Πέμπτη 7 Ιουνίου – και δεν μπορώ, πέρα από την κατάπληξη, να εκφέρω κρίση για μια δικαστική απόφαση για την οποία χρειάστηκαν 19 μήνες ακροαματικής διαδικασίας και 100 μάρτυρες, αν και πρέπει να πω έχω μια επιφύλαξη για το ενδεχόμενο να περνάμε σε μια φάση σκληρών, υπερβολικά σκληρών δικαστικών αποφάσεων που θα συνδέονται περισσότερο με την ανάγκη την οποία αισθάνεται η Ελληνική Δικαιοσύνη να απαλλαγεί από το στίγμα των δικών της σκανδάλων, παραδικαστικών και λοιπών.
Η υπόθεση της βαριάς καταδίκης για το Πάντειο έχει δύο ακόμη πτυχές, με ευρύτερη σημασία – πέρα από την καθαρά δικαστική. Πρώτα από όλα, υποδεικνύει την έκταση της γνωστής σε όλους διοικητικής και διαχειριστικής παθολογίας των ελληνικών ΑΕΙ. Υποδεικνύει, επίσης, ότι η λύση δεν είναι το δημόσιο λογιστικό. Ένα από τα επιχειρήματα που είχαν ακουστεί στη διάρκεια του δημόσιου διαλόγου για το άρθρο 16 και τα Πανεπιστήμια ήταν ότι συνιστούσε κίνδυνο η έλευση «μάνατζερ» - μη πανεπιστημιακών διαχειριστών. Τι έχουν να κάνουν;, λεγόταν τότε. Πρώτα από όλα οι πιο καταρτισμένοι είναι οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί, ενώ οι μάνατζερ θα αλώσουν το δημόσιο χώρο, επιβάλλοντας το νόμο της αγοράς, δηλαδή την προτιμησιακή διάθεση των πόρων. Η εγγύηση υποτίθεται ότι θα ήταν το δημόσιο λογιστικό. Ε, λοιπόν, με αυτό τον γραφειοκρατικό κυκεώνα που έχει για άλλοθι την ανάγκη προστασίας του δημοσίου χρήματος έγιναν τα τέρατα που έγιναν στο Πάντειο – και κανείς δεν αμφισβητεί ότι από διαχειριστική άποψη το πάρτυ αυτό δεν έχει προηγούμενο στις σχολές, που φημίζονται για τα διαχειριστικά πάρτυ τους. Το δημόσιο λογιστικό, βαρύ και δυσκίνητο, επιβάλλει (για λόγους ακεραιότητας της διαχείρισης) ένα περίπλοκο σύστημα προτάσεων, εγκρίσεων, παραστατικών, ελέγχων και κόντρα ελέγχων. Ε, λοιπόν, απεδείχθη πέραν πάσης αμφιβολίας ότι στην ελληνική αγορά υπάρχουν άφθονα τιμολόγια, κάθε είδους, χρώματος και ποσού – αρκεί να έχεις κάποιον στη σωστή θέση να τα υπογράψει και να τα εγκρίνει. Απομένει μόνο το βάρος και η δυσκινησία για το Πανεπιστήμιο, όσο για τις εγγυήσεις αυτές είναι μόνο η διαφάνεια, η μικρότερη κλίμακα, η μεγαλύτερη (και όχι μικρότερη) διαχειριστική ευχέρεια και ευθύνη, και ο συνεχής εσωτερικός έλεγχος, από το ίδιο το σώμα των καθηγητών εν προκειμένω και της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Το δεύτερο σημείο αφορά τη διαχειριστική κατάσταση των δημοσίων οργανισμών. Το παράδειγμα είναι τόσο γνωστό ώστε να καταντάει βαρετό. Παρά το κραυγαλέο του πράγματος, το γεγονός ότι όλοι γνωρίζουν πως η σπατάλη και η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος είναι ενδημικά στα νοσοκομεία, ακόμη –μετά από πολλά χρόνια συζήτησης και προσπαθειών από πολιτικά και διοικητικά στελέχη- τα νοσοκομεία δεν έχουν προϋπολογισμούς και απολογισμούς. Όπως δεν υπάρχει και κεντρικό σύστημα προμηθειών. Οι λόγοι είναι προφανείς και δεν χρειάζονται ιδιαίτερη συζήτηση. Επίσης, τα νοσοκομεία απέκτησαν «μάνατζερ». Αλλά το ζήτημα δεν είναι να αναθέτεις τον καθαρισμό της κόπρου της Υγείας σε νοσοκομειακούς Ζορρό, αλλά να υπάρχει κάποια δυνατότητα σύγκρισης της διαχείρισης. Η υποχρέωση για συμμόρφωση με βασικούς λογιστικούς κανόνες θα χάλαγε τη διάθεση, ασφαλώς, ενός γιγαντιαίου συστήματος καλοταϊσμένων προμηθευτών (και λαδωμένων εξυπηρετητών τους), όπως αυτοί που καταδικάστηκαν για την υπόθεση του Παντείου.
Εν ολίγοις, δηλαδή, το Πάντειο είναι μια μικρογραφία της συνολικής κατάστασης και αυτό είναι το καλύτερο μάθημα που προσφέρει. Μάθημα επιλογής, όμως, και το παίρνουν λίγοι.
Thursday, June 7, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment