Παρασκευή 26 Οκτωβρίου – και θα το έχουν πια όλοι διαπιστώσει. Για να υπάρχει μια κυβέρνηση, δεν αρκεί να μην υπάρχει αντιπολίτευση.
Έχουν περάσει μόλις 40 μέρες από τις 16 Σεπτεμβρίου που οι πολίτες κλήθηκαν στην κάλπη και αποφάσισαν να δώσουν μια καθαρή εκλογική διαφορά στο ήδη κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ο κ. Καραμανλής βγήκε ενισχυμένος και κομματικά και προσωπικά από αυτές τις κάλπες. Είχε κερδίσει μια δεύτερη συνεχή εκλογική αναμέτρηση. Είχε επικρατήσει μέσα σε εξαιρετικά αντίξοη συγκυρία – με 70 νεκρούς και την Ελλάδα να καίγεται μέσα στην προεκλογική περίοδο. Άφηνε πίσω του μια τριετία ισχυρών κλυδωνισμών από υποθέσεις που κλονίζουν βαριά τις κυβερνήσεις – από τις υποκλοπές μέχρι τα ομόλογα. Και έβλεπε τις δημοσκοπήσεις να καταγράφουν ότι η ψήφος στη Ν.Δ. ήταν σε μεγάλο βαθμό ψήφος στο πρόσωπό του ως αξιόπιστου πρωθυπουργού, παρά στο κόμμα του ως πλέον αξιόπιστου πολιτικού φορέα.
Κι αμέσως μετά, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο μετά από τέτοια ήττα, ο κ. Καραμανλής είδε επίσης το ΠΑΣΟΚ, την αξιωματική αντιπολίτευση, να βυθίζεται σε μια κρίση στα όρια του διχασμού.
Ο διχασμός είναι φυσικό επακόλουθο μιας ήττας. Είναι όμως τα διαλυτικά φαινόμενα φυσικό επακόλουθο μιας νίκης; Με όλα αυτά τα δεδομένα θα περίμενε κανείς πως ο κ. Καραμανλής θα είχε την άνεση μιας κοινοβουλευτικής αυτοκρατορίας. Πως θα είχε το απόλυτο πολιτικό μονοπώλιοτην ηγεμονία στο πολιτικό σκηνικό. Και πως θα μπορούσε αμέσως και γρήγορα να προωθήσει την ατζέντα του, αυτήν που είχε προβάλει ζητώντας την ανανέωση της εμπιστοσύνης των πολιτών. Δηλαδή τις περίφημες μεταρρυθμίσεις.
Μετά από σαράντα μέρες αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού βλέπει όχι να χάνει, βέβαια, αλλά να μην μπορεί καν να παίξει. Η κοινή γνώμη, η ίδια που το βράδυ των εκλογών πίστεψε πως όλα είχαν τελειώσει από πολιτική άποψη και μάλιστα για πολλά χρόνια, τώρα περισσότερο απορεί, παρά αλλάζει γνώμη. Αλλά το βέβαιο είναι πως έχει κατασταλάξει για την ισχύ της παντοδύναμης κυβέρνησης.
Υπάρχει άραγε σήμερα κανείς που να πιστεύει πως αυτό το σχήμα, κυβερνητικό και κοινοβουλευτικό, μπορεί να γίνει φορέας μεταρρυθμιστικής ατζέντας; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως η κυβέρνηση η οποία δεν μπορεί να περάσει μια, έστω παράτυπη, ρύθμιση που αφορά τους συνεργάτες του Μεγάρου Μαξίμου θα ζητήσει και θα πείσει τους βουλευτές της να ψηφίσουν νομοσχέδια που έχουν βαρύτατο πολιτικό κόστος, όπως ας πούμε ακόμη και το πιο λάιτ ασφαλιστικό; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως αυτή η κυβέρνηση μπορεί, αν το επιλέξει, να προχωρήσει –για παράδειγμα- στην πραγματική αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, ή στην πραγματική απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, με ό,τι θα σημαίνει για τη ΔΕΗ ως εταιρεία;
Είναι φανερό πως η κυβερνητική συνθήκη δεν είναι ικανή. Δεν φταίνε οι 152 – είναι ένα πρόβλημα, αλλά όχι το μόνο. Είναι κυρίως που οι 152 αυτοί βουλευτές δεν έχουν μια κοινή εσωτερική συνεκτική ύλη, δεν είναι στρατευμένοι σε μια πολιτική ατζέντα πέρα από την επανεκλογή – των ιδίων πρώτα και μετά και του κόμματος. Έκαστος για τον εαυτό του – ο υπουργός άνετος, ο υφυπουργός με την ελπίδα, ο επίδοξος ήσυχος και οι υπόλοιποι desperados στο εντευκτήριο της Βουλής. Πόσο άραγε μπορεί να απέχει μέσα σε αυτό το κλίμα άλλη μια προσφυγή στην ανάγκη να δώσει λύση ο λαός;
Monday, October 29, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment