Παρασκευή 30 Μαρτίου – και μια ξαφνιασμένη, ως συνήθως, Ελλάδα ζει το «όταν ξέσπασε η βία».
Είναι όλοι έκπληκτοι. Μα είναι δυνατόν; Μέρα-μεσημέρι; Να έχουν δώσει ραντεβού να σφαχτούνε; Να το ξέρουν οι αθλητικές εφημερίδες από την προηγούμενη και να το γράφουν; Να έχουν μαζί τους μικρά οπλοστάσια; Να είναι μικρά τάγματα θανάτου – με τη διαφορά ότι εκείνοι το έκαναν ως μισθοφόροι ενώ αυτοί δωρεάν; Και πού; Στο γυναικείο βόλλεϋ;
Αλλά η πραγματική ερώτηση είναι αλλού. Δεν αφορά μόνο τον αθλητισμό. Ας μην γελιόμαστε: δεν πρόκειται μόνο για μια έκρηξη χουλιγκάνων, για μια ακρότητα που κατέληξε στο μοιραίο. Δεν είναι κάτι περίεργοι τύποι που διασκεδάζουν – είναι μια κρίσιμη μάζα φανατικών που αν αύριο δεν υπήρχε Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός θα έβρισκαν μια άλλη φαντασιακή διαίρεση για να χαράξουν τη γραμμή ανάμεσα στους δικούς τους και τους άλλους, τους φίλους και τους αντιπάλους και να την κάνουν λόγο ζωής και θανάτου – θανάτου των άλλων, των όποιων «άλλων» προφανώς.
Το ζήτημα είναι ο φανατισμός και η τυφλή βία – ο φανατισμός και η βία που γίνονται πια κομμάτι της κουλτούρας μας. Κάτι συμβαίνει εδώ και εθιζόμαστε σε αυτό, το αντιμετωπίζουμε σαν φυσιολογική παράπλευρη απώλεια του τρόπου της ζωής μας. Λύνουμε τα προβλήματά μας, ή μάλλον νομίζουμε ότι μπορούμε να τα λύσουμε, κόβοντας κάθε κουβέντα και ενδεχομένως και το λαιμό που την προέφερε. Θέλουμε να αλλάξουμε το Σύνταγμα, το άρθρο 16, και η Αθήνα γίνεται ένα χρόνο τώρα, τη μία Πέμπτη μετά την άλλη, πεδίο μάχης. Εμφανίζονται οι αναμενόμενοι τύποι με τις μολότοφ, τα κάνουν όλα γυαλιά καρφιά και το παραμύθι συνεχίζεται σα να μην τρέχει τίποτα. Πάει η κυβέρνηση να αλλάξει το νόμο για τα Πανεπιστήμια (καλώς ή κακώς δεν έχει σχέση) και τα ραντεβού της Πέμπτης παρατείνονται. Πόσες φορές τον περασμένο χρόνο η βία, η ακρότητα, η λογική της σύγκρουσης και όχι της ακρόασης της διαφορετικής γνώμης, η λογική της μολότοφ δεν μπήκε σε όλα τα σπίτια και την παρακολουθούσαμε συνοδεύοντας το δείπνο μας, σκηνές μιας νορμάλ ζωής, ένα πιάτο φαί στο τραπέζι, ένα σπασμένο κεφάλι κι ένα καμμένο μαγαζί στην οθόνη και μετά ήσυχα και ήρεμα καληνύχτα σας.
Έτσι εθιστήκαμε. Έτσι κάνουμε ό,τι δεν βλέπουμε πως, για παράδειγμα, οι σκληρές νεανικές συμμορίες δεν είναι στο Μπρονξ ή το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, ούτε μόνο στο Μπρίξτον του λονδρέζικου East End, ούτε μόνο στο Neuilly sur Seine και τις banlieues του Παρισιού. Το inner city είναι δίπλα μας, είναι στον Κορυδαλλό και τη Νίκαια, όπου τα πάρκα το βράδυ είναι άντρο απροσπέλαστο, είναι στα σχολεία που χτίσαμε για δυο-τρεις χιλιάδες κόσμο και απορούμε γιατί έγιναν προπύργια της αποπροσωποποίησης και της τυφλής οργής.
Τα πράγματα δεν είναι όσο άσχημα φαίνονται – είναι πολύ χειρότερα.
Monday, April 2, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment