Friday, December 21, 2007

Πολλαπλά κατάγματα

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου – και η ζωή είναι απρόβλεπτη. Η κυβέρνηση είχε υπολογίσει ότι μπορεί να έβρισκε μπροστά της την τελευταία πολιτική μέρα της χρονιάς, στην ψήφιση του προϋπολογισμού, διάφορα προβλήματα: το Ασφαλιστικό και την πρόσφατη υποχρεωτική παραίτηση ενός υπουργού, την Ολυμπιακή και το μετέωρο βήμα της, την Κομισιόν και τις πιέσεις της, την ακρίβεια και τις εξωφρενικές ανατιμήσεις, που πιέζουν το χριστουγεννιάτικο «καλάθι της νοικοκυράς». Όλα θέματα μείζονα, θέματα μεγάλης πολιτικής σημασίας, θέματα που προκαλούν φθορά εξουσίας αλλά επιδέχονται και πολιτική διαχείριση. Κανείς δεν είχε υπολογίσει αυτό που συνέβη.

Την ώρα που οι γιατροί παλεύουν για να ζήσει ο άνθρωπος, δεν είναι εύκολο φυσικά να μιλήσει κανείς για την άνευ ορίων φημολογία που συνόδευσε το πρώτο σοκ από την πληροφορία ότι ένα υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος πήδηξε από τον 5ο όροφο μέρα-μεσημέρι στο Κολωνάκι – και μάλιστα όχι κατ’ανάγκην για απολύτως προσωπικά θέματα που να μην σχετίζονται καθόλου με τη δημόσια παρουσία και το αξίωμά του. Αλλά για την κυβέρνηση η εξέλιξη είναι δραματική (και πέρα από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της) για δύο λόγους:

Πρώτον, γιατί ένα τέτοιο ακραίο, απονενοημένο διάβημα προκαλεί μεγάλη ένταση συναισθημάτων σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνητικών στελεχών, αλλά και στην κοινή γνώμη. Σε αυτή τη φάση, η κυβέρνηση επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο. Να πείσει, δηλαδή, ότι μπορεί να διατηρήσει έναν έλεγχο των εξελίξεων, να τις δρομολογήσει κατά τη δική της βούληση και να βάλει σε μια τροχιά την πορεία της, που πηγαίνει ένα τρίμηνο τώρα μετά τις εκλογές από έκπληξη σε έκπληξη, με απρόβλεπτα ζητήματα και συνεχή διαχείριση κρίσεων. Για αυτή την επιδίωξη, το άλμα στο κενό του κ. Ζαχόπουλου είναι μια καταστροφική εξέλιξη, γιατί οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα και μάλιστα με ένα δραματικό συμβολισμό.

Ο δεύτερος λόγος είναι επειδή ο κ. Ζαχόπουλος δεν είναι ένα τυχαίο στέλεχος. Οποιοσδήποτε πρωθυπουργός θα αισθανόταν συγκλονισμένος εάν άκουγε πως ένα σημαίνον στέλεχος της κυβέρνησής του έκανε την πιο ακραία πράξη απόγνωσης. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για ένα στέλεχος που συνδέεται και προσωπικά μαζί του, έχει οικογενειακή γνωριμία και μια στενότερη ανθρώπινη σχέση. Αυτό δεν αλλάζει μόνον τα πολιτικά δεδομένα, που κι αυτό δεν είναι αμελητέος παράγοντας σε μια στιγμή που η δημόσια εικόνα του κ. Καραμανλή εμφανίζει για πρώτη φορά σοβαρές ρωγμές και η κοινή γνώμη αρχίζει να γίνεται πιο δύσπιστη έναντι του ιδίου προσωπικά – όπως δεν συνέβη στο παρελθόν ούτε στις πιο δύσκολες φάσεις της κυβέρνησής του. Αλλάζει και την ψυχική διάθεση των ανθρώπων, ακόμη κι όταν είναι Πρωθυπουργοί.

Κανείς δεν περίμενε τέτοια Χριστούγεννα.

Thursday, December 20, 2007

Χώρα χωρίς προσδοκίες

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου – και απόψε ψηφίζεται ο προϋπολογισμός. Είναι ένας προϋπολογισμός βαθιά απογοητευτικός. Όχι γιατί περιλαμβάνει κάτι τρομερό, κάτι αναπάντεχο, κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Ακριβώς για το αντίθετο. Γιατί είναι ένας προϋπολογισμός σαν όλους τους άλλους – για την ακρίβεια: σαν όλους τους άλλους μετά την ΟΝΕ.

Δεν έχει τίποτα που να αξίζει πραγματικά να τον καταψηφίσεις και τίποτα που να αξίζει πραγματικά να τον ψηφίσεις. Αυξημένα φορολογικά έσοδα – από πηγές συνήθεις, συν μια μεγαλύτερη αλλαγή στα ακίνητα. Μια πρόβλεψη για τις δαπάνες του Δημοσίου, από αυτές που στατιστικά δεν επιβεβαιώνονται. Για παράδειγμα, φέτος, οι δαπάνες «ξέφυγαν». Και, εν τέλει, ένας προϋπολογισμός διαχείρισης.

Αλλά η χώρα χρειάζεται όλο και πιο πιεστικά κάτι παραπάνω από διαχείριση. Η Ελλάδα δεν είναι σε κρίση. Βλέπει όμως την κρίση μπροστά της. Είναι, κυρίως, μια κρίση ανταγωνιστικότητας. Η οικονομία περιμένει ένα ακόμη, το τέταρτο, κοινοτικό πλαίσιο στήριξης. Δεν το περιμένει μόνο η οικονομία. Το περιμένει με ανοιχτές αγκάλες και η παραοικονομία – αυτή που στηρίζει τη διοικητική διαφθορά, την πολιτική παραλυσία, την κοινωνική χαλάρωση. Το περιμένει για να το απορροφήσει σε αυτή την παρατεταμένη παράκρουση ενός αδικαιολόγητου και πέρα από κάθε όριο καταναλωτισμού που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας –μαζί με την απάθεια και την άρνηση της μεταρρύθμισης. Το έχει πει παλιότερα ο Μουζέλης τι είναι αυτός ο καταναλωτισμός: είναι η κιτς, η πρόχειρη και απαίδευτη, εκδοχή της πολυπολιτισμικότητας. Μπορούμε να ανοίξουμε τη χώρα και το μυαλό μας στους πολιτισμούς των άλλων, αλλά ασφαλώς είναι πολύ πιο εύκολο από κάθε έναν τους να εντάξουμε στην καθημερινότητά μας δυο-τρεις μάρκες, δυο-τρία γκατζετάκια. «Εξαιρετικό χρυσή μου». Παλιότερα το έλεγαν «τελευταία λέξη».

Είναι ένας προϋπολογισμός που κλείνει τα μάτια στην τρομερή αλλαγή που ζει η Ελλάδα μαζί με όλο τον κόσμο. Τι συνεπέρανε η χώρα από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού; Ότι πρέπει να ξαναχτίσει τα χωριά που κάηκαν και να φυτέψει (ή να αφήσει να φυτρώσουν) όσα δέντρα μπορεί στα καμμένα βουνά της Πελοποννήσου. Αλήθεια είναι. Αλλά μόνον ελάχιστο τμήμα της. Το πραγματικό περιεχόμενο όσων ζήσαμε τον Αύγουστο είναι ότι δεν αρκεί να ξαναφτιάχνουμε ό,τι καταστρέφεται από την περιβαλλοντική αλλαγή. Πρέπει να αλλάξουμε ταχύτατα τον τρόπο που ζούμε, τον τρόπο που διοικούμε επίσης. Και να αφιερώσουμε πολύ μεγαλύτερο τμήμα των πόρων και του πλούτου μας στην προστασία της φύσης. Πού αλλού μπορεί να εκφραστεί μια τέτοια αλλαγή συνείδησης της κοινωνίας παρά σε έναν προϋπολογισμό;

Αλλά όχι. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι – θα τη βγάλουμε και φέτος. Αλήθεια είναι. Αλλά είναι κάπως θλιβερό μια χώρα που ασφαλώς μπορεί περισσότερα και καλύτερα, να ξεκινά μια χρονιά με αυτή την τόσο περιορισμένη προσδοκία.

Επιλέγοντας ήττα

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου – και τώρα η κυβέρνηση έχει ένα δίλημμα. Ή πρέπει να προχωρήσει το Ασφαλιστικό ως έχει, και η κα Πετραλιά να βρει μπροστά της ό,τι βρήκε ο κ. Μαγγίνας, συμπεριλαμβανομένων μερικών δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών. Ή πρέπει να αναλάβει η κα Πετραλιά την εύσχημη υποχώρηση – να κάνει δηλαδή ό,τι έκανε ο κ. Ρέππας για το ασφαλιστικό Γιαννίτση, και να συμβεί ακριβώς το ίδιο, με άλλα λόγια να υπάρξει κάποια σχετική βελτίωση αντί των αναγκαίων πραγματικών μεταρρυθμίσεων.

Δεν είναι ένα απλό δίλημμα – και ανήκει φυσικά όχι στην κα Πετραλιά, αλλά στον κ. Καραμανλή. Από μία άποψη τον διευκολύνει η πραγματικότητα. Όποια επιλογή και να κάνει, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, θα χάσει. Το θέμα είναι τι κόστος και τι είδους κόστος θέλει να αναλάβει…

Αν η Φάνη πάρει το σχέδιο Μαγγίνα και χαράξει μια κόκκινη γραμμή, πίσω από την οποία η κυβέρνηση δεν πηγαίνει – τότε η Νέα Δημοκρατία δεν υπάρχει τρόπος να μην χρεωθεί το βάρος για τους έως τώρα χειρισμούς της, συν το βάρος από την φυσική και αναμενόμενη δυσαρέσκεια εκείνων που θα θιγούν. Στο τέλος, δεν θα έχει κάνει βαθιά μεταρρύθμιση – αλλά, ας μην κρυβόμαστε, ποτέ ο Μαγγίνας δεν ήταν Γιαννίτσης και βαθιά μεταρρύθμιση ουδέποτε επιχειρήθηκε. Θα μπορεί, όμως, να υποστηρίξει πως μέσα από ένα πλήθος αντιξοότητες, σφάλματα και κόστη, αυτό τελοσπάντων που ήθελε και που ήταν το πολιτικό της σχέδιο, το εκπλήρωσε. Τραυματισμένο το σχέδιο, τραυματισμένη η κυβέρνηση, αλλά θα το έχει εκπληρώσει.

Αν η Φάνη γίνει εργολάβος της κατεδάφισης ακόμη και των σχετικά λίγων αλλαγών που είχε εισηγηθεί ο κ. Μαγγίνας, η εικόνα θα είναι πολύ καλύτερη. Η κυβέρνηση θα έχει επιδείξει κοινωνική ευαισθησία. Θα είναι ένας ευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών ανακλαστικών. Θα μπορεί να πει πως «αφουγκράζεται» τις αγωνίες και τις αντιδράσεις του κόσμου. Γι αυτό δεν είναι οι κυβερνήσεις; Και θα έχει περιορίσει στο ελάχιστο το πολιτικό κόστος της. Αυτή θα είναι η εικόνα και ίσως να γραφτεί και στις δημοσκοπήσεις.

Αλλά η εικόνα, ούτε καν αυτή που ζωγραφίζουν οι μετρήσεις, δεν είναι πάντα η πραγματικότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση θα είναι δημοφιλέστερη και πολιτικά καταδικασμένη. Δεν θα έχει χάσει ίσως υποστηρικτές, θα έχει όμως ηττηθεί κατά κράτος στην ουσιαστική πολιτική μάχη – που έτσι κι αλλιώς την έδωσε με μίνιμαλ επιλογές και με λάθος τρόπο. Πρακτικά, θα έχει καταθέσει τα όπλα και θα έχει πετάξει λευκή πετσέτα –ινδικής παραγωγής- σε οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με την απεχθή λέξη «μεταρρύθμιση». Το μήνυμα θα είναι απλό: καμμία αλλαγή δεν περνάει, εάν βρει μπροστά της ισχυρή αντίδραση. Δηλαδή, εάν θίγεται κανείς από μία αλλαγή, ποτέ μην κάνει πίσω, ποτέ μην συζητήσει, ποτέ μην διαπραγματευθεί με την κυβέρνηση. Απλώς ας βγει στο δρόμο και ας την τρομάξει. Τρομάζει εύκολα.

Δεν αφουγκράζονται μόνο οι κυβερνήσεις τους πολίτες. Αφουγκράζονται (ωραία λέξη…) και οι πολίτες τις κυβερνήσεις. Στο τέλος αυτής της υπόθεσης θα την έχουν κατατάξει. Η ζημία είναι δεδομένη. Το ζήτημα είναι, λοιπόν, να διαλέξει πού θέλει να την κατατάξουν.

Monday, December 17, 2007

Το αυτονόητο τέλος ενός υπουργού

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου – και η απομάκρυνση Μαγγίνα δεν αλλάζει, φυσικά, κάποια πολιτικά δεδομένα. Άλλωστε, ο κ. Μαγγίνας δεν υπήρξε ποτέ ούτε πρόσωπο ιδιαίτερης επιρροής στο κόμμα ή την κυβέρνηση και αυτό που είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας ήταν να γίνει μια στοιχειώδης ρύθμιση στο ασφαλιστικό χωρίς θόρυβο. Αυτή ήταν η ειδικότητα του κ. Μαγγίνα: το «χωρίς θόρυβο». Η μόνη φορά που έκανε κάποιο θόρυβο ήταν με την πτώση του.

Τι κάνει η αποπομπή Μαγγίνα; Διασώζει μόνον το αυτονόητο. Το εκπληκτικό σκέλος της υπόθεσης δεν είναι ότι ο υπουργός Απασχόλησης υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, μετά από μια σειρά αποκαλύψεων για προσωπικές μικρές ανομίες. Το εκπληκτικό είναι ότι ο ίδιος πίστεψε πως θα μπορούσε να παραμείνει, να «λάθει βιώσας». Το ακόμη εκπληκτικότερο είναι ότι και η κυβέρνηση πίστεψε ότι θα μπορούσε υπουργός Απασχόλησης να αποκαλύπτεται με ανασφάλιστους εργαζομένους και παρά ταύτα να διατηρεί το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο.

Γιατί συνέβη αυτό; Μα γιατί υπάρχουν προηγούμενα. Προηγούμενα μιας εκτεταμένης και κάποτε χωρίς όρια ανοχής για προβεβλημένα πρόσωπα. Από φίλους, συνεργάτες, κουμπάρους, κολλητούς και άλλους που (κατά την ιστορική έκφραση) «κάνουν ένα δωράκι στον εαυτό τους», μέχρι υπουργούς που χτίζουν παράνομα ή πηγαίνουν στα ξενυχτάδικα και, φυσικά, είτε δεν πληρώνουν είτε δεν παίρνουν απόδειξη, είτε ποιος θα πειράξει το αφεντικό που ναι μεν δεν κόβει αποδείξεις, αλλά έχει αγκαζέ τον κ. υπουργό. Μια κατάσταση ανοχής και ασυλίας στην παρανομία έχει εγκατασταθεί στη χώρα, με απόλυτη συνενοχή όχι απλώς του συστήματος αλλά των κορυφαίων φυσικών εκπροσώπων του. Και αυτή έχει οδηγήσει πια σε μια έκρηξη παραγωγής μαύρου χρήματος που υποθηκεύει την οικονομία και διαχέει την παρανομία σε όλη την κοινωνία. Είναι μια μεγάλη απειλή.

Ο κ. Μαγγίνας δεν είναι διόλου από τις χειρότερες περιπτώσεις στην πολιτική ζωή της χώρας. Αντιθέτως. Είναι ένας άνθρωπος που έχει επιδείξει μετριοπάθεια και η ηθική ελαστικότητα για ασφαλιστικές ή πολεοδομικές παραβάσεις δεν είναι δα και έγκλημα καθοσιώσεως στην ωραία χώρα μας. Αλλά έπρεπε να φύγει. Έπρεπε (και για τον ίδιο) να έχει φύγει νωρίτερα και με δική του πρωτοβουλία. Για τον απλό λόγο ότι οι υπουργοί έχουν εκτός της πολιτικής και μια συμβολική παρουσία. Ένας διάτρητος (και δεδηλωμένα διάτρητος) υπουργός είναι σύμβολο ασυλίας και ανομίας. Ακόμη χειρότερα: είναι άλλοθι για τους υπόλοιπους, που σας βεβαιώ, αν και ήδη το γνωρίζετε, κάνουν πολύ χειρότερα από τον κ. Μαγγίνα.

Ψηφοφόρων αποδέσμευση

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου – και είναι πια ένας στους τρεις. Ένας στους τρεις, αν διαβάσετε μια από τις πιο έγκυρες και δόκιμες μετρήσεις της κοινής γνώμης που γίνονται στην Ελλάδα, επειδή είναι τακτική, περιοδική και σε ευρύ δείγμα…
… ένας στους τρεις δηλώνει πως δεν εκφράζεται πολιτικά σήμερα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Ή, δείτε το από την άλλη όψη του. Το άθροισμα των δύο μεγάλων κομμάτων δεν ξεπερνά το 66%. Δεν είναι και λίγο, θα πείτε. Ναι, αλλά είναι από τα χαμηλότερα ποσοστά που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια, από τα χαμηλότερα ιστορικά ποσοστά του μεταπολιτευτικού δικομματισμού και, κυρίως, έρχεται ελάχιστο καιρό μετά από μια εκλογική αναμέτρηση στην οποία Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσαν το 80%. Μέσα σε τρεις μήνες, δηλαδή, τα δύο κόμματα έχουν καταφέρει να απογοητεύσουν και να αποστασιοποιήσουν (έστω και δημοσκοπικά, που δεν σημαίνει και εκλογικά) έναν στους πέντε πολίτες από εκείνους που τα ψήφισαν στις 16 Σεπτεμβρίου.

Υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία είναι πως ο δικομματισμός θα επιβιώσει πάνω στη βάση της άσκησης της εξουσίας. Μπορεί να μην έχει λύσεις για τα προβλήματα της χώρας, ή τουλάχιστον λύσεις που να τις εκτιμούν οι πολίτες, αλλά μπορεί να δώσει διέξοδο σε ατομικές προοπτικές, μπορεί ακόμη να γίνει πεδίο επένδυσης προσωπικών προσδοκιών. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνει το γενικό πρόβλημα. Όταν δεν υπάρχει πολιτικό όραμα και πολιτικό όχημα, η εξουσία ασκείται για την εξουσία (και μερίδια εξουσίας είναι και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση). Τότε, όμως, η μεταρρύθμιση είναι απειλή. Αλλά η μεταρρύθμιση εισπράττεται ως απειλή επίσης από ένα ευρύ πια φοβικό στρώμα της κοινωνίας, ενώ αποτελεί μείζον αίτημα της συγκυρίας.

Η άλλη εκδοχή είναι εκείνοι που φεύγουν εκνευρισμένοι, δυσαρεστημένοι, δυσφορούντες και έχοντας ανάγκη εκτόνωσης μπροστά στην κάλπη της δημοσκόπησης, αυτή τη φορά να μην γυρίσουν. Οι πιθανότητες να συμβεί αυτό φαίνεται σήμερα να είναι περισσότερες παρά ποτέ. Γιατί; Για δύο λόγους:

Πρώτον γιατί το σύστημα δεν έχει απαντήσεις. Δεν έχει απαντήσεις στις προκλήσεις της περιόδου, δεν προτείνει κάτι παραπάνω από την παράταση του αδιεξόδου, από μια μικρή μετάθεση της εκπνοής λειτουργιών που όλοι τις αισθάνονται απονεκρωμένες. Δεν έχει απάντηση για το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, για τον έλεγχο της έκρηξης του μαύρου χρήματος, για την κατάσταση της Παιδείας, για το ασφαλέστερο μέλλον των εργαζομένων, για την αξιοποίηση του δυναμικού των νέων, για τη θέση της χώρας στον κόσμο, στην οικονομία και την πολιτική, δεν έχει, εν τέλει, απάντηση σε τίποτε άλλο εκτός από την αναπαραγωγή του.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι με το υποχρεωτικό άνοιγμα της οικονομίας έχει διευρύνει τον αριθμό των ανθρώπων που δεν εξαρτώνται άμεσα από τη διοίκηση και το κράτος για την προσωπική τους κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Μπορούν, έτσι, να λειτουργήσουν αυτόνομα, χωρίς να συνδέουν αναγκαστικά τις προοπτικές τους με εκείνες του συστήματος.

Μπορούν λοιπόν να πουν ελεύθερα και γνήσια τη γνώμη τους γι’αυτό – ήδη στη σφυγμομέτρηση. Και αύριο πιθανότερο παρά ποτέ και στην κάλπη.

Γενικό αδιέξοδο

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου – και υπάρχει μια τριπλή συγκυρία. Από τη μια, η στάση της κοινωνίας. Το ασφαλιστικό είναι βαρόμετρο. Η συμμετοχή στη χθεσινή κινητοποίηση δείχνει χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης την έκταση της ανησυχίας και της ανασφάλειας. Την ένταση των φοβικών αισθημάτων για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ενόψει αλλαγών, που μοιάζουν αναπόφευκτες αλλά και επικίνδυνες για το μέλλον τους. Το ασφαλιστικό μπορεί να παγιώσει τάσεις στην κοινωνία και τους πολιτικούς συσχετισμούς – η εμπειρία του ΠΑΣΟΚ μετά το ασφαλιστικό Γιαννίτση είναι χαρακτηριστική, όσο χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι σήμερα δεν είναι πολλοί που πρόθυμα δηλώνουν πως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο Γιαννίτση ήταν ακατάλληλο και καλώς ερρίφθη στην πυρά και η χώρα (και οι εργαζόμενοι) είναι σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι εάν είχε ψηφιστεί.

Το δεύτερο στοιχείο της συγκυρίας είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης για τις αλλαγές που απορρίπτονται μέσα από τις κινητοποιήσεις. Εφτά στους δέκα δηλώνουν πως η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού πρέπει να προχωρήσει. Αυτή είναι μια μεγάλη μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών σε σχέση με το όχι τόσο μακρινό 2001.

Και τρίτο στοιχείο της συγκυρίας, η προϊούσα αποσάθρωση του δικομματισμού ως βάσης του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης. Κανείς (ή πάντως λιγότεροι από όσους χρειάζεται) δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση για να φέρει σε πέρας αυτή τη μεταρρύθμιση. Και η κυβέρνηση άλλωστε με τις επιλογές της στη διαδικασία και με την προσωπικά ευάλωτη παρουσία των προσώπων που πρωταγωνιστούν δεν ενισχύει την αξιοπιστία της ως συνομιλητή. Κανείς (ή πάντως λιγότεροι από όσους χρειάζεται) δεν πιστεύει ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα ήταν καταλληλότερη σε αυτό το ρόλο.

Το συμπέρασμα είναι απλό – οι συνέπειές του εξαιρετικά περίπλοκες. Η χώρα έχει περιέλθει σε κατάσταση αρρυθμίας και αδιεξόδου. Αναγνωρίζει την ανάγκη αλλαγών. Γνωρίζει ότι θα έχουν κόστος. Και αναζητεί, χωρίς να βρίσκει, έναν αξιόπιστο εγγυητή για μια στοιχειώδη δικαιοσύνη στην κατανομή αυτού του κόστους. Αντ’αυτού της προτείνονται εμβαλωματικές λύσεις και αραχνιασμένες, από το χρονοντούλαπο καταγγελίες. Οι πραγματικές συνθήκες δημιουργούν ανασφάλεια. Η αντιμετώπισή τους και η εκτίμηση για το ποιόν του πολιτικού συστήματος πολλαπλασιάζουν το συντελεστή του φόβου. Αυτό που δείχνουν, επομένως, οι δημοσκοπήσεις είναι κυρίως το βάθος και η πολιτική σημασία της διαχείρισης μιας γενικευμένης αθυμίας.

Βαριά αθυμία

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου – και δεν χρειαζόταν να γίνουν δημοσκοπήσεις για να το διαπιστώσουμε. Όσοι ζουν σε αυτή τη χώρα μετά το τρομερό καλοκαίρι που περάσαμε, όσοι ζουν σε αυτή τη χώρα μετά την αδυναμία της κάλπης να δώσει πολιτική κάθαρση (με τη δραματική έννοια του όρου), όσοι ζούμε αυτή την περίοδο της βαθιάς και βαριάς αθυμίας στη χώρα, γνωρίζουμε ότι διαχέεται με ραγδαίους ρυθμούς πως η Ελλάδα, χωρίς να της συμβαίνει κάτι έκτακτο, χωρίς να περνά κρίση, έχει μπει σε τροχιά αδιεξόδου.

Αυτό που συμβαίνει, αυτό που αποκαλύπτουν οι σφυγμομετρήσεις που βλέπουν αυτές τις μέρες το φως της δημοσιότητας δεν είναι κρίση της κυβέρνησης. Ασφαλώς η κυβέρνηση άνοιξε με αδέξιους χειρισμούς μέτωπα, όπως το Ασφαλιστικό, και μάλιστα χωρίς να έχει καν λάβει τη στοιχειώδη πρόνοια για την αξιοπιστία, αν όχι των προτάσεων, τουλάχιστον των φορέων της. Ασφαλώς η κυβέρνηση πληρώνει με τόκο την τακτική της την προηγούμενη τριετία σε άλλα θέματα, όπως η Ολυμπιακή. Αλλά δεν βιώνουμε μια κυβερνητική κρίση.

Η βάση του δικομματισμού είναι απλή. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι η αυτονόητη εναλλακτική λύση για την διακυβέρνηση της χώρας απέναντι στην κυβερνώσα παράταξη. Αυτό σήμερα, για μια μακρά σειρά από λόγους, δεν συμβαίνει. Και όταν το ένα από τα δύο κόμματα δεν δίνει δικλείδα εκτόνωσης της κυβερνητικής φθοράς και της λαΪκής δυσαρέσκειας, η πίεση ασκείται συνολικά από την κοινωνία πάνω στο σύστημα.

Αυτό λοιπόν συμβαίνει. Δεν είναι μια κρίση κυβερνητική, δεν είναι μια κρίση αντιπολιτευτικού ελλείμματος. Η χώρα έχει περάσει σε φάση κρίσης του πολιτικού συστήματος. Τα διλήμματα πολλαπλασιάζονται, οι απαντήσεις απουσιάζουν εντελώς. Το σύστημα αδυνατεί να πείσει για την δυνατότητά του να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, την ώρα που η κοινωνία έχει αφενός πεισθεί για την αναγκαιότητά τους, αλλά ταυτόχρονα περιχαρακώνεται σε αμυντικά ανακλαστικά, διαπιστώνοντας ότι κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί μια στοιχειώδη δικαιοσύνη στην κατανομή του αναπότρεπτου κόστους.

Ο Παύλος Μπακογιάννης έχει πει μια φράση που σφράγισε τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ζωή: στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Εννούσε, προφανώς, πως οι εκλογές δίνουν πάντοτε τη νομιμοποίηση και τη λύση. Στις σημερινές συνθήκες, το πρόβλημα δεν είναι ούτε η εντολή, ούτε η νομιμοποίηση. Είναι η ικανότητα και η προθυμία των εντολοδόχων να την αξιοποιήσουν και να ανταποκριθούν σε αυτές. Επομένως, χωρίς ιδιαίτερη εσωτερική πίεση, χωρίς μια ιδιάζουσα διεθνή κατάσταση, όπως ένας πόλεμος ή μια παγκόσμια οικονομική κρίση, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αγγίζει τα όριά του και οδηγεί τη σκέψη στο αδύνατο. Με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, στη δημοκρατία να υπάρχουν αδιέξοδα.

Monday, December 10, 2007

Για μερικά ένσημα...

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου – και φυσικά δεν έπεσε κανείς από τα σύννεφα. Υπάρχει Έλληνας που τα τελευταία χρόνια να μην έχει απασχολήσει σε τακτική βάση ή προσωρινά κάποιον αλλοδαπό; Αμφιβάλλω. Μήπως δεν ξέρουμε ότι ένα μέρος του δρόμου προς την ΟΝΕ και το ευρώ καλύφθηκαν χάρη στους ξένους εργάτες που έβαλαν ένα χεράκι όχι μόνο στην οικοδομή και τον κήπο, αλλά και στην αύξηση του ΑΕΠ τη δεκαετία του 90; Φυσικά το ξέρουμε. Τώρα να σηκώσει το χέρι όποιος (εκτός από κάποιους μεγαλοεργολάβους ή επιχειρήσεις με εκτεταμένη δραστηριότητα και άρα πολλούς και απρόσωπους ελέγχους)…
…όποιος, λοιπόν, κόλλησε ένσημα στους ξένους που είχε στη δούλεψή του. Έστω λίγα, έστω μερικές φορές – γιατί για τα κανονικά ένσημα δεν θα ψάξω καν για χέρια. Κι έτσι ακόμη, λίγα θα βρούμε σηκωμένα.

Το έκαναν όλοι, το κάναμε όλοι. Το έκανε ο τελευταίος βοσκός με τον Αλβανό που πήρε για να κάθεται στο μαντρί και να εισπράττει μόνο, το έκανε ο τελευταίος αγρότης με τους Πολωνούς που του μαζεύουν τα πορτοκάλια (κι έτσι δεν ερήμωσαν εντελώς τα χωριά), το έκανε ο τελευταίος ψαράς με τους Αιγύπτιους που συγκροτούν τη συντριπτική πλειοψηφία των πληρωμάτων (κι έτσι υπάρχουν ακόμη καϊκια και μερικά ελληνικά ψάρια στα τελάρα), το έκανε ο τελευταίος μισθωτός με τη Βουλγάρα που του κράτησε τους γονείς ή τα παιδιά όταν βρέθηκε ανήμπορη η οικογένεια να αντεπεξέλθει στις πολλαπλές ανάγκες ενός παλαιάς κοπής συστήματος συγγενικής στήριξης και ταυτόχρονα της μοντέρνας συνθήκης για την εργαζόμενη γυναίκα. Το έκαναν οι εύποροι με το υπηρετικό τους προσωπικό, οι λιγότερο εύποροι με τους χτίστες στο εξοχικό, το έκαναν φυσικά και πολιτικοί – δεν έπεσαν άλλωστε από τον Άρη.

Το έχουν κάνει όλοι, το έχουμε κάνει όλοι. Αν χρειαστεί ο αναμάρτητος να βάλει τον λίθον, μάλλον δεν θα βρεθεί αναμάρτητος. Αλλά υπάρχει ένας που δεν μπορεί να το κάνει. Κι αυτός είναι ο υπουργός Απασχόλησης. Όχι γιατί έχουμε κάποιο ειδικό ηθικό καθεστώς που αφορά τους υπουργούς, ούτε για να συγκαλύψουμε τη συλλογική μας υποκρισία έχοντας ένα αποδιοπομπαίο και δακτυλοδεικτούμενο, ώστε να συνεχίσουμε ανενόχλητοι την ίδια φάμπρικα. Αλλά γιατί κάθε δουλειά επιβάλλει τους περιορισμούς της. Και στη δουλειά ειδικά του υπουργού Απασχόλησης αυτό εμπίπτει στους πιο σκληρούς και απαράβατους περιορισμούς. Ουσιαστικά, η αποδοχή του αξιώματος συνιστά ταυτόχρονα και την οικειοθελή αποστέρηση μερικών σιωπηρών προνομίων που έχουν οι υπόλοιποι. Ακόμη κι αν το κάνουν όλοι, αυτός δεν δικαιούται να το κάνει. Για την ειδική αυτή περίπτωση, το ότι το κάνουν όλοι δεν συνιστά ούτε δικαιολογία ούτε απαλλακτική συνθήκη.

Και υπάρχει κι ένας πρόσθετος λόγος, για τον οποίο ο κ. Μαγγίνας θα χρειαστεί να απαντήσει πειστικά στην υπόθεση των ανασφάλιστων εργαζομένων. Ότι δηλαδή είναι άλλο να συμβαίνει κάτι –στην έκταση που γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε- κι άλλο να αποκαλύπτεται και να μην τρέχει τίποτα. Αν μία φορά είναι συνένοχη η πράξη, πολύ περισσότερες δεν μπορεί να επιβραβεύεται με τη σιωπή και μάλιστα με τον άκρως συμβολικό τρόπο που επιβάλλει η ιδιότητα του πρωταγωνιστή.

Δεν είναι άδικο να υπάρχουν διαφορετικά μέτρα και σταθμά. Πόσο μάλλον όταν κανείς το επιλέγει και το γνωρίζει – και απολαμβάνει και τα άλλα προνόμια που έναντι αυτού του τιμήματος του προσφέρει η θέση.

Friday, December 7, 2007

Ακρίβεια - όχι για όλους...

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου – και η κυβέρνηση έχει διάφορα προβλήματα. Ολυμπιακή, ασφαλιστικό, ΟΤΕ – διάφορα… Και έχει και μια απειλή. Η απειλή είναι η ακρίβεια.

Γιατί όμως είναι τέτοιος πολιτικός εφιάλτης οι ανατιμήσεις ειδικά για αυτή την κυβέρνηση, ιδιαίτερα σε αυτή τη συγκυρία; Δεν είχαμε πληθωρισμό στο παρελθόν; Δεν έχουμε ζήσει σε αυτή τη χώρα τις ένδοξες εποχές της δραχμής, του υπερήφανου εθνικού μας νομίσματος, με πληθωρισμούς στο 32% και υποτιμήσεις κάθε τρεις και δύο; Ή τα ξεχάσαμε τόσο γρήγορα, εμείς που καταριόμαστε το ευρώ σε κάθε ευκαιρία για όλα τα δεινά που επεσώρευσε στον τόπο;

Δεν είναι αυτό. Αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώνεται το κύμα της ακρίβειας είναι πολιτικά πιεστικές. Πρώτον, γιατί οι αυξήσεις τιμών δεν καταγράφονται στα πάντα. Δεν ακριβαίνουν, ας πούμε, με τρελούς ρυθμούς τα είδη πολυτελείας, ή τα αυτοκίνητα, ούτε καν τα ακίνητα των ακριβών περιοχών. Δεν ακριβαίνουν ιδιαίτερα τα ταξίδια στο εξωτερικό, ή τα αεροπορικά εισιτήρια. Δεν είναι η χλιδή, ούτε η άνεση των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων που γίνεται απλησίαστη. Αυτό που ανατιμάται είναι τα είδη πρώτης ανάγκης, τα βασικά αγαθά, εκείνα που συνθέτουν μεγάλο τμήμα της κατανάλωσης του φτωχότερου ανθρώπου, των λαΪκών τάξεων. Ακριβαίνουν τα τρόφιμα στο σούπερ μάρκετ, το ρεύμα, το πετρέλαιο, τα κοινόχρηστα. Οι πιο στοιχειώδεις ανάγκες της επιβίωσης, αυτές που επί τρεις δεκαετίες της μεταπολίτευσης θεωρούνταν δεδομένες και βελτιούμενες για τη συντριπτική πλειοψηφία, αν όχι την παμψηφία, των Ελλήνων, τώρα εξελίσσονται σε μια καθημερινή πρόκληση για όλο και περισσότερους πολίτες.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η τάση αυτή εκδηλώνεται σε μια φάση υψηλής ανάπτυξης. Που σημαίνει ότι εισοδήματα στη χώρα δημιουργούνται. Δημιουργείται πλούτος, αλλά την ίδια στιγμή διευρύνεται η ανισότητα στην κατανομή του. Οι φτωχότεροι είναι εκείνοι που πιέζονται περισσότερο, οι ανατιμήσεις επηρεάζουν λιγότερο εκείνους που δεν θα είχαν και μεγάλο πρόβλημα να τις αντιμετωπίσουν. Το χάσμα γίνεται μεγαλύτερο. Και, κυρίως, το χάσμα δεν αφορά την ευκολία πρόσβασης στην πολυτελή κατανάλωση, δεν αφορά το επιπλέον και το καθ’υπερβολήν, αλλά τη βασική καθημερινή επιβίωση. Ταυτόχρονα, και εδώ το ευρώ δεν είναι αθώο του αίματος, όλο και μεγαλύτερα στρώματα μισθωτών πιέζονται προς τη βάση, και για πρώτη φορά αισθάνονται να έχουν προβλήματα επιβίωσης μάλλον παρά εξασφάλισης κοινωνικής ανόδου.

Με απλά λόγια. Πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι πηγαίνουν για τα καθημερινά τους ψώνια και κοιτάζουν ή ρωτάνε «πόσο κάνει» για απλά, καθημερινά, αυτονόητα αγαθά. Η ίδια η ερώτηση είναι για τους ίδιους ένα ψυχολογικό σοκ. Και για την Ελλάδα το γεγονός ότι γίνεται τέτοια ερώτηση συνιστά μια νέα κοινωνική συνθήκη. Οι πολιτικές της επιπτώσεις είναι το μεγάλο ζήτημα και ο μεγάλος άγνωστος.

Thursday, December 6, 2007

Επιθετική εξαγορά του κράτους;

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου – και καπιταλισμός; Αυτό λύθηκε το 89. Παγκοσμιοποίηση; Φυσικά – όποιος αρνείται την πραγματικότητα είναι καταδικασμένος στο περιθώριο. Ελεύθερη αγορά; Χωρίς άλλο – άλλωστε τίποτε άλλο που επιχειρήθηκε δεν δούλεψε. Πολυπολιτισμικότητα; Ασφαλώς. Με ανοχή, σεβασμό στη διαφορετικότητα, και μερικές τύψεις για τη σχέση εκμετάλλευσης που βίαια και αιματηρά επέβαλε επί αιώνες ο πολιτισμός που ανήκουμε στους υπόλοιπους αυτού του πλανήτη. Αλλά όλα αυτά έχουν ένα όριο. Και το όριο αυτό είναι η έννοια του εθνικού κράτους.

Το εθνικό κράτος παραμένει η βασική μορφή οργάνωσης του κόσμου – και κυρίως του δυτικού κόσμου και της Ευρώπης, εδώ και δύο αιώνες. Μπορεί να μετεξελιχθεί. Μπορεί να αφομοιωθεί σε νέα πρότυπα. Μπορεί να αποφασίσει να εκχωρήσει δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Μπορεί να συρρικνωθεί σταδιακά για να προσαρμοστεί σε μια νέα παγκόσμια κοινότητα, που χαρακτηρίζεται από την ιλιγγιώδη ταχύτητα στην κίνηση της πληροφορίας, την αύξηση της κινητικότητας των ανθρώπων και την σχεδόν ανεξέλεγκτη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

Αυτό που δεν μπορεί να συμβεί είναι το εθνικό κράτος να καταληφθεί εξ εφόδου. Και η εφόρμηση είναι εκείνο που επιχειρούν δύο νέα «φρούτα» της παγκόσμιας οικονομίας. Η συσσώρευση κεφαλαίων ξεπερνά πια κάθε φαντασία. Όπως και η εξουσία, έτσι και τα κεφάλαια, αναζητούν κι αυτά νέες μορφές οργάνωσης. Ενθαρρυμένα από τη λογική της διαρκούς ανάπτυξης και από την αναμφισβήτητη αποδοτικότητα της ελευθερίας τους, πιέζουν με επιθετικό τρόπο τις κρατικές εξουσίες. Τι θέλουν; Υπεραποδόσεις και αδιαφάνεια. Αν έπρεπε να διαλέξουν, δεν θα είχαν δισταγμό. Θα διάλεγαν αδιαφάνεια. Θέλουν όσο πιο γκρίζους γίνεται τους κανόνες, όσο πιο θολό γίνεται το παιχνίδι.

Το ένα από τα δύο νέα «φρούτα» -έχουμε ξαναμιλήσει για αυτά- είναι τα λεγόμενα private equities. Ιδιωτικά κεφάλαια συγκεντρώνονται έξω από κάθε θεσμικό έλεγχο, ακριβώς για να μην υπάγονται στο καθεστώς δημόσιας λογοδοσίας των αμοιβαίων κεφαλαίων. Είμαστε λίγοι, έχουμε πολλά χρήματα, παίρνουμε όσο ρίσκο θέλουμε, δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Αλλά η διαφάνεια δεν είχε επιβληθεί μόνο προς το συμφέρον των επενδυτών αλλά και προς το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον. Αυτή την επιταγή παρακάμπτουν τα ασύδοτα και αδιαφανή funds των υπερπλουσίων.

Το δεύτερο «φρούτο» είναι αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά με συγκεκριμένη κρατική προέλευση. Είναι η νέα εκδοχή των πετροδολλαρίων – αυτών που γνωρίσαμε για πρώτη φορά με την πετρελαΪκή κρίση του 70 ως κιτς παράκρουσμα καταναλωτισμού. Τώρα, μετά από μία γενιά που σπούδασε στα δυτικά πανεπιστήμια, η διαχείρισή τους γίνεται με λογική επενδυτική. Αλλά τα κράτη είναι κράτη και έχουν κρατικά συμφέροντα. Δεν μπορεί να διεκδικούν ταυτόχρονα το ρόλο και της κρατικής υπόστασης και του ανεξάρτητου επενδυτή. Και, ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι τέτοια κεφάλαια, απολύτως ελεγχόμενα, δεν θα κινηθούν κάποια στιγμή και με κριτήριο τα πολιτικά ή γεωστρατηγικά συμφέροντα του κράτους που τα ελέγχει. Άρα δεν μπορεί να εγκατασταθούν σε καίριους, στρατηγικούς τομείς χωρίς τη συναίνεση των άλλων κρατών, κανείς δεν μπορεί να σφυρίζει αδιάφορα για την πραγματική ιδιότητά τους σαν να ήταν ανεξάρτητοι επενδυτές.

Αυτή είναι η ουσία του προβλήματος στον ΟΤΕ – και ο κ. Αλογοσκούφης, που σήμερα όντως χρειάζεται στήριξη σε αυτή τη σύγκρουση, θα μπορούσε να το έχει σκεφθεί ίσως λίγο νωρίτερα, ας πούμε όταν άλλαζε ο νόμος για το ποσοστό της κρατικής συμμετοχής στον Οργανισμό.

Wednesday, December 5, 2007

Το τέλος του μεταπολεμικού κράτους

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου – και μπορεί να το λένε Ολυμπιακή, μπορεί να το λένε ΔΕΗ, μπορεί να το λένε ΟΤΕ, μπορεί να το λένε ασφαλιστικό, το πρόβλημα είναι ένα, το πρόβλημα είναι το ίδιο και είναι η κατάρρευση του κράτους όπως χτίστηκε σε ολόκληρη τη μεταπολεμική εποχή.

Το ζήτημα είναι πώς διαχειρίζεται κανείς αυτή τη νέα συνθήκη. Ότι θα υπάρξουν δυσκολίες προσαρμογής, ότι θα υπάρξουν κοινωνικές αναταράξεις, ότι κάποιοι θα χάσουν στην αλλαγή των μεριδίων ευθύνης και πρόνοιας, ότι κάποιοι θα επιχειρήσουν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους – αυτό δεν είναι μόνο αναμενόμενο, είναι και υγιές. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η μετάβαση χρειάζεται να είναι και ήπια και σταδιακή. Και εγγύηση για μια στοιχειώδη κοινωνική ευαισθησία στη διαδικασία της αλλαγής δεν μπορεί να είναι άλλη από το φόβο της σύγκρουσης, από την απειλή της ρήξης.

Άλλο αυτό όμως, κι άλλο η γενικευμένη άρνηση της οποιασδήποτε αλλαγής. Άλλο η απαίτηση για κοινωνική ευαισθησία κι άλλο η άκρα αναλγησία την οποία σηματοδοτεί η κατοχύρωση κεκτημένων εν πλήρει συνειδήσει ότι το κόστος θα το πληρώσουν πολλαπλάσιο κάποιοι άλλοι – σημερινοί ή αυριανοί. Άλλο η ανάγκη μέριμνας για εκείνους που αναγκαστικά θίγονται από τη μεταβολή των δεδομένων κι άλλο η περιχαράκωση των βολεμένων και η χυδαία αδιαφορία τους για όλους τους υπόλοιπους.

Το ζήτημα, λοιπόν, είναι η αξιοπιστία της διαχείρισης. Αξιοπιστία σημαίνει ευθύνη και κανόνες του παιχνιδιού. Έχουμε μιλήσει κατά κόρον για το ασφαλιστικό, μέχρι ναυτίας επί 25 χρόνια για την Ολυμπιακή. Ας δούμε λίγο τις τελευταίες αυξήσεις στη ΔΕΗ. Ασφαλώς το πετρέλαιο έχει ακριβύνει και επιβαρύνει το κόστος. Ασφαλώς είναι σωστό να υπάρχει κάποια ρήτρα πετρελαίου – με διακύμανση προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω, εάν αντιστραφεί η τάση στην αγορά. Ασφαλώς η ΔΕΗ πουλάει το ρεύμα φθηνότερα από οποιαδήποτε άλλη ηλεκτρική εταιρεία στην Ευρώπη και έπρεπε να πάρει αυξήσεις. Αφήστε τα νοικοκυριά – που πληρώνουν σχετικά λίγο. Αφήστε κατά μέρος και τις μικρές καταναλώσεις, που δεν θα επιβαρυνθούν καθόλου. Ας υποθέσουμε ότι είστε ένας ιδιοκτήτης βιομηχανικής επιχείρησης, από αυτές που θέλουμε γιατί φτιάχνουν και θέσεις εργασίας. Μπορείτε βέβαια να υπολογίσετε μια σταδιακή επιβάρυνση του κόστους. Αλλά τι μπορεί να κάνει μια επιχείρηση όταν της ανακοινώνουν ότι το (φτηνό ναι, κάτω του κόστους ίσως) ρεύμα που αγόραζε έως χθες, από σήμερα είναι 10% ακριβότερο; Όχι 10% σε ένα χρόνο, όχι σε δύο, τρεις δόσεις. Μονοκοπανιά 10% από αύριο. Κι ας υποθέσουμε ότι είστε επενδυτής που θέλει να βρει μια χώρα να εγκαταστήσει βιομηχανική επιχείρηση. Θα πηγαίνατε ποτέ σε ένα κράτος όπου ναι μεν το ρεύμα είναι σχετικά φτηνότερο, αλλά θα ζείτε με την αγωνία της έκπληξης και πόσο καπέλο θα σας φορέσει ο υπουργός την επομένη;

Κατά τα άλλα, το κράτος θέλει να είναι αξιόπιστο. Και προσοχή μην το χάσουμε από την Ολυμπιακή. Γιατί μετά πού θα βρούμε άλλη εταιρεία με τέτοια αναλογία ιπταμένων και υπαλλήλων εδάφους, όχι απλώς εδάφους, αλλά προσκολλημένων στο έδαφος, αμετακίνητων και αποφασισμένων να πάρουν –τι άλλο- πρόωρη σύνταξη από τον εθνικό αερομεταφορέα…

Tuesday, December 4, 2007

Άλλος πετάει κι άλλος πληρώνει

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου – και είναι απλό τι θέλουμε: και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Μια αεροπορική εταιρεία που θα τα έχει όλα και θα συμφέρει – κυριολεκτικά…

Είναι απλό. Θέλουμε να έχει την αξιοπιστία της Ολυμπιακής – στη συντήρηση, όχι στα δρομολόγια. Θέλουμε να έχει και το προσωπικό εδάφους της Ολυμπιακής – μια στρατιά μερικών χιλιάδων ανθρώπων, ορισμένοι από τους οποίους κατά καιρούς δεν είχαν ούτε γραφείο για να κάτσουν. Θέλουμε επίσης το προσωπικό να επιλέγεται με το γνωστό τρόπο που διόρισε τις στρατιές – με κομματικό μπιλιέτο, με ρουσφέτι, από το παράθυρο, με συνέντευξη, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός της ευθείας. Δεν είναι και αεροπλάνο…

Αλλά θέλουμε και τα εισιτήρια των ανταγωνιστών της Ολυμπιακής – στο σκληρό κόσμο του αέρα, όπου κυριαρχεί πια η μέχρις εσχάτων (δηλαδή πτώχευσης) σύγκρουση των εταιρειών, όπου κυριαρχεί η αδήριτη λογική της καλύτερης διαχείρισης και της κερδοφορίας, και μαζί ο ανταγωνισμός με τις εταιρείες χαμηλού κόστους, που έχουν μετατρέψει το αεροπλάνο σε εναέριο λεωφορείο.

Σε μια εποχή όπου οι περισσότερες εταιρείες που πετούν σε προορισμούς του τύπου της Ολυμπιακής έχουν εντελώς καταργήσει το σέρβις – εμείς λέμε ότι η εταιρεία με τους «θρυλικούς κύκλους», όπως συγκινητικά ακούω να λέγεται ξανά, έχει «καλό σέρβις». Καλό είναι, κανείς να το πληρώσει υπάρχει;

Σε μια εποχή όπου πεθαίνουν οι παλιοί «εθνικοί αερομεταφορείς» και μεγάλες χώρες ζουν ευχάριστα χωρίς να έχουν «εθνικό αερομεταφορέα» ή έχοντας απαλλαγεί από αυτόν πουλώντας τον (όπως το Βέλγιο με τη Sabena, όπως η Ελβετία που αφού προσπάθησε να σώσει τη φαλιριμένη Swissair τελικά πούλησε και τη διάδοχό της Swiss, όπως η Αυστρία που έχει πουλήσει την Austrian Airlines στη γερμανική Lufthansa) – εμείς έχουμε επενδύσει την εθνική μας υπερηφάνεια στον αερομεταφορέα.

Λοιπόν: από την Ολυμπιακή έχουμε ελάχιστες απαιτήσεις. Βασικά τρία πράγματα. Πρώτον, να πετάει σε ορισμένους προορισμούς που το κράτος έχει υποχρέωση να συνδέει με το κέντρο – και αυτό μπορεί να το κάνει οποιαδήποτε εταιρεία, όπως κι αν λέγεται με ένα δεσμευτικό συμβόλαιο και κρατική επιδότηση. Δεύτερον, να λειτουργεί ο ανταγωνισμός στην εσωτερική αεροπορική αγορά, δηλαδή να μην εγκατασταθεί ένα μονοπώλιο της Aegean. Και, τρίτο και κυριότερο, να μην απομυζά τα χρήματα των φορολογουμένων σε ιλιγγιώδη φέσια για να εξυπηρετήσουν τους ελάχιστους εργαζομένους και τους λίγους σχετικά επιβάτες, ενώ θα μπορούσαν να πηγαίνουν σε πολύ πιεστικότερες και πολύ πιο δίκαιες κοινωνικά ανάγκες.

Τα υπόλοιπα είναι λόγια του αέρος.

Monday, December 3, 2007

Η Ολυμπιακή πετάει (χρήμα στον αέρα)

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου – και τι είναι αριστερή πολιτική για την Ολυμπιακή; Αριστερή πολιτική είναι να κλείσει!

Για το πώς έφτασε εδώ που έφτασε η Ολυμπιακή, ποιος τη βούλιαξε και πώς, ας μην τα πολυλογούμε. Σε αυτή τη χώρα ζούσαμε όλοι και γνωρίζουμε τι εστί κομματική συνενοχή και σε ποιες αναλογίες. Όλοι γνωρίζουμε πώς και γιατί διορίζονταν οι διοικήσεις σε αυτή την εταιρία που ήταν η τούρτα στο μεγάλο πάρτυ του κομματικοκρατισμού για τουλάχιστον ένα τέταρτο του αιώνα. Όλοι γνωρίζουμε γιατί και πώς οι υπάλληλοί της κατέστησαν από τους πλέον προνομιούχους, μολονότι εργαζόμενοι σε μια εταιρία που συστηματικά δεν έβγαζε τα λεφτά της. Όλοι ξέρουμε και πρόσωπα και αποφάσεις και υπουργούς, για να μην τους ξεχάσουμε κι αυτούς, που «χειρίστηκαν την υπόθεση» με αμετακίνητο κριτήριο να πληρώσει το κόστος ο επόμενος κι όχι ο ίδιος.

Όλα αυτά είναι γνωστά τοις πάσι και η κοινή γνώμη είναι πια πιο υποψιασμένη από όσο της αναγνωρίζεται. Αλλά τώρα, γιατί αριστερή πολιτική είναι να κλείσει η Ολυμπιακή; Για δύο λόγους:

Ο πρώτος είναι ότι εξακολουθεί να συσσωρεύει χρέη. Δεν πρόκειται για μια εταιρεία που ήταν ζημιογόνα και ελλειμματική αλλά εξυγιάνθηκε, βγάζει κέρδη ή έστω είναι ίσα βάρκα ίσα νερά και τώρα πέφτει θύμα παλαιών αμαρτιών. Φέσι έβαζε, φέσι βάζει. Είναι καλή. Ας το δεχτούμε. Είναι ασφαλής. Αναμφισβήτητα. Έχει άριστη εξυπηρέτηση. Να το προσυπογράψω. Αυτό τι σημαίνει; Ότι το σύνολο των πολιτών επιδοτεί τους ελάχιστους σε ποσοστό του πληθυσμού που την χρησιμοποιούν. Ότι πληρώνει ο δυστυχής συνταξιούχος που καπνίζει φτηνά τσιγάρα για να έχει φτηνό εισιτήριο ο προνομιούχος που ταξιδεύει δυο φορές την εβδομάδα για Βρυξέλλες ή Λονδίνο. Και όσο πιο συχνά ταξιδεύει, άρα κατά τεκμήριο όσο πιο προνομιούχος είναι, τόσο περισσότερο τον επιδοτούμε. Γιατί; Γιατί δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει από την τσέπη του ένα πολύ ακριβό εισιτήριο, όπως θα ήταν φυσιολογικά σε σχέση με το κόστος, για να έχει το σέρβις και την ασφάλεια της Ολυμπιακής. Θέλει και Ολυμπιακή, θέλει και το τζάμπα – ή το φτηνό. Και πρέπει να πληρώνουν οι υπόλοιποι. Για να λένε ότι το κράτος τους έχει εθνικό αερομεταφορέα. Άσχετα εάν δεν τον χρησιμοποιούν. Και κορόιδα και υπερήφανοι…

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Ολυμπιακή είναι ένα πολύ κακό παράδειγμα. Υπόδειγμα διαιώνισης της παθογένειας και διατήρησης των στρεβλώσεων για να μην υπάρξει χρέωση πολιτικού κόστους. Εάν δεν αναληφθεί το κόστος του κλεισίματος σε μια τόσο σχοινοτενή και προκλητική υπόθεση, με ποιο κύρος θα εμφανιστεί η κυβέρνηση να πει, ας πούμε, σε κάποιους ασφαλισμένους ότι εκείνοι πρέπει να χάσουν κάτι από τα κεκτημένα τους για να λυθεί το ασφαλιστικό – λέω ένα πρόσφατο παράδειγμα. Και για να μην υπάρχει αμφισβήτηση μεγεθών, η Ολυμπιακή καταφέρνει να έχει μαζέψει χρέη της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ – μαζί με τα πρόστιμα… Αν δεν γίνει τίποτα εδώ, που στο κάτω-κάτω αφορά σχετικά λίγους εργαζομένους και σχετικά λίγους ανθρώπους που χρησιμοποιούν αεροπλάνα και θέλουν τη μία εταιρεία και όχι την άλλη, εύλογα η λογική του «μην κάνεις τίποτα» θα επικρατήσει γενικά χαρίζοντας στη χώρα μερικά ακόμη χρόνια απραξίας.

Και επειδή βλέπω να ραγίζουν πολλές ευαίσθητες εθνικά καρδιές για το ενδεχόμενο να μην πετούν στα βάθη του ορίζοντα και να χάνονται μέσα στα φέσια οι έξι υπερήφανοι ελληνικοί κύκλοι της Ολυμπιακής, προτείνω μια μέθοδο απάλυνσης του πόνου για την απώλεια. Δείτε αυτά τα στρογγυλά στις ουρές των αεροπλάνων όπως πραγματικά είναι. Εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι κύκλοι: είτε πρόκειται για μπαλώματα, είτε συνηθέστερα για μηδενικά από τα χρέη…