Δευτέρα 24 Νοεμβρίου – και όταν ο Λέοναρντ Κοέν έγραφε πως τον καταδίκασαν σε είκοσι χρόνια βαριεστημάρας, επειδή προσπάθησε να αλλάξει το σύστημα από μέσα, πρέπει να τον είχαν βάλει να διαβάζει δημοσκοπήσεις. Δεν υπάρχει πιο βαρετή ενασχόληση από την ανάγνωση μετρήσεων που όλοι ξέρουν τι θα γράφουν και γιατί θα το γράφουν. Συμβαίνει, επίσης, να είναι ο πασατέμπος για τα ελληνικά γουηκέντ. Αυτό το Σαββατοκύριακο, όμως, οι σφυγμομετρήσεις άξιζαν τα λεφτά τους, άξιζαν και τον κόπο να στερηθεί κανείς λίγο χρόνο από τη βόλτα του…
Γιατί; Επειδή, αν κανείς προσπερνούσε την εθιστική παρατήρηση της πρόθεσης ψήφου, μπορούσε να δει τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό, που πηγαίνουν πολύ πέρα από τα ποσοστά του κάθε κόμματος, την περίφημη «καταλληλότητα» και την «παράσταση νίκης». Αυτή τη φορά συμβαίνει κάτι χωρίς προηγούμενο στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Για την ακρίβεια, για πρώτη φορά, συμπίπτουν δύο διαφορετικά φαινόμενα, δυο τάσεις, και οδηγούν σε κάτι εντελώς εξαιρετικό, που μπορεί να αλλάξει εντελώς τα δεδομένα.
Πρώτο στοιχείο, η γενική μετατόπιση του εκλογικού σώματος όχι ένα, όχι δύο, αλλά «τρία κλικ αριστερά», όπως έγραφε κάποτε και η πολύ της μόδας τελευταία Κατερίνα Γώγου. Δύο στους τρεις ψηφοφόρους δηλώνουν πως θα ψηφίσουν μια εκδοχή της Αριστεράς. Και, καθώς όλες οι συνιστώσες της έχουν ήδη κάνει, η καθεμιά στα μέτρα της, μια δική τους «αριστερή στροφή», είναι φανερό πως η ζυγαριά γέρνει πια αποφασιστικά προς διαφορετικές πολιτικές επιλογές, που συνδέονται ασφαλώς με την ανάγκη διαχείρισης της κρίσης. Η κρίση θεωρείται από τους πολίτες προϊόν του συστήματος και καταγράφεται πολιτικά στην Ελλάδα ως απόρριψη και όχι με συσπείρωση για τη στήριξή του. Έτσι η κυβέρνηση χρεώνεται την κρίση και ταυτόχρονα συμβαίνει να εκπροσωπεί το συντηρητικό χώρο, που από τη φύση του και με τα παραδοσιακά ανακλαστικά των εκλογέων συνδέεται πιο έντονα με το σύστημα που απογοητεύει.
Δεύτερο στοιχείο της συγκυρίας, ο φόβος. Στις επόμενες εκλογές το αίσθημα που θα κυριαρχεί στην κοινωνία δεν θα είναι η ελπίδα, η προσδοκία για το αύριο, η προσμονή ενός καλύτερου μέλλοντος. Θα είναι η ανησυχία, ο φόβος, η αγωνία για το άγνωστο και το γκρίζο που προδιαγράφεται, η προοπτική της κατάρρευσης των πυλώνων, των βέβαιων αναφορών πάνω στις οποίες χτίστηκαν η οικονομία, η παραγωγή, η κοινωνία και οι σχέσεις των ανθρώπων για πολλές, πολλές δεκαετίες.
Και τα δύο μαζί σχηματίζουν μια συγκυρία χωρίς προηγούμενο. Έως τώρα ήταν μια πολιτική σταθερά –και όχι μόνο στην Ελλάδα, από το θρίαμβο του ντε Γκωλ μετά το Μάη του ‘68- ότι η Αριστερά ενσάρκωνε τις ελπίδες και η συντηρητική παράταξη εκπροσωπούσε το ρεαλισμό της διαχείρισης και κεφαλαιοποιούσε το ανακλαστικό του ασφαλούς καταφυγίου. Τώρα, για πρώτη φορά, όλα δείχνουν πως η Αριστερά, και μάλιστα μια Αριστερά κοινωνικά πλειοψηφική όσο ποτέ από το 1981, θα κληθεί να αναλάβει όχι τη διαχείριση της ελπίδας, όπως τότε κι όπως πάντοτε έως τώρα, αλλά το χειρισμό της πιο βαθιάς κρίσης και τη διαχείριση του φόβου.
Monday, November 24, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment