Friday, February 1, 2008

Loosing the touch, missing the timing

Παρασκευή 1η Φεβρουαρίου – και, φυσικά, συνέβη το προδιαγεγραμμένο. Ο κ. Κουκοδήμος δεν άντεξε στην πολιτική πίεση και αποχώρησε από την Κ.Ο. της Ν.Δ. Ήταν αναπόφευκτο, ήταν αναμενόμενο, απλώς καθυστερούσε. Αλλά η καθυστέρηση σημαίνει πολιτικό χρόνο, η καθυστέρηση είναι πολιτική πράξη και έχει συνέπειες. Η συνέπεια ήταν η διόγκωση ενός ήδη βαρύτατου κόστους για την κυβέρνηση.

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως η καθυστέρηση οφείλεται στον κ. Κουκοδήμο. Σε ηλικία 39 ετών χαρακτηρίζεται «νέος», «ανώριμος», «φρέσκος», «άπειρος» - γενικώς μόλις που έσκασε από το αυγό και μπήκε στη Βουλή, οπότε δικαιολογείται λόγω έλλειψης πείρας. Ας δεχθούμε ότι ένας πρώην γ.γ. υπουργείου στην ηλικία που ο Τόνι Μπλαιρ έγινε πρωθυπουργός μπορεί να είναι στην ωραία αυτή χώρα ένα πολιτικό νεογνό και ως εκ τούτου να δικαιολογείται ένα δεκαήμερο γεμάτο από ασύγγνωστα φληναφήματα.

Είναι όμως έτσι; Προφανώς ο κ. Κουκοδήμος είχε κάποιο ρόλο, αλλά ήταν αυτός ο μοναδικός χειριστής της υπόθεσής του; Λίγοι, φοβάμαι, θα πεισθούν ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Ο χειρισμός της υπόθεσης Κουκοδήμου είναι κυβερνητικός χειρισμός. Το Μέγαρο Μαξίμου είναι που δεν τον οδήγησε νωρίτερα στην έξοδο, είτε με τη διαγραφή είτε με την αποφασιστική προτροπή προς το να λάβει την απόφαση που τελικώς χθες έλαβε. Και δεν είναι η πρώτη φορά.

Η δεύτερη θητεία της κυβέρνησης, μετά τις εκλογές, έχει αυτό το κεντρικό χαρακτηριστικό. Έχει χάσει τα ανακλαστικά της. Έχει μικρότερη δυνατότητα αντίληψης της δυναμικής των πολιτικών εξελίξεων. Δείχνει αδύναμη να διακρίνει τη φορά των πραγμάτων – τι πρέπει να περιμένει, τι και πότε μπορεί να κάνει, τι δεν μπορεί να αποτρέψει και άρα πρέπει να το προλάβει. Συνολικά, η αίσθηση του χρόνου, το περίφημο «τάιμινγκ», μοιάζει να έχει απολεσθεί μαζί με τον έλεγχο σε μια όλο και πιο πολύπλοκη συγκυρία.

Συνέβη με την υπόθεση Μαγγίνα. Από τη στιγμή που ο υπουργός Απασχόλησης αποκαλύφθηκε να απασχολεί ανασφάλιστους εργαζομένους, ήταν σε όλους σαφές ότι δεν θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση του. Η κυβέρνηση χρειάστηκε δύο εβδομάδες για να το συνειδητοποιήσει, με αποτέλεσμα και τον υπουργό της να χάσει εν τέλει και να υποστεί την υπόθεση των αυθαιρέτων αναψυκτηρίων – πολλαπλασιάζοντας το κόστος που ανέλαβε.

Δεν συνέβη μόνο με τον κ. Μαγγίνα. Ακριβώς το ίδιο σχήμα επικράτησε στην υπόθεση Ανδριανού. Κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να επικαλεστεί το δημοσιογραφικό απόρρητο. Πέραν της ίδιας της εξωφρενικής ιδέας, από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στη βάσανο της δημοσιότητας έγινε φανερό πως η γραμμή άμυνας θα κατέρρεε. Όσο πιο αργά, τόσο περισσότερος θα ήταν ο θόρυβος και το κόστος. Κι όμως. Η Κυβέρνηση προτίμησε να περιμένει. Και να περιμένει. Και να διαβάζει κάθε μέρα πώς το έδαφος χανόταν κάτω από τον πρωθυπουργικό σύμβουλο. Και να βλέπει τα στελέχη της να φυλλορροούν και το εσωτερικό μέτωπο στο Μαξίμου να δοκιμάζεται στην πίεση της ευθύνης – πολιτικής αλλά ακόμη και ποινικής. Και, τελικώς, βέβαια, ο κ. Ανδριανός αναγκάστηκε να πει το όνομα. Και η πίτα φαγωμένη και ο σκύλος πεινασμένος.

Μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες έχει συμβεί τουλάχιστον τρεις φορές σε υποθέσεις κορυφαίας πολιτικής σημασίας. Με 151 βουλευτές μπορεί ο κ. Καραμανλής ίσως να αντέξει. Άλλη πολιτική φθορά, όμως, και μάλιστα ενισχυμένη από αστοχίες των στενών συνεργατών του, πόσο μπορεί;

1 comment:

Anonymous said...

Αγαπητέ Φοίβε, σου εύχομαι καλή τύχη στο ταξίδι που άρχισες. Είμαι βέβαιος ότι θα ανταποκριθείς στην πρόκληση, όπως και στην κριτική υποστήριξη της καθ΄εβδομάδα παρέας.