Τρίτη 31 Μαρτίου – και ζούμε στον κόσμο μας. Νομίζουμε πως εδώ γύρω, αυτό το μέρος με τα σπίτια, τις πολυκατοικίες, τους στενούς δρόμους, τα βουερά καφενεία, τα μαύρα τζιπ και την ασταμάτητη κίνηση, αυτό εδώ το μέρος νομίζουμε πως είναι η Αθήνα. Λάθος. Ήταν η Αθήνα. Καιρό τώρα έχει μετατραπεί, σχεδόν αδιαμαρτύρητα, σε Γκόθαμ Σίτυ.
Για όσους δεν ήταν λάτρεις των κόμικς, το Γκόθαμ Σίτυ είναι η πόλη του Μπάτμαν. Το πρωί είναι περίπου όπως οι άλλες πόλεις. Το βράδυ μεταβάλλεται σε ένα εφιαλτικό σκηνικό. Ο Μπάτμαν φοράει τη μαύρη στολή του και πετάει πάνω από τους έρημους δρόμους με την τρομακτική μεταλλική όψη, για να επιβάλει τη Δικαιοσύνη. Άλλωστε το άγαλμα που στολίζει την πόλη δεν είναι αυτό της Ελευθερίας, όπως στη Νέα Υόρκη, που είναι το πρότυπο. Είναι το άγαλμα της Δικαιοσύνης.
Στην Αθήνα δεν έχουμε ακόμη Μπάτμαν. Ευτυχώς δεν έχουμε. Δυστυχώς, πρέπει να βάλετε έμφαση στο «ακόμη». Γιατί αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες νύχτες στην Αθήνα ξεπερνάει κάθε προηγούμενο και προδιαθέτει για κάθε επόμενο. Πρόκειται για μια πόλη πλήρους ανομίας, όπου κυριαρχεί η βία. Έμβλημά της είναι η βαριοπούλα και η μολότοφ. Κανείς από τα τέσσερα εκατομμύρια που έχουμε μαζευτεί στην Αθήνα δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Είτε έχει δύσει ο ήλιος, είτε λάμπει στον αττικό ουρανό. Κανείς δεν βρίσκεται εκτός κινδύνου. Είτε έχει κατάστημα πολυτελείας στη Σκουφά, είτε ένα μαγαζάκι στο Βύρωνα. Οι καταδρομείς μπορούν να χτυπήσουν οπουδήποτε και μπορούν να χτυπήσουν ταυτόχρονα παντού – μαζί στο Χολαργό και τη Γλυφάδα, το Κορωπί και το Μεταξουργείο. Είμαστε όλοι στο στόχαστρο, δεν εξαιρείται κανείς, μια κλήρωση γίνεται κάθε απόγευμα κάπου που δεν ξέρουμε και οι τυχεροί πληρώνουν τα σπασμένα. Κυριολεκτικά…
Η πόλη αντιστέκεται. Για την ώρα, κανείς δεν έχει μεταβάλει τις συνήθειές του. Οι άνθρωποι βγαίνουν έξω το βράδυ και διασκεδάζουν, όπως έκαναν πάντα. Γυρίζουν αργά στο σπίτι, δεν ξεκίνησαν να κλείνονται μέσα όταν νυχτώσει. Αλλά για πρώτη φορά τις προηγούμενες ημέρες συνάντησα ανθρώπους που έπαψαν να παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους στη Σκουφά. Οι αχρείοι κουκουλοφόροι είχαν ήδη νικήσει, είχαν ήδη πετύχει να επεκτείνουν την επικράτειά τους και έξω από τα Εξάρχεια. Και, φυσικά, στο βαθμό που κανείς δεν έχει συλληφθεί το χόμπυ ασκείται όπου είναι ασφαλέστερα. Ομάδες καταδίωξης στο κέντρο; Θα διαλύσουμε τις γειτονιές και τα προάστια.
Στην αρχή ήταν καταληψίες. Και τους αφήσαμε για να μην γίνουμε ακραίοι και καταπιεστικοί. Μετά έγιναν γκαζάκηδες. Αθώα πράγματα, εξάλλου οι τράπεζες δεν έχουν ανάγκη. Μετά έκαιγαν και πολυτελή αυτοκίνητα. Ε, και; Έχουν οι ιδιοκτήτες τους και οι ασφάλειες. Μετά έσπαγαν βιτρίνες. Δεν πειράζει. Στη Σκουφά δεν το ήθελες; Θα σε λυπηθούμε κιόλας; Κι έτσι όπως ο Μιθριδάτης που έπινε λίγο-λίγο το δηλητήριο και συνήθισε, θεωρούμε νύχτα σαν κάθε άλλη στην Αθήνα αυτή που πέρασε. Όπως έγραφε ο Ρεμάρκ για τα χαρακώματα όπου πέθαιναν χιλιάδες άνθρωποι, αλλά το τηλεγράφημα έγραφε «ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο».
Αυτή θα είναι η τελική ήττα. Όταν οι νύχτες της καταστροφής θα είναι μια παράγραφος χωρίς σημασία στο αστυνομικό δελτίο. Και η ώρα δεν είναι μακριά.
Tuesday, March 31, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment