευθύνη να κόψει το συναινετικό ρουσφέτι και να παράσχει όση ασφάλεια τελοσπάντων μπορεί να δώσει αυτό που έχουμε για Ελληνική Αστυνομία.

Wednesday, July 4, 2007

Η κοινωνία των πολιτών πάει στα καμμένα

Τετάρτη 4 Ιουλίου – και το ζήτημα τώρα στην Πάρνηθα είναι ποιος θα αναλάβει την αναδάσωση, αν πρόκειται να γίνει, αν μπορεί να γίνει.

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια σειρά από μέτρα. Δεν αμφισβητώ ούτε στο ελάχιστο ότι ένας Πρωθυπουργός και μια κυβέρνηση έχουν το ίδιο πικρό συναίσθημα με τους πολίτες μπροστά στο καμμένο δάσος, την ίδια επιθυμία να αποκατασταθεί το φυσικό περιβάλλον. Δεν αμφισβητώ επίσης ότι και στο παρελθόν οι κυβερνήσεις είχαν κάθε καλή πρόθεση να κάνουν ό,τι έπρεπε για να επανέλθουν οι πυρπολημένες εκτάσεις στην αρχική τους μορφή, στο μέτρο που αυτό ήταν δυνατόν. Αλλά όλοι ξέρουμε ότι αυτό δεν συνέβη. Όλοι ξέρουμε ότι αυτό που συνέβη ήταν πως στη χώρα του ενός εκατομμυρίου αυθαιρέτων η αναμέτρηση ανάμεσα στον πολίτη, φυσιολάτρη και αγνό φίλο του περιβάλλοντος από τη μία και τον διεφθαρμένο και διαφθείροντα καταπατητή και αυθαιρετούχο από την άλλη είναι μια μάχη άνιση.

Το συντονισμό των κυβερνητικών ενεργειών για την προστασία των δασών και την αναβίωση του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας (αν γίνετα…) ανέλαβε ο Γιώργος Σουφλιάς. Είναι προφανές πως πρόκειται για ένα κορυφαίο στέλεχος, με ειδικό βάρος και κανείς δεν θα διενοείτο πως θα δείξει αδιαφορία ή αμέλεια ή έλλειψη ικανοτήτων. Δεν μπορώ όμως ούτε να προσωποποιήσω τέτοιες ευθύνες σε ανθρώπους που κατά το παρελθόν ανέλαβαν ή συμμετείχαν σε αντίστοιχες προσπάθειες.

Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο. Το σύστημα στο οποίο αναγκαστικά θα στηριχθεί ο κ. Σουφλιάς, με τη λογική που οργανώνεται η απάντηση του κράτους στη φυσική καταστροφή της Πάρνηθας, είναι το κρατικό σύστημα, ο κρατικός μηχανισμός. Και αυτός ο μηχανισμός έχει αποδείξει σε βάθος χρόνου και σε πλείστες όσες περιπτώσεις πως είναι και ανίκανος να προστατεύσει τα καμμένα από τους οικοπεδοφάγους και να εγγυηθεί πως θα πληρώσουν όταν εντοπίζονται. Αντιθέτως: είναι ο μηχανισμός που με τη διάτρητη οργάνωση και τη διαφθορά του συγκροτεί την αντικειμενική βάση –μαζί με τη φωτιά- για να υπάρχουν οικοπεδοφάγοι και καταπατητές.

Σε ποιους άραγε θα στηριχθεί ο κ. Σουφλιάς ή κάποια στιγμή ο διάδοχός του, έτσι όπως οργανώνεται η απάντηση στην καταστροφή; Στο δασαρχείο; Αυτό που δεν έχει δασικούς χάρτες; Σε αυτό που όμοιά του έχουν εκδώσει κατά καιρούς όλους τους τίτλους αποχαρακτηρισμού που νομιμοποιούν τις καταπατήσεις; Σε ποιόν; Στην πολεοδομία; Στους τοπικούς άρχοντες, που συχνά είναι αν όχι αυτοπροσώπως πάντως οι πρώτοι σύμμαχοι των ιδιοτελών συμφερόντων που ανθίζουν στις καμμένες εκτάσεις; Σε ποιόν;

Λοιπόν, αυτός ο κάποιος νομίζω ότι υπάρχει. Ακούω σε κάθε επικοινωνιακή ευκαιρία πολιτικούς παράγοντες να λιβανίζουν την περίφημη κοινωνία των πολιτών. Πούν’τη τώρα που χρειάζεται; Έχει κανείς διάθεση να της μιλήσει; Υπάρχει πλήθος οικολογικών οργανώσεων, με συγκρότηση, υποδομή και ένα καταγεγραμμένο παρελθόν δράσεων. Με εθελοντές και στελέχη. Υπάρχουν επίσης φυσιολατρικές οργανώσεις που ασχολούνταν ειδικά με το δάσος της Πάρνηθας. Αυτοί και μόνο αυτοί μπορούν να είναι οι εγγυητές πως ό,τι ειπωθεί δεν θα μείνει γράμμα κενό, πως όσοι δεσμεύονται σήμερα δεν θα μπορούν αύριο να ξεχάσουν ό,τι είπαν, πως δεν θα μπει κανείς με συρματοπλέγματα και πασσαλάκια στα καμμένα. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν και θέλουν να συνεισφέρουν και να σώσουν.

Θα τους εμπιστευθεί κανείς, θα τους δώσει ρόλο και λόγο, ή θα μείνουμε πάλι στις δυνατότητες των κρατικών υπηρεσιών για τις οποίες αδιάψευστος μάρτυς κοιτάζει από απέναντι η Πεντέλη;

Tuesday, July 3, 2007

Στάχτη και μπούρμπερη

Τρίτη 3 Ιουλίου – στάχτη και μπούρμπερη στην Πάρνηθα, στάχτη και μπούρμπερη στη Βουλή. Η μάχη είναι πια άνευ ορίων, άνευ όρων. Και είναι φανερό πως η χώρα, ακόμη και το ίδιο το πολιτικό σύστημα, όσο δεν μπορεί να απαιτεί ισοπεδωτική συναίνεση μεταξύ των κομμάτων άλλο τόσο δεν μπορεί να αντέξει τέτοια ένταση της σύγκρουσης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Υπάρχει ένα ασφαλές συμπέρασμα που μπορεί κανείς να βγάλει από τη χθεσινοβραδινή συζήτηση στη Βουλή: οι κάλπες είναι πια κοντά.

Υπάρχει και ένα ακόμη συμπέρασμα. Ότι, με λύπη σήμερα θα διαπιστώσουν πολλοί, η οικονομία της οικογένειας που ήταν θεωρητικώς το αντικείμενο της συζήτησης δεν κέρδισε τίποτα, αλλά αυτό δεδομένων των συνθηκών ήταν μάλλον αναμενόμενο. Εξίσου όμως δεν κέρδισε τίποτα και η δασική προστασία – για να μην πω για τα ασφαλιστικά ταμεία και τη χρηστή διαχείριση.

Ξεκίνησε καλά. Στο εθνικό πένθος είμασταν όλοι εκεί. Ενός λεπτού μαζί. Μετά, φωτιά στα τόπια. Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά; Γαλάζια παιδιά, λέει για Πρινιωτάκηδες και Παπαμαρκάκηδες ο κ. Παπανδρέου. Πράσινα και καταπράσινα, λέει επί λέξει ο κ. Καραμανλής. Ο ένας είναι ανεύθυνος, ο άλλος είναι μοιραίος, στη μια παράταξη δεν έχουν τσίπα, στην άλλη πρέπει να ντρέπονται. Εκείνοι που αύριο μπορεί οι πολίτες να τους υποχρεώσουν να συνεργαστούν, εκείνοι που επαίρονται για τον εθνικό τους ρόλο. Και που επιζητούν τη συναίνεση.

Γαλάζια παιδιά, πράσινα παιδιά, μαύρα δέντρα. Ας υποθέσουμε πως ένας πολίτης, συγκινημένος από την τραγωδία που εκτυλίχθηκε στην Πάρνηθα, καθόταν χτες μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη για να δει τη συζήτηση των αρχηγών. Ποια συμπεράσματα θα έβγαζε; Έχω την ειλικρινή βεβαιότητα πως η πρόθεσή τους δεν είναι να αφήσουν τη χώρα στο έλεος των πυρκαγιών. Αλλά κέρδισε κάτι η δασοπροστασία; Βγήκε κάτι για τα δάση; Υπάρχει η προσδοκία πως θα είμαστε την επόμενη φορά καλύτερα προετοιμασμένοι; Αν, τελοσπάντων, έχουν μείνει δάση για να υπάρξει επόμενη φορά…

Εννιά μήνες ακόμη σε αυτό το μοτίβο θα κάνουν πολύ κακό για να το αντέξει η χώρα. Οι εκλογές, που μέχρι τώρα τις βλέπαμε ως βρόχο για την πολιτική ζωή, τώρα μοιάζουν με επικείμενη λύτρωση.

Monday, July 2, 2007

Όχι άλλη αυτοθυσία

Δευτέρα 2 Ιουλίου – και θα σας φανεί απροσδόκητο, αλλά θέλω να δείξω λίγη κατανόηση για τον κ. Βύρωνα Πολύδωρα. Τον ακούω από την Πέμπτη που κάηκε η Πάρνηθα και η γούνα του. Στο ίδιο ηρωικό, επικολυρικό μοτίβο, που είναι τόσο χαρακτηριστικό όχι μόνο της προσωπικής του συγκρότησης, αλλά και της πολιτικής του παρουσίας επί πολλά χρόνια. Ακούω τις εκφράσεις του και νομίζω είναι απολύτως ενδεικτικές του προβλήματος που οδήγησε στης Αττικής την ολόμαυρη ράχη. «Παλέψαμε καλά», έλεγε για να δώσει κουράγιο στους καταπονημένους και καταπτοημένους πυροσβέστες ο υπουργός τους. Έτσι το βλέπει ο άνθρωπος: μια προσωπική μάχη -δική του και του καθενός- με τις φλόγες, μια αναμέτρηση στα μαρμαρένια (ή τα καμμένα) αλώνια.

Επαίνεσε επίσης τον ηρωισμό των πυροσβεστών. Την αυτοθυσία που επέδειξαν. Πολύ σωστά. Μόνο που ο ηρωισμός και η αυτοθυσία –όσο και να αναπτερώνουν το ηθικό- στην πράξη δεν κάνουν πολλά πράγματα. Αποτυπώνουν όμως το πώς βλέπει ο υπουργός, και φοβάμαι πια και οι πυροσβέστες, το έργο τους. Ως έναν άθλο, μια ατομική πρόκληση, ένα μικρό ιδιωτικό έπος στις φλεγόμενες βουνοπλαγιές. Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία δεν είναι η λύση. Είναι το πρόβλημα.

Πριν από ακριβώς 55 χρόνια, σαν σήμερα, Ιούλιο του 1952, είχε γίνει στη Φινλανδία ένας ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα στις εθνικές ομάδες της Ελλάδας και της Δανίας. Είχε αναδείξει ένα μύθο του ελληνικού ποδοσφαίρου – τον τερματοφύλακα Νίκο Πεντζαρόπουλο. Έμεινε στις χρυσές δέλτους της κακομοίρικης Ελλάδας που έβγαινε μόλις από τον εμφύλιο ως ο «ήρωας του Τάμπερε» - της φινλανδικής πόλης όπου έγινε το ματς. Σελίδες επί σελίδων έχουν γραφτεί για εκείνη την εμφάνισή του, για τις εκπληκτικές, τις άνευ προηγουμένου, τις σωτήριες και ό,τι άλλο θέλετε αποκρούσεις του. Όλοι θυμούνται τον Πεντζαρόπουλο – κανείς δεν θυμάται το σκορ: είχαμε χάσει 2-1. Την ίδια χρονιά είχε υπερασπιστεί με απαράμιλλο θάρρος την ελληνική εστία στις ήττες μας με τη δεύτερη ομάδα της Γαλλίας και τη δεύτερη της Ιταλίας – γιατί οι πρώτοι τους δεν καταδέχονταν καν να παίξουν μαζί μας. Μισό αιώνα αργότερα, η Ελλάδα κατέκτησε το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Χωρίς τιτάνα. Χωρίς ημίθεο. Χωρίς πρωταγωνιστή. Χωρίς ηρωικούς παίκτες και χωρίς ηρωικούς πυροσβέστες. Είχε απλώς καλούς επαγγελματίες που έσβηναν τις φωτιές στην άμυνα πριν φτάσουν στο Νικοπολίδη.

Δεν χρειαζόμαστε περισσότερο ηρωισμό, ούτε περισσότερη αυτοθυσία από τους πυροσβέστες μας. Χρειαζόμαστε να μην έχουμε ανάγκη τη συγκινητική τους, πράγματι, αυταπάρνηση. Όπως για να ξαναγίνει δάσος η Πάρνηθα, δεν χρειαζόμαστε δακρύβρεκτες διακηρύξεις. Χρειαζόμαστε πρακτικά μέτρα. Οι καταπατήσεις δεν είναι η μόνη απειλή και ακόμη και χωρίς αυτές δεν είναι βέβαιο πως η αναδάσωση είναι εφικτή. Αλλά με καταπατητές είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξει.

Οι αεροφωτογραφήσεις όντως ανακοινώθηκε ότι θα γίνουν. Και κάτι ακόμη. Μια παλιά πρόταση –νομίζω πρόταση Μητσοτάκη εκείνες τις εποχές που καιγόταν κάθε καλοκαίρι όλη η χώρα: ό,τι καίγεται, με αεροφωτογραφίες και συντεταγμένες, για 50 (ή και παραπάνω) χρόνια εκτός εμπορικών συναλλαγών. Είναι εύκολο, είναι άμεσο, ακούγεται αποτελεσματικό. Ακόμη κι αν για κάποιο λόγο δεν εφαρμοστεί παντού, για την Πάρνηθα (αλλά και το Πήλιο) είναι μια κίνηση σωτηρίας.