Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου – και η ζωή είναι απρόβλεπτη. Η κυβέρνηση είχε υπολογίσει ότι μπορεί να έβρισκε μπροστά της την τελευταία πολιτική μέρα της χρονιάς, στην ψήφιση του προϋπολογισμού, διάφορα προβλήματα: το Ασφαλιστικό και την πρόσφατη υποχρεωτική παραίτηση ενός υπουργού, την Ολυμπιακή και το μετέωρο βήμα της, την Κομισιόν και τις πιέσεις της, την ακρίβεια και τις εξωφρενικές ανατιμήσεις, που πιέζουν το χριστουγεννιάτικο «καλάθι της νοικοκυράς». Όλα θέματα μείζονα, θέματα μεγάλης πολιτικής σημασίας, θέματα που προκαλούν φθορά εξουσίας αλλά επιδέχονται και πολιτική διαχείριση. Κανείς δεν είχε υπολογίσει αυτό που συνέβη.
Την ώρα που οι γιατροί παλεύουν για να ζήσει ο άνθρωπος, δεν είναι εύκολο φυσικά να μιλήσει κανείς για την άνευ ορίων φημολογία που συνόδευσε το πρώτο σοκ από την πληροφορία ότι ένα υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος πήδηξε από τον 5ο όροφο μέρα-μεσημέρι στο Κολωνάκι – και μάλιστα όχι κατ’ανάγκην για απολύτως προσωπικά θέματα που να μην σχετίζονται καθόλου με τη δημόσια παρουσία και το αξίωμά του. Αλλά για την κυβέρνηση η εξέλιξη είναι δραματική (και πέρα από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της) για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί ένα τέτοιο ακραίο, απονενοημένο διάβημα προκαλεί μεγάλη ένταση συναισθημάτων σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνητικών στελεχών, αλλά και στην κοινή γνώμη. Σε αυτή τη φάση, η κυβέρνηση επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο. Να πείσει, δηλαδή, ότι μπορεί να διατηρήσει έναν έλεγχο των εξελίξεων, να τις δρομολογήσει κατά τη δική της βούληση και να βάλει σε μια τροχιά την πορεία της, που πηγαίνει ένα τρίμηνο τώρα μετά τις εκλογές από έκπληξη σε έκπληξη, με απρόβλεπτα ζητήματα και συνεχή διαχείριση κρίσεων. Για αυτή την επιδίωξη, το άλμα στο κενό του κ. Ζαχόπουλου είναι μια καταστροφική εξέλιξη, γιατί οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα και μάλιστα με ένα δραματικό συμβολισμό.
Ο δεύτερος λόγος είναι επειδή ο κ. Ζαχόπουλος δεν είναι ένα τυχαίο στέλεχος. Οποιοσδήποτε πρωθυπουργός θα αισθανόταν συγκλονισμένος εάν άκουγε πως ένα σημαίνον στέλεχος της κυβέρνησής του έκανε την πιο ακραία πράξη απόγνωσης. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για ένα στέλεχος που συνδέεται και προσωπικά μαζί του, έχει οικογενειακή γνωριμία και μια στενότερη ανθρώπινη σχέση. Αυτό δεν αλλάζει μόνον τα πολιτικά δεδομένα, που κι αυτό δεν είναι αμελητέος παράγοντας σε μια στιγμή που η δημόσια εικόνα του κ. Καραμανλή εμφανίζει για πρώτη φορά σοβαρές ρωγμές και η κοινή γνώμη αρχίζει να γίνεται πιο δύσπιστη έναντι του ιδίου προσωπικά – όπως δεν συνέβη στο παρελθόν ούτε στις πιο δύσκολες φάσεις της κυβέρνησής του. Αλλάζει και την ψυχική διάθεση των ανθρώπων, ακόμη κι όταν είναι Πρωθυπουργοί.
Κανείς δεν περίμενε τέτοια Χριστούγεννα.
Friday, December 21, 2007
Thursday, December 20, 2007
Χώρα χωρίς προσδοκίες
Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου – και απόψε ψηφίζεται ο προϋπολογισμός. Είναι ένας προϋπολογισμός βαθιά απογοητευτικός. Όχι γιατί περιλαμβάνει κάτι τρομερό, κάτι αναπάντεχο, κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Ακριβώς για το αντίθετο. Γιατί είναι ένας προϋπολογισμός σαν όλους τους άλλους – για την ακρίβεια: σαν όλους τους άλλους μετά την ΟΝΕ.
Δεν έχει τίποτα που να αξίζει πραγματικά να τον καταψηφίσεις και τίποτα που να αξίζει πραγματικά να τον ψηφίσεις. Αυξημένα φορολογικά έσοδα – από πηγές συνήθεις, συν μια μεγαλύτερη αλλαγή στα ακίνητα. Μια πρόβλεψη για τις δαπάνες του Δημοσίου, από αυτές που στατιστικά δεν επιβεβαιώνονται. Για παράδειγμα, φέτος, οι δαπάνες «ξέφυγαν». Και, εν τέλει, ένας προϋπολογισμός διαχείρισης.
Αλλά η χώρα χρειάζεται όλο και πιο πιεστικά κάτι παραπάνω από διαχείριση. Η Ελλάδα δεν είναι σε κρίση. Βλέπει όμως την κρίση μπροστά της. Είναι, κυρίως, μια κρίση ανταγωνιστικότητας. Η οικονομία περιμένει ένα ακόμη, το τέταρτο, κοινοτικό πλαίσιο στήριξης. Δεν το περιμένει μόνο η οικονομία. Το περιμένει με ανοιχτές αγκάλες και η παραοικονομία – αυτή που στηρίζει τη διοικητική διαφθορά, την πολιτική παραλυσία, την κοινωνική χαλάρωση. Το περιμένει για να το απορροφήσει σε αυτή την παρατεταμένη παράκρουση ενός αδικαιολόγητου και πέρα από κάθε όριο καταναλωτισμού που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας –μαζί με την απάθεια και την άρνηση της μεταρρύθμισης. Το έχει πει παλιότερα ο Μουζέλης τι είναι αυτός ο καταναλωτισμός: είναι η κιτς, η πρόχειρη και απαίδευτη, εκδοχή της πολυπολιτισμικότητας. Μπορούμε να ανοίξουμε τη χώρα και το μυαλό μας στους πολιτισμούς των άλλων, αλλά ασφαλώς είναι πολύ πιο εύκολο από κάθε έναν τους να εντάξουμε στην καθημερινότητά μας δυο-τρεις μάρκες, δυο-τρία γκατζετάκια. «Εξαιρετικό χρυσή μου». Παλιότερα το έλεγαν «τελευταία λέξη».
Είναι ένας προϋπολογισμός που κλείνει τα μάτια στην τρομερή αλλαγή που ζει η Ελλάδα μαζί με όλο τον κόσμο. Τι συνεπέρανε η χώρα από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού; Ότι πρέπει να ξαναχτίσει τα χωριά που κάηκαν και να φυτέψει (ή να αφήσει να φυτρώσουν) όσα δέντρα μπορεί στα καμμένα βουνά της Πελοποννήσου. Αλήθεια είναι. Αλλά μόνον ελάχιστο τμήμα της. Το πραγματικό περιεχόμενο όσων ζήσαμε τον Αύγουστο είναι ότι δεν αρκεί να ξαναφτιάχνουμε ό,τι καταστρέφεται από την περιβαλλοντική αλλαγή. Πρέπει να αλλάξουμε ταχύτατα τον τρόπο που ζούμε, τον τρόπο που διοικούμε επίσης. Και να αφιερώσουμε πολύ μεγαλύτερο τμήμα των πόρων και του πλούτου μας στην προστασία της φύσης. Πού αλλού μπορεί να εκφραστεί μια τέτοια αλλαγή συνείδησης της κοινωνίας παρά σε έναν προϋπολογισμό;
Αλλά όχι. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι – θα τη βγάλουμε και φέτος. Αλήθεια είναι. Αλλά είναι κάπως θλιβερό μια χώρα που ασφαλώς μπορεί περισσότερα και καλύτερα, να ξεκινά μια χρονιά με αυτή την τόσο περιορισμένη προσδοκία.
Δεν έχει τίποτα που να αξίζει πραγματικά να τον καταψηφίσεις και τίποτα που να αξίζει πραγματικά να τον ψηφίσεις. Αυξημένα φορολογικά έσοδα – από πηγές συνήθεις, συν μια μεγαλύτερη αλλαγή στα ακίνητα. Μια πρόβλεψη για τις δαπάνες του Δημοσίου, από αυτές που στατιστικά δεν επιβεβαιώνονται. Για παράδειγμα, φέτος, οι δαπάνες «ξέφυγαν». Και, εν τέλει, ένας προϋπολογισμός διαχείρισης.
Αλλά η χώρα χρειάζεται όλο και πιο πιεστικά κάτι παραπάνω από διαχείριση. Η Ελλάδα δεν είναι σε κρίση. Βλέπει όμως την κρίση μπροστά της. Είναι, κυρίως, μια κρίση ανταγωνιστικότητας. Η οικονομία περιμένει ένα ακόμη, το τέταρτο, κοινοτικό πλαίσιο στήριξης. Δεν το περιμένει μόνο η οικονομία. Το περιμένει με ανοιχτές αγκάλες και η παραοικονομία – αυτή που στηρίζει τη διοικητική διαφθορά, την πολιτική παραλυσία, την κοινωνική χαλάρωση. Το περιμένει για να το απορροφήσει σε αυτή την παρατεταμένη παράκρουση ενός αδικαιολόγητου και πέρα από κάθε όριο καταναλωτισμού που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας –μαζί με την απάθεια και την άρνηση της μεταρρύθμισης. Το έχει πει παλιότερα ο Μουζέλης τι είναι αυτός ο καταναλωτισμός: είναι η κιτς, η πρόχειρη και απαίδευτη, εκδοχή της πολυπολιτισμικότητας. Μπορούμε να ανοίξουμε τη χώρα και το μυαλό μας στους πολιτισμούς των άλλων, αλλά ασφαλώς είναι πολύ πιο εύκολο από κάθε έναν τους να εντάξουμε στην καθημερινότητά μας δυο-τρεις μάρκες, δυο-τρία γκατζετάκια. «Εξαιρετικό χρυσή μου». Παλιότερα το έλεγαν «τελευταία λέξη».
Είναι ένας προϋπολογισμός που κλείνει τα μάτια στην τρομερή αλλαγή που ζει η Ελλάδα μαζί με όλο τον κόσμο. Τι συνεπέρανε η χώρα από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού; Ότι πρέπει να ξαναχτίσει τα χωριά που κάηκαν και να φυτέψει (ή να αφήσει να φυτρώσουν) όσα δέντρα μπορεί στα καμμένα βουνά της Πελοποννήσου. Αλήθεια είναι. Αλλά μόνον ελάχιστο τμήμα της. Το πραγματικό περιεχόμενο όσων ζήσαμε τον Αύγουστο είναι ότι δεν αρκεί να ξαναφτιάχνουμε ό,τι καταστρέφεται από την περιβαλλοντική αλλαγή. Πρέπει να αλλάξουμε ταχύτατα τον τρόπο που ζούμε, τον τρόπο που διοικούμε επίσης. Και να αφιερώσουμε πολύ μεγαλύτερο τμήμα των πόρων και του πλούτου μας στην προστασία της φύσης. Πού αλλού μπορεί να εκφραστεί μια τέτοια αλλαγή συνείδησης της κοινωνίας παρά σε έναν προϋπολογισμό;
Αλλά όχι. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι – θα τη βγάλουμε και φέτος. Αλήθεια είναι. Αλλά είναι κάπως θλιβερό μια χώρα που ασφαλώς μπορεί περισσότερα και καλύτερα, να ξεκινά μια χρονιά με αυτή την τόσο περιορισμένη προσδοκία.
Επιλέγοντας ήττα
Τρίτη 18 Δεκεμβρίου – και τώρα η κυβέρνηση έχει ένα δίλημμα. Ή πρέπει να προχωρήσει το Ασφαλιστικό ως έχει, και η κα Πετραλιά να βρει μπροστά της ό,τι βρήκε ο κ. Μαγγίνας, συμπεριλαμβανομένων μερικών δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών. Ή πρέπει να αναλάβει η κα Πετραλιά την εύσχημη υποχώρηση – να κάνει δηλαδή ό,τι έκανε ο κ. Ρέππας για το ασφαλιστικό Γιαννίτση, και να συμβεί ακριβώς το ίδιο, με άλλα λόγια να υπάρξει κάποια σχετική βελτίωση αντί των αναγκαίων πραγματικών μεταρρυθμίσεων.
Δεν είναι ένα απλό δίλημμα – και ανήκει φυσικά όχι στην κα Πετραλιά, αλλά στον κ. Καραμανλή. Από μία άποψη τον διευκολύνει η πραγματικότητα. Όποια επιλογή και να κάνει, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, θα χάσει. Το θέμα είναι τι κόστος και τι είδους κόστος θέλει να αναλάβει…
Αν η Φάνη πάρει το σχέδιο Μαγγίνα και χαράξει μια κόκκινη γραμμή, πίσω από την οποία η κυβέρνηση δεν πηγαίνει – τότε η Νέα Δημοκρατία δεν υπάρχει τρόπος να μην χρεωθεί το βάρος για τους έως τώρα χειρισμούς της, συν το βάρος από την φυσική και αναμενόμενη δυσαρέσκεια εκείνων που θα θιγούν. Στο τέλος, δεν θα έχει κάνει βαθιά μεταρρύθμιση – αλλά, ας μην κρυβόμαστε, ποτέ ο Μαγγίνας δεν ήταν Γιαννίτσης και βαθιά μεταρρύθμιση ουδέποτε επιχειρήθηκε. Θα μπορεί, όμως, να υποστηρίξει πως μέσα από ένα πλήθος αντιξοότητες, σφάλματα και κόστη, αυτό τελοσπάντων που ήθελε και που ήταν το πολιτικό της σχέδιο, το εκπλήρωσε. Τραυματισμένο το σχέδιο, τραυματισμένη η κυβέρνηση, αλλά θα το έχει εκπληρώσει.
Αν η Φάνη γίνει εργολάβος της κατεδάφισης ακόμη και των σχετικά λίγων αλλαγών που είχε εισηγηθεί ο κ. Μαγγίνας, η εικόνα θα είναι πολύ καλύτερη. Η κυβέρνηση θα έχει επιδείξει κοινωνική ευαισθησία. Θα είναι ένας ευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών ανακλαστικών. Θα μπορεί να πει πως «αφουγκράζεται» τις αγωνίες και τις αντιδράσεις του κόσμου. Γι αυτό δεν είναι οι κυβερνήσεις; Και θα έχει περιορίσει στο ελάχιστο το πολιτικό κόστος της. Αυτή θα είναι η εικόνα και ίσως να γραφτεί και στις δημοσκοπήσεις.
Αλλά η εικόνα, ούτε καν αυτή που ζωγραφίζουν οι μετρήσεις, δεν είναι πάντα η πραγματικότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση θα είναι δημοφιλέστερη και πολιτικά καταδικασμένη. Δεν θα έχει χάσει ίσως υποστηρικτές, θα έχει όμως ηττηθεί κατά κράτος στην ουσιαστική πολιτική μάχη – που έτσι κι αλλιώς την έδωσε με μίνιμαλ επιλογές και με λάθος τρόπο. Πρακτικά, θα έχει καταθέσει τα όπλα και θα έχει πετάξει λευκή πετσέτα –ινδικής παραγωγής- σε οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με την απεχθή λέξη «μεταρρύθμιση». Το μήνυμα θα είναι απλό: καμμία αλλαγή δεν περνάει, εάν βρει μπροστά της ισχυρή αντίδραση. Δηλαδή, εάν θίγεται κανείς από μία αλλαγή, ποτέ μην κάνει πίσω, ποτέ μην συζητήσει, ποτέ μην διαπραγματευθεί με την κυβέρνηση. Απλώς ας βγει στο δρόμο και ας την τρομάξει. Τρομάζει εύκολα.
Δεν αφουγκράζονται μόνο οι κυβερνήσεις τους πολίτες. Αφουγκράζονται (ωραία λέξη…) και οι πολίτες τις κυβερνήσεις. Στο τέλος αυτής της υπόθεσης θα την έχουν κατατάξει. Η ζημία είναι δεδομένη. Το ζήτημα είναι, λοιπόν, να διαλέξει πού θέλει να την κατατάξουν.
Δεν είναι ένα απλό δίλημμα – και ανήκει φυσικά όχι στην κα Πετραλιά, αλλά στον κ. Καραμανλή. Από μία άποψη τον διευκολύνει η πραγματικότητα. Όποια επιλογή και να κάνει, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, θα χάσει. Το θέμα είναι τι κόστος και τι είδους κόστος θέλει να αναλάβει…
Αν η Φάνη πάρει το σχέδιο Μαγγίνα και χαράξει μια κόκκινη γραμμή, πίσω από την οποία η κυβέρνηση δεν πηγαίνει – τότε η Νέα Δημοκρατία δεν υπάρχει τρόπος να μην χρεωθεί το βάρος για τους έως τώρα χειρισμούς της, συν το βάρος από την φυσική και αναμενόμενη δυσαρέσκεια εκείνων που θα θιγούν. Στο τέλος, δεν θα έχει κάνει βαθιά μεταρρύθμιση – αλλά, ας μην κρυβόμαστε, ποτέ ο Μαγγίνας δεν ήταν Γιαννίτσης και βαθιά μεταρρύθμιση ουδέποτε επιχειρήθηκε. Θα μπορεί, όμως, να υποστηρίξει πως μέσα από ένα πλήθος αντιξοότητες, σφάλματα και κόστη, αυτό τελοσπάντων που ήθελε και που ήταν το πολιτικό της σχέδιο, το εκπλήρωσε. Τραυματισμένο το σχέδιο, τραυματισμένη η κυβέρνηση, αλλά θα το έχει εκπληρώσει.
Αν η Φάνη γίνει εργολάβος της κατεδάφισης ακόμη και των σχετικά λίγων αλλαγών που είχε εισηγηθεί ο κ. Μαγγίνας, η εικόνα θα είναι πολύ καλύτερη. Η κυβέρνηση θα έχει επιδείξει κοινωνική ευαισθησία. Θα είναι ένας ευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών ανακλαστικών. Θα μπορεί να πει πως «αφουγκράζεται» τις αγωνίες και τις αντιδράσεις του κόσμου. Γι αυτό δεν είναι οι κυβερνήσεις; Και θα έχει περιορίσει στο ελάχιστο το πολιτικό κόστος της. Αυτή θα είναι η εικόνα και ίσως να γραφτεί και στις δημοσκοπήσεις.
Αλλά η εικόνα, ούτε καν αυτή που ζωγραφίζουν οι μετρήσεις, δεν είναι πάντα η πραγματικότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση θα είναι δημοφιλέστερη και πολιτικά καταδικασμένη. Δεν θα έχει χάσει ίσως υποστηρικτές, θα έχει όμως ηττηθεί κατά κράτος στην ουσιαστική πολιτική μάχη – που έτσι κι αλλιώς την έδωσε με μίνιμαλ επιλογές και με λάθος τρόπο. Πρακτικά, θα έχει καταθέσει τα όπλα και θα έχει πετάξει λευκή πετσέτα –ινδικής παραγωγής- σε οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με την απεχθή λέξη «μεταρρύθμιση». Το μήνυμα θα είναι απλό: καμμία αλλαγή δεν περνάει, εάν βρει μπροστά της ισχυρή αντίδραση. Δηλαδή, εάν θίγεται κανείς από μία αλλαγή, ποτέ μην κάνει πίσω, ποτέ μην συζητήσει, ποτέ μην διαπραγματευθεί με την κυβέρνηση. Απλώς ας βγει στο δρόμο και ας την τρομάξει. Τρομάζει εύκολα.
Δεν αφουγκράζονται μόνο οι κυβερνήσεις τους πολίτες. Αφουγκράζονται (ωραία λέξη…) και οι πολίτες τις κυβερνήσεις. Στο τέλος αυτής της υπόθεσης θα την έχουν κατατάξει. Η ζημία είναι δεδομένη. Το ζήτημα είναι, λοιπόν, να διαλέξει πού θέλει να την κατατάξουν.
Monday, December 17, 2007
Το αυτονόητο τέλος ενός υπουργού
Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου – και η απομάκρυνση Μαγγίνα δεν αλλάζει, φυσικά, κάποια πολιτικά δεδομένα. Άλλωστε, ο κ. Μαγγίνας δεν υπήρξε ποτέ ούτε πρόσωπο ιδιαίτερης επιρροής στο κόμμα ή την κυβέρνηση και αυτό που είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας ήταν να γίνει μια στοιχειώδης ρύθμιση στο ασφαλιστικό χωρίς θόρυβο. Αυτή ήταν η ειδικότητα του κ. Μαγγίνα: το «χωρίς θόρυβο». Η μόνη φορά που έκανε κάποιο θόρυβο ήταν με την πτώση του.
Τι κάνει η αποπομπή Μαγγίνα; Διασώζει μόνον το αυτονόητο. Το εκπληκτικό σκέλος της υπόθεσης δεν είναι ότι ο υπουργός Απασχόλησης υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, μετά από μια σειρά αποκαλύψεων για προσωπικές μικρές ανομίες. Το εκπληκτικό είναι ότι ο ίδιος πίστεψε πως θα μπορούσε να παραμείνει, να «λάθει βιώσας». Το ακόμη εκπληκτικότερο είναι ότι και η κυβέρνηση πίστεψε ότι θα μπορούσε υπουργός Απασχόλησης να αποκαλύπτεται με ανασφάλιστους εργαζομένους και παρά ταύτα να διατηρεί το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο.
Γιατί συνέβη αυτό; Μα γιατί υπάρχουν προηγούμενα. Προηγούμενα μιας εκτεταμένης και κάποτε χωρίς όρια ανοχής για προβεβλημένα πρόσωπα. Από φίλους, συνεργάτες, κουμπάρους, κολλητούς και άλλους που (κατά την ιστορική έκφραση) «κάνουν ένα δωράκι στον εαυτό τους», μέχρι υπουργούς που χτίζουν παράνομα ή πηγαίνουν στα ξενυχτάδικα και, φυσικά, είτε δεν πληρώνουν είτε δεν παίρνουν απόδειξη, είτε ποιος θα πειράξει το αφεντικό που ναι μεν δεν κόβει αποδείξεις, αλλά έχει αγκαζέ τον κ. υπουργό. Μια κατάσταση ανοχής και ασυλίας στην παρανομία έχει εγκατασταθεί στη χώρα, με απόλυτη συνενοχή όχι απλώς του συστήματος αλλά των κορυφαίων φυσικών εκπροσώπων του. Και αυτή έχει οδηγήσει πια σε μια έκρηξη παραγωγής μαύρου χρήματος που υποθηκεύει την οικονομία και διαχέει την παρανομία σε όλη την κοινωνία. Είναι μια μεγάλη απειλή.
Ο κ. Μαγγίνας δεν είναι διόλου από τις χειρότερες περιπτώσεις στην πολιτική ζωή της χώρας. Αντιθέτως. Είναι ένας άνθρωπος που έχει επιδείξει μετριοπάθεια και η ηθική ελαστικότητα για ασφαλιστικές ή πολεοδομικές παραβάσεις δεν είναι δα και έγκλημα καθοσιώσεως στην ωραία χώρα μας. Αλλά έπρεπε να φύγει. Έπρεπε (και για τον ίδιο) να έχει φύγει νωρίτερα και με δική του πρωτοβουλία. Για τον απλό λόγο ότι οι υπουργοί έχουν εκτός της πολιτικής και μια συμβολική παρουσία. Ένας διάτρητος (και δεδηλωμένα διάτρητος) υπουργός είναι σύμβολο ασυλίας και ανομίας. Ακόμη χειρότερα: είναι άλλοθι για τους υπόλοιπους, που σας βεβαιώ, αν και ήδη το γνωρίζετε, κάνουν πολύ χειρότερα από τον κ. Μαγγίνα.
Τι κάνει η αποπομπή Μαγγίνα; Διασώζει μόνον το αυτονόητο. Το εκπληκτικό σκέλος της υπόθεσης δεν είναι ότι ο υπουργός Απασχόλησης υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, μετά από μια σειρά αποκαλύψεων για προσωπικές μικρές ανομίες. Το εκπληκτικό είναι ότι ο ίδιος πίστεψε πως θα μπορούσε να παραμείνει, να «λάθει βιώσας». Το ακόμη εκπληκτικότερο είναι ότι και η κυβέρνηση πίστεψε ότι θα μπορούσε υπουργός Απασχόλησης να αποκαλύπτεται με ανασφάλιστους εργαζομένους και παρά ταύτα να διατηρεί το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο.
Γιατί συνέβη αυτό; Μα γιατί υπάρχουν προηγούμενα. Προηγούμενα μιας εκτεταμένης και κάποτε χωρίς όρια ανοχής για προβεβλημένα πρόσωπα. Από φίλους, συνεργάτες, κουμπάρους, κολλητούς και άλλους που (κατά την ιστορική έκφραση) «κάνουν ένα δωράκι στον εαυτό τους», μέχρι υπουργούς που χτίζουν παράνομα ή πηγαίνουν στα ξενυχτάδικα και, φυσικά, είτε δεν πληρώνουν είτε δεν παίρνουν απόδειξη, είτε ποιος θα πειράξει το αφεντικό που ναι μεν δεν κόβει αποδείξεις, αλλά έχει αγκαζέ τον κ. υπουργό. Μια κατάσταση ανοχής και ασυλίας στην παρανομία έχει εγκατασταθεί στη χώρα, με απόλυτη συνενοχή όχι απλώς του συστήματος αλλά των κορυφαίων φυσικών εκπροσώπων του. Και αυτή έχει οδηγήσει πια σε μια έκρηξη παραγωγής μαύρου χρήματος που υποθηκεύει την οικονομία και διαχέει την παρανομία σε όλη την κοινωνία. Είναι μια μεγάλη απειλή.
Ο κ. Μαγγίνας δεν είναι διόλου από τις χειρότερες περιπτώσεις στην πολιτική ζωή της χώρας. Αντιθέτως. Είναι ένας άνθρωπος που έχει επιδείξει μετριοπάθεια και η ηθική ελαστικότητα για ασφαλιστικές ή πολεοδομικές παραβάσεις δεν είναι δα και έγκλημα καθοσιώσεως στην ωραία χώρα μας. Αλλά έπρεπε να φύγει. Έπρεπε (και για τον ίδιο) να έχει φύγει νωρίτερα και με δική του πρωτοβουλία. Για τον απλό λόγο ότι οι υπουργοί έχουν εκτός της πολιτικής και μια συμβολική παρουσία. Ένας διάτρητος (και δεδηλωμένα διάτρητος) υπουργός είναι σύμβολο ασυλίας και ανομίας. Ακόμη χειρότερα: είναι άλλοθι για τους υπόλοιπους, που σας βεβαιώ, αν και ήδη το γνωρίζετε, κάνουν πολύ χειρότερα από τον κ. Μαγγίνα.
Ψηφοφόρων αποδέσμευση
Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου – και είναι πια ένας στους τρεις. Ένας στους τρεις, αν διαβάσετε μια από τις πιο έγκυρες και δόκιμες μετρήσεις της κοινής γνώμης που γίνονται στην Ελλάδα, επειδή είναι τακτική, περιοδική και σε ευρύ δείγμα…
… ένας στους τρεις δηλώνει πως δεν εκφράζεται πολιτικά σήμερα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Ή, δείτε το από την άλλη όψη του. Το άθροισμα των δύο μεγάλων κομμάτων δεν ξεπερνά το 66%. Δεν είναι και λίγο, θα πείτε. Ναι, αλλά είναι από τα χαμηλότερα ποσοστά που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια, από τα χαμηλότερα ιστορικά ποσοστά του μεταπολιτευτικού δικομματισμού και, κυρίως, έρχεται ελάχιστο καιρό μετά από μια εκλογική αναμέτρηση στην οποία Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσαν το 80%. Μέσα σε τρεις μήνες, δηλαδή, τα δύο κόμματα έχουν καταφέρει να απογοητεύσουν και να αποστασιοποιήσουν (έστω και δημοσκοπικά, που δεν σημαίνει και εκλογικά) έναν στους πέντε πολίτες από εκείνους που τα ψήφισαν στις 16 Σεπτεμβρίου.
Υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία είναι πως ο δικομματισμός θα επιβιώσει πάνω στη βάση της άσκησης της εξουσίας. Μπορεί να μην έχει λύσεις για τα προβλήματα της χώρας, ή τουλάχιστον λύσεις που να τις εκτιμούν οι πολίτες, αλλά μπορεί να δώσει διέξοδο σε ατομικές προοπτικές, μπορεί ακόμη να γίνει πεδίο επένδυσης προσωπικών προσδοκιών. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνει το γενικό πρόβλημα. Όταν δεν υπάρχει πολιτικό όραμα και πολιτικό όχημα, η εξουσία ασκείται για την εξουσία (και μερίδια εξουσίας είναι και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση). Τότε, όμως, η μεταρρύθμιση είναι απειλή. Αλλά η μεταρρύθμιση εισπράττεται ως απειλή επίσης από ένα ευρύ πια φοβικό στρώμα της κοινωνίας, ενώ αποτελεί μείζον αίτημα της συγκυρίας.
Η άλλη εκδοχή είναι εκείνοι που φεύγουν εκνευρισμένοι, δυσαρεστημένοι, δυσφορούντες και έχοντας ανάγκη εκτόνωσης μπροστά στην κάλπη της δημοσκόπησης, αυτή τη φορά να μην γυρίσουν. Οι πιθανότητες να συμβεί αυτό φαίνεται σήμερα να είναι περισσότερες παρά ποτέ. Γιατί; Για δύο λόγους:
Πρώτον γιατί το σύστημα δεν έχει απαντήσεις. Δεν έχει απαντήσεις στις προκλήσεις της περιόδου, δεν προτείνει κάτι παραπάνω από την παράταση του αδιεξόδου, από μια μικρή μετάθεση της εκπνοής λειτουργιών που όλοι τις αισθάνονται απονεκρωμένες. Δεν έχει απάντηση για το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, για τον έλεγχο της έκρηξης του μαύρου χρήματος, για την κατάσταση της Παιδείας, για το ασφαλέστερο μέλλον των εργαζομένων, για την αξιοποίηση του δυναμικού των νέων, για τη θέση της χώρας στον κόσμο, στην οικονομία και την πολιτική, δεν έχει, εν τέλει, απάντηση σε τίποτε άλλο εκτός από την αναπαραγωγή του.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι με το υποχρεωτικό άνοιγμα της οικονομίας έχει διευρύνει τον αριθμό των ανθρώπων που δεν εξαρτώνται άμεσα από τη διοίκηση και το κράτος για την προσωπική τους κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Μπορούν, έτσι, να λειτουργήσουν αυτόνομα, χωρίς να συνδέουν αναγκαστικά τις προοπτικές τους με εκείνες του συστήματος.
Μπορούν λοιπόν να πουν ελεύθερα και γνήσια τη γνώμη τους γι’αυτό – ήδη στη σφυγμομέτρηση. Και αύριο πιθανότερο παρά ποτέ και στην κάλπη.
… ένας στους τρεις δηλώνει πως δεν εκφράζεται πολιτικά σήμερα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Ή, δείτε το από την άλλη όψη του. Το άθροισμα των δύο μεγάλων κομμάτων δεν ξεπερνά το 66%. Δεν είναι και λίγο, θα πείτε. Ναι, αλλά είναι από τα χαμηλότερα ποσοστά που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια, από τα χαμηλότερα ιστορικά ποσοστά του μεταπολιτευτικού δικομματισμού και, κυρίως, έρχεται ελάχιστο καιρό μετά από μια εκλογική αναμέτρηση στην οποία Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσαν το 80%. Μέσα σε τρεις μήνες, δηλαδή, τα δύο κόμματα έχουν καταφέρει να απογοητεύσουν και να αποστασιοποιήσουν (έστω και δημοσκοπικά, που δεν σημαίνει και εκλογικά) έναν στους πέντε πολίτες από εκείνους που τα ψήφισαν στις 16 Σεπτεμβρίου.
Υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία είναι πως ο δικομματισμός θα επιβιώσει πάνω στη βάση της άσκησης της εξουσίας. Μπορεί να μην έχει λύσεις για τα προβλήματα της χώρας, ή τουλάχιστον λύσεις που να τις εκτιμούν οι πολίτες, αλλά μπορεί να δώσει διέξοδο σε ατομικές προοπτικές, μπορεί ακόμη να γίνει πεδίο επένδυσης προσωπικών προσδοκιών. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνει το γενικό πρόβλημα. Όταν δεν υπάρχει πολιτικό όραμα και πολιτικό όχημα, η εξουσία ασκείται για την εξουσία (και μερίδια εξουσίας είναι και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση). Τότε, όμως, η μεταρρύθμιση είναι απειλή. Αλλά η μεταρρύθμιση εισπράττεται ως απειλή επίσης από ένα ευρύ πια φοβικό στρώμα της κοινωνίας, ενώ αποτελεί μείζον αίτημα της συγκυρίας.
Η άλλη εκδοχή είναι εκείνοι που φεύγουν εκνευρισμένοι, δυσαρεστημένοι, δυσφορούντες και έχοντας ανάγκη εκτόνωσης μπροστά στην κάλπη της δημοσκόπησης, αυτή τη φορά να μην γυρίσουν. Οι πιθανότητες να συμβεί αυτό φαίνεται σήμερα να είναι περισσότερες παρά ποτέ. Γιατί; Για δύο λόγους:
Πρώτον γιατί το σύστημα δεν έχει απαντήσεις. Δεν έχει απαντήσεις στις προκλήσεις της περιόδου, δεν προτείνει κάτι παραπάνω από την παράταση του αδιεξόδου, από μια μικρή μετάθεση της εκπνοής λειτουργιών που όλοι τις αισθάνονται απονεκρωμένες. Δεν έχει απάντηση για το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, για τον έλεγχο της έκρηξης του μαύρου χρήματος, για την κατάσταση της Παιδείας, για το ασφαλέστερο μέλλον των εργαζομένων, για την αξιοποίηση του δυναμικού των νέων, για τη θέση της χώρας στον κόσμο, στην οικονομία και την πολιτική, δεν έχει, εν τέλει, απάντηση σε τίποτε άλλο εκτός από την αναπαραγωγή του.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι με το υποχρεωτικό άνοιγμα της οικονομίας έχει διευρύνει τον αριθμό των ανθρώπων που δεν εξαρτώνται άμεσα από τη διοίκηση και το κράτος για την προσωπική τους κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Μπορούν, έτσι, να λειτουργήσουν αυτόνομα, χωρίς να συνδέουν αναγκαστικά τις προοπτικές τους με εκείνες του συστήματος.
Μπορούν λοιπόν να πουν ελεύθερα και γνήσια τη γνώμη τους γι’αυτό – ήδη στη σφυγμομέτρηση. Και αύριο πιθανότερο παρά ποτέ και στην κάλπη.
Γενικό αδιέξοδο
Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου – και υπάρχει μια τριπλή συγκυρία. Από τη μια, η στάση της κοινωνίας. Το ασφαλιστικό είναι βαρόμετρο. Η συμμετοχή στη χθεσινή κινητοποίηση δείχνει χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης την έκταση της ανησυχίας και της ανασφάλειας. Την ένταση των φοβικών αισθημάτων για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ενόψει αλλαγών, που μοιάζουν αναπόφευκτες αλλά και επικίνδυνες για το μέλλον τους. Το ασφαλιστικό μπορεί να παγιώσει τάσεις στην κοινωνία και τους πολιτικούς συσχετισμούς – η εμπειρία του ΠΑΣΟΚ μετά το ασφαλιστικό Γιαννίτση είναι χαρακτηριστική, όσο χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι σήμερα δεν είναι πολλοί που πρόθυμα δηλώνουν πως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο Γιαννίτση ήταν ακατάλληλο και καλώς ερρίφθη στην πυρά και η χώρα (και οι εργαζόμενοι) είναι σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι εάν είχε ψηφιστεί.
Το δεύτερο στοιχείο της συγκυρίας είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης για τις αλλαγές που απορρίπτονται μέσα από τις κινητοποιήσεις. Εφτά στους δέκα δηλώνουν πως η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού πρέπει να προχωρήσει. Αυτή είναι μια μεγάλη μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών σε σχέση με το όχι τόσο μακρινό 2001.
Και τρίτο στοιχείο της συγκυρίας, η προϊούσα αποσάθρωση του δικομματισμού ως βάσης του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης. Κανείς (ή πάντως λιγότεροι από όσους χρειάζεται) δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση για να φέρει σε πέρας αυτή τη μεταρρύθμιση. Και η κυβέρνηση άλλωστε με τις επιλογές της στη διαδικασία και με την προσωπικά ευάλωτη παρουσία των προσώπων που πρωταγωνιστούν δεν ενισχύει την αξιοπιστία της ως συνομιλητή. Κανείς (ή πάντως λιγότεροι από όσους χρειάζεται) δεν πιστεύει ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα ήταν καταλληλότερη σε αυτό το ρόλο.
Το συμπέρασμα είναι απλό – οι συνέπειές του εξαιρετικά περίπλοκες. Η χώρα έχει περιέλθει σε κατάσταση αρρυθμίας και αδιεξόδου. Αναγνωρίζει την ανάγκη αλλαγών. Γνωρίζει ότι θα έχουν κόστος. Και αναζητεί, χωρίς να βρίσκει, έναν αξιόπιστο εγγυητή για μια στοιχειώδη δικαιοσύνη στην κατανομή αυτού του κόστους. Αντ’αυτού της προτείνονται εμβαλωματικές λύσεις και αραχνιασμένες, από το χρονοντούλαπο καταγγελίες. Οι πραγματικές συνθήκες δημιουργούν ανασφάλεια. Η αντιμετώπισή τους και η εκτίμηση για το ποιόν του πολιτικού συστήματος πολλαπλασιάζουν το συντελεστή του φόβου. Αυτό που δείχνουν, επομένως, οι δημοσκοπήσεις είναι κυρίως το βάθος και η πολιτική σημασία της διαχείρισης μιας γενικευμένης αθυμίας.
Το δεύτερο στοιχείο της συγκυρίας είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης για τις αλλαγές που απορρίπτονται μέσα από τις κινητοποιήσεις. Εφτά στους δέκα δηλώνουν πως η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού πρέπει να προχωρήσει. Αυτή είναι μια μεγάλη μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών σε σχέση με το όχι τόσο μακρινό 2001.
Και τρίτο στοιχείο της συγκυρίας, η προϊούσα αποσάθρωση του δικομματισμού ως βάσης του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης. Κανείς (ή πάντως λιγότεροι από όσους χρειάζεται) δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση για να φέρει σε πέρας αυτή τη μεταρρύθμιση. Και η κυβέρνηση άλλωστε με τις επιλογές της στη διαδικασία και με την προσωπικά ευάλωτη παρουσία των προσώπων που πρωταγωνιστούν δεν ενισχύει την αξιοπιστία της ως συνομιλητή. Κανείς (ή πάντως λιγότεροι από όσους χρειάζεται) δεν πιστεύει ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα ήταν καταλληλότερη σε αυτό το ρόλο.
Το συμπέρασμα είναι απλό – οι συνέπειές του εξαιρετικά περίπλοκες. Η χώρα έχει περιέλθει σε κατάσταση αρρυθμίας και αδιεξόδου. Αναγνωρίζει την ανάγκη αλλαγών. Γνωρίζει ότι θα έχουν κόστος. Και αναζητεί, χωρίς να βρίσκει, έναν αξιόπιστο εγγυητή για μια στοιχειώδη δικαιοσύνη στην κατανομή αυτού του κόστους. Αντ’αυτού της προτείνονται εμβαλωματικές λύσεις και αραχνιασμένες, από το χρονοντούλαπο καταγγελίες. Οι πραγματικές συνθήκες δημιουργούν ανασφάλεια. Η αντιμετώπισή τους και η εκτίμηση για το ποιόν του πολιτικού συστήματος πολλαπλασιάζουν το συντελεστή του φόβου. Αυτό που δείχνουν, επομένως, οι δημοσκοπήσεις είναι κυρίως το βάθος και η πολιτική σημασία της διαχείρισης μιας γενικευμένης αθυμίας.
Βαριά αθυμία
Τρίτη 11 Δεκεμβρίου – και δεν χρειαζόταν να γίνουν δημοσκοπήσεις για να το διαπιστώσουμε. Όσοι ζουν σε αυτή τη χώρα μετά το τρομερό καλοκαίρι που περάσαμε, όσοι ζουν σε αυτή τη χώρα μετά την αδυναμία της κάλπης να δώσει πολιτική κάθαρση (με τη δραματική έννοια του όρου), όσοι ζούμε αυτή την περίοδο της βαθιάς και βαριάς αθυμίας στη χώρα, γνωρίζουμε ότι διαχέεται με ραγδαίους ρυθμούς πως η Ελλάδα, χωρίς να της συμβαίνει κάτι έκτακτο, χωρίς να περνά κρίση, έχει μπει σε τροχιά αδιεξόδου.
Αυτό που συμβαίνει, αυτό που αποκαλύπτουν οι σφυγμομετρήσεις που βλέπουν αυτές τις μέρες το φως της δημοσιότητας δεν είναι κρίση της κυβέρνησης. Ασφαλώς η κυβέρνηση άνοιξε με αδέξιους χειρισμούς μέτωπα, όπως το Ασφαλιστικό, και μάλιστα χωρίς να έχει καν λάβει τη στοιχειώδη πρόνοια για την αξιοπιστία, αν όχι των προτάσεων, τουλάχιστον των φορέων της. Ασφαλώς η κυβέρνηση πληρώνει με τόκο την τακτική της την προηγούμενη τριετία σε άλλα θέματα, όπως η Ολυμπιακή. Αλλά δεν βιώνουμε μια κυβερνητική κρίση.
Η βάση του δικομματισμού είναι απλή. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι η αυτονόητη εναλλακτική λύση για την διακυβέρνηση της χώρας απέναντι στην κυβερνώσα παράταξη. Αυτό σήμερα, για μια μακρά σειρά από λόγους, δεν συμβαίνει. Και όταν το ένα από τα δύο κόμματα δεν δίνει δικλείδα εκτόνωσης της κυβερνητικής φθοράς και της λαΪκής δυσαρέσκειας, η πίεση ασκείται συνολικά από την κοινωνία πάνω στο σύστημα.
Αυτό λοιπόν συμβαίνει. Δεν είναι μια κρίση κυβερνητική, δεν είναι μια κρίση αντιπολιτευτικού ελλείμματος. Η χώρα έχει περάσει σε φάση κρίσης του πολιτικού συστήματος. Τα διλήμματα πολλαπλασιάζονται, οι απαντήσεις απουσιάζουν εντελώς. Το σύστημα αδυνατεί να πείσει για την δυνατότητά του να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, την ώρα που η κοινωνία έχει αφενός πεισθεί για την αναγκαιότητά τους, αλλά ταυτόχρονα περιχαρακώνεται σε αμυντικά ανακλαστικά, διαπιστώνοντας ότι κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί μια στοιχειώδη δικαιοσύνη στην κατανομή του αναπότρεπτου κόστους.
Ο Παύλος Μπακογιάννης έχει πει μια φράση που σφράγισε τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ζωή: στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Εννούσε, προφανώς, πως οι εκλογές δίνουν πάντοτε τη νομιμοποίηση και τη λύση. Στις σημερινές συνθήκες, το πρόβλημα δεν είναι ούτε η εντολή, ούτε η νομιμοποίηση. Είναι η ικανότητα και η προθυμία των εντολοδόχων να την αξιοποιήσουν και να ανταποκριθούν σε αυτές. Επομένως, χωρίς ιδιαίτερη εσωτερική πίεση, χωρίς μια ιδιάζουσα διεθνή κατάσταση, όπως ένας πόλεμος ή μια παγκόσμια οικονομική κρίση, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αγγίζει τα όριά του και οδηγεί τη σκέψη στο αδύνατο. Με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, στη δημοκρατία να υπάρχουν αδιέξοδα.
Αυτό που συμβαίνει, αυτό που αποκαλύπτουν οι σφυγμομετρήσεις που βλέπουν αυτές τις μέρες το φως της δημοσιότητας δεν είναι κρίση της κυβέρνησης. Ασφαλώς η κυβέρνηση άνοιξε με αδέξιους χειρισμούς μέτωπα, όπως το Ασφαλιστικό, και μάλιστα χωρίς να έχει καν λάβει τη στοιχειώδη πρόνοια για την αξιοπιστία, αν όχι των προτάσεων, τουλάχιστον των φορέων της. Ασφαλώς η κυβέρνηση πληρώνει με τόκο την τακτική της την προηγούμενη τριετία σε άλλα θέματα, όπως η Ολυμπιακή. Αλλά δεν βιώνουμε μια κυβερνητική κρίση.
Η βάση του δικομματισμού είναι απλή. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι η αυτονόητη εναλλακτική λύση για την διακυβέρνηση της χώρας απέναντι στην κυβερνώσα παράταξη. Αυτό σήμερα, για μια μακρά σειρά από λόγους, δεν συμβαίνει. Και όταν το ένα από τα δύο κόμματα δεν δίνει δικλείδα εκτόνωσης της κυβερνητικής φθοράς και της λαΪκής δυσαρέσκειας, η πίεση ασκείται συνολικά από την κοινωνία πάνω στο σύστημα.
Αυτό λοιπόν συμβαίνει. Δεν είναι μια κρίση κυβερνητική, δεν είναι μια κρίση αντιπολιτευτικού ελλείμματος. Η χώρα έχει περάσει σε φάση κρίσης του πολιτικού συστήματος. Τα διλήμματα πολλαπλασιάζονται, οι απαντήσεις απουσιάζουν εντελώς. Το σύστημα αδυνατεί να πείσει για την δυνατότητά του να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, την ώρα που η κοινωνία έχει αφενός πεισθεί για την αναγκαιότητά τους, αλλά ταυτόχρονα περιχαρακώνεται σε αμυντικά ανακλαστικά, διαπιστώνοντας ότι κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί μια στοιχειώδη δικαιοσύνη στην κατανομή του αναπότρεπτου κόστους.
Ο Παύλος Μπακογιάννης έχει πει μια φράση που σφράγισε τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ζωή: στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Εννούσε, προφανώς, πως οι εκλογές δίνουν πάντοτε τη νομιμοποίηση και τη λύση. Στις σημερινές συνθήκες, το πρόβλημα δεν είναι ούτε η εντολή, ούτε η νομιμοποίηση. Είναι η ικανότητα και η προθυμία των εντολοδόχων να την αξιοποιήσουν και να ανταποκριθούν σε αυτές. Επομένως, χωρίς ιδιαίτερη εσωτερική πίεση, χωρίς μια ιδιάζουσα διεθνή κατάσταση, όπως ένας πόλεμος ή μια παγκόσμια οικονομική κρίση, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αγγίζει τα όριά του και οδηγεί τη σκέψη στο αδύνατο. Με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, στη δημοκρατία να υπάρχουν αδιέξοδα.
Monday, December 10, 2007
Για μερικά ένσημα...
Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου – και φυσικά δεν έπεσε κανείς από τα σύννεφα. Υπάρχει Έλληνας που τα τελευταία χρόνια να μην έχει απασχολήσει σε τακτική βάση ή προσωρινά κάποιον αλλοδαπό; Αμφιβάλλω. Μήπως δεν ξέρουμε ότι ένα μέρος του δρόμου προς την ΟΝΕ και το ευρώ καλύφθηκαν χάρη στους ξένους εργάτες που έβαλαν ένα χεράκι όχι μόνο στην οικοδομή και τον κήπο, αλλά και στην αύξηση του ΑΕΠ τη δεκαετία του 90; Φυσικά το ξέρουμε. Τώρα να σηκώσει το χέρι όποιος (εκτός από κάποιους μεγαλοεργολάβους ή επιχειρήσεις με εκτεταμένη δραστηριότητα και άρα πολλούς και απρόσωπους ελέγχους)…
…όποιος, λοιπόν, κόλλησε ένσημα στους ξένους που είχε στη δούλεψή του. Έστω λίγα, έστω μερικές φορές – γιατί για τα κανονικά ένσημα δεν θα ψάξω καν για χέρια. Κι έτσι ακόμη, λίγα θα βρούμε σηκωμένα.
Το έκαναν όλοι, το κάναμε όλοι. Το έκανε ο τελευταίος βοσκός με τον Αλβανό που πήρε για να κάθεται στο μαντρί και να εισπράττει μόνο, το έκανε ο τελευταίος αγρότης με τους Πολωνούς που του μαζεύουν τα πορτοκάλια (κι έτσι δεν ερήμωσαν εντελώς τα χωριά), το έκανε ο τελευταίος ψαράς με τους Αιγύπτιους που συγκροτούν τη συντριπτική πλειοψηφία των πληρωμάτων (κι έτσι υπάρχουν ακόμη καϊκια και μερικά ελληνικά ψάρια στα τελάρα), το έκανε ο τελευταίος μισθωτός με τη Βουλγάρα που του κράτησε τους γονείς ή τα παιδιά όταν βρέθηκε ανήμπορη η οικογένεια να αντεπεξέλθει στις πολλαπλές ανάγκες ενός παλαιάς κοπής συστήματος συγγενικής στήριξης και ταυτόχρονα της μοντέρνας συνθήκης για την εργαζόμενη γυναίκα. Το έκαναν οι εύποροι με το υπηρετικό τους προσωπικό, οι λιγότερο εύποροι με τους χτίστες στο εξοχικό, το έκαναν φυσικά και πολιτικοί – δεν έπεσαν άλλωστε από τον Άρη.
Το έχουν κάνει όλοι, το έχουμε κάνει όλοι. Αν χρειαστεί ο αναμάρτητος να βάλει τον λίθον, μάλλον δεν θα βρεθεί αναμάρτητος. Αλλά υπάρχει ένας που δεν μπορεί να το κάνει. Κι αυτός είναι ο υπουργός Απασχόλησης. Όχι γιατί έχουμε κάποιο ειδικό ηθικό καθεστώς που αφορά τους υπουργούς, ούτε για να συγκαλύψουμε τη συλλογική μας υποκρισία έχοντας ένα αποδιοπομπαίο και δακτυλοδεικτούμενο, ώστε να συνεχίσουμε ανενόχλητοι την ίδια φάμπρικα. Αλλά γιατί κάθε δουλειά επιβάλλει τους περιορισμούς της. Και στη δουλειά ειδικά του υπουργού Απασχόλησης αυτό εμπίπτει στους πιο σκληρούς και απαράβατους περιορισμούς. Ουσιαστικά, η αποδοχή του αξιώματος συνιστά ταυτόχρονα και την οικειοθελή αποστέρηση μερικών σιωπηρών προνομίων που έχουν οι υπόλοιποι. Ακόμη κι αν το κάνουν όλοι, αυτός δεν δικαιούται να το κάνει. Για την ειδική αυτή περίπτωση, το ότι το κάνουν όλοι δεν συνιστά ούτε δικαιολογία ούτε απαλλακτική συνθήκη.
Και υπάρχει κι ένας πρόσθετος λόγος, για τον οποίο ο κ. Μαγγίνας θα χρειαστεί να απαντήσει πειστικά στην υπόθεση των ανασφάλιστων εργαζομένων. Ότι δηλαδή είναι άλλο να συμβαίνει κάτι –στην έκταση που γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε- κι άλλο να αποκαλύπτεται και να μην τρέχει τίποτα. Αν μία φορά είναι συνένοχη η πράξη, πολύ περισσότερες δεν μπορεί να επιβραβεύεται με τη σιωπή και μάλιστα με τον άκρως συμβολικό τρόπο που επιβάλλει η ιδιότητα του πρωταγωνιστή.
Δεν είναι άδικο να υπάρχουν διαφορετικά μέτρα και σταθμά. Πόσο μάλλον όταν κανείς το επιλέγει και το γνωρίζει – και απολαμβάνει και τα άλλα προνόμια που έναντι αυτού του τιμήματος του προσφέρει η θέση.
…όποιος, λοιπόν, κόλλησε ένσημα στους ξένους που είχε στη δούλεψή του. Έστω λίγα, έστω μερικές φορές – γιατί για τα κανονικά ένσημα δεν θα ψάξω καν για χέρια. Κι έτσι ακόμη, λίγα θα βρούμε σηκωμένα.
Το έκαναν όλοι, το κάναμε όλοι. Το έκανε ο τελευταίος βοσκός με τον Αλβανό που πήρε για να κάθεται στο μαντρί και να εισπράττει μόνο, το έκανε ο τελευταίος αγρότης με τους Πολωνούς που του μαζεύουν τα πορτοκάλια (κι έτσι δεν ερήμωσαν εντελώς τα χωριά), το έκανε ο τελευταίος ψαράς με τους Αιγύπτιους που συγκροτούν τη συντριπτική πλειοψηφία των πληρωμάτων (κι έτσι υπάρχουν ακόμη καϊκια και μερικά ελληνικά ψάρια στα τελάρα), το έκανε ο τελευταίος μισθωτός με τη Βουλγάρα που του κράτησε τους γονείς ή τα παιδιά όταν βρέθηκε ανήμπορη η οικογένεια να αντεπεξέλθει στις πολλαπλές ανάγκες ενός παλαιάς κοπής συστήματος συγγενικής στήριξης και ταυτόχρονα της μοντέρνας συνθήκης για την εργαζόμενη γυναίκα. Το έκαναν οι εύποροι με το υπηρετικό τους προσωπικό, οι λιγότερο εύποροι με τους χτίστες στο εξοχικό, το έκαναν φυσικά και πολιτικοί – δεν έπεσαν άλλωστε από τον Άρη.
Το έχουν κάνει όλοι, το έχουμε κάνει όλοι. Αν χρειαστεί ο αναμάρτητος να βάλει τον λίθον, μάλλον δεν θα βρεθεί αναμάρτητος. Αλλά υπάρχει ένας που δεν μπορεί να το κάνει. Κι αυτός είναι ο υπουργός Απασχόλησης. Όχι γιατί έχουμε κάποιο ειδικό ηθικό καθεστώς που αφορά τους υπουργούς, ούτε για να συγκαλύψουμε τη συλλογική μας υποκρισία έχοντας ένα αποδιοπομπαίο και δακτυλοδεικτούμενο, ώστε να συνεχίσουμε ανενόχλητοι την ίδια φάμπρικα. Αλλά γιατί κάθε δουλειά επιβάλλει τους περιορισμούς της. Και στη δουλειά ειδικά του υπουργού Απασχόλησης αυτό εμπίπτει στους πιο σκληρούς και απαράβατους περιορισμούς. Ουσιαστικά, η αποδοχή του αξιώματος συνιστά ταυτόχρονα και την οικειοθελή αποστέρηση μερικών σιωπηρών προνομίων που έχουν οι υπόλοιποι. Ακόμη κι αν το κάνουν όλοι, αυτός δεν δικαιούται να το κάνει. Για την ειδική αυτή περίπτωση, το ότι το κάνουν όλοι δεν συνιστά ούτε δικαιολογία ούτε απαλλακτική συνθήκη.
Και υπάρχει κι ένας πρόσθετος λόγος, για τον οποίο ο κ. Μαγγίνας θα χρειαστεί να απαντήσει πειστικά στην υπόθεση των ανασφάλιστων εργαζομένων. Ότι δηλαδή είναι άλλο να συμβαίνει κάτι –στην έκταση που γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε- κι άλλο να αποκαλύπτεται και να μην τρέχει τίποτα. Αν μία φορά είναι συνένοχη η πράξη, πολύ περισσότερες δεν μπορεί να επιβραβεύεται με τη σιωπή και μάλιστα με τον άκρως συμβολικό τρόπο που επιβάλλει η ιδιότητα του πρωταγωνιστή.
Δεν είναι άδικο να υπάρχουν διαφορετικά μέτρα και σταθμά. Πόσο μάλλον όταν κανείς το επιλέγει και το γνωρίζει – και απολαμβάνει και τα άλλα προνόμια που έναντι αυτού του τιμήματος του προσφέρει η θέση.
Friday, December 7, 2007
Ακρίβεια - όχι για όλους...
Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου – και η κυβέρνηση έχει διάφορα προβλήματα. Ολυμπιακή, ασφαλιστικό, ΟΤΕ – διάφορα… Και έχει και μια απειλή. Η απειλή είναι η ακρίβεια.
Γιατί όμως είναι τέτοιος πολιτικός εφιάλτης οι ανατιμήσεις ειδικά για αυτή την κυβέρνηση, ιδιαίτερα σε αυτή τη συγκυρία; Δεν είχαμε πληθωρισμό στο παρελθόν; Δεν έχουμε ζήσει σε αυτή τη χώρα τις ένδοξες εποχές της δραχμής, του υπερήφανου εθνικού μας νομίσματος, με πληθωρισμούς στο 32% και υποτιμήσεις κάθε τρεις και δύο; Ή τα ξεχάσαμε τόσο γρήγορα, εμείς που καταριόμαστε το ευρώ σε κάθε ευκαιρία για όλα τα δεινά που επεσώρευσε στον τόπο;
Δεν είναι αυτό. Αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώνεται το κύμα της ακρίβειας είναι πολιτικά πιεστικές. Πρώτον, γιατί οι αυξήσεις τιμών δεν καταγράφονται στα πάντα. Δεν ακριβαίνουν, ας πούμε, με τρελούς ρυθμούς τα είδη πολυτελείας, ή τα αυτοκίνητα, ούτε καν τα ακίνητα των ακριβών περιοχών. Δεν ακριβαίνουν ιδιαίτερα τα ταξίδια στο εξωτερικό, ή τα αεροπορικά εισιτήρια. Δεν είναι η χλιδή, ούτε η άνεση των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων που γίνεται απλησίαστη. Αυτό που ανατιμάται είναι τα είδη πρώτης ανάγκης, τα βασικά αγαθά, εκείνα που συνθέτουν μεγάλο τμήμα της κατανάλωσης του φτωχότερου ανθρώπου, των λαΪκών τάξεων. Ακριβαίνουν τα τρόφιμα στο σούπερ μάρκετ, το ρεύμα, το πετρέλαιο, τα κοινόχρηστα. Οι πιο στοιχειώδεις ανάγκες της επιβίωσης, αυτές που επί τρεις δεκαετίες της μεταπολίτευσης θεωρούνταν δεδομένες και βελτιούμενες για τη συντριπτική πλειοψηφία, αν όχι την παμψηφία, των Ελλήνων, τώρα εξελίσσονται σε μια καθημερινή πρόκληση για όλο και περισσότερους πολίτες.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η τάση αυτή εκδηλώνεται σε μια φάση υψηλής ανάπτυξης. Που σημαίνει ότι εισοδήματα στη χώρα δημιουργούνται. Δημιουργείται πλούτος, αλλά την ίδια στιγμή διευρύνεται η ανισότητα στην κατανομή του. Οι φτωχότεροι είναι εκείνοι που πιέζονται περισσότερο, οι ανατιμήσεις επηρεάζουν λιγότερο εκείνους που δεν θα είχαν και μεγάλο πρόβλημα να τις αντιμετωπίσουν. Το χάσμα γίνεται μεγαλύτερο. Και, κυρίως, το χάσμα δεν αφορά την ευκολία πρόσβασης στην πολυτελή κατανάλωση, δεν αφορά το επιπλέον και το καθ’υπερβολήν, αλλά τη βασική καθημερινή επιβίωση. Ταυτόχρονα, και εδώ το ευρώ δεν είναι αθώο του αίματος, όλο και μεγαλύτερα στρώματα μισθωτών πιέζονται προς τη βάση, και για πρώτη φορά αισθάνονται να έχουν προβλήματα επιβίωσης μάλλον παρά εξασφάλισης κοινωνικής ανόδου.
Με απλά λόγια. Πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι πηγαίνουν για τα καθημερινά τους ψώνια και κοιτάζουν ή ρωτάνε «πόσο κάνει» για απλά, καθημερινά, αυτονόητα αγαθά. Η ίδια η ερώτηση είναι για τους ίδιους ένα ψυχολογικό σοκ. Και για την Ελλάδα το γεγονός ότι γίνεται τέτοια ερώτηση συνιστά μια νέα κοινωνική συνθήκη. Οι πολιτικές της επιπτώσεις είναι το μεγάλο ζήτημα και ο μεγάλος άγνωστος.
Γιατί όμως είναι τέτοιος πολιτικός εφιάλτης οι ανατιμήσεις ειδικά για αυτή την κυβέρνηση, ιδιαίτερα σε αυτή τη συγκυρία; Δεν είχαμε πληθωρισμό στο παρελθόν; Δεν έχουμε ζήσει σε αυτή τη χώρα τις ένδοξες εποχές της δραχμής, του υπερήφανου εθνικού μας νομίσματος, με πληθωρισμούς στο 32% και υποτιμήσεις κάθε τρεις και δύο; Ή τα ξεχάσαμε τόσο γρήγορα, εμείς που καταριόμαστε το ευρώ σε κάθε ευκαιρία για όλα τα δεινά που επεσώρευσε στον τόπο;
Δεν είναι αυτό. Αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώνεται το κύμα της ακρίβειας είναι πολιτικά πιεστικές. Πρώτον, γιατί οι αυξήσεις τιμών δεν καταγράφονται στα πάντα. Δεν ακριβαίνουν, ας πούμε, με τρελούς ρυθμούς τα είδη πολυτελείας, ή τα αυτοκίνητα, ούτε καν τα ακίνητα των ακριβών περιοχών. Δεν ακριβαίνουν ιδιαίτερα τα ταξίδια στο εξωτερικό, ή τα αεροπορικά εισιτήρια. Δεν είναι η χλιδή, ούτε η άνεση των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων που γίνεται απλησίαστη. Αυτό που ανατιμάται είναι τα είδη πρώτης ανάγκης, τα βασικά αγαθά, εκείνα που συνθέτουν μεγάλο τμήμα της κατανάλωσης του φτωχότερου ανθρώπου, των λαΪκών τάξεων. Ακριβαίνουν τα τρόφιμα στο σούπερ μάρκετ, το ρεύμα, το πετρέλαιο, τα κοινόχρηστα. Οι πιο στοιχειώδεις ανάγκες της επιβίωσης, αυτές που επί τρεις δεκαετίες της μεταπολίτευσης θεωρούνταν δεδομένες και βελτιούμενες για τη συντριπτική πλειοψηφία, αν όχι την παμψηφία, των Ελλήνων, τώρα εξελίσσονται σε μια καθημερινή πρόκληση για όλο και περισσότερους πολίτες.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η τάση αυτή εκδηλώνεται σε μια φάση υψηλής ανάπτυξης. Που σημαίνει ότι εισοδήματα στη χώρα δημιουργούνται. Δημιουργείται πλούτος, αλλά την ίδια στιγμή διευρύνεται η ανισότητα στην κατανομή του. Οι φτωχότεροι είναι εκείνοι που πιέζονται περισσότερο, οι ανατιμήσεις επηρεάζουν λιγότερο εκείνους που δεν θα είχαν και μεγάλο πρόβλημα να τις αντιμετωπίσουν. Το χάσμα γίνεται μεγαλύτερο. Και, κυρίως, το χάσμα δεν αφορά την ευκολία πρόσβασης στην πολυτελή κατανάλωση, δεν αφορά το επιπλέον και το καθ’υπερβολήν, αλλά τη βασική καθημερινή επιβίωση. Ταυτόχρονα, και εδώ το ευρώ δεν είναι αθώο του αίματος, όλο και μεγαλύτερα στρώματα μισθωτών πιέζονται προς τη βάση, και για πρώτη φορά αισθάνονται να έχουν προβλήματα επιβίωσης μάλλον παρά εξασφάλισης κοινωνικής ανόδου.
Με απλά λόγια. Πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι πηγαίνουν για τα καθημερινά τους ψώνια και κοιτάζουν ή ρωτάνε «πόσο κάνει» για απλά, καθημερινά, αυτονόητα αγαθά. Η ίδια η ερώτηση είναι για τους ίδιους ένα ψυχολογικό σοκ. Και για την Ελλάδα το γεγονός ότι γίνεται τέτοια ερώτηση συνιστά μια νέα κοινωνική συνθήκη. Οι πολιτικές της επιπτώσεις είναι το μεγάλο ζήτημα και ο μεγάλος άγνωστος.
Thursday, December 6, 2007
Επιθετική εξαγορά του κράτους;
Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου – και καπιταλισμός; Αυτό λύθηκε το 89. Παγκοσμιοποίηση; Φυσικά – όποιος αρνείται την πραγματικότητα είναι καταδικασμένος στο περιθώριο. Ελεύθερη αγορά; Χωρίς άλλο – άλλωστε τίποτε άλλο που επιχειρήθηκε δεν δούλεψε. Πολυπολιτισμικότητα; Ασφαλώς. Με ανοχή, σεβασμό στη διαφορετικότητα, και μερικές τύψεις για τη σχέση εκμετάλλευσης που βίαια και αιματηρά επέβαλε επί αιώνες ο πολιτισμός που ανήκουμε στους υπόλοιπους αυτού του πλανήτη. Αλλά όλα αυτά έχουν ένα όριο. Και το όριο αυτό είναι η έννοια του εθνικού κράτους.
Το εθνικό κράτος παραμένει η βασική μορφή οργάνωσης του κόσμου – και κυρίως του δυτικού κόσμου και της Ευρώπης, εδώ και δύο αιώνες. Μπορεί να μετεξελιχθεί. Μπορεί να αφομοιωθεί σε νέα πρότυπα. Μπορεί να αποφασίσει να εκχωρήσει δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Μπορεί να συρρικνωθεί σταδιακά για να προσαρμοστεί σε μια νέα παγκόσμια κοινότητα, που χαρακτηρίζεται από την ιλιγγιώδη ταχύτητα στην κίνηση της πληροφορίας, την αύξηση της κινητικότητας των ανθρώπων και την σχεδόν ανεξέλεγκτη κυκλοφορία των κεφαλαίων.
Αυτό που δεν μπορεί να συμβεί είναι το εθνικό κράτος να καταληφθεί εξ εφόδου. Και η εφόρμηση είναι εκείνο που επιχειρούν δύο νέα «φρούτα» της παγκόσμιας οικονομίας. Η συσσώρευση κεφαλαίων ξεπερνά πια κάθε φαντασία. Όπως και η εξουσία, έτσι και τα κεφάλαια, αναζητούν κι αυτά νέες μορφές οργάνωσης. Ενθαρρυμένα από τη λογική της διαρκούς ανάπτυξης και από την αναμφισβήτητη αποδοτικότητα της ελευθερίας τους, πιέζουν με επιθετικό τρόπο τις κρατικές εξουσίες. Τι θέλουν; Υπεραποδόσεις και αδιαφάνεια. Αν έπρεπε να διαλέξουν, δεν θα είχαν δισταγμό. Θα διάλεγαν αδιαφάνεια. Θέλουν όσο πιο γκρίζους γίνεται τους κανόνες, όσο πιο θολό γίνεται το παιχνίδι.
Το ένα από τα δύο νέα «φρούτα» -έχουμε ξαναμιλήσει για αυτά- είναι τα λεγόμενα private equities. Ιδιωτικά κεφάλαια συγκεντρώνονται έξω από κάθε θεσμικό έλεγχο, ακριβώς για να μην υπάγονται στο καθεστώς δημόσιας λογοδοσίας των αμοιβαίων κεφαλαίων. Είμαστε λίγοι, έχουμε πολλά χρήματα, παίρνουμε όσο ρίσκο θέλουμε, δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Αλλά η διαφάνεια δεν είχε επιβληθεί μόνο προς το συμφέρον των επενδυτών αλλά και προς το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον. Αυτή την επιταγή παρακάμπτουν τα ασύδοτα και αδιαφανή funds των υπερπλουσίων.
Το δεύτερο «φρούτο» είναι αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά με συγκεκριμένη κρατική προέλευση. Είναι η νέα εκδοχή των πετροδολλαρίων – αυτών που γνωρίσαμε για πρώτη φορά με την πετρελαΪκή κρίση του 70 ως κιτς παράκρουσμα καταναλωτισμού. Τώρα, μετά από μία γενιά που σπούδασε στα δυτικά πανεπιστήμια, η διαχείρισή τους γίνεται με λογική επενδυτική. Αλλά τα κράτη είναι κράτη και έχουν κρατικά συμφέροντα. Δεν μπορεί να διεκδικούν ταυτόχρονα το ρόλο και της κρατικής υπόστασης και του ανεξάρτητου επενδυτή. Και, ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι τέτοια κεφάλαια, απολύτως ελεγχόμενα, δεν θα κινηθούν κάποια στιγμή και με κριτήριο τα πολιτικά ή γεωστρατηγικά συμφέροντα του κράτους που τα ελέγχει. Άρα δεν μπορεί να εγκατασταθούν σε καίριους, στρατηγικούς τομείς χωρίς τη συναίνεση των άλλων κρατών, κανείς δεν μπορεί να σφυρίζει αδιάφορα για την πραγματική ιδιότητά τους σαν να ήταν ανεξάρτητοι επενδυτές.
Αυτή είναι η ουσία του προβλήματος στον ΟΤΕ – και ο κ. Αλογοσκούφης, που σήμερα όντως χρειάζεται στήριξη σε αυτή τη σύγκρουση, θα μπορούσε να το έχει σκεφθεί ίσως λίγο νωρίτερα, ας πούμε όταν άλλαζε ο νόμος για το ποσοστό της κρατικής συμμετοχής στον Οργανισμό.
Το εθνικό κράτος παραμένει η βασική μορφή οργάνωσης του κόσμου – και κυρίως του δυτικού κόσμου και της Ευρώπης, εδώ και δύο αιώνες. Μπορεί να μετεξελιχθεί. Μπορεί να αφομοιωθεί σε νέα πρότυπα. Μπορεί να αποφασίσει να εκχωρήσει δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Μπορεί να συρρικνωθεί σταδιακά για να προσαρμοστεί σε μια νέα παγκόσμια κοινότητα, που χαρακτηρίζεται από την ιλιγγιώδη ταχύτητα στην κίνηση της πληροφορίας, την αύξηση της κινητικότητας των ανθρώπων και την σχεδόν ανεξέλεγκτη κυκλοφορία των κεφαλαίων.
Αυτό που δεν μπορεί να συμβεί είναι το εθνικό κράτος να καταληφθεί εξ εφόδου. Και η εφόρμηση είναι εκείνο που επιχειρούν δύο νέα «φρούτα» της παγκόσμιας οικονομίας. Η συσσώρευση κεφαλαίων ξεπερνά πια κάθε φαντασία. Όπως και η εξουσία, έτσι και τα κεφάλαια, αναζητούν κι αυτά νέες μορφές οργάνωσης. Ενθαρρυμένα από τη λογική της διαρκούς ανάπτυξης και από την αναμφισβήτητη αποδοτικότητα της ελευθερίας τους, πιέζουν με επιθετικό τρόπο τις κρατικές εξουσίες. Τι θέλουν; Υπεραποδόσεις και αδιαφάνεια. Αν έπρεπε να διαλέξουν, δεν θα είχαν δισταγμό. Θα διάλεγαν αδιαφάνεια. Θέλουν όσο πιο γκρίζους γίνεται τους κανόνες, όσο πιο θολό γίνεται το παιχνίδι.
Το ένα από τα δύο νέα «φρούτα» -έχουμε ξαναμιλήσει για αυτά- είναι τα λεγόμενα private equities. Ιδιωτικά κεφάλαια συγκεντρώνονται έξω από κάθε θεσμικό έλεγχο, ακριβώς για να μην υπάγονται στο καθεστώς δημόσιας λογοδοσίας των αμοιβαίων κεφαλαίων. Είμαστε λίγοι, έχουμε πολλά χρήματα, παίρνουμε όσο ρίσκο θέλουμε, δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Αλλά η διαφάνεια δεν είχε επιβληθεί μόνο προς το συμφέρον των επενδυτών αλλά και προς το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον. Αυτή την επιταγή παρακάμπτουν τα ασύδοτα και αδιαφανή funds των υπερπλουσίων.
Το δεύτερο «φρούτο» είναι αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά με συγκεκριμένη κρατική προέλευση. Είναι η νέα εκδοχή των πετροδολλαρίων – αυτών που γνωρίσαμε για πρώτη φορά με την πετρελαΪκή κρίση του 70 ως κιτς παράκρουσμα καταναλωτισμού. Τώρα, μετά από μία γενιά που σπούδασε στα δυτικά πανεπιστήμια, η διαχείρισή τους γίνεται με λογική επενδυτική. Αλλά τα κράτη είναι κράτη και έχουν κρατικά συμφέροντα. Δεν μπορεί να διεκδικούν ταυτόχρονα το ρόλο και της κρατικής υπόστασης και του ανεξάρτητου επενδυτή. Και, ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι τέτοια κεφάλαια, απολύτως ελεγχόμενα, δεν θα κινηθούν κάποια στιγμή και με κριτήριο τα πολιτικά ή γεωστρατηγικά συμφέροντα του κράτους που τα ελέγχει. Άρα δεν μπορεί να εγκατασταθούν σε καίριους, στρατηγικούς τομείς χωρίς τη συναίνεση των άλλων κρατών, κανείς δεν μπορεί να σφυρίζει αδιάφορα για την πραγματική ιδιότητά τους σαν να ήταν ανεξάρτητοι επενδυτές.
Αυτή είναι η ουσία του προβλήματος στον ΟΤΕ – και ο κ. Αλογοσκούφης, που σήμερα όντως χρειάζεται στήριξη σε αυτή τη σύγκρουση, θα μπορούσε να το έχει σκεφθεί ίσως λίγο νωρίτερα, ας πούμε όταν άλλαζε ο νόμος για το ποσοστό της κρατικής συμμετοχής στον Οργανισμό.
Wednesday, December 5, 2007
Το τέλος του μεταπολεμικού κράτους
Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου – και μπορεί να το λένε Ολυμπιακή, μπορεί να το λένε ΔΕΗ, μπορεί να το λένε ΟΤΕ, μπορεί να το λένε ασφαλιστικό, το πρόβλημα είναι ένα, το πρόβλημα είναι το ίδιο και είναι η κατάρρευση του κράτους όπως χτίστηκε σε ολόκληρη τη μεταπολεμική εποχή.
Το ζήτημα είναι πώς διαχειρίζεται κανείς αυτή τη νέα συνθήκη. Ότι θα υπάρξουν δυσκολίες προσαρμογής, ότι θα υπάρξουν κοινωνικές αναταράξεις, ότι κάποιοι θα χάσουν στην αλλαγή των μεριδίων ευθύνης και πρόνοιας, ότι κάποιοι θα επιχειρήσουν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους – αυτό δεν είναι μόνο αναμενόμενο, είναι και υγιές. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η μετάβαση χρειάζεται να είναι και ήπια και σταδιακή. Και εγγύηση για μια στοιχειώδη κοινωνική ευαισθησία στη διαδικασία της αλλαγής δεν μπορεί να είναι άλλη από το φόβο της σύγκρουσης, από την απειλή της ρήξης.
Άλλο αυτό όμως, κι άλλο η γενικευμένη άρνηση της οποιασδήποτε αλλαγής. Άλλο η απαίτηση για κοινωνική ευαισθησία κι άλλο η άκρα αναλγησία την οποία σηματοδοτεί η κατοχύρωση κεκτημένων εν πλήρει συνειδήσει ότι το κόστος θα το πληρώσουν πολλαπλάσιο κάποιοι άλλοι – σημερινοί ή αυριανοί. Άλλο η ανάγκη μέριμνας για εκείνους που αναγκαστικά θίγονται από τη μεταβολή των δεδομένων κι άλλο η περιχαράκωση των βολεμένων και η χυδαία αδιαφορία τους για όλους τους υπόλοιπους.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι η αξιοπιστία της διαχείρισης. Αξιοπιστία σημαίνει ευθύνη και κανόνες του παιχνιδιού. Έχουμε μιλήσει κατά κόρον για το ασφαλιστικό, μέχρι ναυτίας επί 25 χρόνια για την Ολυμπιακή. Ας δούμε λίγο τις τελευταίες αυξήσεις στη ΔΕΗ. Ασφαλώς το πετρέλαιο έχει ακριβύνει και επιβαρύνει το κόστος. Ασφαλώς είναι σωστό να υπάρχει κάποια ρήτρα πετρελαίου – με διακύμανση προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω, εάν αντιστραφεί η τάση στην αγορά. Ασφαλώς η ΔΕΗ πουλάει το ρεύμα φθηνότερα από οποιαδήποτε άλλη ηλεκτρική εταιρεία στην Ευρώπη και έπρεπε να πάρει αυξήσεις. Αφήστε τα νοικοκυριά – που πληρώνουν σχετικά λίγο. Αφήστε κατά μέρος και τις μικρές καταναλώσεις, που δεν θα επιβαρυνθούν καθόλου. Ας υποθέσουμε ότι είστε ένας ιδιοκτήτης βιομηχανικής επιχείρησης, από αυτές που θέλουμε γιατί φτιάχνουν και θέσεις εργασίας. Μπορείτε βέβαια να υπολογίσετε μια σταδιακή επιβάρυνση του κόστους. Αλλά τι μπορεί να κάνει μια επιχείρηση όταν της ανακοινώνουν ότι το (φτηνό ναι, κάτω του κόστους ίσως) ρεύμα που αγόραζε έως χθες, από σήμερα είναι 10% ακριβότερο; Όχι 10% σε ένα χρόνο, όχι σε δύο, τρεις δόσεις. Μονοκοπανιά 10% από αύριο. Κι ας υποθέσουμε ότι είστε επενδυτής που θέλει να βρει μια χώρα να εγκαταστήσει βιομηχανική επιχείρηση. Θα πηγαίνατε ποτέ σε ένα κράτος όπου ναι μεν το ρεύμα είναι σχετικά φτηνότερο, αλλά θα ζείτε με την αγωνία της έκπληξης και πόσο καπέλο θα σας φορέσει ο υπουργός την επομένη;
Κατά τα άλλα, το κράτος θέλει να είναι αξιόπιστο. Και προσοχή μην το χάσουμε από την Ολυμπιακή. Γιατί μετά πού θα βρούμε άλλη εταιρεία με τέτοια αναλογία ιπταμένων και υπαλλήλων εδάφους, όχι απλώς εδάφους, αλλά προσκολλημένων στο έδαφος, αμετακίνητων και αποφασισμένων να πάρουν –τι άλλο- πρόωρη σύνταξη από τον εθνικό αερομεταφορέα…
Το ζήτημα είναι πώς διαχειρίζεται κανείς αυτή τη νέα συνθήκη. Ότι θα υπάρξουν δυσκολίες προσαρμογής, ότι θα υπάρξουν κοινωνικές αναταράξεις, ότι κάποιοι θα χάσουν στην αλλαγή των μεριδίων ευθύνης και πρόνοιας, ότι κάποιοι θα επιχειρήσουν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους – αυτό δεν είναι μόνο αναμενόμενο, είναι και υγιές. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η μετάβαση χρειάζεται να είναι και ήπια και σταδιακή. Και εγγύηση για μια στοιχειώδη κοινωνική ευαισθησία στη διαδικασία της αλλαγής δεν μπορεί να είναι άλλη από το φόβο της σύγκρουσης, από την απειλή της ρήξης.
Άλλο αυτό όμως, κι άλλο η γενικευμένη άρνηση της οποιασδήποτε αλλαγής. Άλλο η απαίτηση για κοινωνική ευαισθησία κι άλλο η άκρα αναλγησία την οποία σηματοδοτεί η κατοχύρωση κεκτημένων εν πλήρει συνειδήσει ότι το κόστος θα το πληρώσουν πολλαπλάσιο κάποιοι άλλοι – σημερινοί ή αυριανοί. Άλλο η ανάγκη μέριμνας για εκείνους που αναγκαστικά θίγονται από τη μεταβολή των δεδομένων κι άλλο η περιχαράκωση των βολεμένων και η χυδαία αδιαφορία τους για όλους τους υπόλοιπους.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι η αξιοπιστία της διαχείρισης. Αξιοπιστία σημαίνει ευθύνη και κανόνες του παιχνιδιού. Έχουμε μιλήσει κατά κόρον για το ασφαλιστικό, μέχρι ναυτίας επί 25 χρόνια για την Ολυμπιακή. Ας δούμε λίγο τις τελευταίες αυξήσεις στη ΔΕΗ. Ασφαλώς το πετρέλαιο έχει ακριβύνει και επιβαρύνει το κόστος. Ασφαλώς είναι σωστό να υπάρχει κάποια ρήτρα πετρελαίου – με διακύμανση προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω, εάν αντιστραφεί η τάση στην αγορά. Ασφαλώς η ΔΕΗ πουλάει το ρεύμα φθηνότερα από οποιαδήποτε άλλη ηλεκτρική εταιρεία στην Ευρώπη και έπρεπε να πάρει αυξήσεις. Αφήστε τα νοικοκυριά – που πληρώνουν σχετικά λίγο. Αφήστε κατά μέρος και τις μικρές καταναλώσεις, που δεν θα επιβαρυνθούν καθόλου. Ας υποθέσουμε ότι είστε ένας ιδιοκτήτης βιομηχανικής επιχείρησης, από αυτές που θέλουμε γιατί φτιάχνουν και θέσεις εργασίας. Μπορείτε βέβαια να υπολογίσετε μια σταδιακή επιβάρυνση του κόστους. Αλλά τι μπορεί να κάνει μια επιχείρηση όταν της ανακοινώνουν ότι το (φτηνό ναι, κάτω του κόστους ίσως) ρεύμα που αγόραζε έως χθες, από σήμερα είναι 10% ακριβότερο; Όχι 10% σε ένα χρόνο, όχι σε δύο, τρεις δόσεις. Μονοκοπανιά 10% από αύριο. Κι ας υποθέσουμε ότι είστε επενδυτής που θέλει να βρει μια χώρα να εγκαταστήσει βιομηχανική επιχείρηση. Θα πηγαίνατε ποτέ σε ένα κράτος όπου ναι μεν το ρεύμα είναι σχετικά φτηνότερο, αλλά θα ζείτε με την αγωνία της έκπληξης και πόσο καπέλο θα σας φορέσει ο υπουργός την επομένη;
Κατά τα άλλα, το κράτος θέλει να είναι αξιόπιστο. Και προσοχή μην το χάσουμε από την Ολυμπιακή. Γιατί μετά πού θα βρούμε άλλη εταιρεία με τέτοια αναλογία ιπταμένων και υπαλλήλων εδάφους, όχι απλώς εδάφους, αλλά προσκολλημένων στο έδαφος, αμετακίνητων και αποφασισμένων να πάρουν –τι άλλο- πρόωρη σύνταξη από τον εθνικό αερομεταφορέα…
Tuesday, December 4, 2007
Άλλος πετάει κι άλλος πληρώνει
Τρίτη 4 Δεκεμβρίου – και είναι απλό τι θέλουμε: και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Μια αεροπορική εταιρεία που θα τα έχει όλα και θα συμφέρει – κυριολεκτικά…
Είναι απλό. Θέλουμε να έχει την αξιοπιστία της Ολυμπιακής – στη συντήρηση, όχι στα δρομολόγια. Θέλουμε να έχει και το προσωπικό εδάφους της Ολυμπιακής – μια στρατιά μερικών χιλιάδων ανθρώπων, ορισμένοι από τους οποίους κατά καιρούς δεν είχαν ούτε γραφείο για να κάτσουν. Θέλουμε επίσης το προσωπικό να επιλέγεται με το γνωστό τρόπο που διόρισε τις στρατιές – με κομματικό μπιλιέτο, με ρουσφέτι, από το παράθυρο, με συνέντευξη, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός της ευθείας. Δεν είναι και αεροπλάνο…
Αλλά θέλουμε και τα εισιτήρια των ανταγωνιστών της Ολυμπιακής – στο σκληρό κόσμο του αέρα, όπου κυριαρχεί πια η μέχρις εσχάτων (δηλαδή πτώχευσης) σύγκρουση των εταιρειών, όπου κυριαρχεί η αδήριτη λογική της καλύτερης διαχείρισης και της κερδοφορίας, και μαζί ο ανταγωνισμός με τις εταιρείες χαμηλού κόστους, που έχουν μετατρέψει το αεροπλάνο σε εναέριο λεωφορείο.
Σε μια εποχή όπου οι περισσότερες εταιρείες που πετούν σε προορισμούς του τύπου της Ολυμπιακής έχουν εντελώς καταργήσει το σέρβις – εμείς λέμε ότι η εταιρεία με τους «θρυλικούς κύκλους», όπως συγκινητικά ακούω να λέγεται ξανά, έχει «καλό σέρβις». Καλό είναι, κανείς να το πληρώσει υπάρχει;
Σε μια εποχή όπου πεθαίνουν οι παλιοί «εθνικοί αερομεταφορείς» και μεγάλες χώρες ζουν ευχάριστα χωρίς να έχουν «εθνικό αερομεταφορέα» ή έχοντας απαλλαγεί από αυτόν πουλώντας τον (όπως το Βέλγιο με τη Sabena, όπως η Ελβετία που αφού προσπάθησε να σώσει τη φαλιριμένη Swissair τελικά πούλησε και τη διάδοχό της Swiss, όπως η Αυστρία που έχει πουλήσει την Austrian Airlines στη γερμανική Lufthansa) – εμείς έχουμε επενδύσει την εθνική μας υπερηφάνεια στον αερομεταφορέα.
Λοιπόν: από την Ολυμπιακή έχουμε ελάχιστες απαιτήσεις. Βασικά τρία πράγματα. Πρώτον, να πετάει σε ορισμένους προορισμούς που το κράτος έχει υποχρέωση να συνδέει με το κέντρο – και αυτό μπορεί να το κάνει οποιαδήποτε εταιρεία, όπως κι αν λέγεται με ένα δεσμευτικό συμβόλαιο και κρατική επιδότηση. Δεύτερον, να λειτουργεί ο ανταγωνισμός στην εσωτερική αεροπορική αγορά, δηλαδή να μην εγκατασταθεί ένα μονοπώλιο της Aegean. Και, τρίτο και κυριότερο, να μην απομυζά τα χρήματα των φορολογουμένων σε ιλιγγιώδη φέσια για να εξυπηρετήσουν τους ελάχιστους εργαζομένους και τους λίγους σχετικά επιβάτες, ενώ θα μπορούσαν να πηγαίνουν σε πολύ πιεστικότερες και πολύ πιο δίκαιες κοινωνικά ανάγκες.
Τα υπόλοιπα είναι λόγια του αέρος.
Είναι απλό. Θέλουμε να έχει την αξιοπιστία της Ολυμπιακής – στη συντήρηση, όχι στα δρομολόγια. Θέλουμε να έχει και το προσωπικό εδάφους της Ολυμπιακής – μια στρατιά μερικών χιλιάδων ανθρώπων, ορισμένοι από τους οποίους κατά καιρούς δεν είχαν ούτε γραφείο για να κάτσουν. Θέλουμε επίσης το προσωπικό να επιλέγεται με το γνωστό τρόπο που διόρισε τις στρατιές – με κομματικό μπιλιέτο, με ρουσφέτι, από το παράθυρο, με συνέντευξη, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός της ευθείας. Δεν είναι και αεροπλάνο…
Αλλά θέλουμε και τα εισιτήρια των ανταγωνιστών της Ολυμπιακής – στο σκληρό κόσμο του αέρα, όπου κυριαρχεί πια η μέχρις εσχάτων (δηλαδή πτώχευσης) σύγκρουση των εταιρειών, όπου κυριαρχεί η αδήριτη λογική της καλύτερης διαχείρισης και της κερδοφορίας, και μαζί ο ανταγωνισμός με τις εταιρείες χαμηλού κόστους, που έχουν μετατρέψει το αεροπλάνο σε εναέριο λεωφορείο.
Σε μια εποχή όπου οι περισσότερες εταιρείες που πετούν σε προορισμούς του τύπου της Ολυμπιακής έχουν εντελώς καταργήσει το σέρβις – εμείς λέμε ότι η εταιρεία με τους «θρυλικούς κύκλους», όπως συγκινητικά ακούω να λέγεται ξανά, έχει «καλό σέρβις». Καλό είναι, κανείς να το πληρώσει υπάρχει;
Σε μια εποχή όπου πεθαίνουν οι παλιοί «εθνικοί αερομεταφορείς» και μεγάλες χώρες ζουν ευχάριστα χωρίς να έχουν «εθνικό αερομεταφορέα» ή έχοντας απαλλαγεί από αυτόν πουλώντας τον (όπως το Βέλγιο με τη Sabena, όπως η Ελβετία που αφού προσπάθησε να σώσει τη φαλιριμένη Swissair τελικά πούλησε και τη διάδοχό της Swiss, όπως η Αυστρία που έχει πουλήσει την Austrian Airlines στη γερμανική Lufthansa) – εμείς έχουμε επενδύσει την εθνική μας υπερηφάνεια στον αερομεταφορέα.
Λοιπόν: από την Ολυμπιακή έχουμε ελάχιστες απαιτήσεις. Βασικά τρία πράγματα. Πρώτον, να πετάει σε ορισμένους προορισμούς που το κράτος έχει υποχρέωση να συνδέει με το κέντρο – και αυτό μπορεί να το κάνει οποιαδήποτε εταιρεία, όπως κι αν λέγεται με ένα δεσμευτικό συμβόλαιο και κρατική επιδότηση. Δεύτερον, να λειτουργεί ο ανταγωνισμός στην εσωτερική αεροπορική αγορά, δηλαδή να μην εγκατασταθεί ένα μονοπώλιο της Aegean. Και, τρίτο και κυριότερο, να μην απομυζά τα χρήματα των φορολογουμένων σε ιλιγγιώδη φέσια για να εξυπηρετήσουν τους ελάχιστους εργαζομένους και τους λίγους σχετικά επιβάτες, ενώ θα μπορούσαν να πηγαίνουν σε πολύ πιεστικότερες και πολύ πιο δίκαιες κοινωνικά ανάγκες.
Τα υπόλοιπα είναι λόγια του αέρος.
Monday, December 3, 2007
Η Ολυμπιακή πετάει (χρήμα στον αέρα)
Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου – και τι είναι αριστερή πολιτική για την Ολυμπιακή; Αριστερή πολιτική είναι να κλείσει!
Για το πώς έφτασε εδώ που έφτασε η Ολυμπιακή, ποιος τη βούλιαξε και πώς, ας μην τα πολυλογούμε. Σε αυτή τη χώρα ζούσαμε όλοι και γνωρίζουμε τι εστί κομματική συνενοχή και σε ποιες αναλογίες. Όλοι γνωρίζουμε πώς και γιατί διορίζονταν οι διοικήσεις σε αυτή την εταιρία που ήταν η τούρτα στο μεγάλο πάρτυ του κομματικοκρατισμού για τουλάχιστον ένα τέταρτο του αιώνα. Όλοι γνωρίζουμε γιατί και πώς οι υπάλληλοί της κατέστησαν από τους πλέον προνομιούχους, μολονότι εργαζόμενοι σε μια εταιρία που συστηματικά δεν έβγαζε τα λεφτά της. Όλοι ξέρουμε και πρόσωπα και αποφάσεις και υπουργούς, για να μην τους ξεχάσουμε κι αυτούς, που «χειρίστηκαν την υπόθεση» με αμετακίνητο κριτήριο να πληρώσει το κόστος ο επόμενος κι όχι ο ίδιος.
Όλα αυτά είναι γνωστά τοις πάσι και η κοινή γνώμη είναι πια πιο υποψιασμένη από όσο της αναγνωρίζεται. Αλλά τώρα, γιατί αριστερή πολιτική είναι να κλείσει η Ολυμπιακή; Για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι εξακολουθεί να συσσωρεύει χρέη. Δεν πρόκειται για μια εταιρεία που ήταν ζημιογόνα και ελλειμματική αλλά εξυγιάνθηκε, βγάζει κέρδη ή έστω είναι ίσα βάρκα ίσα νερά και τώρα πέφτει θύμα παλαιών αμαρτιών. Φέσι έβαζε, φέσι βάζει. Είναι καλή. Ας το δεχτούμε. Είναι ασφαλής. Αναμφισβήτητα. Έχει άριστη εξυπηρέτηση. Να το προσυπογράψω. Αυτό τι σημαίνει; Ότι το σύνολο των πολιτών επιδοτεί τους ελάχιστους σε ποσοστό του πληθυσμού που την χρησιμοποιούν. Ότι πληρώνει ο δυστυχής συνταξιούχος που καπνίζει φτηνά τσιγάρα για να έχει φτηνό εισιτήριο ο προνομιούχος που ταξιδεύει δυο φορές την εβδομάδα για Βρυξέλλες ή Λονδίνο. Και όσο πιο συχνά ταξιδεύει, άρα κατά τεκμήριο όσο πιο προνομιούχος είναι, τόσο περισσότερο τον επιδοτούμε. Γιατί; Γιατί δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει από την τσέπη του ένα πολύ ακριβό εισιτήριο, όπως θα ήταν φυσιολογικά σε σχέση με το κόστος, για να έχει το σέρβις και την ασφάλεια της Ολυμπιακής. Θέλει και Ολυμπιακή, θέλει και το τζάμπα – ή το φτηνό. Και πρέπει να πληρώνουν οι υπόλοιποι. Για να λένε ότι το κράτος τους έχει εθνικό αερομεταφορέα. Άσχετα εάν δεν τον χρησιμοποιούν. Και κορόιδα και υπερήφανοι…
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Ολυμπιακή είναι ένα πολύ κακό παράδειγμα. Υπόδειγμα διαιώνισης της παθογένειας και διατήρησης των στρεβλώσεων για να μην υπάρξει χρέωση πολιτικού κόστους. Εάν δεν αναληφθεί το κόστος του κλεισίματος σε μια τόσο σχοινοτενή και προκλητική υπόθεση, με ποιο κύρος θα εμφανιστεί η κυβέρνηση να πει, ας πούμε, σε κάποιους ασφαλισμένους ότι εκείνοι πρέπει να χάσουν κάτι από τα κεκτημένα τους για να λυθεί το ασφαλιστικό – λέω ένα πρόσφατο παράδειγμα. Και για να μην υπάρχει αμφισβήτηση μεγεθών, η Ολυμπιακή καταφέρνει να έχει μαζέψει χρέη της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ – μαζί με τα πρόστιμα… Αν δεν γίνει τίποτα εδώ, που στο κάτω-κάτω αφορά σχετικά λίγους εργαζομένους και σχετικά λίγους ανθρώπους που χρησιμοποιούν αεροπλάνα και θέλουν τη μία εταιρεία και όχι την άλλη, εύλογα η λογική του «μην κάνεις τίποτα» θα επικρατήσει γενικά χαρίζοντας στη χώρα μερικά ακόμη χρόνια απραξίας.
Και επειδή βλέπω να ραγίζουν πολλές ευαίσθητες εθνικά καρδιές για το ενδεχόμενο να μην πετούν στα βάθη του ορίζοντα και να χάνονται μέσα στα φέσια οι έξι υπερήφανοι ελληνικοί κύκλοι της Ολυμπιακής, προτείνω μια μέθοδο απάλυνσης του πόνου για την απώλεια. Δείτε αυτά τα στρογγυλά στις ουρές των αεροπλάνων όπως πραγματικά είναι. Εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι κύκλοι: είτε πρόκειται για μπαλώματα, είτε συνηθέστερα για μηδενικά από τα χρέη…
Για το πώς έφτασε εδώ που έφτασε η Ολυμπιακή, ποιος τη βούλιαξε και πώς, ας μην τα πολυλογούμε. Σε αυτή τη χώρα ζούσαμε όλοι και γνωρίζουμε τι εστί κομματική συνενοχή και σε ποιες αναλογίες. Όλοι γνωρίζουμε πώς και γιατί διορίζονταν οι διοικήσεις σε αυτή την εταιρία που ήταν η τούρτα στο μεγάλο πάρτυ του κομματικοκρατισμού για τουλάχιστον ένα τέταρτο του αιώνα. Όλοι γνωρίζουμε γιατί και πώς οι υπάλληλοί της κατέστησαν από τους πλέον προνομιούχους, μολονότι εργαζόμενοι σε μια εταιρία που συστηματικά δεν έβγαζε τα λεφτά της. Όλοι ξέρουμε και πρόσωπα και αποφάσεις και υπουργούς, για να μην τους ξεχάσουμε κι αυτούς, που «χειρίστηκαν την υπόθεση» με αμετακίνητο κριτήριο να πληρώσει το κόστος ο επόμενος κι όχι ο ίδιος.
Όλα αυτά είναι γνωστά τοις πάσι και η κοινή γνώμη είναι πια πιο υποψιασμένη από όσο της αναγνωρίζεται. Αλλά τώρα, γιατί αριστερή πολιτική είναι να κλείσει η Ολυμπιακή; Για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι εξακολουθεί να συσσωρεύει χρέη. Δεν πρόκειται για μια εταιρεία που ήταν ζημιογόνα και ελλειμματική αλλά εξυγιάνθηκε, βγάζει κέρδη ή έστω είναι ίσα βάρκα ίσα νερά και τώρα πέφτει θύμα παλαιών αμαρτιών. Φέσι έβαζε, φέσι βάζει. Είναι καλή. Ας το δεχτούμε. Είναι ασφαλής. Αναμφισβήτητα. Έχει άριστη εξυπηρέτηση. Να το προσυπογράψω. Αυτό τι σημαίνει; Ότι το σύνολο των πολιτών επιδοτεί τους ελάχιστους σε ποσοστό του πληθυσμού που την χρησιμοποιούν. Ότι πληρώνει ο δυστυχής συνταξιούχος που καπνίζει φτηνά τσιγάρα για να έχει φτηνό εισιτήριο ο προνομιούχος που ταξιδεύει δυο φορές την εβδομάδα για Βρυξέλλες ή Λονδίνο. Και όσο πιο συχνά ταξιδεύει, άρα κατά τεκμήριο όσο πιο προνομιούχος είναι, τόσο περισσότερο τον επιδοτούμε. Γιατί; Γιατί δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει από την τσέπη του ένα πολύ ακριβό εισιτήριο, όπως θα ήταν φυσιολογικά σε σχέση με το κόστος, για να έχει το σέρβις και την ασφάλεια της Ολυμπιακής. Θέλει και Ολυμπιακή, θέλει και το τζάμπα – ή το φτηνό. Και πρέπει να πληρώνουν οι υπόλοιποι. Για να λένε ότι το κράτος τους έχει εθνικό αερομεταφορέα. Άσχετα εάν δεν τον χρησιμοποιούν. Και κορόιδα και υπερήφανοι…
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Ολυμπιακή είναι ένα πολύ κακό παράδειγμα. Υπόδειγμα διαιώνισης της παθογένειας και διατήρησης των στρεβλώσεων για να μην υπάρξει χρέωση πολιτικού κόστους. Εάν δεν αναληφθεί το κόστος του κλεισίματος σε μια τόσο σχοινοτενή και προκλητική υπόθεση, με ποιο κύρος θα εμφανιστεί η κυβέρνηση να πει, ας πούμε, σε κάποιους ασφαλισμένους ότι εκείνοι πρέπει να χάσουν κάτι από τα κεκτημένα τους για να λυθεί το ασφαλιστικό – λέω ένα πρόσφατο παράδειγμα. Και για να μην υπάρχει αμφισβήτηση μεγεθών, η Ολυμπιακή καταφέρνει να έχει μαζέψει χρέη της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ – μαζί με τα πρόστιμα… Αν δεν γίνει τίποτα εδώ, που στο κάτω-κάτω αφορά σχετικά λίγους εργαζομένους και σχετικά λίγους ανθρώπους που χρησιμοποιούν αεροπλάνα και θέλουν τη μία εταιρεία και όχι την άλλη, εύλογα η λογική του «μην κάνεις τίποτα» θα επικρατήσει γενικά χαρίζοντας στη χώρα μερικά ακόμη χρόνια απραξίας.
Και επειδή βλέπω να ραγίζουν πολλές ευαίσθητες εθνικά καρδιές για το ενδεχόμενο να μην πετούν στα βάθη του ορίζοντα και να χάνονται μέσα στα φέσια οι έξι υπερήφανοι ελληνικοί κύκλοι της Ολυμπιακής, προτείνω μια μέθοδο απάλυνσης του πόνου για την απώλεια. Δείτε αυτά τα στρογγυλά στις ουρές των αεροπλάνων όπως πραγματικά είναι. Εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι κύκλοι: είτε πρόκειται για μπαλώματα, είτε συνηθέστερα για μηδενικά από τα χρέη…
Friday, November 30, 2007
Για το δίκιο του εργάτη - ασφαλώς...
Παρασκευή 30 Νοεμβρίου – και, για όποιον αμφέβαλλε με την πολιτική εικόνα, ήρθε και η αδιάψευστη τηλεοπτική να επιβεβαιώσει τι εστί συνδικαλιστικό κίνημα εδώ στη χώρα που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα. Αν πήγατε στη Νέα Σμύρνη χτες το βράδυ, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ πιο πολιτισμένη στο γήπεδο όπου εκτυλισσόταν ελληνοτουρκική τιτανομαχία παρά στο Κάραβελ της Καισαριανής όπου συνεκλήθη το συνέδριο της ΑΔΕΔΥ.
Οι συνδικαλιστές αισθάνονται πανίσχυροι. Στη Νέα Δημοκρατία είναι η πιο γνήσια αντιπολίτευση και ασφαλώς αυτή που περισσότερο φοβάται ο κ. Καραμανλής, έχουν και εκλεγμένο εκπρόσωπο τον κ. Μανώλη. Στο ΠΑΣΟΚ, ανέδειξαν ηγεσία με καθοριστική τη στήριξή τους και θεωρούν πως δικαίως τους αναλογεί μερίδιο εξουσίας. Πιστεύουν στην αναβίωση του τρεϊντγιουνισμού σε συνθήκες βαλκανικής παγκοσμιοποίησης. Θέλω να το δω, θα είναι υπέροχο. Στην Αριστερά, η απεξάρτηση από τα σύνδρομα του παρελθόντος και τις καταβολές της παίρνει χρόνο για το Συνασπισμό, όσο για το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι –και δεν το κρύβει άλλωστε- σε πολλά πράγματα το πολιτικό σκέλος του ΠΑΜΕ.
Όσο για την αισθητική και την πολιτική που θέλουν να επιβάλουν στην κοινωνία, αρκεί μια ματιά στο Κάραβελ. Προκόπη θυμήσου λήγει η σύμβασή σου. Το ασφαλιστικό δεν είναι παιχνιδάκι για να το αφήσουμε στα χέρια του Γιωργάκη – αυτά τα ωραία λέγονται συνέδριο των κατεξοχήν κρατικοδίαιτων συνδικαλιστών, εκείνων που πέραν της δικής τους ασυλίας εκπροσωπούν ένα σώμα υπαλλήλων με μονιμότητα και, σε μεγάλα ποσοστά, σε διαρκή ημιαργία. Η αισθητική τους έχει αρχίσει να διαχέεται στις νέες συνθήκες, χάρη στους κοινωνικούς αγώνες υπέρ της διατήρησης των προκλητικών ασφαλιστικών προνομίων του καθενός μας – που όμως δεν τα βλέπουμε προκλητικά, γιατί καθένας ακριβώς έχει και το κατιτίς του εις βάρος των άλλων. Οι πολλοί απλώς δεν ξέρουν να κάνουν το λογαριασμό.
Διαχέεται λοιπόν. Στη Βουλή διεξάγεται διάλογος για το ασφαλιστικό. Η αντιπολίτευση ανέβασε τους τόνους – μπορεί να το πει κανείς και έτσι: «τον κακό σου τον καιρό», είπε ο κ. Πάγκαλος στον κ. Μαγγίνα. «Αυτά να τα λες στο χωριό σου». «Είμαι περήφανος για το χωριό μου, είσαι υβριστής» απάντησε ο κ. Μαγγίνας. «Είσαι θρασύδειλος», του ανταπάντησε (για το ασφαλιστικό θυμίζω) ο κ. Πάγκαλος. Δεν τον πολυπείραξε, την παραμονή η νεαρή δεσποινίς Μαγγίνα είχε διοριστεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου στην εταιρική επικοινωνία του ΟΤΕ…
Μετά ταύτα οι νέες γενιές αισθάνονται σίγουρες για το μέλλον τους. Μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στο σύστημα. Τους εγγυάται ότι μπορεί να μην έχουν σύνταξη, αλλά τουλάχιστον θα διασκεδάζουν μέχρι βαθέος γήρατος κάθε βράδυ στις 8.
Οι συνδικαλιστές αισθάνονται πανίσχυροι. Στη Νέα Δημοκρατία είναι η πιο γνήσια αντιπολίτευση και ασφαλώς αυτή που περισσότερο φοβάται ο κ. Καραμανλής, έχουν και εκλεγμένο εκπρόσωπο τον κ. Μανώλη. Στο ΠΑΣΟΚ, ανέδειξαν ηγεσία με καθοριστική τη στήριξή τους και θεωρούν πως δικαίως τους αναλογεί μερίδιο εξουσίας. Πιστεύουν στην αναβίωση του τρεϊντγιουνισμού σε συνθήκες βαλκανικής παγκοσμιοποίησης. Θέλω να το δω, θα είναι υπέροχο. Στην Αριστερά, η απεξάρτηση από τα σύνδρομα του παρελθόντος και τις καταβολές της παίρνει χρόνο για το Συνασπισμό, όσο για το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι –και δεν το κρύβει άλλωστε- σε πολλά πράγματα το πολιτικό σκέλος του ΠΑΜΕ.
Όσο για την αισθητική και την πολιτική που θέλουν να επιβάλουν στην κοινωνία, αρκεί μια ματιά στο Κάραβελ. Προκόπη θυμήσου λήγει η σύμβασή σου. Το ασφαλιστικό δεν είναι παιχνιδάκι για να το αφήσουμε στα χέρια του Γιωργάκη – αυτά τα ωραία λέγονται συνέδριο των κατεξοχήν κρατικοδίαιτων συνδικαλιστών, εκείνων που πέραν της δικής τους ασυλίας εκπροσωπούν ένα σώμα υπαλλήλων με μονιμότητα και, σε μεγάλα ποσοστά, σε διαρκή ημιαργία. Η αισθητική τους έχει αρχίσει να διαχέεται στις νέες συνθήκες, χάρη στους κοινωνικούς αγώνες υπέρ της διατήρησης των προκλητικών ασφαλιστικών προνομίων του καθενός μας – που όμως δεν τα βλέπουμε προκλητικά, γιατί καθένας ακριβώς έχει και το κατιτίς του εις βάρος των άλλων. Οι πολλοί απλώς δεν ξέρουν να κάνουν το λογαριασμό.
Διαχέεται λοιπόν. Στη Βουλή διεξάγεται διάλογος για το ασφαλιστικό. Η αντιπολίτευση ανέβασε τους τόνους – μπορεί να το πει κανείς και έτσι: «τον κακό σου τον καιρό», είπε ο κ. Πάγκαλος στον κ. Μαγγίνα. «Αυτά να τα λες στο χωριό σου». «Είμαι περήφανος για το χωριό μου, είσαι υβριστής» απάντησε ο κ. Μαγγίνας. «Είσαι θρασύδειλος», του ανταπάντησε (για το ασφαλιστικό θυμίζω) ο κ. Πάγκαλος. Δεν τον πολυπείραξε, την παραμονή η νεαρή δεσποινίς Μαγγίνα είχε διοριστεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου στην εταιρική επικοινωνία του ΟΤΕ…
Μετά ταύτα οι νέες γενιές αισθάνονται σίγουρες για το μέλλον τους. Μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στο σύστημα. Τους εγγυάται ότι μπορεί να μην έχουν σύνταξη, αλλά τουλάχιστον θα διασκεδάζουν μέχρι βαθέος γήρατος κάθε βράδυ στις 8.
Thursday, November 29, 2007
Αλαβάνος - αυτός δεν κάνει τον "Αλέκο"
Πέμπτη 29 Νοεμβρίου – και οι άνθρωποι κάνουν τις θέσεις, όχι οι θέσεις τους ανθρώπους. Όσο κοινότοπο είναι ως διαπίστωση, άλλο τόσο σπάνιο γίνεται όταν προσπαθείς να βρεις παραδείγματα in vivo. Ο Αλέκος Αλαβάνος χαρίζει ένα τέτοιο σε εποχή άνυδρη για την πολιτική μας ζωή.
Αν μπορεί και δεν μένει, από πολιτική άποψη κάνει λάθος. Αν είναι τόσο πιεστικοί οι προσωπικοί λόγοι που έχει, ποιος μπορεί να μην τους σεβαστεί. Από εκεί και πέρα όμως το προσωπικό υπόδειγμα που κατοχυρώνει πηγαίνει πολύ πέρα από το μικρό κόμμα του Συνασπισμού.
Ο κ. Αλαβάνος είναι ο πρώτος και μόνος πολιτικός αρχηγός της μεταπολίτευσης από όσο γνωρίζω που αποχωρεί οικειοθελώς στην κορύφωση της σταδιοδρομίας, στο ζενίθ της επιρροής του, την ώρα ακριβώς που είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του χώρου του. Και μάλιστα έχοντας κατακτήσει με κόπο, μέσα από δύσκολες πολιτικές επιλογές, μέσα από ρίσκα και μάχες, μέρα τη μέρα, ψήφο την ψήφο, αυτή τη θέση και την εμβέλεια που σήμερα κατέχει.
Έκανε στο κόμμα του αυτό που έχουν να κάνουν οι ηγέτες: καθόρισε μια γραμμή πλεύσης (την όποια επέλεξε), χωρίς να πετάξει από το καράβι όσους διαφώνησαν αλλά και χωρίς αμφιταλάντευση ως προς την κατεύθυνση. Και ταυτόχρονα ανέδειξε με αποφασιστικό τρόπο μια νέα γενιά στελεχών. Διεύρυνε το χώρο του και δημιούργησε και το πολιτικό και το στελεχιακό του μέλλον.
Και τώρα, που αποχωρεί, το κάνει πάλι με υποδειγματικό τρόπο. Με δική του πρωτοβουλία, στην καλύτερή του ώρα, εξασφαλίζοντας έτσι πως θα έχει καθοριστική επιρροή στη διαδοχή του. Ακόμη και οι προσωπικοί λόγοι που επικαλέστηκε δείχνουν μια σχέση υγείας όχι πολύ συνήθη με την πολιτική. Έχουμε εθιστεί, ιδιαίτερα στο παρελθόν, στη λογική των πολιτικών που δεν υπάρχουν έξω από τις θέσεις ευθύνης, που «ζουν για την πολιτική» - αντί της πολιτικής ως ανθρώπινης δραστηριότητας, με ειδικά χαρακτηριστικά ίσως, αλλά όχι για ένα ειδικό υβρίδιο του ανθρωπίνου είδους που παύει να αναπνέει όταν αποσυνδεθεί είτε για ατομικούς είτε για εκλογικούς λόγους από τη θέση του.
Ένα μόνο που έκανε ο κ. Αλαβάνος θα φέρει δυσκολίες στο κόμμα του. Έφτιαξε μεγάλα τα παπούτσια που πρέπει να γεμίσει ο διάδοχός του.
Αν μπορεί και δεν μένει, από πολιτική άποψη κάνει λάθος. Αν είναι τόσο πιεστικοί οι προσωπικοί λόγοι που έχει, ποιος μπορεί να μην τους σεβαστεί. Από εκεί και πέρα όμως το προσωπικό υπόδειγμα που κατοχυρώνει πηγαίνει πολύ πέρα από το μικρό κόμμα του Συνασπισμού.
Ο κ. Αλαβάνος είναι ο πρώτος και μόνος πολιτικός αρχηγός της μεταπολίτευσης από όσο γνωρίζω που αποχωρεί οικειοθελώς στην κορύφωση της σταδιοδρομίας, στο ζενίθ της επιρροής του, την ώρα ακριβώς που είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του χώρου του. Και μάλιστα έχοντας κατακτήσει με κόπο, μέσα από δύσκολες πολιτικές επιλογές, μέσα από ρίσκα και μάχες, μέρα τη μέρα, ψήφο την ψήφο, αυτή τη θέση και την εμβέλεια που σήμερα κατέχει.
Έκανε στο κόμμα του αυτό που έχουν να κάνουν οι ηγέτες: καθόρισε μια γραμμή πλεύσης (την όποια επέλεξε), χωρίς να πετάξει από το καράβι όσους διαφώνησαν αλλά και χωρίς αμφιταλάντευση ως προς την κατεύθυνση. Και ταυτόχρονα ανέδειξε με αποφασιστικό τρόπο μια νέα γενιά στελεχών. Διεύρυνε το χώρο του και δημιούργησε και το πολιτικό και το στελεχιακό του μέλλον.
Και τώρα, που αποχωρεί, το κάνει πάλι με υποδειγματικό τρόπο. Με δική του πρωτοβουλία, στην καλύτερή του ώρα, εξασφαλίζοντας έτσι πως θα έχει καθοριστική επιρροή στη διαδοχή του. Ακόμη και οι προσωπικοί λόγοι που επικαλέστηκε δείχνουν μια σχέση υγείας όχι πολύ συνήθη με την πολιτική. Έχουμε εθιστεί, ιδιαίτερα στο παρελθόν, στη λογική των πολιτικών που δεν υπάρχουν έξω από τις θέσεις ευθύνης, που «ζουν για την πολιτική» - αντί της πολιτικής ως ανθρώπινης δραστηριότητας, με ειδικά χαρακτηριστικά ίσως, αλλά όχι για ένα ειδικό υβρίδιο του ανθρωπίνου είδους που παύει να αναπνέει όταν αποσυνδεθεί είτε για ατομικούς είτε για εκλογικούς λόγους από τη θέση του.
Ένα μόνο που έκανε ο κ. Αλαβάνος θα φέρει δυσκολίες στο κόμμα του. Έφτιαξε μεγάλα τα παπούτσια που πρέπει να γεμίσει ο διάδοχός του.
Μεταρρύθμιση ή παζάρι;
Τετάρτη 28 Νοεμβρίου – και μετά από μία ημέρα απεργίας όλοι αισθανόμαστε καλύτερα. Οι εργαζόμενοι, πιο δυναμικοί, πιο ξεκούραστοι, πιο νέοι (θυμηθήκαμε τότε που…) και έτοιμοι για αποφασιστική διεκδίκηση του να μην αλλάξει απολύτως τίποτα μπροστά σε μια κυβέρνηση αποφασισμένη να προχωρήσει σε σχεδόν μηδενικές αλλαγές. Η σύγκρουση θα είναι μετωπική.
Και πρέπει να πω, χωρίς να θεωρηθεί τρομερή κατάχρηση του δικαιώματος δημοσίου λόγου και απεχθές δείγμα κορπορατισμού, ότι έτσι όπως έχουν τα πράγματα, με τους όρους που θέτει η κυβέρνηση το ζήτημα, δίκιο έχουν οι δημοσιογράφοι.
Γιατί η μεταρρύθμιση μπορεί να προχωρήσει μόνο στη βάση κινήσεων αρχής. Αντιθέτως, ο κ. Μαγγίνας επέλεξε (υποθέτω όχι μόνος του) μια εντελώς διαχειριστική προσέγγιση, την προσέγγιση του ελάχιστου πολιτικού κόστους. Ήπια μεταρρύθμιση. Όπως ήπια προσαρμογή. Ήπιο ασφαλιστικό. Σιγά μη σπάσει κανένα αυγό. Σιγά μη στενοχωρηθεί κανείς. Σιγά μη χάσουμε καμμία ψήφο.
Μην παρεξηγηθούμε. Ήπια μετάβαση είναι σωστή και απαραίτητη και κοινωνικά υπεύθυνη στάση. Η μετάβαση πρέπει να είναι αργή και να περιορίζει πράγματι στο ελάχιστο τους κοινωνικούς κραδασμούς. Αλλά η αφετηρία της μεταρρύθμισης και ο στόχος της δεν μπορεί να είναι «ήπιος» με πολιτικούς όρους. Μια μεσοβέζικη πρόταση στερείται από κάθε ηθική και κάθε ιδεολογική βάση.
Τι μας λέει, δηλαδή, ας πάρουμε εμάς τους δημοσιογράφους για παράδειγμα, ο κ. Μαγγίνας; Μας λέει πως οι κοινωνικοί πόροι δεν είναι καταρχήν κακό πράγμα. Θεωρεί θεμιτό να υπάρχουν. Αλλά του λείπουν κάτι λεφτά από αλλού. Και θέλει να του τα δώσουμε εμείς. Γιατί να του τα δώσουμε εμείς; Επειδή κάνει εκστρατεία ισότητας όλων των ασφαλισμένων; Όχι. Επειδή έτσι θα επέλθει ισορροπία και δικαιοσύνης στο σύστημα; Όχι. Επειδή μπορεί έτσι να δημιουργηθεί και ένα πρότυπο εξυγίανσης για άλλα ταμεία που διαχειρίστηκαν τα χρήματά τους με λιγότερο διαφανή και λιγότερο αποτελεσματικό τρόπο; Όχι. Θέλει να του τα δώσουμε επειδή εμείς έχουμε και το δικό του ταμείον είναι μείον. Έτσι, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν έκτακτη φορολογία, έκτακτη εισφορά που επέβαλλαν παλιότερα οι κυβερνήσεις όταν έπιανε πάτο ο δημόσιος κορβανάς και κόντευαν να μην έχουν να πληρώσουν μισθούς.
Πόσο; Δέκα τοις εκατό. Γιατί; Γιατί στην ουσία μας προτείνει ένα «ντηλ». Θεωρεί πως έχουμε ένα άδικο προνόμιο, αλλά δεν το λέει. Για να μην το πει, θέλει 10%. Το επιχείρημα δεν πάει μακριά και επιπλέον έχει κι ένα όνομα στην καθομιλουμένη. Σήμερα 10, αύριο είκοσι όταν θα αισθανθεί πιο ισχυρή μια κυβέρνηση, μεθαύριο 5 όταν θα έχουμε εμείς το πάνω χέρι. Αλλά αυτό είναι οθωμανικό αλισβερίσι, είναι παζάρι πολύ χαμηλών προσδοκιών και πολύ χαμηλής αυτοεκτίμησης και ασφαλώς δεν είναι ούτε κοινωνική δικαιοσύνη ούτε ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Οι δημοσιογράφοι, αν μη τι άλλο, δεν μπήκαν, όπως εύκολα θα μπορούσαν να κάνουν με το πενιχρό δέκα τοις εκατό, σε αυτό το αποκρουστικό νταραβέρι. Κινδυνεύουν έτσι να χάσουν περισσότερα. Αλλά όχι ακόμη το δικαίωμα να εκπροσωπούν την κοινωνία στο δημόσιο διάλογο.
Και πρέπει να πω, χωρίς να θεωρηθεί τρομερή κατάχρηση του δικαιώματος δημοσίου λόγου και απεχθές δείγμα κορπορατισμού, ότι έτσι όπως έχουν τα πράγματα, με τους όρους που θέτει η κυβέρνηση το ζήτημα, δίκιο έχουν οι δημοσιογράφοι.
Γιατί η μεταρρύθμιση μπορεί να προχωρήσει μόνο στη βάση κινήσεων αρχής. Αντιθέτως, ο κ. Μαγγίνας επέλεξε (υποθέτω όχι μόνος του) μια εντελώς διαχειριστική προσέγγιση, την προσέγγιση του ελάχιστου πολιτικού κόστους. Ήπια μεταρρύθμιση. Όπως ήπια προσαρμογή. Ήπιο ασφαλιστικό. Σιγά μη σπάσει κανένα αυγό. Σιγά μη στενοχωρηθεί κανείς. Σιγά μη χάσουμε καμμία ψήφο.
Μην παρεξηγηθούμε. Ήπια μετάβαση είναι σωστή και απαραίτητη και κοινωνικά υπεύθυνη στάση. Η μετάβαση πρέπει να είναι αργή και να περιορίζει πράγματι στο ελάχιστο τους κοινωνικούς κραδασμούς. Αλλά η αφετηρία της μεταρρύθμισης και ο στόχος της δεν μπορεί να είναι «ήπιος» με πολιτικούς όρους. Μια μεσοβέζικη πρόταση στερείται από κάθε ηθική και κάθε ιδεολογική βάση.
Τι μας λέει, δηλαδή, ας πάρουμε εμάς τους δημοσιογράφους για παράδειγμα, ο κ. Μαγγίνας; Μας λέει πως οι κοινωνικοί πόροι δεν είναι καταρχήν κακό πράγμα. Θεωρεί θεμιτό να υπάρχουν. Αλλά του λείπουν κάτι λεφτά από αλλού. Και θέλει να του τα δώσουμε εμείς. Γιατί να του τα δώσουμε εμείς; Επειδή κάνει εκστρατεία ισότητας όλων των ασφαλισμένων; Όχι. Επειδή έτσι θα επέλθει ισορροπία και δικαιοσύνης στο σύστημα; Όχι. Επειδή μπορεί έτσι να δημιουργηθεί και ένα πρότυπο εξυγίανσης για άλλα ταμεία που διαχειρίστηκαν τα χρήματά τους με λιγότερο διαφανή και λιγότερο αποτελεσματικό τρόπο; Όχι. Θέλει να του τα δώσουμε επειδή εμείς έχουμε και το δικό του ταμείον είναι μείον. Έτσι, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν έκτακτη φορολογία, έκτακτη εισφορά που επέβαλλαν παλιότερα οι κυβερνήσεις όταν έπιανε πάτο ο δημόσιος κορβανάς και κόντευαν να μην έχουν να πληρώσουν μισθούς.
Πόσο; Δέκα τοις εκατό. Γιατί; Γιατί στην ουσία μας προτείνει ένα «ντηλ». Θεωρεί πως έχουμε ένα άδικο προνόμιο, αλλά δεν το λέει. Για να μην το πει, θέλει 10%. Το επιχείρημα δεν πάει μακριά και επιπλέον έχει κι ένα όνομα στην καθομιλουμένη. Σήμερα 10, αύριο είκοσι όταν θα αισθανθεί πιο ισχυρή μια κυβέρνηση, μεθαύριο 5 όταν θα έχουμε εμείς το πάνω χέρι. Αλλά αυτό είναι οθωμανικό αλισβερίσι, είναι παζάρι πολύ χαμηλών προσδοκιών και πολύ χαμηλής αυτοεκτίμησης και ασφαλώς δεν είναι ούτε κοινωνική δικαιοσύνη ούτε ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Οι δημοσιογράφοι, αν μη τι άλλο, δεν μπήκαν, όπως εύκολα θα μπορούσαν να κάνουν με το πενιχρό δέκα τοις εκατό, σε αυτό το αποκρουστικό νταραβέρι. Κινδυνεύουν έτσι να χάσουν περισσότερα. Αλλά όχι ακόμη το δικαίωμα να εκπροσωπούν την κοινωνία στο δημόσιο διάλογο.
ΔΕΝ είναι Σαρκοζί
Δευτέρα 26 Νοεμβρίου – και έχει αρχίσει να γίνεται βαρετή αυτή η ιστορία με το Σαρκοζί. Που υποτίθεται πως η κυβέρνηση τον θαυμάζει απεριόριστα – και ομολογώ ότι από σήμερα με την αποκάλυψη της κας Τίνκα Μιλίνοβιτς εκ Βοσνίας έχουν όλοι ένα λόγο παραπάνω να τον θαυμάζουν απεριόριστα. Έχει ρέντα…
Δεν έχει μόνο ρέντα. Έχει και άποψη. Θυμηθείτε το περίφημο debate με τη Σεγκολέν (εννοώ την κανονική). Εκεί που κέρδισε εύκολα γιατί είχε καθαρές απαντήσεις – για την Τουρκία, για την πυρηνική ενέργεια, για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Εκεί που ο Σαρκοζύ απαντούσε μονολεκτικά στις ερωτήσεις που μπορούν να απαντηθούν με ένα «ναι» ή ένα «όχι», ενώ για την κυρία η κάθε ερώτηση «θα το κάνετε» είχε ένα τρίλεπτο, 250 λέξεις και περίπου την ίδια τελική εκδοχή: ίσως, ενδεχομένως, πιθανώς…
Λοιπόν, για θυμηθείτε. Εδώ στην προεκλογική εκστρατεία οι θέσεις της κυβέρνησης έφερναν πιο πολύ προς το Σαρκοζύ – που έλεγε ψηφίστε με για να κάνω μεταρρύθμιση με κόστος, αλλιώς μην με ψηφίζετε- ή θύμιζαν περισσότερο Σεγκολέν, που καθησύχαζε τους πάντες και τελικώς οι πολλοί ανησύχησαν ακριβώς επειδή φοβήθηκαν τον καθησυχασμό και τον εφησυχασμό, όταν η γαλλική κοινωνία έχει συνειδητοποιήσει (με τη βοήθεια της πολιτικής τους ηγεσίας) την πραγματική, τη βαθιά ανάγκη να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις, να γίνουν τώρα και να μην υιοθετηθεί η βαθύτατα ανήθικη λύση της μετάθεσής τους στο μέλλον, στις επόμενες γενιές που θα πληρώσουν. «Ε, και; Ας πληρώσουν…»
Αυτό λέγαμε εδώ. «Ε, και; Ας πληρώσουν…» Πρώτα όμως ας ψηφίσουν. ΔΕΝ το ένα, ΔΕΝ το άλλο, ΔΕΝ ετούτο, ΔΕΝ εκείνο, ΔΕΝ ο ένας, ΔΕΝ ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ο άλλος – τίποτα δεν θα πειράξουμε, κανείς δεν θα θιγεί, η Ελλάδα περίμενε όπως συνήθως ένα θαύμα. Ποια όμως είναι η ευθύνη μιας δέσμευσης ότι, ας πούμε, ΔΕΝ θα μειωθούν οι συντάξεις όταν όλοι ξέρουν πως υπάρχουν συντάξεις στο 140% του καταληκτικού μισθού, ότι δηλαδή συμφέρει άγρια να είσαι συνταξιούχος και είσαι μεγάλο κορόιδο εάν δουλεύεις. Ποια είναι η ευθύνη μιας δέσμευσης ότι ΔΕΝ θα αυξηθούν τα όρια, όταν όλοι ξέρουν πως η μέση έξοδος στη σύνταξη δεν αφορά το όριο, αλλά 7, ναι 7 ολόκληρα χρόνια νωρίτερα – και αυτό είναι ο μέσος όρος στα 58;
Ας μην διαμαρτύρεται και ας μην παραπονιέται η κυβέρνηση για τις αντιδράσεις. Οι άνθρωποι που βγαίνουν σήμερα και αύριο στο δρόμο δεν αντιδρούν στις προτάσεις της για τη μεταρρύθμιση, αν κάποιος είναι τόσο επιεικής ώστε να χαρακτηρίσει αυτό το μοντελάκι μεταρρύθμιση. Οι άνθρωποι αντιδρούν στην αθέτηση των υποσχέσεων, στη μετεκλογική αλλαγή του μηνύματος προς την κοινωνία. Και αυτό δεν θεραπεύεται και γι’αυτό η κυβέρνηση πια μπορεί μόνον να περιορίσει τις απώλειες.
Όσο για το ασφαλιστικό, θα δούμε, όπως πάντα, μια άλλη φορά.
Δεν έχει μόνο ρέντα. Έχει και άποψη. Θυμηθείτε το περίφημο debate με τη Σεγκολέν (εννοώ την κανονική). Εκεί που κέρδισε εύκολα γιατί είχε καθαρές απαντήσεις – για την Τουρκία, για την πυρηνική ενέργεια, για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Εκεί που ο Σαρκοζύ απαντούσε μονολεκτικά στις ερωτήσεις που μπορούν να απαντηθούν με ένα «ναι» ή ένα «όχι», ενώ για την κυρία η κάθε ερώτηση «θα το κάνετε» είχε ένα τρίλεπτο, 250 λέξεις και περίπου την ίδια τελική εκδοχή: ίσως, ενδεχομένως, πιθανώς…
Λοιπόν, για θυμηθείτε. Εδώ στην προεκλογική εκστρατεία οι θέσεις της κυβέρνησης έφερναν πιο πολύ προς το Σαρκοζύ – που έλεγε ψηφίστε με για να κάνω μεταρρύθμιση με κόστος, αλλιώς μην με ψηφίζετε- ή θύμιζαν περισσότερο Σεγκολέν, που καθησύχαζε τους πάντες και τελικώς οι πολλοί ανησύχησαν ακριβώς επειδή φοβήθηκαν τον καθησυχασμό και τον εφησυχασμό, όταν η γαλλική κοινωνία έχει συνειδητοποιήσει (με τη βοήθεια της πολιτικής τους ηγεσίας) την πραγματική, τη βαθιά ανάγκη να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις, να γίνουν τώρα και να μην υιοθετηθεί η βαθύτατα ανήθικη λύση της μετάθεσής τους στο μέλλον, στις επόμενες γενιές που θα πληρώσουν. «Ε, και; Ας πληρώσουν…»
Αυτό λέγαμε εδώ. «Ε, και; Ας πληρώσουν…» Πρώτα όμως ας ψηφίσουν. ΔΕΝ το ένα, ΔΕΝ το άλλο, ΔΕΝ ετούτο, ΔΕΝ εκείνο, ΔΕΝ ο ένας, ΔΕΝ ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ο άλλος – τίποτα δεν θα πειράξουμε, κανείς δεν θα θιγεί, η Ελλάδα περίμενε όπως συνήθως ένα θαύμα. Ποια όμως είναι η ευθύνη μιας δέσμευσης ότι, ας πούμε, ΔΕΝ θα μειωθούν οι συντάξεις όταν όλοι ξέρουν πως υπάρχουν συντάξεις στο 140% του καταληκτικού μισθού, ότι δηλαδή συμφέρει άγρια να είσαι συνταξιούχος και είσαι μεγάλο κορόιδο εάν δουλεύεις. Ποια είναι η ευθύνη μιας δέσμευσης ότι ΔΕΝ θα αυξηθούν τα όρια, όταν όλοι ξέρουν πως η μέση έξοδος στη σύνταξη δεν αφορά το όριο, αλλά 7, ναι 7 ολόκληρα χρόνια νωρίτερα – και αυτό είναι ο μέσος όρος στα 58;
Ας μην διαμαρτύρεται και ας μην παραπονιέται η κυβέρνηση για τις αντιδράσεις. Οι άνθρωποι που βγαίνουν σήμερα και αύριο στο δρόμο δεν αντιδρούν στις προτάσεις της για τη μεταρρύθμιση, αν κάποιος είναι τόσο επιεικής ώστε να χαρακτηρίσει αυτό το μοντελάκι μεταρρύθμιση. Οι άνθρωποι αντιδρούν στην αθέτηση των υποσχέσεων, στη μετεκλογική αλλαγή του μηνύματος προς την κοινωνία. Και αυτό δεν θεραπεύεται και γι’αυτό η κυβέρνηση πια μπορεί μόνον να περιορίσει τις απώλειες.
Όσο για το ασφαλιστικό, θα δούμε, όπως πάντα, μια άλλη φορά.
Βουλή των Επαγγελμάτων
Παρασκευή 23 Νοεμβρίου – και στο Λονδίνο τη λένε Βουλή των Κοινοτήτων. Εμείς εδώ υποτίθεται έχουμε πιο ανεπτυγμένο το αίσθημα της εθνικής αδελφότητας και γι’αυτό την ονομάζουμε Βουλή των Ελλήνων. Στην πραγματικότητα ήρθε ο καιρός να σκεφθούμε τη μετονομασία της σε Βουλή των Επαγγελμάτων.
Ποτέ άλλοτε δεν έχει εκφραστεί με τέτοιο κυνικό και ανερυθρίαστο τρόπο η βαθύτατη συντεχνιακή οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας. Και επειδή το μέτρο δεν αφθονεί εδώ όπου γεννήθηκε η ιδέα της ύπαρξής του, έχουμε χάσει και το μπούσουλα. Πλειοδοσία και όπου μας βγάλει. Όποιος προλάβει να αρπάξει στις καλές, όποιος προλάβει να γλιτώσει στα δύσκολα. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω – δηλαδή οι άλλοι ας πάνε να πνιγούν, εννοείται στα χρέη των ταμείων τους.
Και μέσα σε όλα αυτά ο ακραίος παραλογισμός δέχεται καθημερινή επιβράβευση. Ένα συνδικαλιστικό όργανο των γιατρών, η ΕΙΝΑΠ, απειλεί ευθέως με διαγραφή ή άλλα πειθαρχικά μέτρα όποιον τυχόν γιατρό συμβεί να είναι βουλευτής και ψηφίσει κάποιο ασφαλιστικό που οι συνδικαλιστές θα κρίνουν ότι «φαλκιδεύει τα δικαιώματά τους». Και δεν εξανέστη κανείς. Και δεν εκπαραθυρώθηκαν παραχρήμα τα καβαλημένα συνδικαλιστικά καλάμια που πιστεύουν πως ο βουλευτής πρέπει να μιλά και να ψηφίζει στη Βουλή όχι ως εκπρόσωπος του έθνους, όχι ως εκπρόσωπος των ψηφοφόρων του, όχι με βάση τη συνείδησή του – αλλά με κριτήριο και μεζούρα τις απόψεις της εκάστοτε ηγεσίας, ή και της πλειοψηφίας ή και της παμψηφίας, του συνδικαλιστικού κινήματος του κλάδου από τον οποίο προέρχεται.
Και υπάρχουν επίσης κάτι ανεκδιήγητες ιδέες και στο δικό μας κλάδο, για να μην λέμε μόνο τα των άλλων, να «κόψουμε» -λέει…- λογοκριτικώς όποιες απόψεις και όποιους πολιτικούς δεν μας συμφέρει να ακούμε ή τυχαίνει να μην μας συμφέρουν οι απόψεις τους για το Ασφαλιστικό. Και τότε ποιος θα μπορεί να πείσει πως δεν έχει βάση η πράγματι ανοίκεια, εξοργιστική και κάπως επιπόλαιη για τον ίδιο προσωπικά ειρωνεία του κ. Ρουσσόπουλου.
Βουλή, δηλαδή, των γιατρών, των δικηγόρων, των δημοσιογράφων, των φορτοεκφορτωτών, των λαχαναγοριτών κι όποιων άλλων έχουν εξασφαλίσει κάποιο προνόμιο και θα δώσουν λυσσαλέα μάχη μέχρις εσχάτων, μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός τους για να μην χάσουν τίποτα από τα κεκτημένα.
Σιγά τα αίματα… Δεν θα χρειαστεί. Η κυβέρνηση και ο κ. Μαγγίνας θα χάσουν κατά κράτος. Δεν θα ηττηθούν απλώς, θα συντριβούν. Γιατί; Γιατί δεν έχουν καμμία διάθεση να δώσουν μάχη. Δυο ντουφεκιές, μην πω μπαλωθιές, στον αέρα είπαν να ρίξουν, έτσι για την τιμή των όπλων, κι έγινε της κακομοίρας. Μην ανησυχείτε. Δεν διατρέχουμε κίνδυνο μεταρρύθμισης. Και μην φιμώνετε τον κ. Μανώλη, που έχει ασφαλώς δίκαιο να υποστηρίζει την συνταξιοδότηση των βουλευτών (εγγυημένη όμως) από το βασικό ασφαλιστικό τους ταμείο ή με διαδοχική ασφάλιση. Προφανώς. Για να έχουν δικαίωμα να μιλούν και για τους άλλους.
Και μια υπενθύμιση για τα μεγάλα κόμματα εξουσίας – δυο είναι όλα κι όλα. Δεν υπάρχει στην Ευρώπη επιχείρηση ανακαίνισης και ανασυγκρότησης κομματικού μηχανισμού το τελευταίο τέταρτο του αιώνα –από τη Θάτσερ για τη δεξιά μέχρι το Μπλαιρ για την αριστερά- που να μην πέρασε μέσα από τη σύγκρουση και τον απογαλακτισμό από την επιρροή των συνδικάτων και των συνδικαλιστικών ηγεσιών.
Ποτέ άλλοτε δεν έχει εκφραστεί με τέτοιο κυνικό και ανερυθρίαστο τρόπο η βαθύτατη συντεχνιακή οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας. Και επειδή το μέτρο δεν αφθονεί εδώ όπου γεννήθηκε η ιδέα της ύπαρξής του, έχουμε χάσει και το μπούσουλα. Πλειοδοσία και όπου μας βγάλει. Όποιος προλάβει να αρπάξει στις καλές, όποιος προλάβει να γλιτώσει στα δύσκολα. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω – δηλαδή οι άλλοι ας πάνε να πνιγούν, εννοείται στα χρέη των ταμείων τους.
Και μέσα σε όλα αυτά ο ακραίος παραλογισμός δέχεται καθημερινή επιβράβευση. Ένα συνδικαλιστικό όργανο των γιατρών, η ΕΙΝΑΠ, απειλεί ευθέως με διαγραφή ή άλλα πειθαρχικά μέτρα όποιον τυχόν γιατρό συμβεί να είναι βουλευτής και ψηφίσει κάποιο ασφαλιστικό που οι συνδικαλιστές θα κρίνουν ότι «φαλκιδεύει τα δικαιώματά τους». Και δεν εξανέστη κανείς. Και δεν εκπαραθυρώθηκαν παραχρήμα τα καβαλημένα συνδικαλιστικά καλάμια που πιστεύουν πως ο βουλευτής πρέπει να μιλά και να ψηφίζει στη Βουλή όχι ως εκπρόσωπος του έθνους, όχι ως εκπρόσωπος των ψηφοφόρων του, όχι με βάση τη συνείδησή του – αλλά με κριτήριο και μεζούρα τις απόψεις της εκάστοτε ηγεσίας, ή και της πλειοψηφίας ή και της παμψηφίας, του συνδικαλιστικού κινήματος του κλάδου από τον οποίο προέρχεται.
Και υπάρχουν επίσης κάτι ανεκδιήγητες ιδέες και στο δικό μας κλάδο, για να μην λέμε μόνο τα των άλλων, να «κόψουμε» -λέει…- λογοκριτικώς όποιες απόψεις και όποιους πολιτικούς δεν μας συμφέρει να ακούμε ή τυχαίνει να μην μας συμφέρουν οι απόψεις τους για το Ασφαλιστικό. Και τότε ποιος θα μπορεί να πείσει πως δεν έχει βάση η πράγματι ανοίκεια, εξοργιστική και κάπως επιπόλαιη για τον ίδιο προσωπικά ειρωνεία του κ. Ρουσσόπουλου.
Βουλή, δηλαδή, των γιατρών, των δικηγόρων, των δημοσιογράφων, των φορτοεκφορτωτών, των λαχαναγοριτών κι όποιων άλλων έχουν εξασφαλίσει κάποιο προνόμιο και θα δώσουν λυσσαλέα μάχη μέχρις εσχάτων, μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός τους για να μην χάσουν τίποτα από τα κεκτημένα.
Σιγά τα αίματα… Δεν θα χρειαστεί. Η κυβέρνηση και ο κ. Μαγγίνας θα χάσουν κατά κράτος. Δεν θα ηττηθούν απλώς, θα συντριβούν. Γιατί; Γιατί δεν έχουν καμμία διάθεση να δώσουν μάχη. Δυο ντουφεκιές, μην πω μπαλωθιές, στον αέρα είπαν να ρίξουν, έτσι για την τιμή των όπλων, κι έγινε της κακομοίρας. Μην ανησυχείτε. Δεν διατρέχουμε κίνδυνο μεταρρύθμισης. Και μην φιμώνετε τον κ. Μανώλη, που έχει ασφαλώς δίκαιο να υποστηρίζει την συνταξιοδότηση των βουλευτών (εγγυημένη όμως) από το βασικό ασφαλιστικό τους ταμείο ή με διαδοχική ασφάλιση. Προφανώς. Για να έχουν δικαίωμα να μιλούν και για τους άλλους.
Και μια υπενθύμιση για τα μεγάλα κόμματα εξουσίας – δυο είναι όλα κι όλα. Δεν υπάρχει στην Ευρώπη επιχείρηση ανακαίνισης και ανασυγκρότησης κομματικού μηχανισμού το τελευταίο τέταρτο του αιώνα –από τη Θάτσερ για τη δεξιά μέχρι το Μπλαιρ για την αριστερά- που να μην πέρασε μέσα από τη σύγκρουση και τον απογαλακτισμό από την επιρροή των συνδικάτων και των συνδικαλιστικών ηγεσιών.
Thursday, November 22, 2007
Εδώ ΔΕΝ θα γίνει της Γαλλίας - εδώ είναι Βαλκάνια
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου – και επειδή μου άρεσε το «εδώ θα γίνει της Γαλλίας» (μου θυμίζει και Πάγκαλο παλαιάς κοπής, γι’αυτό…),
Επειδή λοιπόν εξηγήσαμε χτες τι ακριβώς θα συμβεί στους συνδικαλιστές, εφόσον τα καταφέρουν και γίνει της Γαλλίας και έχουν το 60% της κοινωνίας να είναι απέναντί τους στη μάχη οπισθοφυλακών κατά της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού…
Ας δούμε σήμερα μια άλλη διαφορά ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν και εις Παρισίους – αλλά δεν συμβαίνουν διόλου εδώ όπου ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα. Ο Σαρκοζί –μοντέλο υποτίθεται λόγω γοητείας και ψήφων- δηλώνει σε κάθε ευκαιρία πως «δεν θα κάνει πίσω». «Το είπα και θα το κάνω, ας το πάρουν όλοι απόφαση» είναι η θέση του, και φυσικά αποθαρρύνει όσους θα ήθελαν να αναλάβουν το κόστος της παράτασης της σύγκρουσης με μια κυβέρνηση που εφαρμόζει την ατζέντα ακριβώς που περιέγραψε στους εκλογείς και εκείνοι την εξέλεξαν.
Εδώ δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Εδώ είχαμε τα περίφημα τρία ΔΕΝ. Αυτά πληρώνει σήμερα ο κ. Μαγγίνας, αυτά θα πληρώσει η κυβέρνηση. Ο κ. Καραμανλής είπε προεκλογικά τρία ΔΕΝ. ΔΕΝ θα μειωθούν οι συντάξεις, ΔΕΝ θα αυξηθούν οι εισφορές, ΔΕΝ θα αλλάξουν τα όρια ηλικίας. Αυτά ισοδυναμούν με ένα μεγάλο ΔΕΝ: ΔΕΝ θα γίνει μεταρρύθμιση. Η αλήθεια είναι πως δεν τα είπε μόνον ο Καραμανλής, τα είπαν όλοι – αλλά αυτό έχει πια λίγη σημασία, γιατί ο Καραμανλής κέρδισε τις εκλογές, άρα τα δικά του λόγια μετράμε (και δικαίως) τώρα όλοι με το υποδεκάμετρο.
Εκτός από τα τρία προεκλογικά ΔΕΝ, υπάρχει κι ένα υπόρρητο, αλλά κατανοητό σε όλους, τέταρτο: ΔΕΝ το εννοούσε. Το κεντρικό ζήτημα είναι το ζήτημα της αξιοπιστίας. Όταν η μεγάλη ατζέντα της προεκλογικής περιόδου είναι ακριβώς η άρνηση της αλλαγής, η άρνηση της μεταρρύθμισης, όταν σε αυτήν πρωταγωνιστεί ο πολιτικός κυρίαρχος της περιόδου, αναρωτιέται εύλογα κανείς γιατί άραγε η κοινωνία να συμπράξει και να αποδεχθεί πως εκλογές ήταν και πέρασαν και, όπως λέει και ο κ. Αλογοσκούφης, άλλο οι γενικές θέσεις προεκλογικά, άλλο η εξειδίκευσή τους μετεκλογικά – δηλαδή «κι εσείς από εδώ δεν είσαστε, ή μόλις ήρθατε από άλλο πλανήτη;»
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ένα πέμπτο ΔΕΝ. ΔΕΝ θα γίνει τίποτα. Να πει η κυβέρνηση «ΔΕΝ βαριέσαι, το σύστημα ζει τουλάχιστον μια δεκαετία ακόμη με μπαλώματα, ας βάλουμε κι εμείς το δικό μας, ας δώσουμε στο ΙΚΑ αυτά που είναι νομοθετημένα και ας βγάλει το φίδι από την τρύπα εκείνος που θα έχει την ατυχία να κυβερνά την ώρα της κατάρρευσης», όταν το φίδι θα είναι τέρας και στην τρύπα θα είμαστε όλοι μας. Η κυβέρνηση σύντομα θα φλερτάρει με την ιδέα μιας μίνι, ακόμη πιο μίνι, ίσα για να παίρνεις όρκο αλλαγής στο ασφαλιστικό – να μπορεί να πει «κάτι έκανα» κι όλοι να ξέρουν πως τίποτα δεν έκανε και επομένως όλοι ευχαριστημένοι.
Ορατή διέξοδος δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η ευθύνη εκείνων που έχουν τα πάντα να κερδίσουν και τα πάντα να χάσουν από την εξυγίανση ή την εγκατάλειψη του ασφαλιστικού στη μοίρα του. Δηλαδή των κοινωνικών εταίρων. Με την περιπλοκή ότι επικεφαλής τους σήμερα είναι οι γενιές που δεν ενδιαφέρονται για λύση, για να μην καταβάλουν το κόστος της. Θα πληρώσουν οι επόμενοι, που δεν εκπροσωπούνται στις ηγεσίες οι οποίες κάνουν θεωρητικώς το διάλογο. Αλλά οι κοινωνικοί εταίροι έχουν μια μεγάλη ευθύνη προς τους επόμενους. Και με τις σημερινές συνθήκες μπορούν να προτείνουν μια κοινή πορεία. Ας το κάνουν και αναρωτιέμαι ποια θα βρεθεί κυβέρνηση να την αποκρούσει. Αλλά για να προτείνεις λύση πρέπει και να θέλεις λύση…
Επειδή λοιπόν εξηγήσαμε χτες τι ακριβώς θα συμβεί στους συνδικαλιστές, εφόσον τα καταφέρουν και γίνει της Γαλλίας και έχουν το 60% της κοινωνίας να είναι απέναντί τους στη μάχη οπισθοφυλακών κατά της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού…
Ας δούμε σήμερα μια άλλη διαφορά ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν και εις Παρισίους – αλλά δεν συμβαίνουν διόλου εδώ όπου ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα. Ο Σαρκοζί –μοντέλο υποτίθεται λόγω γοητείας και ψήφων- δηλώνει σε κάθε ευκαιρία πως «δεν θα κάνει πίσω». «Το είπα και θα το κάνω, ας το πάρουν όλοι απόφαση» είναι η θέση του, και φυσικά αποθαρρύνει όσους θα ήθελαν να αναλάβουν το κόστος της παράτασης της σύγκρουσης με μια κυβέρνηση που εφαρμόζει την ατζέντα ακριβώς που περιέγραψε στους εκλογείς και εκείνοι την εξέλεξαν.
Εδώ δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Εδώ είχαμε τα περίφημα τρία ΔΕΝ. Αυτά πληρώνει σήμερα ο κ. Μαγγίνας, αυτά θα πληρώσει η κυβέρνηση. Ο κ. Καραμανλής είπε προεκλογικά τρία ΔΕΝ. ΔΕΝ θα μειωθούν οι συντάξεις, ΔΕΝ θα αυξηθούν οι εισφορές, ΔΕΝ θα αλλάξουν τα όρια ηλικίας. Αυτά ισοδυναμούν με ένα μεγάλο ΔΕΝ: ΔΕΝ θα γίνει μεταρρύθμιση. Η αλήθεια είναι πως δεν τα είπε μόνον ο Καραμανλής, τα είπαν όλοι – αλλά αυτό έχει πια λίγη σημασία, γιατί ο Καραμανλής κέρδισε τις εκλογές, άρα τα δικά του λόγια μετράμε (και δικαίως) τώρα όλοι με το υποδεκάμετρο.
Εκτός από τα τρία προεκλογικά ΔΕΝ, υπάρχει κι ένα υπόρρητο, αλλά κατανοητό σε όλους, τέταρτο: ΔΕΝ το εννοούσε. Το κεντρικό ζήτημα είναι το ζήτημα της αξιοπιστίας. Όταν η μεγάλη ατζέντα της προεκλογικής περιόδου είναι ακριβώς η άρνηση της αλλαγής, η άρνηση της μεταρρύθμισης, όταν σε αυτήν πρωταγωνιστεί ο πολιτικός κυρίαρχος της περιόδου, αναρωτιέται εύλογα κανείς γιατί άραγε η κοινωνία να συμπράξει και να αποδεχθεί πως εκλογές ήταν και πέρασαν και, όπως λέει και ο κ. Αλογοσκούφης, άλλο οι γενικές θέσεις προεκλογικά, άλλο η εξειδίκευσή τους μετεκλογικά – δηλαδή «κι εσείς από εδώ δεν είσαστε, ή μόλις ήρθατε από άλλο πλανήτη;»
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ένα πέμπτο ΔΕΝ. ΔΕΝ θα γίνει τίποτα. Να πει η κυβέρνηση «ΔΕΝ βαριέσαι, το σύστημα ζει τουλάχιστον μια δεκαετία ακόμη με μπαλώματα, ας βάλουμε κι εμείς το δικό μας, ας δώσουμε στο ΙΚΑ αυτά που είναι νομοθετημένα και ας βγάλει το φίδι από την τρύπα εκείνος που θα έχει την ατυχία να κυβερνά την ώρα της κατάρρευσης», όταν το φίδι θα είναι τέρας και στην τρύπα θα είμαστε όλοι μας. Η κυβέρνηση σύντομα θα φλερτάρει με την ιδέα μιας μίνι, ακόμη πιο μίνι, ίσα για να παίρνεις όρκο αλλαγής στο ασφαλιστικό – να μπορεί να πει «κάτι έκανα» κι όλοι να ξέρουν πως τίποτα δεν έκανε και επομένως όλοι ευχαριστημένοι.
Ορατή διέξοδος δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η ευθύνη εκείνων που έχουν τα πάντα να κερδίσουν και τα πάντα να χάσουν από την εξυγίανση ή την εγκατάλειψη του ασφαλιστικού στη μοίρα του. Δηλαδή των κοινωνικών εταίρων. Με την περιπλοκή ότι επικεφαλής τους σήμερα είναι οι γενιές που δεν ενδιαφέρονται για λύση, για να μην καταβάλουν το κόστος της. Θα πληρώσουν οι επόμενοι, που δεν εκπροσωπούνται στις ηγεσίες οι οποίες κάνουν θεωρητικώς το διάλογο. Αλλά οι κοινωνικοί εταίροι έχουν μια μεγάλη ευθύνη προς τους επόμενους. Και με τις σημερινές συνθήκες μπορούν να προτείνουν μια κοινή πορεία. Ας το κάνουν και αναρωτιέμαι ποια θα βρεθεί κυβέρνηση να την αποκρούσει. Αλλά για να προτείνεις λύση πρέπει και να θέλεις λύση…
Wednesday, November 21, 2007
"Εδώ θα γίνει της Γαλλίας" - με ελληνική πατέντα
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου – και η ΓΣΕΕ προειδοποίησε ότι θα γίνει της Γαλλίας. Το είπε ο πρόεδρός της και το είπε έτσι ακριβώς; Έχει άραγε σκεφθεί το ενδεχόμενο να επιβεβαιωθεί;
Τι συμβαίνει στη Γαλλία, που η ΓΣΕΕ θα ήθελε να το δει και εδώ; Απεργούν οι πάντες και έχει παραλύσει η χώρα – κυρίως επειδή παρέλυσαν οι συγκοινωνίες και εκεί όταν δεν λειτουργούν τα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς υπάρχει πραγματικό πρόβλημα, γιατί δεν υφίσταται άλλος τρόπος να πάει μαζικά ο κόσμος στη δουλειά του. Απεργούν επειδή ο κ. Σαρκοζύ εξελέγη δηλώνοντας ότι θα κάνει μεταρρυθμίσεις, μαζί και στο ασφαλιστικό, και (περίεργος τύπος όπως είναι) αποφάσισε με κάθε κόστος –και προσωπικό δικό του, που ήδη καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις- να κάνει μεταρρυθμίσεις, ΚΑΙ στο ασφαλιστικό.
Έκανε μια επιλογή μεθόδου που δεν απέχει πολύ από την ελληνική εκδοχή της, με τη διαφορά ότι εδώ η μεταρρύθμιση είναι σοφτ, σοφτ είναι και η μέθοδος. Έβαλε (ο Γάλλος) στο στόχαστρο τις πιο προνομιούχες ομάδες του πληθυσμού – τα «ρετιρέ», που έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, του δημόσιου τομέα. Εκείνους που έπαιρναν σύνταξη νωρίτερα, σύνταξη μεγαλύτερη, και δίνουν τώρα αγώνα για τη διατήρηση των κεκτημένων – αν κάτι σας θυμίζει…
Χτες ήταν η Τρίτη μέρα απεργίας και η συμμετοχή είχε μειωθεί περίπου στο 30%. Και οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν πως έξι στους δέκα Γάλλους στηρίζουν την πρόθεση κατάργησης των προνομίων. Αυτή είναι, όπως θα διαπιστώσει η κυβέρνηση σύντομα, η διαφορά με την Ελλάδα. Η διαφορά που δεν επιτρέπει κοπιάρισμα Σαρκοζύ. Στην ωραία χώρα μας υπάρχει η αλληλεγγύη των προνομίων. Επειδή όλοι μετέχουν και όλοι μετέχουμε σε κάποια εκδοχή κάποιας προνομιούχου ομάδας, αισθανόμαστε αλληλέγγυοι με εκείνους που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι στο στόχαστρο του κοινωνικού συνόλου. Ο μεγαλοκαρχαρίας οικοπεδοφάγος επιβιώνει με την ανοχή και τη στήριξη του κακομοίρη που έβαλε ένα φράχτη στο οικοπεδάκι του δυο πήχες παραπέρα. Ο φοροφυγάς των δισεκατομμυρίων έχει τις πλάτες των πάντων επειδή γλιτώνουν τρία ευρώ ζητώντας από τον πωλητή να μην κόψει απόδειξη για το πουλοβεράκι. Και ο χρυσοκάνθαρος γραφειοκράτης των «κεκτημένων» αράζει στη μαζική αντίδραση των μη προνομιούχων που όμως αισθάνονται προνομιούχοι επειδή θα πάρουν σύνταξη στα 62 ή τα 63 αντί τα 65 και θα κάνουν, ονειρεύονται, μια δεύτερη δουλίτσα να τα μπαλώνουν.
Η κατάργηση των προνομίων –σταδιακή ασφαλώς, αλλά ριζική και αποφασιστική σε βάθος χρόνου- είναι η πραγματική φιλολαΪκή πολιτική. Αλλά το πλέγμα των προνομίων είναι τόσο εκτεταμένο που θα δώσει –και πιθανότατα θα κερδίσει- τη μάχη επιβίωσής του. Γιατί η πρόβλεψη; Μα δεν σας κάνει εντύπωση ότι για τις εκλογές (όπου δεν έχουμε και ιδιαίτερο πρόβλημα αντιπροσώπευσης) όλοι θέλουν το γερμανικό μοντέλο, αλλά ούτε που να ακούσουν για «γερμανικά» εκεί που έχουμε πρόβλημα, ας πούμε στη φορολογία ή το ασφαλιστικό;
Τι συμβαίνει στη Γαλλία, που η ΓΣΕΕ θα ήθελε να το δει και εδώ; Απεργούν οι πάντες και έχει παραλύσει η χώρα – κυρίως επειδή παρέλυσαν οι συγκοινωνίες και εκεί όταν δεν λειτουργούν τα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς υπάρχει πραγματικό πρόβλημα, γιατί δεν υφίσταται άλλος τρόπος να πάει μαζικά ο κόσμος στη δουλειά του. Απεργούν επειδή ο κ. Σαρκοζύ εξελέγη δηλώνοντας ότι θα κάνει μεταρρυθμίσεις, μαζί και στο ασφαλιστικό, και (περίεργος τύπος όπως είναι) αποφάσισε με κάθε κόστος –και προσωπικό δικό του, που ήδη καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις- να κάνει μεταρρυθμίσεις, ΚΑΙ στο ασφαλιστικό.
Έκανε μια επιλογή μεθόδου που δεν απέχει πολύ από την ελληνική εκδοχή της, με τη διαφορά ότι εδώ η μεταρρύθμιση είναι σοφτ, σοφτ είναι και η μέθοδος. Έβαλε (ο Γάλλος) στο στόχαστρο τις πιο προνομιούχες ομάδες του πληθυσμού – τα «ρετιρέ», που έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, του δημόσιου τομέα. Εκείνους που έπαιρναν σύνταξη νωρίτερα, σύνταξη μεγαλύτερη, και δίνουν τώρα αγώνα για τη διατήρηση των κεκτημένων – αν κάτι σας θυμίζει…
Χτες ήταν η Τρίτη μέρα απεργίας και η συμμετοχή είχε μειωθεί περίπου στο 30%. Και οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν πως έξι στους δέκα Γάλλους στηρίζουν την πρόθεση κατάργησης των προνομίων. Αυτή είναι, όπως θα διαπιστώσει η κυβέρνηση σύντομα, η διαφορά με την Ελλάδα. Η διαφορά που δεν επιτρέπει κοπιάρισμα Σαρκοζύ. Στην ωραία χώρα μας υπάρχει η αλληλεγγύη των προνομίων. Επειδή όλοι μετέχουν και όλοι μετέχουμε σε κάποια εκδοχή κάποιας προνομιούχου ομάδας, αισθανόμαστε αλληλέγγυοι με εκείνους που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι στο στόχαστρο του κοινωνικού συνόλου. Ο μεγαλοκαρχαρίας οικοπεδοφάγος επιβιώνει με την ανοχή και τη στήριξη του κακομοίρη που έβαλε ένα φράχτη στο οικοπεδάκι του δυο πήχες παραπέρα. Ο φοροφυγάς των δισεκατομμυρίων έχει τις πλάτες των πάντων επειδή γλιτώνουν τρία ευρώ ζητώντας από τον πωλητή να μην κόψει απόδειξη για το πουλοβεράκι. Και ο χρυσοκάνθαρος γραφειοκράτης των «κεκτημένων» αράζει στη μαζική αντίδραση των μη προνομιούχων που όμως αισθάνονται προνομιούχοι επειδή θα πάρουν σύνταξη στα 62 ή τα 63 αντί τα 65 και θα κάνουν, ονειρεύονται, μια δεύτερη δουλίτσα να τα μπαλώνουν.
Η κατάργηση των προνομίων –σταδιακή ασφαλώς, αλλά ριζική και αποφασιστική σε βάθος χρόνου- είναι η πραγματική φιλολαΪκή πολιτική. Αλλά το πλέγμα των προνομίων είναι τόσο εκτεταμένο που θα δώσει –και πιθανότατα θα κερδίσει- τη μάχη επιβίωσής του. Γιατί η πρόβλεψη; Μα δεν σας κάνει εντύπωση ότι για τις εκλογές (όπου δεν έχουμε και ιδιαίτερο πρόβλημα αντιπροσώπευσης) όλοι θέλουν το γερμανικό μοντέλο, αλλά ούτε που να ακούσουν για «γερμανικά» εκεί που έχουμε πρόβλημα, ας πούμε στη φορολογία ή το ασφαλιστικό;
Μεταρρύθμιση - για τους άλλους...
Τρίτη 20 Νοεμβρίου – και, κύριοι, έχω διαμορφώσει άποψη. Πρέπει να αλλάξουν τα πάντα σε αυτή τη χώρα. Πρέπει να γίνει μια γενναία μεταρρύθμιση. Αρκεί να μην χαλάσει η δική μου ζαχαρένια. Πρέπει να καταργηθούν τα προνόμια – όλων των άλλων. Είναι σκληρό αλλά για να πάει μπροστά η κοινωνία μας πρέπει να κάνουν όλοι θυσίες – όλοι οι άλλοι, εννοείται…
Είναι ο γενικός τρόπος σκέψης μας και θριαμβεύει στο ασφαλιστικό. Αυτές τις μέρες θα αντιδράσουν οι δημοσιογράφοι στις σχεδιαζόμενες αλλαγές. Είναι από τους προνομιούχους του συστήματος; Ασφαλώς. Είναι σωστό να υπερασπίζονται τα προνόμιά τους; Όχι – αλλά δεν τρελλάθηκαν και εντελώς. Υπάρχει κανείς που δεν το κάνει; Δεν είναι κι αυτό μέσα στο κοινωνικό παιχνίδι; Η κοινωνία είναι μια διαρκής διαπραγμάτευση της ισορροπίας ισχύος ανάμεσα σε εκείνους που τη συγκροτούν.
Αλλά οι δημοσιογράφοι έχουν και μια πρόσθετη ηθική υποχρέωση. Δεν μπορεί να κάνουν τους κήρυκες του δικαίου και τους τιμητές της ηθικής και την επομένη να υπερασπίζονται λυσσαλέα μερικά προκλητικά άνισα προνόμια. Αλλά και δεν μπορεί να τους αδικήσει κανείς. Γιατί; Γιατί το πρόβλημα με το Ασφαλιστικό δεν είναι ότι η κοινωνία και τα μέλη της, ακόμη και οι δημοσιογράφοι, δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως κάτι θα χάσουν ή πως χρειάζεται να γίνουν μερικές οδυνηρές αλλαγές ή πως δεν ξέρουν ότι όλοι θα βάλουν κάτι από την τσέπη τους για να πάρει μια παράταση (έκφραση της μόδας πολύ…) η ζωή του συστήματος και να πάρουν σύνταξη και οι νεότεροι.
Το πρόβλημα είναι αλλού. Το πρόβλημα είναι ότι οι πάντες έχουμε εκπαιδευτεί στο παζάρι πάνω στην εκχώρηση κεκτημένων ή την κτήση και άλλων και όχι στη διαπραγμάτευση με βάση την πραγματική ανάγκη που πρέπει να καλύψει το σύστημα. Και κυρίως, κανείς δεν έχει πεισθεί για τις καλές προθέσεις του άλλου. Οι δημοσιογράφοι ξέρουν πως έχουν κάτι παραπάνω. Και πάνε να τους το αρπάξουν. Και οι βουλευτές έχουν – και αυτοί θα αντιδράσουν όπως μπορούν. Και οι δικαστικοί έχουν – και ξέρουμε με ποιο εξωφρενικά προκλητικό τρόπο λειτουργούν εκμεταλλευόμενοι τα θεσμικά όρια του ρόλου που τους έχει αναγνωριστεί.
Όλοι αισθανόμαστε πως μετέχουμε σε ένα μεγάλο παζάρι, για να μην πω πως είμαστε τα πρόβατα του Πολύφημου. Κάποια παχιά θα τα αρπάξει και θα τα καταβροχθίσει, κάποια άλλα, έτσι στα τυφλά, χωρίς λογική, αλλά επειδή θα κρυφτούν, θα την γλιτώσουν.
Το ζήτημα δεν αφορά το κόστος αλλά την κατανομή του. Η κοινωνία ξέρει ότι θα πληρώσει, αλλά κανείς δεν μπορεί να ανεχθεί την ιδέα ότι θα υπάρξει κάποιος που δεν θα πληρώσει, ή θα πληρώσει λιγότερο. Γι’αυτό και ετούτο που συζητείται δεν είναι η λύση του ασφαλιστικού. Είναι ένα ακόμη μπάλωμα, μια ακόμη ελληνική πατέντα. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί – να μη γίνει πολλή φασαρία. Αλλά φασαρία θα γίνει. Και θα είναι κρίμα για άλλη μια φορά και το πολιτικό κόστος να χρεωθεί και μεταρρύθμιση να μην γίνει. Και μπορεί να γίνει – αρκεί κάποιος να εγγυηθεί πειστικά το αίσθημα δικαίου. Μετά όλοι θα πληρώσουν και κανείς δεν θα τολμήσει να διαμαρτυρηθεί.
Είναι ο γενικός τρόπος σκέψης μας και θριαμβεύει στο ασφαλιστικό. Αυτές τις μέρες θα αντιδράσουν οι δημοσιογράφοι στις σχεδιαζόμενες αλλαγές. Είναι από τους προνομιούχους του συστήματος; Ασφαλώς. Είναι σωστό να υπερασπίζονται τα προνόμιά τους; Όχι – αλλά δεν τρελλάθηκαν και εντελώς. Υπάρχει κανείς που δεν το κάνει; Δεν είναι κι αυτό μέσα στο κοινωνικό παιχνίδι; Η κοινωνία είναι μια διαρκής διαπραγμάτευση της ισορροπίας ισχύος ανάμεσα σε εκείνους που τη συγκροτούν.
Αλλά οι δημοσιογράφοι έχουν και μια πρόσθετη ηθική υποχρέωση. Δεν μπορεί να κάνουν τους κήρυκες του δικαίου και τους τιμητές της ηθικής και την επομένη να υπερασπίζονται λυσσαλέα μερικά προκλητικά άνισα προνόμια. Αλλά και δεν μπορεί να τους αδικήσει κανείς. Γιατί; Γιατί το πρόβλημα με το Ασφαλιστικό δεν είναι ότι η κοινωνία και τα μέλη της, ακόμη και οι δημοσιογράφοι, δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως κάτι θα χάσουν ή πως χρειάζεται να γίνουν μερικές οδυνηρές αλλαγές ή πως δεν ξέρουν ότι όλοι θα βάλουν κάτι από την τσέπη τους για να πάρει μια παράταση (έκφραση της μόδας πολύ…) η ζωή του συστήματος και να πάρουν σύνταξη και οι νεότεροι.
Το πρόβλημα είναι αλλού. Το πρόβλημα είναι ότι οι πάντες έχουμε εκπαιδευτεί στο παζάρι πάνω στην εκχώρηση κεκτημένων ή την κτήση και άλλων και όχι στη διαπραγμάτευση με βάση την πραγματική ανάγκη που πρέπει να καλύψει το σύστημα. Και κυρίως, κανείς δεν έχει πεισθεί για τις καλές προθέσεις του άλλου. Οι δημοσιογράφοι ξέρουν πως έχουν κάτι παραπάνω. Και πάνε να τους το αρπάξουν. Και οι βουλευτές έχουν – και αυτοί θα αντιδράσουν όπως μπορούν. Και οι δικαστικοί έχουν – και ξέρουμε με ποιο εξωφρενικά προκλητικό τρόπο λειτουργούν εκμεταλλευόμενοι τα θεσμικά όρια του ρόλου που τους έχει αναγνωριστεί.
Όλοι αισθανόμαστε πως μετέχουμε σε ένα μεγάλο παζάρι, για να μην πω πως είμαστε τα πρόβατα του Πολύφημου. Κάποια παχιά θα τα αρπάξει και θα τα καταβροχθίσει, κάποια άλλα, έτσι στα τυφλά, χωρίς λογική, αλλά επειδή θα κρυφτούν, θα την γλιτώσουν.
Το ζήτημα δεν αφορά το κόστος αλλά την κατανομή του. Η κοινωνία ξέρει ότι θα πληρώσει, αλλά κανείς δεν μπορεί να ανεχθεί την ιδέα ότι θα υπάρξει κάποιος που δεν θα πληρώσει, ή θα πληρώσει λιγότερο. Γι’αυτό και ετούτο που συζητείται δεν είναι η λύση του ασφαλιστικού. Είναι ένα ακόμη μπάλωμα, μια ακόμη ελληνική πατέντα. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί – να μη γίνει πολλή φασαρία. Αλλά φασαρία θα γίνει. Και θα είναι κρίμα για άλλη μια φορά και το πολιτικό κόστος να χρεωθεί και μεταρρύθμιση να μην γίνει. Και μπορεί να γίνει – αρκεί κάποιος να εγγυηθεί πειστικά το αίσθημα δικαίου. Μετά όλοι θα πληρώσουν και κανείς δεν θα τολμήσει να διαμαρτυρηθεί.
Business as usual
Δευτέρα 19 Νοεμβρίου – και είναι πραγματικά καταπληκτικό. Κάνουμε σαν να μην τρέχει τίποτα. Τίποτα δεν συνέβη, τίποτα δεν ακούσαμε, τίποτα δεν είδαμε – business as usual.
Είναι πραγματικά ασύλληπτη η αμεριμνησία με την οποία συνεχίζουμε όλοι μαζί και ο καθένας μας χωριστά μετά από ό,τι ζήσαμε το περυσινό καλοκαίρι. Αλλά εάν κανείς άνοιγε ένα παράθυρο στην Ελλάδα και έβλεπε από το Σεπτέμβρη μέχρι σήμερα, τι άραγε θα τον έπειθε πως κάτι πραγματικά σημαντικό συνέβη, κάτι που άλλαξε τη ζωή μας; Το μόνο είναι που δεν απορούμε πια όταν έρχεται μια πλημμύρα, όταν βουλιάζει ένα χωριό στη λάσπη, όταν κατεβαίνει μισό βουνό στον κάμπο. «Αναμενόμενο», λέμε, «μετά τις φωτιές».
Αύριο κατατίθεται ο νέος προϋπολογισμός. Ένας προϋπολογισμός σαν όλους τους άλλους. Με λίγο μικρότερο ή λίγο μεγαλύτερο έλλειμμα, με λίγο περισσότερη ή λίγο λιγότερη γενναιοδωρία, με προβλέψεις για το πετρέλαιο, το δολλάριο, χωρίς αύξηση του ΦΠΑ. Όλα ωραία. Ένας προϋπολογισμός, πάντως, στην ίδια λογική με τους προηγούμενους. Το κράτος υπήρξε γενναιόδωρο, δεν λέω, βοηθούσης και της κάλπης που συνέπεσε. Οι άνθρωποι στην Ηλεία και την Εύβοια πήραν χρήματα – και θα πάρουν κι άλλα. Θα τους φτιάξουμε τα σπίτια με δημόσια δαπάνη. Και κατασκευάζονται και αντιπλημμυρικά σε εκείνες τις περιοχές, άλλα καλύτερα άλλα πιο πρόχειρα. Και θα φυτευτούν ίσως και δέντρα.
Αλλά η λογική μας δεν άλλαξε. Λειτουργούμε πάντα σαν να μην κάηκε η Πελοπόννησος, σαν να μην έγινε στάχτη η μισή Ελλάδα, σαν να μην ξέρουμε ότι τέτοια μας περιμένουν και τα επόμενα χρόνια. Λίγο παραπάνω χρήμα εδώ ή εκεί, αυτό δεν είναι αλλαγή. Υποθέτω ότι μετά από μια τέτοια προειδοποίηση, έπρεπε να είχαμε πάρει το μήνυμα κάπως πιο βαθιά. Έπρεπε τώρα που είμαστε σε μάλλον καλή φάση από οικονομική άποψη να μεταβάλουμε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούμε τις προτεραιότητές μας.
Τι ακριβώς έχουμε πρώτο στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων; Είναι το περιβάλλον; Μπορούμε ακόμη να δίνουμε μάχη μήπως και σταματήσουν να δουλεύουν τα λατομεία που θεωρητικώς είναι κλειστά είκοσι χρόνια τώρα; Εάν τώρα δεν κάνουμε μια πραγματικά γιγαντιαία, και εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «εθνική», προσπάθεια για να σώσουμε ό,τι μπορούμε, προβλέποντας από τώρα και διαθέτοντας εγκαίρως χρήματα και ανθρώπινους πόρους – πότε άραγε θα ξυπνήσουμε; Στις επόμενες πυρκαγιές; Πόσο μεγάλες και καταστροφικές πρέπει να είναι για να μας αφυπνίσουν; Δεν είναι θέμα βοήθειας προς πληγέντες, που θα είναι όλο και περισσότεροι, ακόμη από φέτος το χειμώνα. Είναι θέμα μιας νέας αντίληψης για τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας στο άμεσο μέλλον – ίσως πιο άμεσο από όσο μπορούμε να φανταστούμε, ο κ. Αλογοσκούφης, εγώ κι εσείς, που όλοι συνεχίζουμε την καθημερινότητά μας με μια παράλογη προσδοκία πως αυτό που φαίνεται αναπόφευκτο για κάποιο παράδοξο λόγο δεν θα συμβεί ποτέ. Κι ας μας συνέβη ήδη…
Είναι πραγματικά ασύλληπτη η αμεριμνησία με την οποία συνεχίζουμε όλοι μαζί και ο καθένας μας χωριστά μετά από ό,τι ζήσαμε το περυσινό καλοκαίρι. Αλλά εάν κανείς άνοιγε ένα παράθυρο στην Ελλάδα και έβλεπε από το Σεπτέμβρη μέχρι σήμερα, τι άραγε θα τον έπειθε πως κάτι πραγματικά σημαντικό συνέβη, κάτι που άλλαξε τη ζωή μας; Το μόνο είναι που δεν απορούμε πια όταν έρχεται μια πλημμύρα, όταν βουλιάζει ένα χωριό στη λάσπη, όταν κατεβαίνει μισό βουνό στον κάμπο. «Αναμενόμενο», λέμε, «μετά τις φωτιές».
Αύριο κατατίθεται ο νέος προϋπολογισμός. Ένας προϋπολογισμός σαν όλους τους άλλους. Με λίγο μικρότερο ή λίγο μεγαλύτερο έλλειμμα, με λίγο περισσότερη ή λίγο λιγότερη γενναιοδωρία, με προβλέψεις για το πετρέλαιο, το δολλάριο, χωρίς αύξηση του ΦΠΑ. Όλα ωραία. Ένας προϋπολογισμός, πάντως, στην ίδια λογική με τους προηγούμενους. Το κράτος υπήρξε γενναιόδωρο, δεν λέω, βοηθούσης και της κάλπης που συνέπεσε. Οι άνθρωποι στην Ηλεία και την Εύβοια πήραν χρήματα – και θα πάρουν κι άλλα. Θα τους φτιάξουμε τα σπίτια με δημόσια δαπάνη. Και κατασκευάζονται και αντιπλημμυρικά σε εκείνες τις περιοχές, άλλα καλύτερα άλλα πιο πρόχειρα. Και θα φυτευτούν ίσως και δέντρα.
Αλλά η λογική μας δεν άλλαξε. Λειτουργούμε πάντα σαν να μην κάηκε η Πελοπόννησος, σαν να μην έγινε στάχτη η μισή Ελλάδα, σαν να μην ξέρουμε ότι τέτοια μας περιμένουν και τα επόμενα χρόνια. Λίγο παραπάνω χρήμα εδώ ή εκεί, αυτό δεν είναι αλλαγή. Υποθέτω ότι μετά από μια τέτοια προειδοποίηση, έπρεπε να είχαμε πάρει το μήνυμα κάπως πιο βαθιά. Έπρεπε τώρα που είμαστε σε μάλλον καλή φάση από οικονομική άποψη να μεταβάλουμε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούμε τις προτεραιότητές μας.
Τι ακριβώς έχουμε πρώτο στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων; Είναι το περιβάλλον; Μπορούμε ακόμη να δίνουμε μάχη μήπως και σταματήσουν να δουλεύουν τα λατομεία που θεωρητικώς είναι κλειστά είκοσι χρόνια τώρα; Εάν τώρα δεν κάνουμε μια πραγματικά γιγαντιαία, και εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «εθνική», προσπάθεια για να σώσουμε ό,τι μπορούμε, προβλέποντας από τώρα και διαθέτοντας εγκαίρως χρήματα και ανθρώπινους πόρους – πότε άραγε θα ξυπνήσουμε; Στις επόμενες πυρκαγιές; Πόσο μεγάλες και καταστροφικές πρέπει να είναι για να μας αφυπνίσουν; Δεν είναι θέμα βοήθειας προς πληγέντες, που θα είναι όλο και περισσότεροι, ακόμη από φέτος το χειμώνα. Είναι θέμα μιας νέας αντίληψης για τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας στο άμεσο μέλλον – ίσως πιο άμεσο από όσο μπορούμε να φανταστούμε, ο κ. Αλογοσκούφης, εγώ κι εσείς, που όλοι συνεχίζουμε την καθημερινότητά μας με μια παράλογη προσδοκία πως αυτό που φαίνεται αναπόφευκτο για κάποιο παράδοξο λόγο δεν θα συμβεί ποτέ. Κι ας μας συνέβη ήδη…
Friday, November 16, 2007
Κράτος και δημιουργία
Παρασκευή 16 Νοεμβρίου – και διάβαζα χτες την Athens Voice. Τα free press της Αθήνας είναι από τα καλύτερα, αν όχι τα καλύτερα της Ευρώπης – και υποθέτω αυτό δεν είναι γκρίζα διαφήμιση, αφού μοιράζονται δωρεάν.
Διάβαζα το κύριο άρθρο της – ένα από τα πιο μακροσκελή κείμενα που δημοσιεύονται σε εφημερίδα, γιατί ο πολιτικός τύπος δεν δημοσιεύει μεγάλα κείμενα επειδή θέλει να είναι πιο κοντά στο σύγχρονο lifestyle. Τα έχει κάπως μπερδέψει αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το θέμα του άρθρου είναι ο βαθύς, αθεράπευτος κρατισμός και η σχέση του με την καθημερινότητά μας. Ο πολιτικός τύπος δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τέτοια θέματα, γιατί έχουμε πολύ δουλειά να μετράμε παπανδρεϊκούς και βενιζελικούς, καραμανλικούς και μητσοτακικούς, ρεύμα και ανανεωτικούς και πάει λέγοντας. Τα έχουμε κάπως μπερδέψει αλλά κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Τελοσπάντων το άρθρο είναι δωρεάν για όποιον ενδιαφέρεται. Ακριβώς δίπλα είχε το σύντομο βιογραφικό ενός νεαρού που πρώτη φορά άκουγα το όνομά του –Βασίλης Μητσιόπουλος- και είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο. Είναι 27 ετών και σπούδασε ντηζάιν και επικοινωνία στην Αγγλία – φυσικά… Και μου ήρθε μια περίεργη σκέψη. Στην Ελλάδα το ντηζάιν βρίσκεται σε έκρηξη δημιουργικότητας. Πριν από λίγο καιρό οργανώθηκε ένας περίπατος στου Ψυρρή και το Γκάζι – μια διαδρομή κατά την οποία μπορούσε κανείς να περιδιαβάσει αυτή την έκρηξη της δημιουργίας που συνδυάζει τον καλλιτεχνικό και τον εφαρμοσμένο χαρακτήρα, που αναζητεί την αισθητική στην καθημερινότητα. Αν πήγατε, υποθέτω θα μείνατε κατάπληκτοι. Από το επίπεδο της δουλειάς (καλύτερο από το μέσο ευρωπαϊκό), από τις ηλικίες (βία 30), από την πρωτοποριακή αναζήτηση παράλληλα και ταυτόχρονα με το βιοπορισμό – γιατί ντηζάιν χωρίς πελάτη δεν υπάρχει.
Γιατί έχουμε τόσο καλό φρη πρες, τόσο καλό ντηζάιν, σε μια πόλη με τόσο άθλιες συνθήκες, που δεν μπορεί να αποφασίσει ποιος παρκάρει πού, ότι τα πεζοδρόμια δεν είναι πάρκινγκ, ούτε για αυτοκίνητα ούτε για σκουπίδια, όπου οι άνθρωποι επιμένουν να αγοράζουν πολυτελή αυτοκίνητα για να μένουν ακίνητα σε ατέλειωτες ουρές, μια πόλη όπου ένα ψιλόβροχο προκαλεί σε κυκλοφοριακές συνθήκες ό,τι ακριβώς αλλού ένας τυφώνας. Γιατί μια πόλη ανήσυχη όπου μπορεί και εκφράζεται αυτόνομα εξακολουθεί να χτίζει πολυκατοικίες με αντιπαροχή, γιατί ακόμη φτιάχνονται τα ιδιωτικά κτίρια χωρίς αρχιτέκτονα και τα δημόσια με την περίφημη μελετοκατασκευή, χωρίς διαγωνισμούς;
Νομίζω η απάντηση είναι στο κράτος. Δεν υπάρχει κρατική σχολή ντηζάιν. Κρίμα. Να φτιάξουμε. Οπότε οι φοιτητές της θα έκαναν καθιστική διαμαρτυρία στην Πανεπιστημίου για να διεκδικήσουν επαγγελματικά δικαιώματα. Δηλαδή να διορίζονται και να παίρνουν κατά προτεραιότητα τις κρατικές δουλειές. Και να μην τις κάνουν, φυσικά… Γιατί αν ήταν να τις κάνουν, γιατί να διοριστούν; Και να μην απορρίπτεται η δουλειά τους με τίποτα – όσο κακή κι αν είναι. Και να μην μπαίνουν προς Θεού άλλοι. Γιατί τότε θα υποβαθμιζόταν η δημόσια παιδεία.
Αλλά, ευτυχώς, κρατική σχολή ντηζάιν δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει κρατικό free press – ελπίζω να μην το ακούσει η ΕΡΤ και πάρει καμμιά ιδέα για επιδοτούμενο έντυπο που θα μοιράζει κι ένα ευρώ σε όποιον το αντέξει. Όχι ότι θα το άντεχε κανείς, αλλά θα διέλυε την αγορά. Γιατί η αγορά μπορεί να είναι πολύ κακό πράγμα, και να ανοίγει την κερκόπορτα στους ανέμους της παγκοσμιοποίησης και του κεφαλαίου – αλλά στο ντηζάιν σκίζει…
Διάβαζα το κύριο άρθρο της – ένα από τα πιο μακροσκελή κείμενα που δημοσιεύονται σε εφημερίδα, γιατί ο πολιτικός τύπος δεν δημοσιεύει μεγάλα κείμενα επειδή θέλει να είναι πιο κοντά στο σύγχρονο lifestyle. Τα έχει κάπως μπερδέψει αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το θέμα του άρθρου είναι ο βαθύς, αθεράπευτος κρατισμός και η σχέση του με την καθημερινότητά μας. Ο πολιτικός τύπος δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τέτοια θέματα, γιατί έχουμε πολύ δουλειά να μετράμε παπανδρεϊκούς και βενιζελικούς, καραμανλικούς και μητσοτακικούς, ρεύμα και ανανεωτικούς και πάει λέγοντας. Τα έχουμε κάπως μπερδέψει αλλά κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Τελοσπάντων το άρθρο είναι δωρεάν για όποιον ενδιαφέρεται. Ακριβώς δίπλα είχε το σύντομο βιογραφικό ενός νεαρού που πρώτη φορά άκουγα το όνομά του –Βασίλης Μητσιόπουλος- και είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο. Είναι 27 ετών και σπούδασε ντηζάιν και επικοινωνία στην Αγγλία – φυσικά… Και μου ήρθε μια περίεργη σκέψη. Στην Ελλάδα το ντηζάιν βρίσκεται σε έκρηξη δημιουργικότητας. Πριν από λίγο καιρό οργανώθηκε ένας περίπατος στου Ψυρρή και το Γκάζι – μια διαδρομή κατά την οποία μπορούσε κανείς να περιδιαβάσει αυτή την έκρηξη της δημιουργίας που συνδυάζει τον καλλιτεχνικό και τον εφαρμοσμένο χαρακτήρα, που αναζητεί την αισθητική στην καθημερινότητα. Αν πήγατε, υποθέτω θα μείνατε κατάπληκτοι. Από το επίπεδο της δουλειάς (καλύτερο από το μέσο ευρωπαϊκό), από τις ηλικίες (βία 30), από την πρωτοποριακή αναζήτηση παράλληλα και ταυτόχρονα με το βιοπορισμό – γιατί ντηζάιν χωρίς πελάτη δεν υπάρχει.
Γιατί έχουμε τόσο καλό φρη πρες, τόσο καλό ντηζάιν, σε μια πόλη με τόσο άθλιες συνθήκες, που δεν μπορεί να αποφασίσει ποιος παρκάρει πού, ότι τα πεζοδρόμια δεν είναι πάρκινγκ, ούτε για αυτοκίνητα ούτε για σκουπίδια, όπου οι άνθρωποι επιμένουν να αγοράζουν πολυτελή αυτοκίνητα για να μένουν ακίνητα σε ατέλειωτες ουρές, μια πόλη όπου ένα ψιλόβροχο προκαλεί σε κυκλοφοριακές συνθήκες ό,τι ακριβώς αλλού ένας τυφώνας. Γιατί μια πόλη ανήσυχη όπου μπορεί και εκφράζεται αυτόνομα εξακολουθεί να χτίζει πολυκατοικίες με αντιπαροχή, γιατί ακόμη φτιάχνονται τα ιδιωτικά κτίρια χωρίς αρχιτέκτονα και τα δημόσια με την περίφημη μελετοκατασκευή, χωρίς διαγωνισμούς;
Νομίζω η απάντηση είναι στο κράτος. Δεν υπάρχει κρατική σχολή ντηζάιν. Κρίμα. Να φτιάξουμε. Οπότε οι φοιτητές της θα έκαναν καθιστική διαμαρτυρία στην Πανεπιστημίου για να διεκδικήσουν επαγγελματικά δικαιώματα. Δηλαδή να διορίζονται και να παίρνουν κατά προτεραιότητα τις κρατικές δουλειές. Και να μην τις κάνουν, φυσικά… Γιατί αν ήταν να τις κάνουν, γιατί να διοριστούν; Και να μην απορρίπτεται η δουλειά τους με τίποτα – όσο κακή κι αν είναι. Και να μην μπαίνουν προς Θεού άλλοι. Γιατί τότε θα υποβαθμιζόταν η δημόσια παιδεία.
Αλλά, ευτυχώς, κρατική σχολή ντηζάιν δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει κρατικό free press – ελπίζω να μην το ακούσει η ΕΡΤ και πάρει καμμιά ιδέα για επιδοτούμενο έντυπο που θα μοιράζει κι ένα ευρώ σε όποιον το αντέξει. Όχι ότι θα το άντεχε κανείς, αλλά θα διέλυε την αγορά. Γιατί η αγορά μπορεί να είναι πολύ κακό πράγμα, και να ανοίγει την κερκόπορτα στους ανέμους της παγκοσμιοποίησης και του κεφαλαίου – αλλά στο ντηζάιν σκίζει…
Θέλει το Γερμανό του
Πέμπτη 15 Νοεμβρίου – και το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει μια μεγάλη ευκαιρία με τη συζήτηση για το νέο εκλογικό νόμο. Έχει μια ευκαιρία να αποδείξει ότι συμβαδίζει με τις αναζητήσεις της χώρας και τις προσδοκίες για μια πραγματική προσαρμογή στη σύγχρονη ευρωπαϊκή προοπτική.
Θα ήταν άδικο και άτυχο να εκφυλιστεί αυτή η συζήτηση σε άλλη μια διαμάχη κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης για την πολιτική αξιοποίηση της συγκυρίας. Πολύ περισσότερο που στη συζήτηση έχει ουσιαστικά ήδη δηλώσει πως δεν μετέχει η Αριστερά, επιμένοντας στην παλιά, γνωστή και πάγια θέση της υπέρ της απλής –«απλή και άδολη» την έλεγαν παλιότερα- αναλογικής.
Αλλά η διεθνής εμπειρία κάτι μπορεί να μας λέει. Η απλή αναλογική με τη μορφή που την υποστηρίζει η ελληνική Αριστερά εφαρμόζεται σε μία και μόνη χώρα, από όσο γνωρίζω – το Ισραήλ. Δεν είναι τυχαίο πως πρόκειται για ένα απολύτως ομοιογενές εθνικά και θρησκευτικά κράτος (με αποκλεισμένους ένα εκατομμύριο Άραβες – αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Ένα κράτος φτιαγμένο για ένα λαό και μια θρησκεία. Τα εκλογικά συστήματα ενσωματώνουν τις ανάγκες των κρατών – το Ισραήλ έχει ενιαία εκλογική περιφέρεια για όλη τη χώρα. Μια λίστα από πάνω έως κάτω, που δείχνει πως πέρα και ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, όλοι ανήκουν στην ίδια «ομάδα συμμετοχής». Η Αριστερά που επικροτεί και υπερασπίζεται την πολυπολιτισμικότητα θα διακρίνει ίσως κάποια στιγμή πως ίσως η απλή αναλογική να μην είναι σήμερα ούτε το μόνο, ούτε το καταλληλότερο σύστημα αντιπροσώπευσης μιας πολύχρωμης, αντιφατικής, όλο και πιο διαφορετικής στο εσωτερικό της κοινωνίας. Ή, πάντως, μπορεί κάποια στιγμή να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα τουλάχιστον της συμμετοχής σε μια τέτοια συζήτηση.
Από την άλλη υπάρχουν τα δύο κόμματα εξουσίας – οι φορείς του δικομματισμού. Μειωμένος στα ποσοστά του στις εκλογές, αλλά πάντοτε ισχυρός, ο δικομματισμός έχει να απαντήσει στο ερώτημα εάν μπορεί να ανακαινιστεί ή θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει το αίτημα του διπολισμού – δηλαδή ενός συστήματος με περισσότερους κομματικούς φορείς και μικρότερα μεγάλα κόμματα, με ακόμη μικρότερα που θα είναι φυσικοί, αλλά όχι αναγκαστικοί, σύμμαχοι και κυβερνητικοί εταίροι τους. Συμβαίνει στη Γερμανία και δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα συζητάμε το γερμανικό μοντέλο.
Το γερμανικό μοντέλο, φυσικά, απαιτεί κάποια γερμανική διοικητική πειθαρχία. Μια αντιστοίχιση με την κρατική δομή. Θα παραήταν βαλκανική εκδοχή να παραστήσουμε ότι μπορεί να έχουμε γερμανικό μοντέλο για τις εκλογές, αλλά να αρνηθούμε ότι συμβαδίζει αναγκαστικά με τον Καποδίστρια 2. Και, αφού αυτό είναι σχεδόν υποχρεωτικό, είναι προφανώς μια μεγάλη ευκαιρία για την μείζονα διοικητική αναδιάρθρωση, την πραγματική αποκέντρωση που προϋποθέτει μεγέθυνση των περιφερειών, ώστε να λειτουργεί πραγματικά μια κρατική δομή σε περιφερειακό επίπεδο, και απάλειψη νομαρχών, επάρχων και τα ρέστα, δηλαδή των μηχανισμών, εκτός από τα άλλα, με τον οποίο διαχέεται η κρατική διαφθορά από το κέντρο στην περιφέρεια και εισάγεται ο τοπικισμός και το παζάρι με τα κάθε είδους συμφέροντα των τοπικών κοινωνιών προς την κεντρική διοίκηση.
Γερμανικό μοντέλο χρειάζεται μερικές γερμανικές αποφάσεις.
Θα ήταν άδικο και άτυχο να εκφυλιστεί αυτή η συζήτηση σε άλλη μια διαμάχη κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης για την πολιτική αξιοποίηση της συγκυρίας. Πολύ περισσότερο που στη συζήτηση έχει ουσιαστικά ήδη δηλώσει πως δεν μετέχει η Αριστερά, επιμένοντας στην παλιά, γνωστή και πάγια θέση της υπέρ της απλής –«απλή και άδολη» την έλεγαν παλιότερα- αναλογικής.
Αλλά η διεθνής εμπειρία κάτι μπορεί να μας λέει. Η απλή αναλογική με τη μορφή που την υποστηρίζει η ελληνική Αριστερά εφαρμόζεται σε μία και μόνη χώρα, από όσο γνωρίζω – το Ισραήλ. Δεν είναι τυχαίο πως πρόκειται για ένα απολύτως ομοιογενές εθνικά και θρησκευτικά κράτος (με αποκλεισμένους ένα εκατομμύριο Άραβες – αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Ένα κράτος φτιαγμένο για ένα λαό και μια θρησκεία. Τα εκλογικά συστήματα ενσωματώνουν τις ανάγκες των κρατών – το Ισραήλ έχει ενιαία εκλογική περιφέρεια για όλη τη χώρα. Μια λίστα από πάνω έως κάτω, που δείχνει πως πέρα και ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, όλοι ανήκουν στην ίδια «ομάδα συμμετοχής». Η Αριστερά που επικροτεί και υπερασπίζεται την πολυπολιτισμικότητα θα διακρίνει ίσως κάποια στιγμή πως ίσως η απλή αναλογική να μην είναι σήμερα ούτε το μόνο, ούτε το καταλληλότερο σύστημα αντιπροσώπευσης μιας πολύχρωμης, αντιφατικής, όλο και πιο διαφορετικής στο εσωτερικό της κοινωνίας. Ή, πάντως, μπορεί κάποια στιγμή να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα τουλάχιστον της συμμετοχής σε μια τέτοια συζήτηση.
Από την άλλη υπάρχουν τα δύο κόμματα εξουσίας – οι φορείς του δικομματισμού. Μειωμένος στα ποσοστά του στις εκλογές, αλλά πάντοτε ισχυρός, ο δικομματισμός έχει να απαντήσει στο ερώτημα εάν μπορεί να ανακαινιστεί ή θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει το αίτημα του διπολισμού – δηλαδή ενός συστήματος με περισσότερους κομματικούς φορείς και μικρότερα μεγάλα κόμματα, με ακόμη μικρότερα που θα είναι φυσικοί, αλλά όχι αναγκαστικοί, σύμμαχοι και κυβερνητικοί εταίροι τους. Συμβαίνει στη Γερμανία και δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα συζητάμε το γερμανικό μοντέλο.
Το γερμανικό μοντέλο, φυσικά, απαιτεί κάποια γερμανική διοικητική πειθαρχία. Μια αντιστοίχιση με την κρατική δομή. Θα παραήταν βαλκανική εκδοχή να παραστήσουμε ότι μπορεί να έχουμε γερμανικό μοντέλο για τις εκλογές, αλλά να αρνηθούμε ότι συμβαδίζει αναγκαστικά με τον Καποδίστρια 2. Και, αφού αυτό είναι σχεδόν υποχρεωτικό, είναι προφανώς μια μεγάλη ευκαιρία για την μείζονα διοικητική αναδιάρθρωση, την πραγματική αποκέντρωση που προϋποθέτει μεγέθυνση των περιφερειών, ώστε να λειτουργεί πραγματικά μια κρατική δομή σε περιφερειακό επίπεδο, και απάλειψη νομαρχών, επάρχων και τα ρέστα, δηλαδή των μηχανισμών, εκτός από τα άλλα, με τον οποίο διαχέεται η κρατική διαφθορά από το κέντρο στην περιφέρεια και εισάγεται ο τοπικισμός και το παζάρι με τα κάθε είδους συμφέροντα των τοπικών κοινωνιών προς την κεντρική διοίκηση.
Γερμανικό μοντέλο χρειάζεται μερικές γερμανικές αποφάσεις.
Wednesday, November 14, 2007
Αναζητώντας τα όρια της πρόκλησης
Τετάρτη 14 Νοεμβρίου – και σε φάση αποτοξίνωσης από την υπερκατανάλωση εγχώριων πολιτικών αναλύσεων, έρριξα μια ματιά χτες στη Χέραλντ Τρίμπιουν για να δούμε και τι γίνεται πέρα από το μικρόκοσμό μας. Και το πρώτο θέμα της μου έκανε πραγματικά τεράστια εντύπωση. Η είδηση έγινε φυσικά παντού γνωστή. Ένας Άραβας με έναν ουρανοξύστη πετροδολλάρια για προσωπική περιουσία αποφάσισε ότι θέλει κάτι άνετο για να πετάγεται από το Ντουμπάι ή το Κατάρ μέχρι το Λονδίνο για ψώνια και για κανένα ουίσκι που απαγορεύεται στα πάτρια. Σκέφθηκε, λοιπόν, ότι αυτά τα Gulfstream, τα Embraer και τα Falcon δεν είναι άσχημα αλλά είναι κάπως στενά. Το C-130 είναι «άβολο και θορυβώδες», όπως ορισμένοι θα θυμούνται από παλιότερα. Παράγγειλε, λοιπόν, στην Airbus κάτι πιο ευρύχωρο – ένα Α380. Είναι το καινούργιο μοντέλο της, το περίφημο διώροφο αεροπλάνο που θα μπορεί να μεταφέρει μέχρι και 850 επιβάτες. Ο σεϊχης θα το έχει για τον ίδιο και την οικογένεια – που πόσο μεγάλο να είναι το χαρέμι…
Μέχρις εδώ καλά. Υπάρχουν εκκεντρικοί και υπάρχουν και πολλά λεφτά. Αλλά στο άρθρο της Τρίμπιουν υπήρχε μια καταπληκτική φράση. Η πληροφορία πως η εταιρεία Αίρμπας «βλέπει να υπάρχει αγορά για ιδιωτικά Α380» - αεροπλάνο που κοστίζει 230 εκατομμύρια ευρώ, χώρια τα έξτρα που θα παραγγείλει ασφαλώς όποιος ακούσει το «με γεια σας». «Υπάρχει αγορά» δεν σημαίνει φυσικά ουρές. Σημαίνει όμως ότι ο σείχης δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση, και δεν είναι μόνο τα πετροδολλάρια.
Ένας αριθμός ανθρώπων συγκεντρώνει πια στα χέρια του πλούτο ιλιγγιώδη, που αρχίζει να δημιουργεί μια στρέβλωση παγκόσμιας κλίμακας. Η προκλητική συσσώρευση πλούτου συνδέεται ασφαλώς με την παγκοσμιοποίηση της επιχειρηματικότητας αλλά, ταυτόχρονα, και με την αδυναμία να ελεγχθεί η μετακίνηση των κεφαλαίων – άρα και να φορολογηθούν. Το προβάδισμα της οικονομίας στην παγκοσμιοποίηση έναντι της πολιτικής συνεργασίας ανοίγει ευκαιρίες όχι απλώς κέρδους, αλλά εκρηκτικής συγκέντρωσης πλούτου στα χέρια των ολίγων, των λιγότερων, των ολίγιστων.
Όχι πως δεν υπήρχαν πλούσιοι παλιότερα – την εποχή, ας πούμε, της γέννησης του εταιρικού φαινομένου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αναλογικούς όρους κανείς ποτέ δεν υπήρξε πλουσιότερος από τους Ροκφέλλερ. Αλλά το πράγμα πια αποκτά αφενός παγκόσμια διάσταση και αφετέρου επεκτείνεται σε μια ομάδα –και όχι σε περιπτώσεις- ανθρώπων που σε κάθε χώρα και πέρα από χώρες παίρνουν στα χέρια τους κεφάλαια που ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξαν αντικείμενο διαχείρισης από άτομα χωρίς θεσμική και γεωγραφική αναφορά.
Ο όγκος του χρήματος και η κίνησή του, με τις ανατροπές παραδοσιακών καταστάσεων και τις κοινωνικές παρενέργειες, είναι το μεγάλο φαινόμενο της εποχής. Και, όπως αρχίζουμε να μαθαίνουμε από την αγορά, η Ελλάδα δεν είναι πια ούτε τόσο μικρή στην οικονομία της, ούτε τόσο προστατευμένη ώστε να αισθάνεται ότι τέτοια «πολυτελή» θέματα δεν την αφορούν.
Μέχρις εδώ καλά. Υπάρχουν εκκεντρικοί και υπάρχουν και πολλά λεφτά. Αλλά στο άρθρο της Τρίμπιουν υπήρχε μια καταπληκτική φράση. Η πληροφορία πως η εταιρεία Αίρμπας «βλέπει να υπάρχει αγορά για ιδιωτικά Α380» - αεροπλάνο που κοστίζει 230 εκατομμύρια ευρώ, χώρια τα έξτρα που θα παραγγείλει ασφαλώς όποιος ακούσει το «με γεια σας». «Υπάρχει αγορά» δεν σημαίνει φυσικά ουρές. Σημαίνει όμως ότι ο σείχης δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση, και δεν είναι μόνο τα πετροδολλάρια.
Ένας αριθμός ανθρώπων συγκεντρώνει πια στα χέρια του πλούτο ιλιγγιώδη, που αρχίζει να δημιουργεί μια στρέβλωση παγκόσμιας κλίμακας. Η προκλητική συσσώρευση πλούτου συνδέεται ασφαλώς με την παγκοσμιοποίηση της επιχειρηματικότητας αλλά, ταυτόχρονα, και με την αδυναμία να ελεγχθεί η μετακίνηση των κεφαλαίων – άρα και να φορολογηθούν. Το προβάδισμα της οικονομίας στην παγκοσμιοποίηση έναντι της πολιτικής συνεργασίας ανοίγει ευκαιρίες όχι απλώς κέρδους, αλλά εκρηκτικής συγκέντρωσης πλούτου στα χέρια των ολίγων, των λιγότερων, των ολίγιστων.
Όχι πως δεν υπήρχαν πλούσιοι παλιότερα – την εποχή, ας πούμε, της γέννησης του εταιρικού φαινομένου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αναλογικούς όρους κανείς ποτέ δεν υπήρξε πλουσιότερος από τους Ροκφέλλερ. Αλλά το πράγμα πια αποκτά αφενός παγκόσμια διάσταση και αφετέρου επεκτείνεται σε μια ομάδα –και όχι σε περιπτώσεις- ανθρώπων που σε κάθε χώρα και πέρα από χώρες παίρνουν στα χέρια τους κεφάλαια που ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξαν αντικείμενο διαχείρισης από άτομα χωρίς θεσμική και γεωγραφική αναφορά.
Ο όγκος του χρήματος και η κίνησή του, με τις ανατροπές παραδοσιακών καταστάσεων και τις κοινωνικές παρενέργειες, είναι το μεγάλο φαινόμενο της εποχής. Και, όπως αρχίζουμε να μαθαίνουμε από την αγορά, η Ελλάδα δεν είναι πια ούτε τόσο μικρή στην οικονομία της, ούτε τόσο προστατευμένη ώστε να αισθάνεται ότι τέτοια «πολυτελή» θέματα δεν την αφορούν.
Tuesday, November 13, 2007
Και τώρα τι...
Τρίτη 13 Νοεμβρίου – και μέσα στις συνθήκες της βαριάς εκλογικής ήττας, αυτό που συνέβη στο ΠΑΣΟΚ ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να του έχει συμβεί. Να εκλέξει αρχηγό με ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση, να έχει επαρκή διαφορά ώστε να μην υπάρξουν αμφισβητήσεις, αλλά με το 55% να αποτρέπει αυτοκρατορικές τάσεις, να έχει διατηρήσει το επικοινωνιακό ενδιαφέρον και ταυτόχρονα η ετυμηγορία της βάσης να επουλώνει κάπως τις βαθιές πληγές των ημερών που προηγήθηκαν.
Αλλά ποτέ δεν υπάρχουν μόνο καλά νέα. Η ευφορία της πρώτης ανάγνωσης του αποτελέσματος, ίσως και με ανακλαστικά ανακούφισης μπροστά στο τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, έδινε σχεδόν την εντύπωση πως η ήττα είχε παραγραφεί. Η Κυριακή ήταν η καλύτερη μέρα του ΠΑΣΟΚ εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι καλές μέρες θα έρχονται η μία πίσω από την άλλη. Το απέδειξε ήδη η Δευτέρα. Το ναυάγιο της διαδικασίας έκδοσης των αποτελεσμάτων ξαναφέρνει στο προσκήνιο τις οργανωτικές αδυναμίες. Τα ποσοστά των δύο υποψηφίων καταλήγουν σε πιο εύλογους από ό,τι την πρώτη μέρα συσχετισμούς δυνάμεων που ακόμη δεν έχουν εκτιμηθεί. Και η υπόθεση του «ρεύματος» αναδεικνύει τα πολιτικά ζητήματα κατεύθυνσης, γραμμής, θέσεων που θα πρέπει να απαντήσει το ΠΑΣΟΚ. Με δυο λόγια: «καθαρή» ιδεολογία, «καθαρή» κοινωνική αναφορά και επιστροφή στις ρίζες ή αναζήτηση της πολυσυλλεκτικότητας σε μια κοινωνία που έχει πια μεγαλύτερες αποστάσεις στο εσωτερικό της και δοκιμάζει τα όρια της πολιτικής σύνθεσης;
Νομίζω ότι ο τελευταίος που ενδιαφέρεται αυτή τη στιγμή για το «ρεύμα» ή τη διακοπή της ηλεκτροδότησης Βενιζέλου είναι ο Γιώργος Παπανδρέου. Αυτός έχει άλλα διλήμματα. Του τίθεται όμως εκ των πραγμάτων το ζήτημα των προσωπικών στρατηγικών: θέλει ο Βενιζέλος να είναι ένας μικρός αρχηγός αφού δεν εξελέγη μεγάλος αρχηγός; Γιατί οι αντιδράσεις στο «ρεύμα» προέρχονται από στελέχη που κατεξοχήν οι θέσεις τους αντιστοιχίζονται προς την πιθανή του πολιτική στόχευση, αλλά η επιλογή τους υπήρξε διαφορετική στην προεδρική εκλογή; Δεν έχει σχέση με την αίσθησή τους πως εάν ένα –ας το πω έτσι, «λιγότερο αριστερό»- ρεύμα εκφραστεί αυτοτελώς, εκείνοι θα έχουν περιορισμένο πολιτικό χώρο στην πλειοψηφική πλευρά; Και πόσο άδικο είχε ο Θόδωρος Πάγκαλος όταν στο παρελθόν πρότεινε να μετασχηματιστεί το ΠΑΣΟΚ σε ένα κεντροευρωπαΪκού τύπου σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με θεσπισμένες και αναγνωρισμένες τάσεις, που ήδη μερικώς κατοχυρώνονται στο καταστατικό του;
Και, φυσικά, υπάρχει και το ζήτημα της αντιπολίτευσης – εκεί όπου δοκιμάζονται τα κόμματα και τα ρεύματα και οι ιδέες και τα στελέχη και –ασφαλώς- και οι κυβερνήσεις για όσους τυχόν την είχαν ξεχάσει…
Αλλά ποτέ δεν υπάρχουν μόνο καλά νέα. Η ευφορία της πρώτης ανάγνωσης του αποτελέσματος, ίσως και με ανακλαστικά ανακούφισης μπροστά στο τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, έδινε σχεδόν την εντύπωση πως η ήττα είχε παραγραφεί. Η Κυριακή ήταν η καλύτερη μέρα του ΠΑΣΟΚ εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι καλές μέρες θα έρχονται η μία πίσω από την άλλη. Το απέδειξε ήδη η Δευτέρα. Το ναυάγιο της διαδικασίας έκδοσης των αποτελεσμάτων ξαναφέρνει στο προσκήνιο τις οργανωτικές αδυναμίες. Τα ποσοστά των δύο υποψηφίων καταλήγουν σε πιο εύλογους από ό,τι την πρώτη μέρα συσχετισμούς δυνάμεων που ακόμη δεν έχουν εκτιμηθεί. Και η υπόθεση του «ρεύματος» αναδεικνύει τα πολιτικά ζητήματα κατεύθυνσης, γραμμής, θέσεων που θα πρέπει να απαντήσει το ΠΑΣΟΚ. Με δυο λόγια: «καθαρή» ιδεολογία, «καθαρή» κοινωνική αναφορά και επιστροφή στις ρίζες ή αναζήτηση της πολυσυλλεκτικότητας σε μια κοινωνία που έχει πια μεγαλύτερες αποστάσεις στο εσωτερικό της και δοκιμάζει τα όρια της πολιτικής σύνθεσης;
Νομίζω ότι ο τελευταίος που ενδιαφέρεται αυτή τη στιγμή για το «ρεύμα» ή τη διακοπή της ηλεκτροδότησης Βενιζέλου είναι ο Γιώργος Παπανδρέου. Αυτός έχει άλλα διλήμματα. Του τίθεται όμως εκ των πραγμάτων το ζήτημα των προσωπικών στρατηγικών: θέλει ο Βενιζέλος να είναι ένας μικρός αρχηγός αφού δεν εξελέγη μεγάλος αρχηγός; Γιατί οι αντιδράσεις στο «ρεύμα» προέρχονται από στελέχη που κατεξοχήν οι θέσεις τους αντιστοιχίζονται προς την πιθανή του πολιτική στόχευση, αλλά η επιλογή τους υπήρξε διαφορετική στην προεδρική εκλογή; Δεν έχει σχέση με την αίσθησή τους πως εάν ένα –ας το πω έτσι, «λιγότερο αριστερό»- ρεύμα εκφραστεί αυτοτελώς, εκείνοι θα έχουν περιορισμένο πολιτικό χώρο στην πλειοψηφική πλευρά; Και πόσο άδικο είχε ο Θόδωρος Πάγκαλος όταν στο παρελθόν πρότεινε να μετασχηματιστεί το ΠΑΣΟΚ σε ένα κεντροευρωπαΪκού τύπου σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με θεσπισμένες και αναγνωρισμένες τάσεις, που ήδη μερικώς κατοχυρώνονται στο καταστατικό του;
Και, φυσικά, υπάρχει και το ζήτημα της αντιπολίτευσης – εκεί όπου δοκιμάζονται τα κόμματα και τα ρεύματα και οι ιδέες και τα στελέχη και –ασφαλώς- και οι κυβερνήσεις για όσους τυχόν την είχαν ξεχάσει…
Monday, November 12, 2007
Το τέλος του παιχνιδιού (και η αρχή ενός άλλου)
Δευτέρα 12 Νοεμβρίου – και, πέρα από τα προφανή περί «καθαρής εντολής», υπάρχουν μερικά ακόμη πολύ ενδιαφέροντα πολιτικά συμπεράσματα από τη χθεσινή μέρα.
Το πρώτο αφορά το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ως φορέα. Το ΠΑΣΟΚ είναι το μεγάλο πολιτικό φαινόμενο της μεταπολίτευσης. Η έκταση της συμμετοχής σε μια εσωτερική εκλογική διαδικασία, στη χειρότερη στιγμή της διαδρομής του κόμματος, έδειξε προπάντων το κοινωνικό βάθος και τη διάρκεια του οργανισμού που κληροδότησε ο Ανδρέας Παπανδρέου στους επιγόνους του. Και ως προς τα δύο σκέλη: εξίσου δηλαδή την αντοχή της κοινωνικής αναφοράς αλλά και την αντοχή της ιδρυτικής παρουσίας του για ευρύτατα στρώματα της λαϊκής εκλογικής βάσης και μάλιστα για εκείνα που παραμένουν συσπειρωμένα γύρω του, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις του πολιτικού του κύκλου, ακόμη και ανεξάρτητα από τις πολιτικές πλατφόρμες που εκφράζουν οι διαφορετικές ηγετικές προτάσεις – το 96, το 2004, το 2007.
Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά τη σχέση των Ελλήνων με την πολιτική. Αδιάφοροι, του «καναπέ», απολιτίκ – όσο και να περιγράφονται σε φάση απεξάρτησης από την παραδοσιακή πολιτική, οι Έλληνες παραμένουν συνδεδεμένοι με αυτήν περισσότερο από τους περισσότερους Ευρωπαίους. Και τους αρέσει να ψηφίζουν, να έχουν λόγο – δεν λέω «συμμετέχουν» γιατί ο όρος έχει μερικές παραπάνω απαιτήσεις που για την ώρα δεν έχουν εκπληρωθεί. Όταν τους δίνεις ψήφο, όταν τους δίνεις το δικαίωμα, το ασκούν – δεν αφήνουν άλλους να αποφασίσουν γι’ αυτούς. Από την άποψη αυτή, νομίζω, ότι σήμερα βρίσκονται σε φάση υποχώρησης οι εκτιμήσεις πως το πολιτικό σύστημα έχει εξαντλήσει τα όριά του και τα όρια της υπομονής του εκλογικού σώματος.
Ο κ. Παπανδρέου ασφαλώς έχει κάθε λόγο να αισθάνεται ικανοποιημένος και ενισχυμένος – και αυτό το χρωστά αφενός στη δική του στάση μέσα στη δίνη της εσωκομματικής κρίσης, την ώρα που παίχτηκε ταυτόχρονα το πολιτικό του μέλλον και η υστεροφημία του, και αφετέρου στους αντιπάλους του, ιδιαίτερα στον κ. Βενιζέλο. Όχι επειδή έχασαν – αλλά επειδή του έδωσαν την ευκαιρία να βγει νικητής από μια πραγματική πολιτική αναμέτρηση. Αρκεί να σκεφθεί κανείς πώς θα ήταν ο κ. Παπανδρέου εάν είχε υλοποιηθεί η πρόταση «επαναβεβαίωσης» της ηγεσίας του – κατά τη γνωστή φράση του το βράδυ των εκλογών. Ποια θα ήταν η συμμετοχή, ποιο θα ήταν το κοινωνικό ενδιαφέρον και –ακόμη σημαντικότερο- πόσο θα ήταν το πολιτικό κεφάλαιο που θα είχε συσσωρεύσει σε σύγκριση με τα αποθέματα που σχημάτισε από την ουσιαστική αναβάπτισή του σε μια ευρεία κοινωνική κάλπη. Έχοντας διατυπώσει ανοιχτή διαφωνία με το συγκεκριμένο τρόπο ανάδειξης προέδρου, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τη σημασία ενός ανοίγματος στην κοινωνία, ιδιαίτερα όταν αυτή δείχνει να εκτιμάει και να διψάει για ανοιχτή, διαφανή πρόσβαση στα κομματικά πράγματα.
Και, τέλος, επιτρέψτε μου να συγκαταλέγω στους κερδισμένους της χθεσινής μέρας τον κ. Καραμανλή. Είναι ο πρόσφατα εκλεγμένος ηγέτης της, με επίσης «καθαρή εντολή» και είναι μια ευκαιρία γι’αυτόν η σημερινή συνθήκη της επιστροφής στην πραγματική πολιτική, μακριά από το νοσηρό κλίμα της εσωστρέφειας. Οι όροι του παιχνιδιού έχουν ξεκαθαρίσει. Ωρα να παιχτεί…
Το πρώτο αφορά το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ως φορέα. Το ΠΑΣΟΚ είναι το μεγάλο πολιτικό φαινόμενο της μεταπολίτευσης. Η έκταση της συμμετοχής σε μια εσωτερική εκλογική διαδικασία, στη χειρότερη στιγμή της διαδρομής του κόμματος, έδειξε προπάντων το κοινωνικό βάθος και τη διάρκεια του οργανισμού που κληροδότησε ο Ανδρέας Παπανδρέου στους επιγόνους του. Και ως προς τα δύο σκέλη: εξίσου δηλαδή την αντοχή της κοινωνικής αναφοράς αλλά και την αντοχή της ιδρυτικής παρουσίας του για ευρύτατα στρώματα της λαϊκής εκλογικής βάσης και μάλιστα για εκείνα που παραμένουν συσπειρωμένα γύρω του, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις του πολιτικού του κύκλου, ακόμη και ανεξάρτητα από τις πολιτικές πλατφόρμες που εκφράζουν οι διαφορετικές ηγετικές προτάσεις – το 96, το 2004, το 2007.
Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά τη σχέση των Ελλήνων με την πολιτική. Αδιάφοροι, του «καναπέ», απολιτίκ – όσο και να περιγράφονται σε φάση απεξάρτησης από την παραδοσιακή πολιτική, οι Έλληνες παραμένουν συνδεδεμένοι με αυτήν περισσότερο από τους περισσότερους Ευρωπαίους. Και τους αρέσει να ψηφίζουν, να έχουν λόγο – δεν λέω «συμμετέχουν» γιατί ο όρος έχει μερικές παραπάνω απαιτήσεις που για την ώρα δεν έχουν εκπληρωθεί. Όταν τους δίνεις ψήφο, όταν τους δίνεις το δικαίωμα, το ασκούν – δεν αφήνουν άλλους να αποφασίσουν γι’ αυτούς. Από την άποψη αυτή, νομίζω, ότι σήμερα βρίσκονται σε φάση υποχώρησης οι εκτιμήσεις πως το πολιτικό σύστημα έχει εξαντλήσει τα όριά του και τα όρια της υπομονής του εκλογικού σώματος.
Ο κ. Παπανδρέου ασφαλώς έχει κάθε λόγο να αισθάνεται ικανοποιημένος και ενισχυμένος – και αυτό το χρωστά αφενός στη δική του στάση μέσα στη δίνη της εσωκομματικής κρίσης, την ώρα που παίχτηκε ταυτόχρονα το πολιτικό του μέλλον και η υστεροφημία του, και αφετέρου στους αντιπάλους του, ιδιαίτερα στον κ. Βενιζέλο. Όχι επειδή έχασαν – αλλά επειδή του έδωσαν την ευκαιρία να βγει νικητής από μια πραγματική πολιτική αναμέτρηση. Αρκεί να σκεφθεί κανείς πώς θα ήταν ο κ. Παπανδρέου εάν είχε υλοποιηθεί η πρόταση «επαναβεβαίωσης» της ηγεσίας του – κατά τη γνωστή φράση του το βράδυ των εκλογών. Ποια θα ήταν η συμμετοχή, ποιο θα ήταν το κοινωνικό ενδιαφέρον και –ακόμη σημαντικότερο- πόσο θα ήταν το πολιτικό κεφάλαιο που θα είχε συσσωρεύσει σε σύγκριση με τα αποθέματα που σχημάτισε από την ουσιαστική αναβάπτισή του σε μια ευρεία κοινωνική κάλπη. Έχοντας διατυπώσει ανοιχτή διαφωνία με το συγκεκριμένο τρόπο ανάδειξης προέδρου, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τη σημασία ενός ανοίγματος στην κοινωνία, ιδιαίτερα όταν αυτή δείχνει να εκτιμάει και να διψάει για ανοιχτή, διαφανή πρόσβαση στα κομματικά πράγματα.
Και, τέλος, επιτρέψτε μου να συγκαταλέγω στους κερδισμένους της χθεσινής μέρας τον κ. Καραμανλή. Είναι ο πρόσφατα εκλεγμένος ηγέτης της, με επίσης «καθαρή εντολή» και είναι μια ευκαιρία γι’αυτόν η σημερινή συνθήκη της επιστροφής στην πραγματική πολιτική, μακριά από το νοσηρό κλίμα της εσωστρέφειας. Οι όροι του παιχνιδιού έχουν ξεκαθαρίσει. Ωρα να παιχτεί…
Friday, November 9, 2007
Μπουλντόζες και ΑΤΜ
Παρασκευή 9 Νοεμβρίου – και μπορεί να έγινε αργά, μπορεί να έγινε περίπου κατά λάθος, μπορεί σχεδόν να αναγκάστηκε, αλλά η αστυνομία μπήκε στα Ζωνιανά. Κι αφού μπήκε, βρήκε.
Τι βρήκε; Κάτι ΑΤΜ που έλειπαν από τοίχους τραπεζών της Κρήτης. Για όσους δεν θυμούνται τα λιμά των δελτίων ειδήσεων, στην περήφανη Μεγαλόνησο υπάρχει μία συνήθεια πατροπαράδοτη να μην κλέβουν με το θλιβερό αστικό τρόπο, όπου παραφυλάει κάποιος με ηλεκτρονικό μηχανάκι, κλέβει τον κωδικό, έχει κάμερα και γράφει τον αριθμό του λογαριασμού και τον κωδικό πρόσβασης και μετά πηγαίνουν λάου-λάου και στη ζούλα για να πάρουν όσα λεφτά δίνει το περιθώριο του λογαριασμού. Όχι. Αυτά είναι για τους μικρούς, τους αστούς, τους ταπεινούς. Οι σταυραετοί έχουν άλλη μέθοδο. Με ψηλά το κεφάλι. Ανεβαίνουν σε μια μπουλντόζα, κάνουν μια τρύπα στον τοίχο, παίρνουν όλο το ΑΤΜ μαζί με τη μισή τοιχοποιία και το μεταφέρουν στο κρυσφύγετο –όχι ιδιαίτερα κρυφό, δηλαδή- όπου το ξεκοκκαλίζουν, περίπου όπως ο Οβελίξ τα αγριογούρουνα. Άλλωστε τι είναι και τα Ζωνιανά, κατά τον προσφυή παραλληλισμό που διάβασα; Ένα πραγματικό χωριό του Αστερίξ.
Το θέμα λοιπόν είναι ο δρυίδης. Και όλοι πια ξέρουμε πως το μαγικό φίλτρο ήταν πολιτικό. Πρέπει να πιστώσει κανείς, χωρίς αμφιβολία, στα θετικά της κυβέρνησης ότι –έστω κι έτσι, έστω και τώρα- η αστυνομία πήγε και δηλώνει πως πήγε για να μείνει. Η έκθεση είναι δέσμευση. Ακόμη κι αν δεν το ήθελε πραγματικά, η Αστυνομία θα είναι πια πολύ δύσκολο να μην μείνει. Και το πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο, αν και όποτε φύγει. Αυτό που δεν είχαν καταλάβει οι Ζωνιανοί –επειδή ζουν ακόμη σε μια άλλη φάση πολιτισμού- είναι ότι ο κίνδυνος δεν ήταν οι αστυνομικοί. Αυτοί ίσως θα μπορούσαν κάποτε να φύγουν ή να κάνουν τα στραβά μάτια, όπως τόσο καιρό που δεν ήξεραν πού είναι τα χαμένα ΑΤΜ.
Το πρόβλημά τους είναι πια οι κάμερες. Αυτές δεν φεύγουν ποτέ. Καλύτερα να ήταν στο στόχαστρο ενός Μπράουνινγκ, ξέρουν από τέτοια, παρά στο φακό της επικαιρότητας. Αυτός στιγματίζει ανεξίτηλα και τώρα θα είναι μονίμως στο focus μιας εικόνας που δεν συγχωρεί και δεν επιτρέπει.
Δεν υπάρχει μόνο πίστωση. Για τις πολιτικές ευθύνες ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης είπε χτες το περίφημο «όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα». Ξέρουμε όλοι ότι αυτή η φράση είναι σύμβολο και συνταγή συγκάλυψης. Κανείς δεν θα πάει στον εισαγγελέα, γιατί κανείς δεν έχει στοιχεία, γιατί στοιχεία με τη δικονομική έννοια είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν σε τέτοιες περιπτώσεις και μάλιστα αρχειοθετημένα για χρήση όποτε ήθελε προκύψει. Αλλά η πολιτική κάλυψη δεν είναι εισαγγελικό στοιχείο. Δηλαδή τι θα πρέπει να προσκομίσει ο πρόθυμος συνεργάτης των αρχών; Θα συγκινούσε κανέναν μια φωτογραφία ή ένα αναμνηστικό από γάμο ή βαφτίσια, όπου ο άρχων πολιτικός, ο βουλευτής, ο νομάρχης, ο πολιτευτής, ο υποψήφιος ή όποιος άλλος παράγων της περιοχής έπινε ρακές αγκαλιασμένος με τον κουμπάρο από τη μια και το σύντεκνο από την άλλη, που όλοι στο χωριό ήξεραν πως είναι αρχηγοί κάποιας από τις φαμίλιες; Χρειαζόταν κι άλλο μήνυμα, κι άλλη κάλυψη, για να ξέρουν όλοι πως ο φαμιλιάρχης έχει πλάτες και καλά θα έκαναν να μην πολυμιλάνε;
Ο λογαριασμός, πάντως, για μια φορά είναι θετικός. Τουλάχιστον δεν «κράτησε» το κάστρο, και τα άλλα μικρότερα κάστρα, που είναι πολλά, και μερικά στο κέντρο της Αθήνας, κάστρα της Κρήτης, κάστρα της Μέρας και περισσότερα κάστρα της Νύχτας, μπορούν να αισθάνονται πως ίσως έρθει κάποια στιγμή και η δική τους κακή ώρα.
Τι βρήκε; Κάτι ΑΤΜ που έλειπαν από τοίχους τραπεζών της Κρήτης. Για όσους δεν θυμούνται τα λιμά των δελτίων ειδήσεων, στην περήφανη Μεγαλόνησο υπάρχει μία συνήθεια πατροπαράδοτη να μην κλέβουν με το θλιβερό αστικό τρόπο, όπου παραφυλάει κάποιος με ηλεκτρονικό μηχανάκι, κλέβει τον κωδικό, έχει κάμερα και γράφει τον αριθμό του λογαριασμού και τον κωδικό πρόσβασης και μετά πηγαίνουν λάου-λάου και στη ζούλα για να πάρουν όσα λεφτά δίνει το περιθώριο του λογαριασμού. Όχι. Αυτά είναι για τους μικρούς, τους αστούς, τους ταπεινούς. Οι σταυραετοί έχουν άλλη μέθοδο. Με ψηλά το κεφάλι. Ανεβαίνουν σε μια μπουλντόζα, κάνουν μια τρύπα στον τοίχο, παίρνουν όλο το ΑΤΜ μαζί με τη μισή τοιχοποιία και το μεταφέρουν στο κρυσφύγετο –όχι ιδιαίτερα κρυφό, δηλαδή- όπου το ξεκοκκαλίζουν, περίπου όπως ο Οβελίξ τα αγριογούρουνα. Άλλωστε τι είναι και τα Ζωνιανά, κατά τον προσφυή παραλληλισμό που διάβασα; Ένα πραγματικό χωριό του Αστερίξ.
Το θέμα λοιπόν είναι ο δρυίδης. Και όλοι πια ξέρουμε πως το μαγικό φίλτρο ήταν πολιτικό. Πρέπει να πιστώσει κανείς, χωρίς αμφιβολία, στα θετικά της κυβέρνησης ότι –έστω κι έτσι, έστω και τώρα- η αστυνομία πήγε και δηλώνει πως πήγε για να μείνει. Η έκθεση είναι δέσμευση. Ακόμη κι αν δεν το ήθελε πραγματικά, η Αστυνομία θα είναι πια πολύ δύσκολο να μην μείνει. Και το πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο, αν και όποτε φύγει. Αυτό που δεν είχαν καταλάβει οι Ζωνιανοί –επειδή ζουν ακόμη σε μια άλλη φάση πολιτισμού- είναι ότι ο κίνδυνος δεν ήταν οι αστυνομικοί. Αυτοί ίσως θα μπορούσαν κάποτε να φύγουν ή να κάνουν τα στραβά μάτια, όπως τόσο καιρό που δεν ήξεραν πού είναι τα χαμένα ΑΤΜ.
Το πρόβλημά τους είναι πια οι κάμερες. Αυτές δεν φεύγουν ποτέ. Καλύτερα να ήταν στο στόχαστρο ενός Μπράουνινγκ, ξέρουν από τέτοια, παρά στο φακό της επικαιρότητας. Αυτός στιγματίζει ανεξίτηλα και τώρα θα είναι μονίμως στο focus μιας εικόνας που δεν συγχωρεί και δεν επιτρέπει.
Δεν υπάρχει μόνο πίστωση. Για τις πολιτικές ευθύνες ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης είπε χτες το περίφημο «όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα». Ξέρουμε όλοι ότι αυτή η φράση είναι σύμβολο και συνταγή συγκάλυψης. Κανείς δεν θα πάει στον εισαγγελέα, γιατί κανείς δεν έχει στοιχεία, γιατί στοιχεία με τη δικονομική έννοια είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν σε τέτοιες περιπτώσεις και μάλιστα αρχειοθετημένα για χρήση όποτε ήθελε προκύψει. Αλλά η πολιτική κάλυψη δεν είναι εισαγγελικό στοιχείο. Δηλαδή τι θα πρέπει να προσκομίσει ο πρόθυμος συνεργάτης των αρχών; Θα συγκινούσε κανέναν μια φωτογραφία ή ένα αναμνηστικό από γάμο ή βαφτίσια, όπου ο άρχων πολιτικός, ο βουλευτής, ο νομάρχης, ο πολιτευτής, ο υποψήφιος ή όποιος άλλος παράγων της περιοχής έπινε ρακές αγκαλιασμένος με τον κουμπάρο από τη μια και το σύντεκνο από την άλλη, που όλοι στο χωριό ήξεραν πως είναι αρχηγοί κάποιας από τις φαμίλιες; Χρειαζόταν κι άλλο μήνυμα, κι άλλη κάλυψη, για να ξέρουν όλοι πως ο φαμιλιάρχης έχει πλάτες και καλά θα έκαναν να μην πολυμιλάνε;
Ο λογαριασμός, πάντως, για μια φορά είναι θετικός. Τουλάχιστον δεν «κράτησε» το κάστρο, και τα άλλα μικρότερα κάστρα, που είναι πολλά, και μερικά στο κέντρο της Αθήνας, κάστρα της Κρήτης, κάστρα της Μέρας και περισσότερα κάστρα της Νύχτας, μπορούν να αισθάνονται πως ίσως έρθει κάποια στιγμή και η δική τους κακή ώρα.
Wednesday, November 7, 2007
Πού πάνε τα λεφτά;
Τετάρτη 7 Νοεμβρίου – και κοίτα να δεις που όταν σπάει η ομερτά αρχίζει η φλυαρία. Η φλυαρία είναι το ίδιο ακριβώς με την ομερτά. Αν δεν θέλεις να ειπωθεί κάτι, ή πρέπει να μην λέει κανείς τίποτα, ή πρέπει να μιλούν ακατάσχετα όλοι για όλα, γενικώς, αορίστως και ασταμάτητα. Εκτός βέβαια από το επίμαχο…
Και το επίμαχο είναι φυσικά ΚΑΙ για τη βαριά, βαρύτατη εγκληματικότητα η ενοχή, η ανοχή και η συνενοχή. Η ενοχή είναι φυσική – κάθε έγκλημα απαιτεί τους αυτουργούς του. Η ανοχή είναι δύο τύπων. Η πρώτη είναι η ανοχή των αμέτοχων αλλά φοβισμένων απλών ανθρώπων. Τι να κάνει ακριβώς ένας κάτοικος των Ζωνιανών που δεν θέλει να μετέχει στο κύκλωμα της παρανομίας, αλλά ζει (και μπορεί εξίσου εύκολα να πεθάνει) στο χωριό των κρητο-σιτσιλιάνων; Μην περιμένετε από αυτόν να μιλήσει. Θα ήταν άδικο και παράλογο να του ζητήσει κανείς ευθύνη ή πρωτοβουλία.
Υπάρχει όμως η άλλη ανοχή, η ημι-επίσημη ανοχή των αρχών και των αρχόντων. Των λαδωμένων αξιωματούχων, των προυχόντων που παζαρεύουν αυτόνομοι και αυτονομημένοι ακόμη και από τα κέντρα της εξουσίας τους, των ευνοημένων της διαφθοράς και των απαραίτητων (χωρίς αυτούς δεν γίνεται) πολιτικών προστατών τους. Σε μια τέτοιου τύπου εγκληματικότητα, δεν μπορεί να λείπει κανένας κρίκος στην αλυσίδα. Το έδειξε η ιταλική εμπειρία – πολύ μεγαλύτερη, αλλά φοβούμαι ευθέως συγκρίσιμη με την περίπτωση των Ζωνιανών. Για κάθε φαμίλια, για κάθε Μαφία, για κάθε Σικελία δεν αρκεί ο «κάπο ντι κάπι». Για να γίνει από συμμορία «σύστημα», χρειάζεται ένας Αντρεόττι. Μικρός, μεσαίος, μεγάλος – εξαρτάται… Αλλά πάντοτε απαραίτητος.
Ακούω το επιχείρημα «μην κατηγορείτε συλλήβδην ένα ολόκληρο χωριό». «Δεν είναι όλοι, είναι λίγοι, που συκοφαντούν και τρομοκρατούν τους υπόλοιπους». Δεν είναι όλοι; Προφανώς. Ούτε στο Μεντεγίν της Κολομβίας είναι όλοι. Κάποιοι κι εκεί είναι μηχανικοί αυτοκινήτων, κάποιες είναι καθαρίστριες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Δεν πρόκειται για ένα χωριό όπου έχει εγκατασταθεί μια εγκληματική οργάνωση. Πρόκειται για ένα άντρο εγκληματικότητας – πασίγνωστο και ευρισκόμενο διαρκώς σε ένα παράδοξο απυρόβλητο.
Στα σπίτια θα γίνουν έρευνες. Στα υπόγεια θα βρεθούν ίσως όπλα – όσα είναι άχρηστα ή δεν πρόλαβαν να μεταφέρουν. Μπορεί ακόμη και να βρεθούν ένας-δυο καταζητούμενοι. Αλλά εάν θέλει κανείς πραγματικά να βάλει το χέρι βαθιά, το ζήτημα δεν είναι στο υπόγειο, ούτε ακόμη και στους πατριάρχες των οικογενειών. Το μυστικό είναι στις τράπεζες. Εάν θέλει κανείς να μάθει τι πραγματικά συμβαίνει, δεν μπορεί παρά να ανοίξει τους λογαριασμούς των «καπεταναίων». Και να δει τα πλοκάμια τους. Πού πηγαίνουν και πού καταλήγουν. Ίσως ο κ. Ζορμπάς να μπορούσε εδώ να είναι πιο αποτελεσματικός από το τεθωρακισμένο με τους πυργίσκους που επιχειρεί αυτή την ώρα να μπει στο άβαλον της φούντας και το άβατον της νομιμότητας.
Και το επίμαχο είναι φυσικά ΚΑΙ για τη βαριά, βαρύτατη εγκληματικότητα η ενοχή, η ανοχή και η συνενοχή. Η ενοχή είναι φυσική – κάθε έγκλημα απαιτεί τους αυτουργούς του. Η ανοχή είναι δύο τύπων. Η πρώτη είναι η ανοχή των αμέτοχων αλλά φοβισμένων απλών ανθρώπων. Τι να κάνει ακριβώς ένας κάτοικος των Ζωνιανών που δεν θέλει να μετέχει στο κύκλωμα της παρανομίας, αλλά ζει (και μπορεί εξίσου εύκολα να πεθάνει) στο χωριό των κρητο-σιτσιλιάνων; Μην περιμένετε από αυτόν να μιλήσει. Θα ήταν άδικο και παράλογο να του ζητήσει κανείς ευθύνη ή πρωτοβουλία.
Υπάρχει όμως η άλλη ανοχή, η ημι-επίσημη ανοχή των αρχών και των αρχόντων. Των λαδωμένων αξιωματούχων, των προυχόντων που παζαρεύουν αυτόνομοι και αυτονομημένοι ακόμη και από τα κέντρα της εξουσίας τους, των ευνοημένων της διαφθοράς και των απαραίτητων (χωρίς αυτούς δεν γίνεται) πολιτικών προστατών τους. Σε μια τέτοιου τύπου εγκληματικότητα, δεν μπορεί να λείπει κανένας κρίκος στην αλυσίδα. Το έδειξε η ιταλική εμπειρία – πολύ μεγαλύτερη, αλλά φοβούμαι ευθέως συγκρίσιμη με την περίπτωση των Ζωνιανών. Για κάθε φαμίλια, για κάθε Μαφία, για κάθε Σικελία δεν αρκεί ο «κάπο ντι κάπι». Για να γίνει από συμμορία «σύστημα», χρειάζεται ένας Αντρεόττι. Μικρός, μεσαίος, μεγάλος – εξαρτάται… Αλλά πάντοτε απαραίτητος.
Ακούω το επιχείρημα «μην κατηγορείτε συλλήβδην ένα ολόκληρο χωριό». «Δεν είναι όλοι, είναι λίγοι, που συκοφαντούν και τρομοκρατούν τους υπόλοιπους». Δεν είναι όλοι; Προφανώς. Ούτε στο Μεντεγίν της Κολομβίας είναι όλοι. Κάποιοι κι εκεί είναι μηχανικοί αυτοκινήτων, κάποιες είναι καθαρίστριες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Δεν πρόκειται για ένα χωριό όπου έχει εγκατασταθεί μια εγκληματική οργάνωση. Πρόκειται για ένα άντρο εγκληματικότητας – πασίγνωστο και ευρισκόμενο διαρκώς σε ένα παράδοξο απυρόβλητο.
Στα σπίτια θα γίνουν έρευνες. Στα υπόγεια θα βρεθούν ίσως όπλα – όσα είναι άχρηστα ή δεν πρόλαβαν να μεταφέρουν. Μπορεί ακόμη και να βρεθούν ένας-δυο καταζητούμενοι. Αλλά εάν θέλει κανείς πραγματικά να βάλει το χέρι βαθιά, το ζήτημα δεν είναι στο υπόγειο, ούτε ακόμη και στους πατριάρχες των οικογενειών. Το μυστικό είναι στις τράπεζες. Εάν θέλει κανείς να μάθει τι πραγματικά συμβαίνει, δεν μπορεί παρά να ανοίξει τους λογαριασμούς των «καπεταναίων». Και να δει τα πλοκάμια τους. Πού πηγαίνουν και πού καταλήγουν. Ίσως ο κ. Ζορμπάς να μπορούσε εδώ να είναι πιο αποτελεσματικός από το τεθωρακισμένο με τους πυργίσκους που επιχειρεί αυτή την ώρα να μπει στο άβαλον της φούντας και το άβατον της νομιμότητας.
Tuesday, November 6, 2007
The former Greek Republic of Zoniana
Τρίτη 6 Νοεμβρίου – και αγαπητοί μου συμπολίτες, θα θυμάστε ίσως πριν από κανένα χρόνο που σας είχα πει ότι το κράτος μας βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την αυτοανακηρυχθείσα αυτόνομη δημοκρατία των Εξαχρείων. Έχω καλά νέα: από τότε οι σχέσεις μας έχουν σχετικά εξομαλυνθεί και οι αψιμαχίες είναι περιορισμένες. Όχι ότι πηγαίνει αστυνομία στην πλατεία, αλλά υπάρχει μια αμοιβαία ανοχή. Έχουν, δηλαδή, κι αυτοί καιρό να κάψουν το τμήμα της Καλλιδρομίου. Είμαστε –σα να λέμε- περίπου όπως με την Τουρκία.
Αυτά είναι τα καλά νέα. Τα κακά νέα είναι ότι ανοίξαμε δεύτερο μέτωπο. Ξεκίνησαν εχθροπραξίες μεταξύ της χώρας μας και της λαοκρατικής δημοκρατίας των Ζωνιανών – αυτής που έχει έμβλημα τη φούντα και δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί και περιπολικό στο ζωνάρι ή τη χασισοκαλλιέργειά της. Τελευταία έχω γίνει οπαδός της αναθεωρητικής άποψης της ιστορίας και θα έχω προβλήματα στο εσωτερικό. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι σήμερα οι γενναίοι Κρητικοί που επιμένουν να έχουν μισό αρσενάλι στο υπόγειό τους είναι για να τιμήσουν τη μνήμη των παππούδων τους που υπεράσπισαν το Μάλεμε. Άντε αυτό να το κάνουν εκείνοι που επιμένουν να ρίξουν μερικές μπαλωθιές στα βαφτίσια. Για τους άλλους, το «πρώτη φορά νονός» γράφεται με κεφαλαίο και σημαίνει Κορλεονάκης. Δεν πιστεύω ότι η υπερήφανη ράτσα αντιστέκεται για την τιμή – κάτι μου λέει πως το κάνει για το χρήμα. Και είναι πολύ το χρήμα, όταν μάλιστα το κράτος ανέχεται ένα κράτος εν κράτει…
Με λύπη μου σας φέρνω τα πρώτα πολεμικά ανακοινωθέντα. Αι ημέτεραι δυνάμεις υπέστησαν ήττα – κι ένας μικρός συμπολίτης μας, 30 ημερών, θα ζήσει ίσως την υπόλοιπη ζωή του χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα του, γιατί εκεί στα Ζωνιανά έχει δυο χρόνια να πατήσει αστυνομία, και για να πάει έκανε τρεις μέρες, και 75 αστακοί που στείλαμε χτες το καθυστερούν το πράγμα (για να μην πέσουν κι αυτοί θύματα, αλλά και για να έχουν χρόνο να καλλωπίσουν το χωριό οι τοπικές αρχές και οι τοπικές οικογένειες). Σε μερικούς από τους αστυνομικούς μας μάλιστα, ακούω στις ειδήσεις, δεν είχαν καν πει ότι πηγαίνουν στο Βιετνάμ για να μην υπάρξουν λιποταξίες. «Ζωνιανά; Θα αστειεύεσαι βέβαια…», θα έλεγε στον αξιωματικό του ο αστυνομικός και θα επέστρεφε στην ασφάλεια του τμήματος. Ποιού τμήματος; Μα για να είναι ασφαλές, μιλάμε ασφαλώς για το τμήμα που εκδίδει μόνον διαβατήρια – κατά προτίμηση σε χασισεμπόρους και, όπως θα θυμάστε από παλαιότερα περιστατικά, και δι’αντιπροσώπου σε καταζητουμένους.
Το χειρότερο για όλους τους συμπολίτες είναι ότι δεν πέσαμε από τα σύννεφα. Το χειρότερο είναι πως είπαμε «εντάξει, μωρέ, δεν τα ξέρεις τώρα τι γίνεται στην Κρήτη; Καλά, ανόητοι είναι; Εκεί πήγαν να βάλουν τάξη; Ας ξεκινήσουν από κάπου αλλού;» Το χειρότερο είναι πως με την προετοιμασία, την ετοιμότητα και τη διάθεση που έχουμε, το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε δεν είναι η νίκη, αλλά απλώς μια ανακωχή χωρίς να συνθηκολογήσουμε ταπεινωτικά και δημόσια.
Και σε λίγο καιρό όποιος θέλει θα μπορεί το καλοκαίρι να πάει και μια βόλτα από το ωραίο κεφαλοχώρι των Ζωνιανών και να «ζήσει το μύθο του». Για το «στην Ελλάδα», μην παίρνετε όρκο.
Αυτά είναι τα καλά νέα. Τα κακά νέα είναι ότι ανοίξαμε δεύτερο μέτωπο. Ξεκίνησαν εχθροπραξίες μεταξύ της χώρας μας και της λαοκρατικής δημοκρατίας των Ζωνιανών – αυτής που έχει έμβλημα τη φούντα και δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί και περιπολικό στο ζωνάρι ή τη χασισοκαλλιέργειά της. Τελευταία έχω γίνει οπαδός της αναθεωρητικής άποψης της ιστορίας και θα έχω προβλήματα στο εσωτερικό. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι σήμερα οι γενναίοι Κρητικοί που επιμένουν να έχουν μισό αρσενάλι στο υπόγειό τους είναι για να τιμήσουν τη μνήμη των παππούδων τους που υπεράσπισαν το Μάλεμε. Άντε αυτό να το κάνουν εκείνοι που επιμένουν να ρίξουν μερικές μπαλωθιές στα βαφτίσια. Για τους άλλους, το «πρώτη φορά νονός» γράφεται με κεφαλαίο και σημαίνει Κορλεονάκης. Δεν πιστεύω ότι η υπερήφανη ράτσα αντιστέκεται για την τιμή – κάτι μου λέει πως το κάνει για το χρήμα. Και είναι πολύ το χρήμα, όταν μάλιστα το κράτος ανέχεται ένα κράτος εν κράτει…
Με λύπη μου σας φέρνω τα πρώτα πολεμικά ανακοινωθέντα. Αι ημέτεραι δυνάμεις υπέστησαν ήττα – κι ένας μικρός συμπολίτης μας, 30 ημερών, θα ζήσει ίσως την υπόλοιπη ζωή του χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα του, γιατί εκεί στα Ζωνιανά έχει δυο χρόνια να πατήσει αστυνομία, και για να πάει έκανε τρεις μέρες, και 75 αστακοί που στείλαμε χτες το καθυστερούν το πράγμα (για να μην πέσουν κι αυτοί θύματα, αλλά και για να έχουν χρόνο να καλλωπίσουν το χωριό οι τοπικές αρχές και οι τοπικές οικογένειες). Σε μερικούς από τους αστυνομικούς μας μάλιστα, ακούω στις ειδήσεις, δεν είχαν καν πει ότι πηγαίνουν στο Βιετνάμ για να μην υπάρξουν λιποταξίες. «Ζωνιανά; Θα αστειεύεσαι βέβαια…», θα έλεγε στον αξιωματικό του ο αστυνομικός και θα επέστρεφε στην ασφάλεια του τμήματος. Ποιού τμήματος; Μα για να είναι ασφαλές, μιλάμε ασφαλώς για το τμήμα που εκδίδει μόνον διαβατήρια – κατά προτίμηση σε χασισεμπόρους και, όπως θα θυμάστε από παλαιότερα περιστατικά, και δι’αντιπροσώπου σε καταζητουμένους.
Το χειρότερο για όλους τους συμπολίτες είναι ότι δεν πέσαμε από τα σύννεφα. Το χειρότερο είναι πως είπαμε «εντάξει, μωρέ, δεν τα ξέρεις τώρα τι γίνεται στην Κρήτη; Καλά, ανόητοι είναι; Εκεί πήγαν να βάλουν τάξη; Ας ξεκινήσουν από κάπου αλλού;» Το χειρότερο είναι πως με την προετοιμασία, την ετοιμότητα και τη διάθεση που έχουμε, το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε δεν είναι η νίκη, αλλά απλώς μια ανακωχή χωρίς να συνθηκολογήσουμε ταπεινωτικά και δημόσια.
Και σε λίγο καιρό όποιος θέλει θα μπορεί το καλοκαίρι να πάει και μια βόλτα από το ωραίο κεφαλοχώρι των Ζωνιανών και να «ζήσει το μύθο του». Για το «στην Ελλάδα», μην παίρνετε όρκο.
Monday, November 5, 2007
Το σωστό λάθος, στο σωστό χρόνο
Δευτέρα 5 Νοεμβρίου – και λένε πως στην πολιτική το παν είναι το τάιμινγκ. Να κάνεις τη σωστή κίνηση στο σωστό χρόνο. Να έχεις μετρήσει το τικ-τακ του ρολογιού και να χτυπάς την ώρα που ο αντίπαλος δεν το περιμένει, να αφουγκράζεσαι (που λέγαν και τα ωραία χρόνια του 80) το σφυγμό του λαού και να ανταποκρίνεσαι αμέσως και καίρια στις επιθυμίες του. Η τέλεια δήλωση τη μια στιγμή είναι η απόλυτη καταστροφή την επόμενη. Όλα είναι θέμα σωστού χρόνου.
Αν αυτό είναι η πολιτική, τότε στο ΠΑΣΟΚ έχουν κάθε λόγο να αισιοδοξούν. Μια ανασκόπηση των μόλις έξι εβδομάδων που έχουν μεσολαβήσει από τις εκλογές, δείχνει πως έχει αποκτήσει μια απαράμιλλη ικανότητα χειρισμού του πολιτικού χρόνου. Μετρήστε: ο Γιώργος Παπανδρέου το βράδυ των εκλογών μιλά για «επαναβεβαίωση της εμπιστοσύνης». Μεγάλη (και σωτήρια για τον ίδιο) ιδέα, μεγάλη ταχύτητα και επιδεξιότητα. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος το αντιλαμβάνεται αμέσως και σπεύδει στο Ζάππειο. Παρόλα όσα ειπώθηκαν – ταχύτατο ρεφλέξ. Ο Κώστας Σκανδαλίδης αφήνει τους άλλους να τρώνε (το δείπνο και το χρόνο τους) και εκδηλώνει την τρίτη υποψηφιότητα. Τους πρόλαβε και ατύχησαν.
Αλλά ο χρόνος, εκτός από το να επιβραβεύει, τιμωρεί κιόλας. Οι άλλοι βαρώνοι, δούκες, κόμητες, οφφιτσιούχοι και επίδοξοι δελφίνοι, ένα σώμα ματαιωμένων ελπίδων, όσο αργότερα μίλησαν, τόσο πιο πολύ έχασαν. Όπως διαπιστώνει σήμερα η κα Διαμαντοπούλου, άλλο εννοούσε ο Μιττεράν όταν έλεγε ότι στην πολιτική πρέπει να δίνεις «χρόνο στο χρόνο». Η ωρίμανση είναι ένα στάδιο – αλλά δεν είναι το τελευταίο. Δεν αρκεί να σφυρίζεις, ή να νομίζεις ότι σφυρίζεις την παράταση. Πρέπει να υπάρχει και αγώνας – αλλιώς είσαι σε λάθος γήπεδο, σε λάθος ματς, αν όχι και σε λάθος κατηγορία.
Και, μετά, οι άνθρωποι από τις ωραίες και αθώες εποχές των μεγάλων οραμάτων, έχουν γίνει (δεν ξέρω γιατί…) πιο καχύποπτοι, πιο πονηροί, πιο υποψιασμένοι. Τους λες πως περίμενες να ωριμάσουν οι συνθήκες και δεν το πιστεύουν. Τους λες πως ήθελες να ακούσεις θέσεις, τοποθετήσεις, ιδέες και προγράμματα και πάλι δεν το πιστεύουν – ίσως γιατί εάν τα είχες ακούσει εσύ κάτι μπορεί να είχε πάρει και το δικό τους αυτί. Τους λες πως ήθελες να μην αποφασίσεις με προχειρότητα –γιατί τα μεγαλοστελέχη έχουν αυξημένη ευθύνη έναντι της παράταξης- και εκείνους τους τρώει το σκουλήκι της υποψίας μήπως όλα αυτά δεν είναι η καθαρή αλήθεια, μήπως υπάρχει κάτι ανομολόγητο, μήπως υπάρχει ακόμη και στη δική τους, την παράταξη των κρυστάλλινων ιδεολογικών προθέσεων και των αδαμάντινων πολιτικών τοποθετήσεων, κάποιο ελάχιστο ψεγάδι υποβολιμαίας σκέψης, μήπως βρεθεί δηλαδή κανείς που να είπε να περιμένει το επόμενο τρένο, ή τις επόμενες δημοσκοπήσεις.
Στην πολιτική δεν είναι κακό να ξέρεις να χειρίζεσαι το χρόνο. Αλλά για να έχει αξία ο χειρισμός του χρόνου πρέπει να υπάρχει πρώτα πολιτική.
Αν αυτό είναι η πολιτική, τότε στο ΠΑΣΟΚ έχουν κάθε λόγο να αισιοδοξούν. Μια ανασκόπηση των μόλις έξι εβδομάδων που έχουν μεσολαβήσει από τις εκλογές, δείχνει πως έχει αποκτήσει μια απαράμιλλη ικανότητα χειρισμού του πολιτικού χρόνου. Μετρήστε: ο Γιώργος Παπανδρέου το βράδυ των εκλογών μιλά για «επαναβεβαίωση της εμπιστοσύνης». Μεγάλη (και σωτήρια για τον ίδιο) ιδέα, μεγάλη ταχύτητα και επιδεξιότητα. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος το αντιλαμβάνεται αμέσως και σπεύδει στο Ζάππειο. Παρόλα όσα ειπώθηκαν – ταχύτατο ρεφλέξ. Ο Κώστας Σκανδαλίδης αφήνει τους άλλους να τρώνε (το δείπνο και το χρόνο τους) και εκδηλώνει την τρίτη υποψηφιότητα. Τους πρόλαβε και ατύχησαν.
Αλλά ο χρόνος, εκτός από το να επιβραβεύει, τιμωρεί κιόλας. Οι άλλοι βαρώνοι, δούκες, κόμητες, οφφιτσιούχοι και επίδοξοι δελφίνοι, ένα σώμα ματαιωμένων ελπίδων, όσο αργότερα μίλησαν, τόσο πιο πολύ έχασαν. Όπως διαπιστώνει σήμερα η κα Διαμαντοπούλου, άλλο εννοούσε ο Μιττεράν όταν έλεγε ότι στην πολιτική πρέπει να δίνεις «χρόνο στο χρόνο». Η ωρίμανση είναι ένα στάδιο – αλλά δεν είναι το τελευταίο. Δεν αρκεί να σφυρίζεις, ή να νομίζεις ότι σφυρίζεις την παράταση. Πρέπει να υπάρχει και αγώνας – αλλιώς είσαι σε λάθος γήπεδο, σε λάθος ματς, αν όχι και σε λάθος κατηγορία.
Και, μετά, οι άνθρωποι από τις ωραίες και αθώες εποχές των μεγάλων οραμάτων, έχουν γίνει (δεν ξέρω γιατί…) πιο καχύποπτοι, πιο πονηροί, πιο υποψιασμένοι. Τους λες πως περίμενες να ωριμάσουν οι συνθήκες και δεν το πιστεύουν. Τους λες πως ήθελες να ακούσεις θέσεις, τοποθετήσεις, ιδέες και προγράμματα και πάλι δεν το πιστεύουν – ίσως γιατί εάν τα είχες ακούσει εσύ κάτι μπορεί να είχε πάρει και το δικό τους αυτί. Τους λες πως ήθελες να μην αποφασίσεις με προχειρότητα –γιατί τα μεγαλοστελέχη έχουν αυξημένη ευθύνη έναντι της παράταξης- και εκείνους τους τρώει το σκουλήκι της υποψίας μήπως όλα αυτά δεν είναι η καθαρή αλήθεια, μήπως υπάρχει κάτι ανομολόγητο, μήπως υπάρχει ακόμη και στη δική τους, την παράταξη των κρυστάλλινων ιδεολογικών προθέσεων και των αδαμάντινων πολιτικών τοποθετήσεων, κάποιο ελάχιστο ψεγάδι υποβολιμαίας σκέψης, μήπως βρεθεί δηλαδή κανείς που να είπε να περιμένει το επόμενο τρένο, ή τις επόμενες δημοσκοπήσεις.
Στην πολιτική δεν είναι κακό να ξέρεις να χειρίζεσαι το χρόνο. Αλλά για να έχει αξία ο χειρισμός του χρόνου πρέπει να υπάρχει πρώτα πολιτική.
Friday, November 2, 2007
Ρώμη-Λονδίνο-Τάε Κβο Ντο
Παρασκευή 2 Νοεμβρίου – και δεν φαντάζομαι ότι συνέβη, αλλά το καλύτερο για το ΠΑΣΟΚ ενόψει της σημερινής του Εθνικής Συνδιάσκεψης θα ήταν οι οπαδοί, οι φίλοι, τα μέλη και κυρίως τα στελέχη του και οι υποψήφιοι για την ηγεσία να πέρασαν τη χθεσινή νύχτα τους βλέποντας το συμπαθές κανάλι της ΕΤ1.
Μια αυξημένη θεαματικότητα στο συγκεκριμένο κοινό, την πιθανολογεί κανείς αφού φιλοξενούσε συνέντευξη του Γιώργου Παπανδρέου. Αλλά είχε και μερικά ακόμη πολύ ενδιαφέροντα και πολύ διδακτικά, αν κανείς έχει διάθεση να μάθει έστω την ύστατη ώρα.
Λοιπόν: στη διάρκεια της εκπομπής που είχε προσκεκλημένο τον κ. Παπανδρέου, προβλήθηκε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βίντεο. Η διαδικασία εκλογής προέδρου στο ΠΑΣΟΚ συγκρίνεται μόνο με εκείνη που πρόσφατα υιοθέτησαν οι Ιταλοί αριστεροί για να εκλέξουν τον πρόεδρο του καινούργιου «Δημοκρατικού Κόμματος» - που προήλθε από την ένωση του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς, της Μαργαρίτας και μερικών μικρότερων σχηματισμών. Οι άνθρωποι προέρχονταν από διαφορετικά κόμματα και θα εξέλεγαν αρχηγό κάποιον που για ένα τμήμα τουλάχιστον των εκλογέων θα ήταν από άλλο κόμμα. Προβλήθηκε και το προεκλογικό σποτάκι του κόμματος. Ο ένας μετά τον άλλο οι υποψήφιοι, πέντε συνολικά και ανάμεσά τους ο Βάλτερ Βελτρόνι, που εξελέγη με πάνω από 75% (άρα δεν είχε την πίεση της διχαστικής απειλής) εμφανίζονταν και καλούσαν τους φίλους της «υπόθεσης» να πάνε στις κάλπες. «Ελάτε να ψηφίσετε», έλεγαν και οι πέντε. Δεν χρειαζόταν να στείλουν άλλο μήνυμα ενότητας. Έλεγαν «συμμετέχετε» και η ηγεσία την επομένη θα είναι ηγεσία όλων – γι’αυτό άλλωστε έγινε και το εγχείρημα, που για την ώρα όσο νωρίς κι αν είναι, δείχνει να πηγαίνει καλά.
Θα ήταν χρήσιμο οι υποψήφιοι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ να είχαν χτες το βράδυ αϋπνίες. Αμέσως μετά τη συνέντευξη Παπανδρέου η ΕΤ1 πρόβαλε μια πολιτική ταινία. Ήταν η ιστορία της ανάδειξης του Τόνι Μπλαιρ στην ηγεσία των Εργατικών. Τα έδειχνε όλα – από τη νίκη της Θάτσερ, από τα πέτρινα χρόνια του Κίνοκ, από την ανάδειξη των νεαρών ρεφορμιστών την εποχή του Τζον Σμιθ που πέθανε νωρίς, το σκληρό παρασκήνιο και την άγρια προσωπική σύγκρουση του Μπλαιρ με το Μπράουν. Ο Μπράουν ήταν βέβαιος αρχηγός, ο Τόνυ αναδείχτηκε από τη συγκυρία, ο Μπράουν υποχρεώθηκε να κάνει πίσω και να μην είναι καν υποψήφιος για την αρχηγία. Έδειχνε την περίφημη συνάντησή τους σε ένα κομψό εστιατόριο του Άιλινγκτον στο Λονδίνο, την Γκρανίτα (τώρα είναι φαστ φουντ για όσους θα ήθελαν το τραπέζι…). Εκεί ο Μπράουν συμφώνησε να μην θέσει υποψηφιότητα για να μην διχάσει το κόμμα. Πήρε μια συμφωνία κορυφής, μια συμφωνία διαδοχής, που άργησε αλλά τηρήθηκε. Και επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψή του για μια μακρά περίοδο πολιτικής ηγεμονίας των Εργατικών, γιατί οι Συντηρητικοί «διαλύονταν με τόσο γρήγορους ρυθμούς».
Στην ταινία ο Μπλαιρ λέει μια αξιοσημείωτη φράση στο Μπράουν. «Η πολιτική δεν αφορά πάντα τον καλύτερο υποψήφιο. Είναι και η απαίσια δουλειά του να κάνεις φίλους, να γίνεσαι συμπαθής». Αλλά στο τέλος περπατάνε μαζί έξω από τη Ντάουνινγκ Στρητ – και συνεχίζουν να περπατάνε μαζί, 15 χρόνια τώρα με το κόμμα τους στην εξουσία.
Χρήσιμα όλα αυτά για τη 12η Νοεμβρίου, που τόσο απασχολεί θεωρητικώς μόνον το ΠΑΣΟΚ. Δεν θα δούμε τους υποψηφίους σε σποτάκι. Δεν θα τους δούμε καν μαζί. Δεν θα τους δούμε να λένε δυο λόγια, όπως όταν βρέθηκαν στη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης και ο ένας κοίταγε τον Καραμανλή και ο άλλος το Γκιουλέκα για να μην κοιταχτούν μεταξύ τους. Θα δούμε μόνο ακόμη περισσότερες αιχμές, ακόμη πιο πολύ πολιτικό αίμα να τρέχει, ακόμη περισσότερη χολή, ακόμη περισσότερη φιλοδοξία, ακόμη περισσότερη αδιαφορία για οτιδήποτε πέραν της επικράτησης. Ή, πάλι, έχουμε δέκα μέρες ακόμη, διάστημα απολύτως επαρκές, για να διαψευστούμε πανηγυρικά.
Τα κόμματα -και ο καθένας χωριστά- διαλέγουν το μέλλον τους.
Μια αυξημένη θεαματικότητα στο συγκεκριμένο κοινό, την πιθανολογεί κανείς αφού φιλοξενούσε συνέντευξη του Γιώργου Παπανδρέου. Αλλά είχε και μερικά ακόμη πολύ ενδιαφέροντα και πολύ διδακτικά, αν κανείς έχει διάθεση να μάθει έστω την ύστατη ώρα.
Λοιπόν: στη διάρκεια της εκπομπής που είχε προσκεκλημένο τον κ. Παπανδρέου, προβλήθηκε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βίντεο. Η διαδικασία εκλογής προέδρου στο ΠΑΣΟΚ συγκρίνεται μόνο με εκείνη που πρόσφατα υιοθέτησαν οι Ιταλοί αριστεροί για να εκλέξουν τον πρόεδρο του καινούργιου «Δημοκρατικού Κόμματος» - που προήλθε από την ένωση του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς, της Μαργαρίτας και μερικών μικρότερων σχηματισμών. Οι άνθρωποι προέρχονταν από διαφορετικά κόμματα και θα εξέλεγαν αρχηγό κάποιον που για ένα τμήμα τουλάχιστον των εκλογέων θα ήταν από άλλο κόμμα. Προβλήθηκε και το προεκλογικό σποτάκι του κόμματος. Ο ένας μετά τον άλλο οι υποψήφιοι, πέντε συνολικά και ανάμεσά τους ο Βάλτερ Βελτρόνι, που εξελέγη με πάνω από 75% (άρα δεν είχε την πίεση της διχαστικής απειλής) εμφανίζονταν και καλούσαν τους φίλους της «υπόθεσης» να πάνε στις κάλπες. «Ελάτε να ψηφίσετε», έλεγαν και οι πέντε. Δεν χρειαζόταν να στείλουν άλλο μήνυμα ενότητας. Έλεγαν «συμμετέχετε» και η ηγεσία την επομένη θα είναι ηγεσία όλων – γι’αυτό άλλωστε έγινε και το εγχείρημα, που για την ώρα όσο νωρίς κι αν είναι, δείχνει να πηγαίνει καλά.
Θα ήταν χρήσιμο οι υποψήφιοι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ να είχαν χτες το βράδυ αϋπνίες. Αμέσως μετά τη συνέντευξη Παπανδρέου η ΕΤ1 πρόβαλε μια πολιτική ταινία. Ήταν η ιστορία της ανάδειξης του Τόνι Μπλαιρ στην ηγεσία των Εργατικών. Τα έδειχνε όλα – από τη νίκη της Θάτσερ, από τα πέτρινα χρόνια του Κίνοκ, από την ανάδειξη των νεαρών ρεφορμιστών την εποχή του Τζον Σμιθ που πέθανε νωρίς, το σκληρό παρασκήνιο και την άγρια προσωπική σύγκρουση του Μπλαιρ με το Μπράουν. Ο Μπράουν ήταν βέβαιος αρχηγός, ο Τόνυ αναδείχτηκε από τη συγκυρία, ο Μπράουν υποχρεώθηκε να κάνει πίσω και να μην είναι καν υποψήφιος για την αρχηγία. Έδειχνε την περίφημη συνάντησή τους σε ένα κομψό εστιατόριο του Άιλινγκτον στο Λονδίνο, την Γκρανίτα (τώρα είναι φαστ φουντ για όσους θα ήθελαν το τραπέζι…). Εκεί ο Μπράουν συμφώνησε να μην θέσει υποψηφιότητα για να μην διχάσει το κόμμα. Πήρε μια συμφωνία κορυφής, μια συμφωνία διαδοχής, που άργησε αλλά τηρήθηκε. Και επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψή του για μια μακρά περίοδο πολιτικής ηγεμονίας των Εργατικών, γιατί οι Συντηρητικοί «διαλύονταν με τόσο γρήγορους ρυθμούς».
Στην ταινία ο Μπλαιρ λέει μια αξιοσημείωτη φράση στο Μπράουν. «Η πολιτική δεν αφορά πάντα τον καλύτερο υποψήφιο. Είναι και η απαίσια δουλειά του να κάνεις φίλους, να γίνεσαι συμπαθής». Αλλά στο τέλος περπατάνε μαζί έξω από τη Ντάουνινγκ Στρητ – και συνεχίζουν να περπατάνε μαζί, 15 χρόνια τώρα με το κόμμα τους στην εξουσία.
Χρήσιμα όλα αυτά για τη 12η Νοεμβρίου, που τόσο απασχολεί θεωρητικώς μόνον το ΠΑΣΟΚ. Δεν θα δούμε τους υποψηφίους σε σποτάκι. Δεν θα τους δούμε καν μαζί. Δεν θα τους δούμε να λένε δυο λόγια, όπως όταν βρέθηκαν στη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης και ο ένας κοίταγε τον Καραμανλή και ο άλλος το Γκιουλέκα για να μην κοιταχτούν μεταξύ τους. Θα δούμε μόνο ακόμη περισσότερες αιχμές, ακόμη πιο πολύ πολιτικό αίμα να τρέχει, ακόμη περισσότερη χολή, ακόμη περισσότερη φιλοδοξία, ακόμη περισσότερη αδιαφορία για οτιδήποτε πέραν της επικράτησης. Ή, πάλι, έχουμε δέκα μέρες ακόμη, διάστημα απολύτως επαρκές, για να διαψευστούμε πανηγυρικά.
Τα κόμματα -και ο καθένας χωριστά- διαλέγουν το μέλλον τους.
Thursday, November 1, 2007
ΑΝ (όχι του Κίπλιγκ)
Πέμπτη 1η Νοεμβρίου – και η δουλειά είναι καθήκον, είναι υποχρέωση. Μερικές φορές είναι και διασκέδαση. Σκέπτομαι, ας πούμε, χτες το βράδυ τον πρεσβευτή (τον λέμε έτσι για συντομία) της ΠΓΔΜ στην Αθήνα. Θεωρητικώς έβλεπε τηλεόραση για επαγγελματικούς λόγους. Έχω μια υποψία ότι στα απομνημονεύματά του θα το έχει στο κεφάλαιο «ψυχαγωγία».
The best of Athens, λοιπόν. Τι είδε ο πρεσβευτής πατώντας το on στο τηλεκοντρόλ χτες το βράδυ στις 8; Είδε μια χώρα να αντιμετωπίζει μεγάλο ζήτημα, να τσακώνεται, η ηγεσία της να προβληματίζεται και να διαπληκτίζεται. Γιατί; Το επιχείρημα πηγαίνει ως εξής:
Σήμερα αρχίζουν οι τελικές διαπραγματεύσεις για το όνομα στη Νέα Υόρκη.
ΑΝ υποθέσουμε ότι προχωρούν κάτι που δεν συνέβη 15 χρόνια τώρα, ΑΝ υποθέσουμε ότι ο Νίμιτς κάνει μια πρόταση που να μην μας βγάλει από τα ρούχα μας όπως η προηγούμενη που ρωτούσε πώς θα λέγεται η ελληνική Μακεδονία, ΑΝ τα Σκόπια τη δεχτούν, ΑΝ τη δεχτεί και η ελληνική κυβέρνηση, ΑΝ η πρόταση φτάσει στη Βουλή, ΑΝ την δέχεται μεν η κυβέρνηση αλλά όχι τα άλλα κόμματα, ακόμη κι αυτά που έχουν δημοσίως ταχθεί υπέρ της συμβιβαστικής λύσης, ΑΝ τα πράγματα φτάσουν στα άκρα και η κυβέρνηση για να επιβιώσει χρειάζεται και τους 152 βουλευτές της, ΑΝ λοιπόν συμβούν όλα αυτά – τότε, τι ψηφίζει ο Σαλαγκούδης;
Ελα μου ντε…
ΑΝ πάλι δεν βρεθεί λύση, ΑΝ όλα πάνε όπως πήγαιναν χρόνια και χρόνια, ΑΝ τα Σκόπια μείνουν αδιάλλακτα, ΑΝ η κυβέρνηση βάλει βέτο στο ΝΑΤΟ, ΑΝ οι Αμερικανοί γίνουν Τούρκοι με το βέτο και μας ζουλίξουν άσχημα, ΑΝ διακυβεύονται ύψιστα εθνικά συμφέροντα (πέρσι κάηκε, φέτος βρώμισε λένε σε μερικά χωριά…), ΑΝ υπάρχει διαιρεμένο εθνικό μέτωπο, ΑΝ οι δημοσκοπήσεις είναι ευνοϊκές, ΑΝ να φαν και οι κότες δηλαδή, τότε θα κάνει εκλογές ο Καραμανλής; Και ΑΝ κάνει εκλογές, είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα;
Επ’αυτού Καρατζαφέρης. Επί ένα, επί δύο, επί τρία, εις το τετράγωνο, εις τον κύβο, εις την νι, εις το Μέγκα, εις την ΕΡΤ – κατά περίεργο τρόπο έλειπε μόνο από το MAD TV, ίσως γιατί εκεί ξέρουν κάτι παραπάνω από το πώς πουλάμε τρέλα…
Και εμείς, εν τω μεταξύ, στην έναρξη των διαπραγματεύσεων κυκεώνας – που παλαιόθεν ήταν συνταγή, για όσους τυχόν δεν το θυμούνται, συνταγή φαγητού, την οποία εμείς μετατρέψαμε με τα χρόνια σε συνταγή αποτυχίας. Και ο κ. Μητσοτάκης να λέει τι έγινε το 93, και ο κ. Καρατζαφέρης να τον σχολιάζει σε άψογο καρατζαφερισμό, και ο κ. Ρουσσόπουλος να του επιτίθεται, και ο κ. Παυλίδης να τα συμμαζεύει γιατί κατάλαβε πού έμπλεξε, και ο κ. Σαλαγκούδης να προβληματίζεται και να ερωτάται τι θα κάνει εάν σε βάθος χρόνο απροσμέτρητο εκπληρωθούν όλες οι απίθανες προϋποθέσεις.
Ο Σκοπιανός πρέπει να το διασκέδασε πάρα πολύ. Αλλά είναι πολύ δυσάρεστο να αναλογίζεται κανείς πώς ακριβώς πρέπει να μας σχολίαζε χτες το βράδυ που λύναμε για άλλη μια φορά το μακεδονικό στα παράθυρα και χαιρόμασταν μόνοι μας, όπως λένε πολύ πετυχημένα στα (κλειστά φυσικά) σχολεία…
The best of Athens, λοιπόν. Τι είδε ο πρεσβευτής πατώντας το on στο τηλεκοντρόλ χτες το βράδυ στις 8; Είδε μια χώρα να αντιμετωπίζει μεγάλο ζήτημα, να τσακώνεται, η ηγεσία της να προβληματίζεται και να διαπληκτίζεται. Γιατί; Το επιχείρημα πηγαίνει ως εξής:
Σήμερα αρχίζουν οι τελικές διαπραγματεύσεις για το όνομα στη Νέα Υόρκη.
ΑΝ υποθέσουμε ότι προχωρούν κάτι που δεν συνέβη 15 χρόνια τώρα, ΑΝ υποθέσουμε ότι ο Νίμιτς κάνει μια πρόταση που να μην μας βγάλει από τα ρούχα μας όπως η προηγούμενη που ρωτούσε πώς θα λέγεται η ελληνική Μακεδονία, ΑΝ τα Σκόπια τη δεχτούν, ΑΝ τη δεχτεί και η ελληνική κυβέρνηση, ΑΝ η πρόταση φτάσει στη Βουλή, ΑΝ την δέχεται μεν η κυβέρνηση αλλά όχι τα άλλα κόμματα, ακόμη κι αυτά που έχουν δημοσίως ταχθεί υπέρ της συμβιβαστικής λύσης, ΑΝ τα πράγματα φτάσουν στα άκρα και η κυβέρνηση για να επιβιώσει χρειάζεται και τους 152 βουλευτές της, ΑΝ λοιπόν συμβούν όλα αυτά – τότε, τι ψηφίζει ο Σαλαγκούδης;
Ελα μου ντε…
ΑΝ πάλι δεν βρεθεί λύση, ΑΝ όλα πάνε όπως πήγαιναν χρόνια και χρόνια, ΑΝ τα Σκόπια μείνουν αδιάλλακτα, ΑΝ η κυβέρνηση βάλει βέτο στο ΝΑΤΟ, ΑΝ οι Αμερικανοί γίνουν Τούρκοι με το βέτο και μας ζουλίξουν άσχημα, ΑΝ διακυβεύονται ύψιστα εθνικά συμφέροντα (πέρσι κάηκε, φέτος βρώμισε λένε σε μερικά χωριά…), ΑΝ υπάρχει διαιρεμένο εθνικό μέτωπο, ΑΝ οι δημοσκοπήσεις είναι ευνοϊκές, ΑΝ να φαν και οι κότες δηλαδή, τότε θα κάνει εκλογές ο Καραμανλής; Και ΑΝ κάνει εκλογές, είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα;
Επ’αυτού Καρατζαφέρης. Επί ένα, επί δύο, επί τρία, εις το τετράγωνο, εις τον κύβο, εις την νι, εις το Μέγκα, εις την ΕΡΤ – κατά περίεργο τρόπο έλειπε μόνο από το MAD TV, ίσως γιατί εκεί ξέρουν κάτι παραπάνω από το πώς πουλάμε τρέλα…
Και εμείς, εν τω μεταξύ, στην έναρξη των διαπραγματεύσεων κυκεώνας – που παλαιόθεν ήταν συνταγή, για όσους τυχόν δεν το θυμούνται, συνταγή φαγητού, την οποία εμείς μετατρέψαμε με τα χρόνια σε συνταγή αποτυχίας. Και ο κ. Μητσοτάκης να λέει τι έγινε το 93, και ο κ. Καρατζαφέρης να τον σχολιάζει σε άψογο καρατζαφερισμό, και ο κ. Ρουσσόπουλος να του επιτίθεται, και ο κ. Παυλίδης να τα συμμαζεύει γιατί κατάλαβε πού έμπλεξε, και ο κ. Σαλαγκούδης να προβληματίζεται και να ερωτάται τι θα κάνει εάν σε βάθος χρόνο απροσμέτρητο εκπληρωθούν όλες οι απίθανες προϋποθέσεις.
Ο Σκοπιανός πρέπει να το διασκέδασε πάρα πολύ. Αλλά είναι πολύ δυσάρεστο να αναλογίζεται κανείς πώς ακριβώς πρέπει να μας σχολίαζε χτες το βράδυ που λύναμε για άλλη μια φορά το μακεδονικό στα παράθυρα και χαιρόμασταν μόνοι μας, όπως λένε πολύ πετυχημένα στα (κλειστά φυσικά) σχολεία…
Wednesday, October 31, 2007
Απελπισμένοι στις χώρες των φοβισμένων
Τετάρτη 31 Οκτωβρίου – και η λαθρομετανάστευση δεν είναι ελληνικό πρόβλημα. Είναι, μετά και μαζί με τη μεγάλη αλλαγή του κλίματος σε όλη τη Γη, το μεγαλύτερο πρόβλημα του κόσμου, ένα πρόβλημα πλανητικών διαστάσεων.
Οι ειδικοί (και ίσως ο κορυφαίος ειδικός στον κόσμο συμβαίνει να είναι Έλληνας, γιος μεταναστών στην Αμερική),
Οι ειδικοί λοιπόν προβλέπουν ότι θα υπάρξουν γιγαντιαίες μετακινήσεις πληθυσμών, μαζικά κύματα μετανάστευσης, κυρίως από την Ασία, αλλά και από την Αφρική, προς την Ευρώπη και σε κάπως μικρότερο βαθμό από την Κεντρική Αμερική προς τη Βόρεια. Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει μόνο ευκαιρίες. Όταν η οικονομία καταργεί τα σύνορα, δεν είναι εύκολο να τα συντηρήσει μόνη της η πολιτική. Δεν είναι ούτε απλό, ούτε εφικτό, ούτε όμως ηθικά αποδεκτό να υψώσει κανείς ηλεκτροφόρα σύρματα σε χώρες και ηπείρους, ζητώντας τους όμως ταυτόχρονα να δίνουν τη φθηνή εργασία τους και το φυσικό τους πλούτο για να συντηρήσουν το προκλητικά άνισο επίπεδο ζωής –δηλαδή κατανάλωσης- της Δύσης, επειδή είχε την τύχη να γνωρίσει πρώτη τη λογική, την επιστήμη και τη βιομηχανική επανάσταση.
Αλλά πέρα από τα βαριά φιλοσοφικά. Η Δύση παίρνει ανθρώπινους και φυσικούς πόρους και δίνει ψίχουλα. Τα ψίχουλα πια δεν φτάνουν. Εξάγει δημοκρατία με τον τρόπο των Αμερικανών στο Ιράκ. Διαπιστώνει τη σύγκρουση των πολιτισμών και δεν κάνει τίποτα για να την απαλύνει. Έχει μεγάλες δημοκρατικές ευαισθησίες, αλλά μόνον όταν τα καθεστώτα δεν την βολεύουν. Η αθλιότητα της Βόρειας Κορέας καταδικάζεται, η μόνη συγκρίσιμη αθλιότητα στον κόσμο, αυτή της Μιγιανμάρ, γίνεται ανεκτή. Το Ιράκ ήταν απαίσια δικτατορία, ο μεσαίωνας των Σαούντ στην ιδιόκτητη Αραβία τους είναι συμπαθής και συνεργάσιμη κυβέρνηση, σήμερα μάλιστα περπατάει πάνω σε κόκκινα χαλιά με τη βασιλική άμαξα στο Μπάκιγχαμ.
Με τον τρόπο αυτό, με στυγνή καταπίεση και πολύ μικρά, πολύ αργά βήματα από την άκρα εξαθλίωση, οι άνθρωποι θα φεύγουν. Θα φεύγουν μαζικά, με όποιο τρόπο μπορούν. Δεν θα είναι ο Πολωνός υδραυλικός. Θα είναι ο Ιρακινός αντάρτης, ο Κούρδος αυτονομιστής, ο Ινδονήσιος φανατικός, η Αφρικανή έφηβη που προτιμάει οποιαδήποτε άλλη κόλαση εκτός από εκείνη της οικογένειάς της. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, θα συμβαίνει.
«Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλους λαθρομετανάστες». Η κα Μπακογιάννη, που το είπε μετά την κυβερνητική, έχει δίκιο. Αλλά είναι ένα δίκιο προσωρινό, χωρίς μέλλον. Η λογική του Σαρκοζί είναι εύλογη και βρίσκει ανταπόκριση στο κοινό των δυτικών κατώτερων στρωμάτων που είναι τα πρώτα που απειλούνται από την κοινωνική πίεση της μετανάστευσης. Η Ελλάδα που μέσα σε τρία χρόνια, από το 89 έως το 91, έγινε από χώρα μεταναστών ένα μικρό Έλλις Άιλαντ των Βαλκανίων, η Ελλάδα που υποδέχθηκε περισσότερους ξένους σε αναλογία με τον πληθυσμό της από οποιαδήποτε άλλη χώρα, και κατάφερε για λόγους συγκυρίας να τους αφομοιώσει σχετικά χωρίς κλυδωνισμούς, αποσπώντας οφέλη αλλά μεταθέτοντας τα προβλήματα, θα ζήσει αναγκαστικά σήμερα τους κραδασμούς της προσαρμογής στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Το «δεν αντέχουμε άλλους» είναι σωστό, αλλά μπορεί να έχει πρακτική αξία μόνο για ένα μικρό διάστημα. Σε αυτό πρέπει να γίνουν άλλα πολλά, κάποια σε εθνική κλίμακα, αλλά τα περισσότερα σε ευρωπαϊκή και διεθνή, αν η Ελλάδα δεν θέλει να βρεθεί εκεί που πάντοτε –για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους- βρισκόταν: στο σταυροδρόμι των μεταναστεύσεων. Χάρη και πρόκληση, σήμερα πάντως με όρους καλύτερους παρά οποτεδήποτε άλλοτε.
Οι ειδικοί (και ίσως ο κορυφαίος ειδικός στον κόσμο συμβαίνει να είναι Έλληνας, γιος μεταναστών στην Αμερική),
Οι ειδικοί λοιπόν προβλέπουν ότι θα υπάρξουν γιγαντιαίες μετακινήσεις πληθυσμών, μαζικά κύματα μετανάστευσης, κυρίως από την Ασία, αλλά και από την Αφρική, προς την Ευρώπη και σε κάπως μικρότερο βαθμό από την Κεντρική Αμερική προς τη Βόρεια. Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει μόνο ευκαιρίες. Όταν η οικονομία καταργεί τα σύνορα, δεν είναι εύκολο να τα συντηρήσει μόνη της η πολιτική. Δεν είναι ούτε απλό, ούτε εφικτό, ούτε όμως ηθικά αποδεκτό να υψώσει κανείς ηλεκτροφόρα σύρματα σε χώρες και ηπείρους, ζητώντας τους όμως ταυτόχρονα να δίνουν τη φθηνή εργασία τους και το φυσικό τους πλούτο για να συντηρήσουν το προκλητικά άνισο επίπεδο ζωής –δηλαδή κατανάλωσης- της Δύσης, επειδή είχε την τύχη να γνωρίσει πρώτη τη λογική, την επιστήμη και τη βιομηχανική επανάσταση.
Αλλά πέρα από τα βαριά φιλοσοφικά. Η Δύση παίρνει ανθρώπινους και φυσικούς πόρους και δίνει ψίχουλα. Τα ψίχουλα πια δεν φτάνουν. Εξάγει δημοκρατία με τον τρόπο των Αμερικανών στο Ιράκ. Διαπιστώνει τη σύγκρουση των πολιτισμών και δεν κάνει τίποτα για να την απαλύνει. Έχει μεγάλες δημοκρατικές ευαισθησίες, αλλά μόνον όταν τα καθεστώτα δεν την βολεύουν. Η αθλιότητα της Βόρειας Κορέας καταδικάζεται, η μόνη συγκρίσιμη αθλιότητα στον κόσμο, αυτή της Μιγιανμάρ, γίνεται ανεκτή. Το Ιράκ ήταν απαίσια δικτατορία, ο μεσαίωνας των Σαούντ στην ιδιόκτητη Αραβία τους είναι συμπαθής και συνεργάσιμη κυβέρνηση, σήμερα μάλιστα περπατάει πάνω σε κόκκινα χαλιά με τη βασιλική άμαξα στο Μπάκιγχαμ.
Με τον τρόπο αυτό, με στυγνή καταπίεση και πολύ μικρά, πολύ αργά βήματα από την άκρα εξαθλίωση, οι άνθρωποι θα φεύγουν. Θα φεύγουν μαζικά, με όποιο τρόπο μπορούν. Δεν θα είναι ο Πολωνός υδραυλικός. Θα είναι ο Ιρακινός αντάρτης, ο Κούρδος αυτονομιστής, ο Ινδονήσιος φανατικός, η Αφρικανή έφηβη που προτιμάει οποιαδήποτε άλλη κόλαση εκτός από εκείνη της οικογένειάς της. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, θα συμβαίνει.
«Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλους λαθρομετανάστες». Η κα Μπακογιάννη, που το είπε μετά την κυβερνητική, έχει δίκιο. Αλλά είναι ένα δίκιο προσωρινό, χωρίς μέλλον. Η λογική του Σαρκοζί είναι εύλογη και βρίσκει ανταπόκριση στο κοινό των δυτικών κατώτερων στρωμάτων που είναι τα πρώτα που απειλούνται από την κοινωνική πίεση της μετανάστευσης. Η Ελλάδα που μέσα σε τρία χρόνια, από το 89 έως το 91, έγινε από χώρα μεταναστών ένα μικρό Έλλις Άιλαντ των Βαλκανίων, η Ελλάδα που υποδέχθηκε περισσότερους ξένους σε αναλογία με τον πληθυσμό της από οποιαδήποτε άλλη χώρα, και κατάφερε για λόγους συγκυρίας να τους αφομοιώσει σχετικά χωρίς κλυδωνισμούς, αποσπώντας οφέλη αλλά μεταθέτοντας τα προβλήματα, θα ζήσει αναγκαστικά σήμερα τους κραδασμούς της προσαρμογής στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Το «δεν αντέχουμε άλλους» είναι σωστό, αλλά μπορεί να έχει πρακτική αξία μόνο για ένα μικρό διάστημα. Σε αυτό πρέπει να γίνουν άλλα πολλά, κάποια σε εθνική κλίμακα, αλλά τα περισσότερα σε ευρωπαϊκή και διεθνή, αν η Ελλάδα δεν θέλει να βρεθεί εκεί που πάντοτε –για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους- βρισκόταν: στο σταυροδρόμι των μεταναστεύσεων. Χάρη και πρόκληση, σήμερα πάντως με όρους καλύτερους παρά οποτεδήποτε άλλοτε.
Subscribe to:
Posts (Atom)