Δευτέρα 3 Νοεμβρίου – και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πιο εύκολο χόμπυ αυτή τη στιγμή είναι να λιώσει κανείς στην κριτική τις τράπεζες κι ακόμη περισσότερο τους τραπεζίτες: είναι με δική τους ευθύνη ευάλωτοι σε αυτή την κριτική, έχοντας πάρει μέρος στο μεγάλο διεθνές πάρτυ και έχοντας αυξήσει όχι μόνον τα κέρδη τους, αλλά και τη συνολική επιρροή τους. Τώρα είναι η ώρα της άμπωτης.
Η κριτική την ώρα της πίεσης και της οργής δεν μπορεί, όμως, να χάνει το στόχο. Και ο στόχος δεν είναι η κατάρρευση – αλλά η στήριξη του τραπεζικού συστήματος. Το πρόβλημα με τα «γκόλντεν μπόυς», που η Ελλάδα είχε μερικά αλλά δεν ήταν ο παράδεισός τους, είναι ακριβώς ότι οδήγησαν το σύστημα στην κατάρρευση. Σήμερα, το ξέσπασμα κατά των τραπεζών έχει περισσότερο τα χαρακτηριστικά της επιδίωξης μιας ρεβάνς (εκτονωτικής για την κοινωνία και υπολογιστικής για το πολιτικό σύστημα) και λιγότερο της επιδίωξης μιας εξυγιαντικής παρέμβασης.
«Οι τράπεζες», λέμε, «απειλούν». Απειλούν να μην δίνουν δάνεια, απειλούν να κλείσουν τη στρόφιγγα, να οδηγήσουν σε ασφυξία τους μικρομεσαίους. Θα μπορούσαν επίσης να κάνουν το αντίθετο σε αυτή τη συγκυρία. Να δώσουν δάνεια. Τότε θα ήταν ανεύθυνες, θα φόρτωναν το κόστος των αυξημένων επισφαλειών στους καλούς επιχειρηματίες, θα τους «έπιναν το αίμα». Το κράτος, προφανώς εδώ η κυβέρνηση, αλλά ίσως όχι μόνον η κυβέρνηση, δεν έχουν αποφασίσει: οι τράπεζες έχουν αυτό ακριβώς το ρόλο, και αυτόν δεν επιτέλεσαν στην Αμερική και έριξαν το καράβι της οικονομίας στα βράχια. Να ελέγχουν τη στρόφιγγα. Αν χρειάζεται μια ενίσχυση προς τους μικρομεσαίους με μη τραπεζικά κριτήρια, αυτή είναι πολιτική απόφαση. Απολύτως θεμιτή, ενδεχομένως απαραίτητη σήμερα, αλλά πολιτική. Δεν μπορεί να τη ζητάει κανείς από τις τράπεζες – γιατί τότε είναι που το κράτος εκχωρεί το ρόλο του στους τραπεζίτες. Αυτοί μπορούν να είναι μόνον οι ενδιάμεσοι.
Αντίστοιχη σύγχυση υπάρχει με το περίφημο πακέτο των 28 δις. Δυο χωριστά πράγματα. Το πρώτο είναι η ρευστότητα, το δεύτερο είναι τα κεφάλαια. Όποια τράπεζα χρειαστεί κεφάλαια, προφανώς θα πρέπει να δεχτεί κρατική παρουσία στη διοίκησή της και γενικώς να δώσει όποιο αντάλλαγμα απαιτηθεί, αφού η διαχείρισή της την έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο και χρειάζεται χρήματα των φορολογουμένων. Όπως κανείς επενδυτής της δεν θα έβαζε χρήματα χωρίς να έχει λόγο, ακόμη περισσότερο αυτό ισχύει για τους φορολογούμενους και το δημόσιο χρήμα.
Άλλο θέμα η ρευστότητα, η πιστωτική διευκόλυνση. Η ανάγκη για ρευστότητα δεν προέρχεται από διαχειριστική ανεπάρκεια ή σφάλματα, αλλά από μια απρόβλεπτη παγκόσμια συγκυρία. Αυτήν έχει υποχρέωση το κράτος να τη δώσει και να τη δώσει χωρίς ανταλλάγματα. Αν δοθεί με όρους, με τα σημερινά δεδομένα, δίνεται ένα στρεβλωτικό πλεονέκτημα στις τράπεζες που θα έχουν πρόσβαση σε ζεστό χρήμα, τώρα που το βασικό διεθνές πρόβλημα είναι πως οι τράπεζες δεν δανείζουν η μία την άλλη από έλλειψη εμπιστοσύνης. Είναι ο ορισμός του αθέμιτου ανταγωνισμού και ο ρόλος του κράτους είναι να εγγυάται την υγεία του ανταγωνισμού και όχι να παρεμβαίνει για την υπονόμευσή του. Η συμμετοχή στο σχέδιο των 28 δις ως όρος για τη χορήγηση ρευστότητας (και όχι κεφαλαίων – ας το ξαναπούμε…) ισοδυναμεί με εκβιαστική πίεση για ημικρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Είναι η βασική παρεξήγηση για το ρόλο του κράτους που θα μπορούσε να γίνει, τώρα που τόσο συζητείται η επιστροφή του. Και είναι ένα κρίσιμο τεστ, για το τι θέλουμε και τι θα έχουμε.
Monday, November 3, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment