Τετάρτη 31 Οκτωβρίου – και η λαθρομετανάστευση δεν είναι ελληνικό πρόβλημα. Είναι, μετά και μαζί με τη μεγάλη αλλαγή του κλίματος σε όλη τη Γη, το μεγαλύτερο πρόβλημα του κόσμου, ένα πρόβλημα πλανητικών διαστάσεων.
Οι ειδικοί (και ίσως ο κορυφαίος ειδικός στον κόσμο συμβαίνει να είναι Έλληνας, γιος μεταναστών στην Αμερική),
Οι ειδικοί λοιπόν προβλέπουν ότι θα υπάρξουν γιγαντιαίες μετακινήσεις πληθυσμών, μαζικά κύματα μετανάστευσης, κυρίως από την Ασία, αλλά και από την Αφρική, προς την Ευρώπη και σε κάπως μικρότερο βαθμό από την Κεντρική Αμερική προς τη Βόρεια. Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει μόνο ευκαιρίες. Όταν η οικονομία καταργεί τα σύνορα, δεν είναι εύκολο να τα συντηρήσει μόνη της η πολιτική. Δεν είναι ούτε απλό, ούτε εφικτό, ούτε όμως ηθικά αποδεκτό να υψώσει κανείς ηλεκτροφόρα σύρματα σε χώρες και ηπείρους, ζητώντας τους όμως ταυτόχρονα να δίνουν τη φθηνή εργασία τους και το φυσικό τους πλούτο για να συντηρήσουν το προκλητικά άνισο επίπεδο ζωής –δηλαδή κατανάλωσης- της Δύσης, επειδή είχε την τύχη να γνωρίσει πρώτη τη λογική, την επιστήμη και τη βιομηχανική επανάσταση.
Αλλά πέρα από τα βαριά φιλοσοφικά. Η Δύση παίρνει ανθρώπινους και φυσικούς πόρους και δίνει ψίχουλα. Τα ψίχουλα πια δεν φτάνουν. Εξάγει δημοκρατία με τον τρόπο των Αμερικανών στο Ιράκ. Διαπιστώνει τη σύγκρουση των πολιτισμών και δεν κάνει τίποτα για να την απαλύνει. Έχει μεγάλες δημοκρατικές ευαισθησίες, αλλά μόνον όταν τα καθεστώτα δεν την βολεύουν. Η αθλιότητα της Βόρειας Κορέας καταδικάζεται, η μόνη συγκρίσιμη αθλιότητα στον κόσμο, αυτή της Μιγιανμάρ, γίνεται ανεκτή. Το Ιράκ ήταν απαίσια δικτατορία, ο μεσαίωνας των Σαούντ στην ιδιόκτητη Αραβία τους είναι συμπαθής και συνεργάσιμη κυβέρνηση, σήμερα μάλιστα περπατάει πάνω σε κόκκινα χαλιά με τη βασιλική άμαξα στο Μπάκιγχαμ.
Με τον τρόπο αυτό, με στυγνή καταπίεση και πολύ μικρά, πολύ αργά βήματα από την άκρα εξαθλίωση, οι άνθρωποι θα φεύγουν. Θα φεύγουν μαζικά, με όποιο τρόπο μπορούν. Δεν θα είναι ο Πολωνός υδραυλικός. Θα είναι ο Ιρακινός αντάρτης, ο Κούρδος αυτονομιστής, ο Ινδονήσιος φανατικός, η Αφρικανή έφηβη που προτιμάει οποιαδήποτε άλλη κόλαση εκτός από εκείνη της οικογένειάς της. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, θα συμβαίνει.
«Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλους λαθρομετανάστες». Η κα Μπακογιάννη, που το είπε μετά την κυβερνητική, έχει δίκιο. Αλλά είναι ένα δίκιο προσωρινό, χωρίς μέλλον. Η λογική του Σαρκοζί είναι εύλογη και βρίσκει ανταπόκριση στο κοινό των δυτικών κατώτερων στρωμάτων που είναι τα πρώτα που απειλούνται από την κοινωνική πίεση της μετανάστευσης. Η Ελλάδα που μέσα σε τρία χρόνια, από το 89 έως το 91, έγινε από χώρα μεταναστών ένα μικρό Έλλις Άιλαντ των Βαλκανίων, η Ελλάδα που υποδέχθηκε περισσότερους ξένους σε αναλογία με τον πληθυσμό της από οποιαδήποτε άλλη χώρα, και κατάφερε για λόγους συγκυρίας να τους αφομοιώσει σχετικά χωρίς κλυδωνισμούς, αποσπώντας οφέλη αλλά μεταθέτοντας τα προβλήματα, θα ζήσει αναγκαστικά σήμερα τους κραδασμούς της προσαρμογής στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Το «δεν αντέχουμε άλλους» είναι σωστό, αλλά μπορεί να έχει πρακτική αξία μόνο για ένα μικρό διάστημα. Σε αυτό πρέπει να γίνουν άλλα πολλά, κάποια σε εθνική κλίμακα, αλλά τα περισσότερα σε ευρωπαϊκή και διεθνή, αν η Ελλάδα δεν θέλει να βρεθεί εκεί που πάντοτε –για γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους- βρισκόταν: στο σταυροδρόμι των μεταναστεύσεων. Χάρη και πρόκληση, σήμερα πάντως με όρους καλύτερους παρά οποτεδήποτε άλλοτε.
Wednesday, October 31, 2007
Tuesday, October 30, 2007
Ζήσε το μύθο σου στο Δημόσιο
Τρίτη 30 Οκτωβρίου – και αν θέλει κανείς να καταλάβει την παθολογία της ελληνικής πολιτικής, του ελληνικού κράτους, της ελληνικής κοινωνίας, αν θέλει να πέσει σε βαριά κατάθλιψη, που να προέρχεται όμως από την συνείδηση της πραγματικότητας, ας διαβάσει σήμερα το πρωτοσέλιδο θέμα του Ελεύθερου Τύπου.
Το περιγράφω συνοπτικά. Ποιο είναι σήμερα το όνειρο του Έλληνα έφηβου; Η πατρίδα – όπως ήταν ας πούμε στο Μακεδονικό Αγώνα; Η ελευθερία – όπως ήταν ας πούμε στην Αντίσταση ή στη χούντα; Η δημοκρατία – όπως ήταν ας πούμε στην ταραγμένη δεκαετία του 60; Η πρόοδος – όπως ήταν ας πούμε στη μεταπολίτευση; Ή έστω, έστω ονειρεύονται οι νέοι τρυφηλή ζωή, καλοπέραση και οικονομική πρόοδο και επαγγελματική άνοδο – όπως έγινε ας πούμε από τη δεκαετία του 80 και ύστερα;
Όχι. Δεν θέλουν κάτι καλύτερο. Δεν βλέπουν τη ζωή τους σαν άσκηση επιτυχίας. Δεν αναζητούν προκλήσεις. Οι νέοι δεν ελπίζουν, οι νέοι φοβούνται. Φοβούνται το αύριο. Θέλουν βόλεμα. Βόλεμα και περιχαράκωση. Βλέπουν μπροστά τους το χαντάκι, το κοινωνικό, επαγγελματικό και οικονομικό περιθώριο και το μόνο για το οποίο αγωνιούν είναι να μην είναι εκείνοι που θα πέσουν μέσα. Και το βόλεμα στην Ελλάδα έχει όνομα: οι νέοι θέλουν διορισμό. Θέλουν Δημόσιο.
Μπορούμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι. Έχουμε εντελώς ευνουχίσει τις προσδοκίες μιας γενιάς. Χειρότερα: όχι τις προσδοκίες από εμάς, ή από την κοινωνία. Τις προσδοκίες από τον εαυτό της. Η νέα γενιά έχει υποστεί λοβοτομή ελπίδων. Ένας στους δέκα, διαβάζω, έστω και κατά μικρή υπερβολή, θέλει να γίνει αστυνομικός. Δεν είναι ήρωάς του ο Ηρακλής Πουαρώ, ούτε ο αστυνόμος Μπέκας. Δεν διαβάζει με μανία Πατρίσια Χάισμιθ και P.D. James. Δεν ονειρεύεται (στη λιγότερο παιδαριώδη από όσο φαίνεται στην ηθική της φράση) να «πιάσει τους κακούς». Δεν θέλει να εξαφανίσει το έγκλημα και να φέρει τους υπεύθυνους να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη.
Όχι – και το ξέρουμε όλοι. Ο ήρως και το πρότυπο του νεαρού λυκειόπαιδα που δηλώνει τη Σχολή της Αστυνομίας στις πανελλήνιες είναι ο αγνός αστυνομικός της υπαίθρου, που αράζει όλη μέρα στο τμήμα και έχει και δυο χωραφάκια ελιές και πορτοκάλια και είναι και συνεταίρος με τον ξάδερφό του σε επιχείρηση εστίασης (για να μην πω νυχτερινής διασκέδασης), η οποία κατά σατανική σύμπτωση διαθέτει καλύτερη αστυνομική προστασία από τις άλλες στην ίδια περιοχή. Το πρότυπό του είναι ο αραχτός σωματοφύλακας, υποτίθεται, του βουλευτή που εκτελεί μεν συνήθως χρέη ορντινάντσας, αλλά έχει λίγη δουλειά και πολύ χρόνο και κάποια πρόσθετη αμοιβή και πουλάει και ύφος σε φίλους και γνωστούς καθότι έχει τα «κονέ» και ενίοτε πουλάει και τις γνωριμίες – αυτές κυριολεκτικώς και όχι μεταφορικά. Κάπως υποτιμητικό η ορντινάντσα, αλλά ζούμε σε δύσκολους καιρούς.
Ζούμε; Όχι. Ζούμε σε καιρούς πολύ πιο εύκολους από εκείνους που έθρεψαν τα όνειρα για προηγούμενες γενιές. Αλλά η γενική επικράτηση της λογικής του Δημοσίου, του βολέματος, της υποσκέλισης των αρίστων από τους πονηρούς και των ικανών από τους διασυνδεδεμένους έχει οδηγήσει (και γράφεται με αριθμούς πια) σε μια εντελώς παραλυτική για τη χώρα και εντελώς θλιβερή για τους νέους αντίληψη ζωής.
Υπάρχει λύση; Οι αντιλήψεις αργούν να αλλάξουν. Αλλά τουλάχιστον μπορούμε να κάνουμε κάτι για να μην καταδικάζουμε όσους δεν μπαίνουν στο συρμό του βολέματος, να κάνουμε κάτι για να έχουν τύχη όσοι δεν απορρίπτουν το στοιχειώδες ρίσκο της ζωής, αυτό που απαιτείται για να έχεις ένα όνειρο και να το κυνηγάς έστω στα 17 σου.
Το περιγράφω συνοπτικά. Ποιο είναι σήμερα το όνειρο του Έλληνα έφηβου; Η πατρίδα – όπως ήταν ας πούμε στο Μακεδονικό Αγώνα; Η ελευθερία – όπως ήταν ας πούμε στην Αντίσταση ή στη χούντα; Η δημοκρατία – όπως ήταν ας πούμε στην ταραγμένη δεκαετία του 60; Η πρόοδος – όπως ήταν ας πούμε στη μεταπολίτευση; Ή έστω, έστω ονειρεύονται οι νέοι τρυφηλή ζωή, καλοπέραση και οικονομική πρόοδο και επαγγελματική άνοδο – όπως έγινε ας πούμε από τη δεκαετία του 80 και ύστερα;
Όχι. Δεν θέλουν κάτι καλύτερο. Δεν βλέπουν τη ζωή τους σαν άσκηση επιτυχίας. Δεν αναζητούν προκλήσεις. Οι νέοι δεν ελπίζουν, οι νέοι φοβούνται. Φοβούνται το αύριο. Θέλουν βόλεμα. Βόλεμα και περιχαράκωση. Βλέπουν μπροστά τους το χαντάκι, το κοινωνικό, επαγγελματικό και οικονομικό περιθώριο και το μόνο για το οποίο αγωνιούν είναι να μην είναι εκείνοι που θα πέσουν μέσα. Και το βόλεμα στην Ελλάδα έχει όνομα: οι νέοι θέλουν διορισμό. Θέλουν Δημόσιο.
Μπορούμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι. Έχουμε εντελώς ευνουχίσει τις προσδοκίες μιας γενιάς. Χειρότερα: όχι τις προσδοκίες από εμάς, ή από την κοινωνία. Τις προσδοκίες από τον εαυτό της. Η νέα γενιά έχει υποστεί λοβοτομή ελπίδων. Ένας στους δέκα, διαβάζω, έστω και κατά μικρή υπερβολή, θέλει να γίνει αστυνομικός. Δεν είναι ήρωάς του ο Ηρακλής Πουαρώ, ούτε ο αστυνόμος Μπέκας. Δεν διαβάζει με μανία Πατρίσια Χάισμιθ και P.D. James. Δεν ονειρεύεται (στη λιγότερο παιδαριώδη από όσο φαίνεται στην ηθική της φράση) να «πιάσει τους κακούς». Δεν θέλει να εξαφανίσει το έγκλημα και να φέρει τους υπεύθυνους να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη.
Όχι – και το ξέρουμε όλοι. Ο ήρως και το πρότυπο του νεαρού λυκειόπαιδα που δηλώνει τη Σχολή της Αστυνομίας στις πανελλήνιες είναι ο αγνός αστυνομικός της υπαίθρου, που αράζει όλη μέρα στο τμήμα και έχει και δυο χωραφάκια ελιές και πορτοκάλια και είναι και συνεταίρος με τον ξάδερφό του σε επιχείρηση εστίασης (για να μην πω νυχτερινής διασκέδασης), η οποία κατά σατανική σύμπτωση διαθέτει καλύτερη αστυνομική προστασία από τις άλλες στην ίδια περιοχή. Το πρότυπό του είναι ο αραχτός σωματοφύλακας, υποτίθεται, του βουλευτή που εκτελεί μεν συνήθως χρέη ορντινάντσας, αλλά έχει λίγη δουλειά και πολύ χρόνο και κάποια πρόσθετη αμοιβή και πουλάει και ύφος σε φίλους και γνωστούς καθότι έχει τα «κονέ» και ενίοτε πουλάει και τις γνωριμίες – αυτές κυριολεκτικώς και όχι μεταφορικά. Κάπως υποτιμητικό η ορντινάντσα, αλλά ζούμε σε δύσκολους καιρούς.
Ζούμε; Όχι. Ζούμε σε καιρούς πολύ πιο εύκολους από εκείνους που έθρεψαν τα όνειρα για προηγούμενες γενιές. Αλλά η γενική επικράτηση της λογικής του Δημοσίου, του βολέματος, της υποσκέλισης των αρίστων από τους πονηρούς και των ικανών από τους διασυνδεδεμένους έχει οδηγήσει (και γράφεται με αριθμούς πια) σε μια εντελώς παραλυτική για τη χώρα και εντελώς θλιβερή για τους νέους αντίληψη ζωής.
Υπάρχει λύση; Οι αντιλήψεις αργούν να αλλάξουν. Αλλά τουλάχιστον μπορούμε να κάνουμε κάτι για να μην καταδικάζουμε όσους δεν μπαίνουν στο συρμό του βολέματος, να κάνουμε κάτι για να έχουν τύχη όσοι δεν απορρίπτουν το στοιχειώδες ρίσκο της ζωής, αυτό που απαιτείται για να έχεις ένα όνειρο και να το κυνηγάς έστω στα 17 σου.
Monday, October 29, 2007
Έν, δυο, προο...σχή!
Δευτέρα 29 Οκτωβρίου – και τώρα που τελείωσαν οι εορτές και οι επέτειοι και παρήλασε υπερηφάνως η μαθητιώσα νεολαία και οι αντεγκλήσεις περιορίστηκαν στην απολύτως αναγκαία κάλυψη τηλεοπτικού χρόνου (μην ξοδευόμαστε κιόλας…), τώρα μπορούμε να το πούμε σχεδόν ανερυθρίαστα πια – αυτές οι ελληνικές παρελάσεις δεν είναι τόσο κακές όσο φαίνονται…
Άκουγα αυτές τις μέρες το βασικό επιχείρημα των πολεμίων τους. Ότι, δηλαδή, η παρέλαση είναι κατάλοιπο στρατοκρατικό και ημιφασιστικό. Ότι διαπνέεται από μιλιταριστικό πνεύμα και σιδηρά πειθαρχία, που παραπέμπει σε απολυταρχικές αντιλήψεις. Θα μπορούσα θεωρητικώς να συμφωνήσω. Αλλά αναρωτιέμαι και θα ήθελα να ρωτήσω κι όσους αναπτύσσουν αυτό το επιχείρημα. Έχουν πάει; Αλήθεια, έχουν πάει σχετικά πρόσφατα σε αυτές τις τρομερές παρελάσεις των βλαστών του έθνους; Έχουν βρεθεί τέτοια χρονιάρα μέρα στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, ή του Χαλανδρίου, ή υποθέτω σε οποιαδήποτε άλλη πλατεία ανά τους δήμους και τις κοινότητες της εορτάζουσας χώρας;
Επειδή έτυχε να το υποστώ, έχει ταλαιπωρία, έχει ορθοστασία, αλλά στρατοκρατία δεν έχει. Αν πάτε στις 25 Μαρτίου, μην περιμένετε χαλύβδινη πειθαρχία, μην φέρετε στο μυαλό σας την ΕΟΝ και το Μεταξά. Θα δείτε πιθανότερο όχι να παρελαύνουν, αλλά να σέρνονται κάτι χαβαλέδες, βαριεστημένοι και αγουροξυπνημένοι γόνοι του πιο παχύσαρκου λαού της ενωμένης Ευρώπης.
Ωραίοι τύποι. Ούτε βλοσυρό βλέμμα, ούτε αγριάδα. Και οι θεατές καμμία ιμπεριαλιστική διάθεση δεν τους συνέχει. Υπερήφανες μικροαστές μαμάδες είναι, που δίνουν άγριες εντολές στον ταλαιπωρημένο σύζυγο μην τυχόν και χάσει το πλάνο καθώς κουβαλάει καραβοτσακισμένος από το ξενύχτι της προηγούμενης την καινούργια ψηφιακή βιντεοκάμερα. Η μάρκα της ημέρας δεν είναι η Κρουπ, αλλά η Σόνυ.
Μετά εμφανίζεται το άγημα. Με χαρούμενο ύφος, μαλλί της μόδας και φλυαρώντας ακατάσχετα, οι παρελαύνοντες περνούν μπροστά από το δήμαρχο, τη μαμά, τη γιαγιά και τη θεία – χαιρετώντας στην εντολή «γέλα, σε παίρνει ο μπαμπάς». Το μόνο που ανεβάζει το εθνικό φρόνημα είναι αυτές οι ωραίες γκρίζες φουστίτσες που δεν έχουν χώρο ούτε για το στρίφωμα και δείχνουν ό,τι ωραιότερο έχει να επιδείξει το έθνος μας. Για όποιον πιστεύει στα άγρια, φαντάζομαι θα άρκεσε το γεγονός ότι δίπλα στην κόρη του σκληρότερου των σκληρών, του Παναγιώτη Ψωμιάδη, παρέλασε στη μεγάλη εκδήλωση της Θεσσαλονίκης και το μικρό κοριτσάκι του – tres elegante, λεβεντιά και ομορφούλα, αλλά δεν νομίζω ότι τρόμαξε κανείς από τους εχθρούς. Αντιθέτως, πέρασε ωραία όλη η οικογένεια.
Μετά σκάνε φιλάκι στο μάγουλο του ροδαλού παραστάτη και πάνε όλοι στην πλησιέστερη χασαποταβέρνα για να ολοκληρωθεί ο εορτασμός της εθνικής επετείου.
Μην ανησυχείτε. Δεν υπάρχει λογική στρατού στις παρελάσεις μας. Μια μικροαστική photo opportunity είναι. Κι αφού δεν είναι μιλιταίρ, αλλά ρεμπέτ ασκέρ – μπορούμε χωρίς τύψεις να είμαστε υπέρ.
Άκουγα αυτές τις μέρες το βασικό επιχείρημα των πολεμίων τους. Ότι, δηλαδή, η παρέλαση είναι κατάλοιπο στρατοκρατικό και ημιφασιστικό. Ότι διαπνέεται από μιλιταριστικό πνεύμα και σιδηρά πειθαρχία, που παραπέμπει σε απολυταρχικές αντιλήψεις. Θα μπορούσα θεωρητικώς να συμφωνήσω. Αλλά αναρωτιέμαι και θα ήθελα να ρωτήσω κι όσους αναπτύσσουν αυτό το επιχείρημα. Έχουν πάει; Αλήθεια, έχουν πάει σχετικά πρόσφατα σε αυτές τις τρομερές παρελάσεις των βλαστών του έθνους; Έχουν βρεθεί τέτοια χρονιάρα μέρα στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, ή του Χαλανδρίου, ή υποθέτω σε οποιαδήποτε άλλη πλατεία ανά τους δήμους και τις κοινότητες της εορτάζουσας χώρας;
Επειδή έτυχε να το υποστώ, έχει ταλαιπωρία, έχει ορθοστασία, αλλά στρατοκρατία δεν έχει. Αν πάτε στις 25 Μαρτίου, μην περιμένετε χαλύβδινη πειθαρχία, μην φέρετε στο μυαλό σας την ΕΟΝ και το Μεταξά. Θα δείτε πιθανότερο όχι να παρελαύνουν, αλλά να σέρνονται κάτι χαβαλέδες, βαριεστημένοι και αγουροξυπνημένοι γόνοι του πιο παχύσαρκου λαού της ενωμένης Ευρώπης.
Ωραίοι τύποι. Ούτε βλοσυρό βλέμμα, ούτε αγριάδα. Και οι θεατές καμμία ιμπεριαλιστική διάθεση δεν τους συνέχει. Υπερήφανες μικροαστές μαμάδες είναι, που δίνουν άγριες εντολές στον ταλαιπωρημένο σύζυγο μην τυχόν και χάσει το πλάνο καθώς κουβαλάει καραβοτσακισμένος από το ξενύχτι της προηγούμενης την καινούργια ψηφιακή βιντεοκάμερα. Η μάρκα της ημέρας δεν είναι η Κρουπ, αλλά η Σόνυ.
Μετά εμφανίζεται το άγημα. Με χαρούμενο ύφος, μαλλί της μόδας και φλυαρώντας ακατάσχετα, οι παρελαύνοντες περνούν μπροστά από το δήμαρχο, τη μαμά, τη γιαγιά και τη θεία – χαιρετώντας στην εντολή «γέλα, σε παίρνει ο μπαμπάς». Το μόνο που ανεβάζει το εθνικό φρόνημα είναι αυτές οι ωραίες γκρίζες φουστίτσες που δεν έχουν χώρο ούτε για το στρίφωμα και δείχνουν ό,τι ωραιότερο έχει να επιδείξει το έθνος μας. Για όποιον πιστεύει στα άγρια, φαντάζομαι θα άρκεσε το γεγονός ότι δίπλα στην κόρη του σκληρότερου των σκληρών, του Παναγιώτη Ψωμιάδη, παρέλασε στη μεγάλη εκδήλωση της Θεσσαλονίκης και το μικρό κοριτσάκι του – tres elegante, λεβεντιά και ομορφούλα, αλλά δεν νομίζω ότι τρόμαξε κανείς από τους εχθρούς. Αντιθέτως, πέρασε ωραία όλη η οικογένεια.
Μετά σκάνε φιλάκι στο μάγουλο του ροδαλού παραστάτη και πάνε όλοι στην πλησιέστερη χασαποταβέρνα για να ολοκληρωθεί ο εορτασμός της εθνικής επετείου.
Μην ανησυχείτε. Δεν υπάρχει λογική στρατού στις παρελάσεις μας. Μια μικροαστική photo opportunity είναι. Κι αφού δεν είναι μιλιταίρ, αλλά ρεμπέτ ασκέρ – μπορούμε χωρίς τύψεις να είμαστε υπέρ.
Εκλογές τώρα - πέρασαν ήδη 40 μέρες...
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου – και θα το έχουν πια όλοι διαπιστώσει. Για να υπάρχει μια κυβέρνηση, δεν αρκεί να μην υπάρχει αντιπολίτευση.
Έχουν περάσει μόλις 40 μέρες από τις 16 Σεπτεμβρίου που οι πολίτες κλήθηκαν στην κάλπη και αποφάσισαν να δώσουν μια καθαρή εκλογική διαφορά στο ήδη κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ο κ. Καραμανλής βγήκε ενισχυμένος και κομματικά και προσωπικά από αυτές τις κάλπες. Είχε κερδίσει μια δεύτερη συνεχή εκλογική αναμέτρηση. Είχε επικρατήσει μέσα σε εξαιρετικά αντίξοη συγκυρία – με 70 νεκρούς και την Ελλάδα να καίγεται μέσα στην προεκλογική περίοδο. Άφηνε πίσω του μια τριετία ισχυρών κλυδωνισμών από υποθέσεις που κλονίζουν βαριά τις κυβερνήσεις – από τις υποκλοπές μέχρι τα ομόλογα. Και έβλεπε τις δημοσκοπήσεις να καταγράφουν ότι η ψήφος στη Ν.Δ. ήταν σε μεγάλο βαθμό ψήφος στο πρόσωπό του ως αξιόπιστου πρωθυπουργού, παρά στο κόμμα του ως πλέον αξιόπιστου πολιτικού φορέα.
Κι αμέσως μετά, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο μετά από τέτοια ήττα, ο κ. Καραμανλής είδε επίσης το ΠΑΣΟΚ, την αξιωματική αντιπολίτευση, να βυθίζεται σε μια κρίση στα όρια του διχασμού.
Ο διχασμός είναι φυσικό επακόλουθο μιας ήττας. Είναι όμως τα διαλυτικά φαινόμενα φυσικό επακόλουθο μιας νίκης; Με όλα αυτά τα δεδομένα θα περίμενε κανείς πως ο κ. Καραμανλής θα είχε την άνεση μιας κοινοβουλευτικής αυτοκρατορίας. Πως θα είχε το απόλυτο πολιτικό μονοπώλιοτην ηγεμονία στο πολιτικό σκηνικό. Και πως θα μπορούσε αμέσως και γρήγορα να προωθήσει την ατζέντα του, αυτήν που είχε προβάλει ζητώντας την ανανέωση της εμπιστοσύνης των πολιτών. Δηλαδή τις περίφημες μεταρρυθμίσεις.
Μετά από σαράντα μέρες αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού βλέπει όχι να χάνει, βέβαια, αλλά να μην μπορεί καν να παίξει. Η κοινή γνώμη, η ίδια που το βράδυ των εκλογών πίστεψε πως όλα είχαν τελειώσει από πολιτική άποψη και μάλιστα για πολλά χρόνια, τώρα περισσότερο απορεί, παρά αλλάζει γνώμη. Αλλά το βέβαιο είναι πως έχει κατασταλάξει για την ισχύ της παντοδύναμης κυβέρνησης.
Υπάρχει άραγε σήμερα κανείς που να πιστεύει πως αυτό το σχήμα, κυβερνητικό και κοινοβουλευτικό, μπορεί να γίνει φορέας μεταρρυθμιστικής ατζέντας; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως η κυβέρνηση η οποία δεν μπορεί να περάσει μια, έστω παράτυπη, ρύθμιση που αφορά τους συνεργάτες του Μεγάρου Μαξίμου θα ζητήσει και θα πείσει τους βουλευτές της να ψηφίσουν νομοσχέδια που έχουν βαρύτατο πολιτικό κόστος, όπως ας πούμε ακόμη και το πιο λάιτ ασφαλιστικό; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως αυτή η κυβέρνηση μπορεί, αν το επιλέξει, να προχωρήσει –για παράδειγμα- στην πραγματική αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, ή στην πραγματική απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, με ό,τι θα σημαίνει για τη ΔΕΗ ως εταιρεία;
Είναι φανερό πως η κυβερνητική συνθήκη δεν είναι ικανή. Δεν φταίνε οι 152 – είναι ένα πρόβλημα, αλλά όχι το μόνο. Είναι κυρίως που οι 152 αυτοί βουλευτές δεν έχουν μια κοινή εσωτερική συνεκτική ύλη, δεν είναι στρατευμένοι σε μια πολιτική ατζέντα πέρα από την επανεκλογή – των ιδίων πρώτα και μετά και του κόμματος. Έκαστος για τον εαυτό του – ο υπουργός άνετος, ο υφυπουργός με την ελπίδα, ο επίδοξος ήσυχος και οι υπόλοιποι desperados στο εντευκτήριο της Βουλής. Πόσο άραγε μπορεί να απέχει μέσα σε αυτό το κλίμα άλλη μια προσφυγή στην ανάγκη να δώσει λύση ο λαός;
Έχουν περάσει μόλις 40 μέρες από τις 16 Σεπτεμβρίου που οι πολίτες κλήθηκαν στην κάλπη και αποφάσισαν να δώσουν μια καθαρή εκλογική διαφορά στο ήδη κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ο κ. Καραμανλής βγήκε ενισχυμένος και κομματικά και προσωπικά από αυτές τις κάλπες. Είχε κερδίσει μια δεύτερη συνεχή εκλογική αναμέτρηση. Είχε επικρατήσει μέσα σε εξαιρετικά αντίξοη συγκυρία – με 70 νεκρούς και την Ελλάδα να καίγεται μέσα στην προεκλογική περίοδο. Άφηνε πίσω του μια τριετία ισχυρών κλυδωνισμών από υποθέσεις που κλονίζουν βαριά τις κυβερνήσεις – από τις υποκλοπές μέχρι τα ομόλογα. Και έβλεπε τις δημοσκοπήσεις να καταγράφουν ότι η ψήφος στη Ν.Δ. ήταν σε μεγάλο βαθμό ψήφος στο πρόσωπό του ως αξιόπιστου πρωθυπουργού, παρά στο κόμμα του ως πλέον αξιόπιστου πολιτικού φορέα.
Κι αμέσως μετά, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο μετά από τέτοια ήττα, ο κ. Καραμανλής είδε επίσης το ΠΑΣΟΚ, την αξιωματική αντιπολίτευση, να βυθίζεται σε μια κρίση στα όρια του διχασμού.
Ο διχασμός είναι φυσικό επακόλουθο μιας ήττας. Είναι όμως τα διαλυτικά φαινόμενα φυσικό επακόλουθο μιας νίκης; Με όλα αυτά τα δεδομένα θα περίμενε κανείς πως ο κ. Καραμανλής θα είχε την άνεση μιας κοινοβουλευτικής αυτοκρατορίας. Πως θα είχε το απόλυτο πολιτικό μονοπώλιοτην ηγεμονία στο πολιτικό σκηνικό. Και πως θα μπορούσε αμέσως και γρήγορα να προωθήσει την ατζέντα του, αυτήν που είχε προβάλει ζητώντας την ανανέωση της εμπιστοσύνης των πολιτών. Δηλαδή τις περίφημες μεταρρυθμίσεις.
Μετά από σαράντα μέρες αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού βλέπει όχι να χάνει, βέβαια, αλλά να μην μπορεί καν να παίξει. Η κοινή γνώμη, η ίδια που το βράδυ των εκλογών πίστεψε πως όλα είχαν τελειώσει από πολιτική άποψη και μάλιστα για πολλά χρόνια, τώρα περισσότερο απορεί, παρά αλλάζει γνώμη. Αλλά το βέβαιο είναι πως έχει κατασταλάξει για την ισχύ της παντοδύναμης κυβέρνησης.
Υπάρχει άραγε σήμερα κανείς που να πιστεύει πως αυτό το σχήμα, κυβερνητικό και κοινοβουλευτικό, μπορεί να γίνει φορέας μεταρρυθμιστικής ατζέντας; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως η κυβέρνηση η οποία δεν μπορεί να περάσει μια, έστω παράτυπη, ρύθμιση που αφορά τους συνεργάτες του Μεγάρου Μαξίμου θα ζητήσει και θα πείσει τους βουλευτές της να ψηφίσουν νομοσχέδια που έχουν βαρύτατο πολιτικό κόστος, όπως ας πούμε ακόμη και το πιο λάιτ ασφαλιστικό; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως αυτή η κυβέρνηση μπορεί, αν το επιλέξει, να προχωρήσει –για παράδειγμα- στην πραγματική αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, ή στην πραγματική απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, με ό,τι θα σημαίνει για τη ΔΕΗ ως εταιρεία;
Είναι φανερό πως η κυβερνητική συνθήκη δεν είναι ικανή. Δεν φταίνε οι 152 – είναι ένα πρόβλημα, αλλά όχι το μόνο. Είναι κυρίως που οι 152 αυτοί βουλευτές δεν έχουν μια κοινή εσωτερική συνεκτική ύλη, δεν είναι στρατευμένοι σε μια πολιτική ατζέντα πέρα από την επανεκλογή – των ιδίων πρώτα και μετά και του κόμματος. Έκαστος για τον εαυτό του – ο υπουργός άνετος, ο υφυπουργός με την ελπίδα, ο επίδοξος ήσυχος και οι υπόλοιποι desperados στο εντευκτήριο της Βουλής. Πόσο άραγε μπορεί να απέχει μέσα σε αυτό το κλίμα άλλη μια προσφυγή στην ανάγκη να δώσει λύση ο λαός;
Thursday, October 25, 2007
Θέμα timing
Πέμπτη 25 Οκτωβρίου – και ήταν μόνο 60 μέρες. Όμως από τις 6 Ιανουαρίου έως τις 6 Μαρτίου του 2004 σπάρθηκαν πολλοί από τους ανέμους που θερίζει σήμερα το ΠΑΣΟΚ σαν θύελλες.
Στο ΠΑΣΟΚ αυτές τις μέρες η λογική είναι εν σπάνει, στη διατίμηση. Αν πίστευε κανείς πως ο Κώστας Σημίτης, από φύση και από θέση, θα μπορούσε να μείνει έξω από το χορό του παραλόγου, που απειλεί να εξελιχθεί σε χορό του Ζαλόγγου, τώρα διαψεύσθηκε.
Πήγε, όπως όλοι πια ξέρουν, στο LSE και μίλησε για το ΠΑΣΟΚ. Απίθανο; Ένας πρώην πρωθυπουργός, ένα κεφάλαιο της παράταξης, βλέπει όσα γίνονται στην Αθήνα και αποφασίζει, μετά την Κοινοβουλευτική Ομάδα, να μην πάει στο Εθνικό Συμβούλιο. Ορθώς, ορθότατα – θα γινόταν απλώς το έλα να δεις… Και μετά πάει στο Λονδίνο για να διατυπώσει ενστάσεις για τα θεσμικά ζητήματα του κόμματός του. Φταίω εγώ που δεν καταλαβαίνω;
Τι είπε ο κ. Σημίτης; Ότι δεν πρέπει να ψηφίζουν για αρχηγό του ΠΑΣΟΚ εκτός από τα μέλη, οι φίλοι, και ενδεχομένως όχι μόνο οι φίλοι, αλλά και οι οχτροί και οι αδιάφοροι που δεν έχουν τι να κάνουν εκείνη την ώρα και οι χαβαλέδες και ο κάθε πικραμένος. Ορθώς, ορθότατα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που με αυτή την ιδέα της επιλογής ηγέτη παράταξης από ένα βαθιά απολίτικο σώμα εκλογέων διαφωνεί εκτός του γενάρχη των εκσυγχρονιστών και σύσσωμη η αριστερά του ΠΑΣΟΚ, ας το πώ έτσι για να συνεννοούμεθα, σε όλες τις εκδοχές της.
Αλλά αφού διαφωνεί ο κ. Σημίτης, είναι εύλογο να διατυπώσει κανείς το ερώτημα πότε ακριβώς καταστάλαξε σε αυτή τη διαφωνία. Όταν γεννήθηκε η ιδέα και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ήταν πρωθυπουργός και αποχωρών πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Είχε δηλαδή εκτεταμένη δυνατότητα επηρεασμού των πραγμάτων στην κατεύθυνση που θεωρούσε ορθή για το κόμμα του και τη χώρα. Δεν το έκανε. Γιατί; Ας πούμε για να μην δημιουργήσει προβλήματα στον τότε διάδοχό του. Δεν είναι καλό για την υστεροφημία του να αποδεικνύεται πως έβαλε το καλό του κόμματος στη συγκυρία πάνω από το μακροπρόθεσμο καλό του κόμματος και της χώρας, αλλά ήταν περίεργη εποχή. Θυμίζω επίσης ότι είχε γίνει πολύ περίεργη η εποχή γιατί η ηγεσία άλλαζε χέρια με δική του συμφωνία και συναίνεση, με ένα εντελώς εξωθεσμικό τρόπο, για τον οποίο χρεώνονται και θα χρεώνονται και οι δύο πρωταγωνιστές του. Αρκεί να σκεφθεί κανείς τι θα είχε να πει ο κ. Σημίτης αν είχε γίνει με ανάλογο τρόπο η διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου…
Αλλά ας δεχτώ την πίεση της συγκυρίας. Ο κ. Σημίτης διαφωνεί (ξαναλέω: ορθώς, ορθότατα…) με τη διαδικασία εκλογής προέδρου. Δεν το λέει στη βράση. Δεν το λέει όμως ούτε στο συνέδριο που ακολούθησε και ψήφισε ομόφωνα το καταστατικό. Ας είμαστε συγκαταβατικοί. Πάλι, αν διαφωνούσε με το διάδοχό του, στο πρώτο συνέδριο μετά από βαριές εκλογικές ήττες, πάλι θα έβλεπαν σπορά ζιζανίων οι όχι λίγοι καλοθελητές. Δεν είπε λοιπόν τίποτα.
Εντάξει, τότε δεν είπε. Τώρα γιατί το λέει; Γιατί πρέπει αυτή η καλά κρυμμένη τόσο καιρό διαφωνία να διατυπωθεί στη μέση της καταστατικής διαδικασίας, όταν τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί, όταν μάλιστα η διαδικασία είναι η μόνη συμφωνία, ο μόνος κοινός τόπος σε ένα κόμμα στα πρόθυρα του διχασμού; Τι ακριβώς εξυπηρετεί; Και πολύ περισσότερο, όταν είναι δεδομένο ότι ακολουθεί ένα συνέδριο όπου θα μπορούσαν όλα αυτά να συζητηθούν, ανοιχτά, ψύχραιμα και προπάντων χωρίς υπόνοιες για θολές και αδιευκρίνιστες σκοπιμότητες, που πιθανότατα δεν υπάρχουν.
Και, πέρα από όλα αυτά, υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο ο κ. Σημίτης υποθηκεύει, ή πάντως διακυβεύει, μια ήδη αμφισβητούμενη –και πολύ άδικα αμφισβητούμενη- υστεροφημία;
Στο ΠΑΣΟΚ αυτές τις μέρες η λογική είναι εν σπάνει, στη διατίμηση. Αν πίστευε κανείς πως ο Κώστας Σημίτης, από φύση και από θέση, θα μπορούσε να μείνει έξω από το χορό του παραλόγου, που απειλεί να εξελιχθεί σε χορό του Ζαλόγγου, τώρα διαψεύσθηκε.
Πήγε, όπως όλοι πια ξέρουν, στο LSE και μίλησε για το ΠΑΣΟΚ. Απίθανο; Ένας πρώην πρωθυπουργός, ένα κεφάλαιο της παράταξης, βλέπει όσα γίνονται στην Αθήνα και αποφασίζει, μετά την Κοινοβουλευτική Ομάδα, να μην πάει στο Εθνικό Συμβούλιο. Ορθώς, ορθότατα – θα γινόταν απλώς το έλα να δεις… Και μετά πάει στο Λονδίνο για να διατυπώσει ενστάσεις για τα θεσμικά ζητήματα του κόμματός του. Φταίω εγώ που δεν καταλαβαίνω;
Τι είπε ο κ. Σημίτης; Ότι δεν πρέπει να ψηφίζουν για αρχηγό του ΠΑΣΟΚ εκτός από τα μέλη, οι φίλοι, και ενδεχομένως όχι μόνο οι φίλοι, αλλά και οι οχτροί και οι αδιάφοροι που δεν έχουν τι να κάνουν εκείνη την ώρα και οι χαβαλέδες και ο κάθε πικραμένος. Ορθώς, ορθότατα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που με αυτή την ιδέα της επιλογής ηγέτη παράταξης από ένα βαθιά απολίτικο σώμα εκλογέων διαφωνεί εκτός του γενάρχη των εκσυγχρονιστών και σύσσωμη η αριστερά του ΠΑΣΟΚ, ας το πώ έτσι για να συνεννοούμεθα, σε όλες τις εκδοχές της.
Αλλά αφού διαφωνεί ο κ. Σημίτης, είναι εύλογο να διατυπώσει κανείς το ερώτημα πότε ακριβώς καταστάλαξε σε αυτή τη διαφωνία. Όταν γεννήθηκε η ιδέα και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ήταν πρωθυπουργός και αποχωρών πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Είχε δηλαδή εκτεταμένη δυνατότητα επηρεασμού των πραγμάτων στην κατεύθυνση που θεωρούσε ορθή για το κόμμα του και τη χώρα. Δεν το έκανε. Γιατί; Ας πούμε για να μην δημιουργήσει προβλήματα στον τότε διάδοχό του. Δεν είναι καλό για την υστεροφημία του να αποδεικνύεται πως έβαλε το καλό του κόμματος στη συγκυρία πάνω από το μακροπρόθεσμο καλό του κόμματος και της χώρας, αλλά ήταν περίεργη εποχή. Θυμίζω επίσης ότι είχε γίνει πολύ περίεργη η εποχή γιατί η ηγεσία άλλαζε χέρια με δική του συμφωνία και συναίνεση, με ένα εντελώς εξωθεσμικό τρόπο, για τον οποίο χρεώνονται και θα χρεώνονται και οι δύο πρωταγωνιστές του. Αρκεί να σκεφθεί κανείς τι θα είχε να πει ο κ. Σημίτης αν είχε γίνει με ανάλογο τρόπο η διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου…
Αλλά ας δεχτώ την πίεση της συγκυρίας. Ο κ. Σημίτης διαφωνεί (ξαναλέω: ορθώς, ορθότατα…) με τη διαδικασία εκλογής προέδρου. Δεν το λέει στη βράση. Δεν το λέει όμως ούτε στο συνέδριο που ακολούθησε και ψήφισε ομόφωνα το καταστατικό. Ας είμαστε συγκαταβατικοί. Πάλι, αν διαφωνούσε με το διάδοχό του, στο πρώτο συνέδριο μετά από βαριές εκλογικές ήττες, πάλι θα έβλεπαν σπορά ζιζανίων οι όχι λίγοι καλοθελητές. Δεν είπε λοιπόν τίποτα.
Εντάξει, τότε δεν είπε. Τώρα γιατί το λέει; Γιατί πρέπει αυτή η καλά κρυμμένη τόσο καιρό διαφωνία να διατυπωθεί στη μέση της καταστατικής διαδικασίας, όταν τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί, όταν μάλιστα η διαδικασία είναι η μόνη συμφωνία, ο μόνος κοινός τόπος σε ένα κόμμα στα πρόθυρα του διχασμού; Τι ακριβώς εξυπηρετεί; Και πολύ περισσότερο, όταν είναι δεδομένο ότι ακολουθεί ένα συνέδριο όπου θα μπορούσαν όλα αυτά να συζητηθούν, ανοιχτά, ψύχραιμα και προπάντων χωρίς υπόνοιες για θολές και αδιευκρίνιστες σκοπιμότητες, που πιθανότατα δεν υπάρχουν.
Και, πέρα από όλα αυτά, υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο ο κ. Σημίτης υποθηκεύει, ή πάντως διακυβεύει, μια ήδη αμφισβητούμενη –και πολύ άδικα αμφισβητούμενη- υστεροφημία;
Wednesday, October 24, 2007
Annales
Τετάρτη 24 Οκτωβρίου – και ας υποθέσουμε ότι, όπως κάνουμε εμείς με τις εφημερίδες του 19ου αιώνα, κάποιος ιστορικός στο μέλλον θα ανατρέχει στα ηλεκτρονικά πια αρχεία, που αυτά δεν σαπίζουν όπως επί χρόνια ήταν παρατημένα τα ελληνικά αρχεία και μόλις τελευταία άρχισε να υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον για την τύχη τους…
…ας υποθέσουμε όμως ότι κάποιος ημιπαράφρων στο μέλλον (αν έχουμε επιτρέψει να υπάρξει μέλλον) θα εντρυφήσει –λέμε τώρα…- στο πώς ζούσαμε εμείς αυτούς τους γι άλλους χαλεπούς και γι ‘αλλους έξω καρδιά καιρούς. Θα πάρει, λοιπόν, τα στοιχεία και θα διαπιστώσει πως τον πραγματικό σφυγμό μας μπορεί να τον βρει παρακολουθώντας σε εικόνα τις εξελίξεις στην ευτυχισμένη χώρα, αυτό τον ευτυχισμένο Οκτώβρη του 2007. Κι ας πούμε πως αποφασίζει, έτσι στην τύχη, να διαλέξει μια ημέρα ως δείγμα τυπικό και αυτή η μέρα να είναι –σύμπτωση σατανική- η χθεσινή.
Τι θα μάθει ο ιστορικός του μέλλοντος; Την αλήθεια. Θα μάθει ότι είχαν γίνει πολύ πρόσφατα εκλογές αλλά ένα μηνα μετά ήταν σχεδόν σαν να μην έγιναν. Θα μάθει ότι οι χαμένοι αρπάχτηκαν και σχεδόν έρχονταν στα χέρια – ενίοτε και κυριολεκτικώς, γιατί τα πολιτικά πάθη είχαν εξαφθεί. Θα μάθει ότι οι κερδισμένοι μαύροι που ήτανε διότι ακόμη δεν είχε εφευρεθεί η κυβέρνηση των 152 υπουργών – η μόνη που συγκροτεί συνεκτικές κοινοβουλευτικές ομάδες. Α, και ότι ο Ολυμπιακός θα έπαιζε με τη Ρεάλ…
Τι δεν θα μάθει ο χρονικογράφος του μέλλοντος; Δεν θα μάθει ποτέ ίσως ότι χτες το πρωί έβρεχε. Και ότι η διαδρομή –για παράδειγμα- από το Γέρακα στου Ρέντη μέσω των μεγάλων έργων (αυτά θα τα έχει πληροφορηθεί από τα στοιχεία για το δημόσιο χρέος και τις κοινοτικές εισροές) διαρκούσε εκείνη την ωραία μέρα κάπου 3,5 ώρες. Δεν θα μάθει ότι στη χώρα που μελετά ζούσαν άνθρωποι που προτιμούσαν να επενδύσουν 50.000 ευρώ για ένα αυτοκίνητο πολυτελείας που να σέρνεται στην άσφαλτο, παρά να έχουν πληρώσει ένα μέρος αυτών των χρημάτων στο κράτος τους και αυτό να έχει φτιάξει ένα δρόμο όπου τα αυτοκίνητα μεν να μην είναι τόσον μουράτα, αλλά πάντως να κινούνται. Δεν θα μάθει ποτέ ότι εκείνες τις ημέρες οι άνθρωποι έφταναν τα απογεύματα κατάκοποι από τη δεύτερη δουλειά τους (γιατί μία φυσικά δεν τους έφτανε) στο σούπερ-μάρκετ, για να διαπιστώσουν ότι σύντομα δεν θα τους φτάνει ούτε η δεύτερη δουλειά για να συντηρήσουν ένα τρόπο κατανάλωσης συνδυασμένο με ξένα λεφτά, που κάποτε αλίμονο σταματούν. Δεν θα μάθει ίσως ποτέ, εκτός εάν ανατρέξει σε στατιστικά στοιχεία, και πάντως όχι από τα αρχεία των δελτίων ειδήσεων, ότι εκείνες τις ημέρες η οικονομία πήγαινε καλά αλλά οι επιχειρήσεις έκλειναν και άνθρωποι έμεναν άνεργοι, ότι η ανταγωνιστικότητα έπεφτε, ότι η αποβιομηχάνιση συνεχιζόταν, ότι η επιχειρηματικότητα παρέμενε υπό διωγμό, ότι θεωρητικώς αναζητούσαν επενδύσεις και πρακτικώς δεν έκαναν τίποτα για να έρθουν και ότι η γραφειοκρατία και ο κρατισμός βασίλευαν εις βάρος και εις απόγνωση όσων είχαν την ατυχία να μείνουν έξω από τα κομματικά τείχη τους.
Τέτοια πρόσωπα της απρόσωπης καθημερινότητας ο ιστορικός του ηλεκτρονικού αρχείου δεν θα συναντήσει. Θα δει όμως πολλά άλλα. Θα δει ΠΑΣΟΚ και κυβερνοαντάρτες. Θα δει Σκανδαλίδη-Βενιζέλο και Παπανδρέου. Θα δει επίσης Ρουσσόπουλο να λέει «ουδέν σχόλιον» - θα νομίζει ότι χάλασε ο υπολογιστής. Θα δει Πολύδωρα – και φυσικά δεν θα καταλαβαίνει. Θα δει Θανάση Γιαννόπουλο, Θανάση Τσούρα και θα καταλάβει «ποιος Θανάσης;». Και επίσης Τώνια, και Καστανίδη, και Κουκουλόπουλο, και Καράογλου, και Τατούλη και Μανώλη και θα δει και τον (δεν θα το πιστέψετε αλλά ξεχνάω το όνομά του), ναι τον –ας με συγχωρήσουν και οι ακροατές και ο ιστορικός του μέλλοντος- αλλά δεν έχω ήδη από τώρα συγκρατήσει το όνομα του επικεφαλής της νομαρχιακής Κοζάνης…
…ας υποθέσουμε όμως ότι κάποιος ημιπαράφρων στο μέλλον (αν έχουμε επιτρέψει να υπάρξει μέλλον) θα εντρυφήσει –λέμε τώρα…- στο πώς ζούσαμε εμείς αυτούς τους γι άλλους χαλεπούς και γι ‘αλλους έξω καρδιά καιρούς. Θα πάρει, λοιπόν, τα στοιχεία και θα διαπιστώσει πως τον πραγματικό σφυγμό μας μπορεί να τον βρει παρακολουθώντας σε εικόνα τις εξελίξεις στην ευτυχισμένη χώρα, αυτό τον ευτυχισμένο Οκτώβρη του 2007. Κι ας πούμε πως αποφασίζει, έτσι στην τύχη, να διαλέξει μια ημέρα ως δείγμα τυπικό και αυτή η μέρα να είναι –σύμπτωση σατανική- η χθεσινή.
Τι θα μάθει ο ιστορικός του μέλλοντος; Την αλήθεια. Θα μάθει ότι είχαν γίνει πολύ πρόσφατα εκλογές αλλά ένα μηνα μετά ήταν σχεδόν σαν να μην έγιναν. Θα μάθει ότι οι χαμένοι αρπάχτηκαν και σχεδόν έρχονταν στα χέρια – ενίοτε και κυριολεκτικώς, γιατί τα πολιτικά πάθη είχαν εξαφθεί. Θα μάθει ότι οι κερδισμένοι μαύροι που ήτανε διότι ακόμη δεν είχε εφευρεθεί η κυβέρνηση των 152 υπουργών – η μόνη που συγκροτεί συνεκτικές κοινοβουλευτικές ομάδες. Α, και ότι ο Ολυμπιακός θα έπαιζε με τη Ρεάλ…
Τι δεν θα μάθει ο χρονικογράφος του μέλλοντος; Δεν θα μάθει ποτέ ίσως ότι χτες το πρωί έβρεχε. Και ότι η διαδρομή –για παράδειγμα- από το Γέρακα στου Ρέντη μέσω των μεγάλων έργων (αυτά θα τα έχει πληροφορηθεί από τα στοιχεία για το δημόσιο χρέος και τις κοινοτικές εισροές) διαρκούσε εκείνη την ωραία μέρα κάπου 3,5 ώρες. Δεν θα μάθει ότι στη χώρα που μελετά ζούσαν άνθρωποι που προτιμούσαν να επενδύσουν 50.000 ευρώ για ένα αυτοκίνητο πολυτελείας που να σέρνεται στην άσφαλτο, παρά να έχουν πληρώσει ένα μέρος αυτών των χρημάτων στο κράτος τους και αυτό να έχει φτιάξει ένα δρόμο όπου τα αυτοκίνητα μεν να μην είναι τόσον μουράτα, αλλά πάντως να κινούνται. Δεν θα μάθει ποτέ ότι εκείνες τις ημέρες οι άνθρωποι έφταναν τα απογεύματα κατάκοποι από τη δεύτερη δουλειά τους (γιατί μία φυσικά δεν τους έφτανε) στο σούπερ-μάρκετ, για να διαπιστώσουν ότι σύντομα δεν θα τους φτάνει ούτε η δεύτερη δουλειά για να συντηρήσουν ένα τρόπο κατανάλωσης συνδυασμένο με ξένα λεφτά, που κάποτε αλίμονο σταματούν. Δεν θα μάθει ίσως ποτέ, εκτός εάν ανατρέξει σε στατιστικά στοιχεία, και πάντως όχι από τα αρχεία των δελτίων ειδήσεων, ότι εκείνες τις ημέρες η οικονομία πήγαινε καλά αλλά οι επιχειρήσεις έκλειναν και άνθρωποι έμεναν άνεργοι, ότι η ανταγωνιστικότητα έπεφτε, ότι η αποβιομηχάνιση συνεχιζόταν, ότι η επιχειρηματικότητα παρέμενε υπό διωγμό, ότι θεωρητικώς αναζητούσαν επενδύσεις και πρακτικώς δεν έκαναν τίποτα για να έρθουν και ότι η γραφειοκρατία και ο κρατισμός βασίλευαν εις βάρος και εις απόγνωση όσων είχαν την ατυχία να μείνουν έξω από τα κομματικά τείχη τους.
Τέτοια πρόσωπα της απρόσωπης καθημερινότητας ο ιστορικός του ηλεκτρονικού αρχείου δεν θα συναντήσει. Θα δει όμως πολλά άλλα. Θα δει ΠΑΣΟΚ και κυβερνοαντάρτες. Θα δει Σκανδαλίδη-Βενιζέλο και Παπανδρέου. Θα δει επίσης Ρουσσόπουλο να λέει «ουδέν σχόλιον» - θα νομίζει ότι χάλασε ο υπολογιστής. Θα δει Πολύδωρα – και φυσικά δεν θα καταλαβαίνει. Θα δει Θανάση Γιαννόπουλο, Θανάση Τσούρα και θα καταλάβει «ποιος Θανάσης;». Και επίσης Τώνια, και Καστανίδη, και Κουκουλόπουλο, και Καράογλου, και Τατούλη και Μανώλη και θα δει και τον (δεν θα το πιστέψετε αλλά ξεχνάω το όνομά του), ναι τον –ας με συγχωρήσουν και οι ακροατές και ο ιστορικός του μέλλοντος- αλλά δεν έχω ήδη από τώρα συγκρατήσει το όνομα του επικεφαλής της νομαρχιακής Κοζάνης…
Tuesday, October 23, 2007
Ασκήσεις γλωσσομάθειας
Τρίτη 23 Οκτωβρίου – και επειδή μοιάζουν χαμένοι στη μετάφραση, πολύ μου άρεσε αυτή η ιδέα του Θόδωρου Πάγκαλου να λες κάτι στα ελληνικά και μετά να το μεταφράζεις και σε δυο-τρεις γλώσσες, για όποιον τυχόν δεν είχε καταλάβει. Να διευκρινίσω ότι πολύ κακώς εξελήφθη η αυτόματη διερμηνεία ως έναρξη της συμμετοχής του, κάπως πρόωρα ίσως, στους εορτασμούς για την 28η Οκτωβρίου – ενώ στην πραγματικότητα είναι μια αξιόλογη συμβολή στην πολυπολιτισμικότητα. Άλλωστε, αφού δεν υπάρχει κανένα τηλεοπτικό κανάλι με ελληνικό όνομα, δεν είναι φυσικό να χρειάζεται και μια μεταφρασούλα στα πεταχτά;
Η κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ είναι Porca miseria, που λένε και στα ιταλικά και νομίζω ότι οι σύντροφοι –ταβάριτς, που λένε και στα ρώσικα- δεν θα χρειαστούν μετάφραση για αυτό. Το ερώτημα δεν είναι πια εάν την επομένη της εκλογής αρχηγού (πώς το λένε γερμανικά και ιταλικά το εξήγησε ήδη ο Πάγκαλος), εάν λοιπόν την επομένη ο νικητής θα προχωρήσει σε προγραφές, proscriptions όπως τις έλεγε λατινιστί ο Σύλλας, που ανέγραφε τα ονόματα στην Αππία Οδό και τη Χαριλάου Τρικούπη προς γνώσιν και συμμόρφωσιν. Το ερώτημα είναι εάν, ακόμη και εάν το θέλουν, θα μπορούν να ζήσουν μαζί. Εάν δηλαδή θα υπάρχει για τους χαμένους αυτής της εκλογής η δυνατότητα της πολιτικής ύπαρξης μέσα στο ίδιο κόμμα, εάν θα έχουν ζωτικό χώρο – lebensraum, που έλεγαν και στα γερμανικά τη γνωστή αυτή εποχή των παρομοιώσεων. Ή, εάν όσοι μείνουν, θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα είδος πολιτικών διακρίσεων σε βάρος τους, για τις οποίες μπορώ να θυμηθώ αποκλειστικά τη μόνη γνωστή λέξη της αφρικανικής εκδοχής της ολλανδικής γλώσσας, δηλαδή το apartheid.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι συμβαίνουν σε όλα τα κόμματα – ότι, δηλαδή cosi fan tutte, που λένε και στις ιλαρές στιγμές των ιταλικών λιμπρέττων. Η αγριότητα της σύγκρουσης και η χαμηλή της αισθητική, αυτή η ακραία πολιτική decadence, που λένε και στα γαλλικά, σε τι ακριβώς εξυπηρετεί; Τίνος το μέλλον διευκολύνει; Τι άλλο χρειάζεται για να κατανοήσουν ότι την επόμενη μέρα δεν θα ακουστούν buongiorno ή good morning αλλά bonjour tristesse, καλημέρα θλίψη που λένε και στα γαλλικά… Τι άλλο χρειάζεται για να καταλάβουν ότι με τους φύρερ, τους ντούτσε, τα φράγκα και τα λαμόγια (για τα οποία δεν έχω πρόχειρη λέξη σε άλλη γλώσσα) πλησιάζουν έναν ανεπίστρεπτο πάτο του βαρελιού, καζάν ντιπί, που λένε και οι Τούρκοι με πολύ πιο ευχάριστους συνειρμούς…
Αλλά, όπως έλεγε και ο Μπρεχτ, χωρίς καν να ξέρει πως έχουμε ακόμη τρεις εβδομάδες προθεσμία, τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται. Μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα.
Η κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ είναι Porca miseria, που λένε και στα ιταλικά και νομίζω ότι οι σύντροφοι –ταβάριτς, που λένε και στα ρώσικα- δεν θα χρειαστούν μετάφραση για αυτό. Το ερώτημα δεν είναι πια εάν την επομένη της εκλογής αρχηγού (πώς το λένε γερμανικά και ιταλικά το εξήγησε ήδη ο Πάγκαλος), εάν λοιπόν την επομένη ο νικητής θα προχωρήσει σε προγραφές, proscriptions όπως τις έλεγε λατινιστί ο Σύλλας, που ανέγραφε τα ονόματα στην Αππία Οδό και τη Χαριλάου Τρικούπη προς γνώσιν και συμμόρφωσιν. Το ερώτημα είναι εάν, ακόμη και εάν το θέλουν, θα μπορούν να ζήσουν μαζί. Εάν δηλαδή θα υπάρχει για τους χαμένους αυτής της εκλογής η δυνατότητα της πολιτικής ύπαρξης μέσα στο ίδιο κόμμα, εάν θα έχουν ζωτικό χώρο – lebensraum, που έλεγαν και στα γερμανικά τη γνωστή αυτή εποχή των παρομοιώσεων. Ή, εάν όσοι μείνουν, θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα είδος πολιτικών διακρίσεων σε βάρος τους, για τις οποίες μπορώ να θυμηθώ αποκλειστικά τη μόνη γνωστή λέξη της αφρικανικής εκδοχής της ολλανδικής γλώσσας, δηλαδή το apartheid.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι συμβαίνουν σε όλα τα κόμματα – ότι, δηλαδή cosi fan tutte, που λένε και στις ιλαρές στιγμές των ιταλικών λιμπρέττων. Η αγριότητα της σύγκρουσης και η χαμηλή της αισθητική, αυτή η ακραία πολιτική decadence, που λένε και στα γαλλικά, σε τι ακριβώς εξυπηρετεί; Τίνος το μέλλον διευκολύνει; Τι άλλο χρειάζεται για να κατανοήσουν ότι την επόμενη μέρα δεν θα ακουστούν buongiorno ή good morning αλλά bonjour tristesse, καλημέρα θλίψη που λένε και στα γαλλικά… Τι άλλο χρειάζεται για να καταλάβουν ότι με τους φύρερ, τους ντούτσε, τα φράγκα και τα λαμόγια (για τα οποία δεν έχω πρόχειρη λέξη σε άλλη γλώσσα) πλησιάζουν έναν ανεπίστρεπτο πάτο του βαρελιού, καζάν ντιπί, που λένε και οι Τούρκοι με πολύ πιο ευχάριστους συνειρμούς…
Αλλά, όπως έλεγε και ο Μπρεχτ, χωρίς καν να ξέρει πως έχουμε ακόμη τρεις εβδομάδες προθεσμία, τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται. Μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα.
Monday, October 22, 2007
Ωραίος καιρός σήμερα...
Δευτέρα 22 Οκτωβρίου – και αυτό το Σαββατοκύριακο έτυχε να βρεθώ σε ένα διεθνές δημοσιογραφικό περιβάλλον, έξω από την ευτυχισμένη χώρα μας. Ήταν μια συνάντηση συναδέλφων από την Ευρώπη, την Αμερική και κυρίως από τα Βαλκάνια και τις ανατολικές χώρες. Ήταν εκεί σχεδόν όλοι: Αμερικανοί και Εγγλέζοι, αλλά προπάντων Ρώσοι και Ουκρανοί, Αλβανοί και Βούλγαροι, Σέρβοι και Κοσσοβάροι, Μολδαβοί και Ρουμάνοι, και, ας μην τους ξεχάσω, Έλληνες και Τούρκοι – ένα δείγμα εκάστου.
Στον καφέ κουβεντιάζαμε. Και όλοι, μα όλοι τους, χωρίς εξαίρεση έκαναν την ίδια ερώτηση, με τη βεβαιότητα ότι έχουμε περάσει πολλές μέρες της ζωής μας ταλαιπωρώντας την απάντηση: τι θα κάνει η Ελλάδα εάν η Τουρκία εισβάλει στο Ιράκ; Τι λέτε για το ενδεχόμενο μιας τέτοιας κίνηση; Θα αντιδράσετε; Θα τους υποστηρίξετε; Τους αναγνωρίζετε το δικαίωμα; Θα πρωταγωνιστήσει η Ελλάδα στις πιθανές αντιδράσεις ή θα κρατήσει χαμηλά το θερμόμετρο;
Η πρώτη μου διάθεση ήταν να απαντήσω «ωραίος καιρός σήμερα», αλλά έξω έριχνε πυκνό χιόνι. Τους έλεγα διάφορα ακατανόητα – για αυτούς, όχι για εμάς. Ότι, δηλαδή, σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση που είχα από την Αθήνα το επικρατούν ζήτημα δεν ήταν οι απασφαλισμένες κάννες των τουρκικών πυροβόλων στο Κιρκούκ αλλά ο απασφαλισμένος έκπτωτος Σαμουράι υπουργός Πολύδωρας. Τους εξήγησα, επίσης, ότι τα πολιτικά μας ενδιαφέροντα εσχάτως κινούνται μεταξύ Πολύδωρα και Φώφης – έπρεπε να έχει πάρει ο Βύρων υπουργικό θώκο; Έπρεπε να έχει ανακηρυχθεί η Φώφη υποψήφια, οπότε και το πολιτικό σκηνικό θα είχε πλήρως ανατραπεί και μπορεί να είχαμε άλλη κυβέρνηση στην Ελλάδα και μπορεί η Ελλάδα να είχε άλλη εξωτερική πολιτική και μπορεί τότε να είχαν ανατραπεί οι συσχετισμοί στην περιοχή και μπορεί ο κ. Μπουγιούκανιτ να το ξανασκεφτόταν εάν ήξερε πως θα είχε να κάνει με το Βύρωνα ή τη Φώφη αντί για κάτι Μπαρζανί και Ταλαμπανί…
Περιέργως, αυτοί που έδειξαν να το καταλαβαίνουν καλύτερα από τους άλλους ήταν οι Αμερικανοί. Έχουν άλλωστε αφομοιώσει την περίφημη φράση ότι κάθε πολιτική είναι τοπική – και το βλέπουν και τώρα που ετοιμάζονται κι αυτοί για εκλογές. Εντάξει, όλα κρίνονται σε τοπικό επίπεδο. Αλλά εμείς μάλλον το έχουμε παρακάνει με την τοπικότητα. Όπως γνωρίζετε, οι δημοσιογράφοι είναι άνθρωποι που δεν λυπούνται εύκολα. Η επόμενη ερώτηση ήταν πιο δύσκολη. Και καλά «εσύ, τι γράφεις για τη στάση της Ελλάδας στο Ιράκ; Τι θέση παίρνεις;» Το «τι θέση παίρνεις» το είχα ακούσει αρκετά τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα, αλλά ποτέ σε σχέση με το Ιράκ – κυρίως με έναν άλλο πόλεμο, εμφύλιο αυτόν… Και στο γιατί οι άλλοι δεν ασχολούνται, ενώ ίσως θα έπρεπε, είναι εύκολο να τους τα ρίξεις. Αλλά στο γιατί δεν έχεις ασχοληθεί ο ίδιος, ενώ ξέρεις πως είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από αυτά με τα οποία ασχολείσαι, πώς να το απαντήσεις; Ευτυχώς είχε σταματήσει το χιόνι – και τότε πράγματι απάντησα «ωραίος καιρός σήμερα»…
Στον καφέ κουβεντιάζαμε. Και όλοι, μα όλοι τους, χωρίς εξαίρεση έκαναν την ίδια ερώτηση, με τη βεβαιότητα ότι έχουμε περάσει πολλές μέρες της ζωής μας ταλαιπωρώντας την απάντηση: τι θα κάνει η Ελλάδα εάν η Τουρκία εισβάλει στο Ιράκ; Τι λέτε για το ενδεχόμενο μιας τέτοιας κίνηση; Θα αντιδράσετε; Θα τους υποστηρίξετε; Τους αναγνωρίζετε το δικαίωμα; Θα πρωταγωνιστήσει η Ελλάδα στις πιθανές αντιδράσεις ή θα κρατήσει χαμηλά το θερμόμετρο;
Η πρώτη μου διάθεση ήταν να απαντήσω «ωραίος καιρός σήμερα», αλλά έξω έριχνε πυκνό χιόνι. Τους έλεγα διάφορα ακατανόητα – για αυτούς, όχι για εμάς. Ότι, δηλαδή, σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση που είχα από την Αθήνα το επικρατούν ζήτημα δεν ήταν οι απασφαλισμένες κάννες των τουρκικών πυροβόλων στο Κιρκούκ αλλά ο απασφαλισμένος έκπτωτος Σαμουράι υπουργός Πολύδωρας. Τους εξήγησα, επίσης, ότι τα πολιτικά μας ενδιαφέροντα εσχάτως κινούνται μεταξύ Πολύδωρα και Φώφης – έπρεπε να έχει πάρει ο Βύρων υπουργικό θώκο; Έπρεπε να έχει ανακηρυχθεί η Φώφη υποψήφια, οπότε και το πολιτικό σκηνικό θα είχε πλήρως ανατραπεί και μπορεί να είχαμε άλλη κυβέρνηση στην Ελλάδα και μπορεί η Ελλάδα να είχε άλλη εξωτερική πολιτική και μπορεί τότε να είχαν ανατραπεί οι συσχετισμοί στην περιοχή και μπορεί ο κ. Μπουγιούκανιτ να το ξανασκεφτόταν εάν ήξερε πως θα είχε να κάνει με το Βύρωνα ή τη Φώφη αντί για κάτι Μπαρζανί και Ταλαμπανί…
Περιέργως, αυτοί που έδειξαν να το καταλαβαίνουν καλύτερα από τους άλλους ήταν οι Αμερικανοί. Έχουν άλλωστε αφομοιώσει την περίφημη φράση ότι κάθε πολιτική είναι τοπική – και το βλέπουν και τώρα που ετοιμάζονται κι αυτοί για εκλογές. Εντάξει, όλα κρίνονται σε τοπικό επίπεδο. Αλλά εμείς μάλλον το έχουμε παρακάνει με την τοπικότητα. Όπως γνωρίζετε, οι δημοσιογράφοι είναι άνθρωποι που δεν λυπούνται εύκολα. Η επόμενη ερώτηση ήταν πιο δύσκολη. Και καλά «εσύ, τι γράφεις για τη στάση της Ελλάδας στο Ιράκ; Τι θέση παίρνεις;» Το «τι θέση παίρνεις» το είχα ακούσει αρκετά τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα, αλλά ποτέ σε σχέση με το Ιράκ – κυρίως με έναν άλλο πόλεμο, εμφύλιο αυτόν… Και στο γιατί οι άλλοι δεν ασχολούνται, ενώ ίσως θα έπρεπε, είναι εύκολο να τους τα ρίξεις. Αλλά στο γιατί δεν έχεις ασχοληθεί ο ίδιος, ενώ ξέρεις πως είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από αυτά με τα οποία ασχολείσαι, πώς να το απαντήσεις; Ευτυχώς είχε σταματήσει το χιόνι – και τότε πράγματι απάντησα «ωραίος καιρός σήμερα»…
Thursday, October 18, 2007
Βρέχει φόρους
Πέμπτη 18 Οκτωβρίου – και εδώ είναι μια περίεργη χώρα. Σε αυτό το μέρος του κόσμου, η φιλελεύθερη κυβέρνηση ετοιμάζεται να βρέξει αλύπητα φόρους και η σοσιαλιστική αντιπολίτευση απορρίπτει την αύξηση της φορολογίας.
Αλλά οι φόροι δεν είναι όλοι ίδιοι. Ο κ. Αλογοσκούφης ετοιμάζεται και σχεδόν ανοιχτά αναγνωρίζει πλέον ότι η μόνη λύση για να κλείσει τον προϋπολογισμό του είναι η αύξηση του ΦΠΑ. Δύο μονάδες – περιμένουμε έστω να διευκρινιστεί εάν οι δύο μονάδες θα αφορούν όλους τους συντελεστές, εάν δηλαδή θα υπάρξει τέτοια αύξηση και στο χαμηλό συντελεστή του 9%, που θα επιβαρύνει σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Γιατί επιμένει τόσο με το ΦΠΑ ο κ. Αλογοσκούφης; Δεν ξέρει πως θα έχει κόστος για την κυβέρνηση, που μόλις τις προάλλες, πριν από τις κάλπες, έλεγε πως «δεν είναι στις προθέσεις της»; Δεν ξέρει πως θα έχει και προσωπικό κόστος για τον ίδιο, όχι μόνο γιατί είπε την επίμαχη φράση, όχι μόνο γιατί έβαλε τον Πρωθυπουργό να την επαναλάβει, αλλά και γιατί τον καθιστά ευάλωτο σε κάθε είδους κριτική, είτε από εκείνους που τον έχουν στο στόχαστρο, είτε από τους άλλους που ψάχνουν ευκαιρία για να πάρουν τη σχετική απόστασή τους από την κυβέρνηση; Το ξέρει. Αλλά ο ΦΠΑ έχει μια διαφορά από τους άλλους φόρους. Είναι ο μόνος που, με κόπο, με δυσκολία, με προβλήματα για τη μη απόδοση, αλλά πάντως εισπράττεται. Είναι η μόνη βρύση που μπορεί να ανοίξει την κάνουλα και να δει από τον άλλο μήνα κιόλας το ρευστό να ρέει στο ταμείο του.
Ο κ. Αλογοσκούφης, για πρώτη φορά από όσο θυμάμαι, σκέφτεται τώρα και το επίδομα θέρμανσης. Σε λίγους, πιθανότατα μόνο στα βόρεια, όχι απλώς στους χαμηλοσυνταξιούχους, αλλά σε εκείνους που κινούνται στα όρια της φτώχειας ή κάτω από αυτά. Στις πιο γλίσχρες συντάξεις, στους πιο πενιχρούς μισθούς. Επίδομα στους απελπισμένους, δηλαδή, τους τόσο αδικημένους εισοδηματικά ώστε να είναι αμφίβολο εάν κι αυτό το επίδομα, όσο είναι κι όποτε είναι, θα μπορέσουν να το δώσουν για να ζεστάνουν το κοκκαλάκι τους. Επίδομα σε όσους απέχουν μόλις ένα βήμα από το περιθώριο, το χαρτοκούτι και (αν είχαμε ποτάμια) τη γέφυρα.
Γιατί, θα πείτε… Δεν είναι σωστές οι στοχευμένες επιδοτήσεις; Αφού έχουμε λίγα χρήματα, δεν πρέπει να πηγαίνουν σε εκείνους ακριβώς που τα έχουν περισσότερο ανάγκη; Σωστά. Αλλά είμαστε σε αυτή την κοινωνική φάση; Πήραμε απόφαση πως είμαστε κοινωνία των δύο τρίτων και για να έχουμε την ησυχία μας θα πρέπει να πέφτει και κανένα ψίχουλο στη χαμηλή μεριά του τραπεζιού; Δεν ήταν αυτή έως τώρα η λογική της ελληνικής κοινωνίας, πέρα από τα πολλά προβλήματα και τις στρεβλώσεις της.
Με γενικευμένους φόρους και στοχευμένες παροχές προφανώς αυτός που θα πληρώσει είναι η μεσαία τάξη. Η διεύρυνσή της ήταν το βασικό κοινωνικό φαινόμενο που έφτιαξε την Ελλάδα όπως την ξέρουμε και τη ζούμε σήμερα. Αυτή η τάξη δεν θα χρειαστεί πολιτική έκφραση; Εάν η κυβέρνηση τη βάλει στο φορολογικό της στόχαστρο και η αντιπολίτευση τη βγάλει από το πολιτικό της στόχαστρο, με μια αριστερή στροφή, ας πούμε, ποιος θα καλύψει αυτό το κενό που απεχθάνεται η φύση;
Αλλά οι φόροι δεν είναι όλοι ίδιοι. Ο κ. Αλογοσκούφης ετοιμάζεται και σχεδόν ανοιχτά αναγνωρίζει πλέον ότι η μόνη λύση για να κλείσει τον προϋπολογισμό του είναι η αύξηση του ΦΠΑ. Δύο μονάδες – περιμένουμε έστω να διευκρινιστεί εάν οι δύο μονάδες θα αφορούν όλους τους συντελεστές, εάν δηλαδή θα υπάρξει τέτοια αύξηση και στο χαμηλό συντελεστή του 9%, που θα επιβαρύνει σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Γιατί επιμένει τόσο με το ΦΠΑ ο κ. Αλογοσκούφης; Δεν ξέρει πως θα έχει κόστος για την κυβέρνηση, που μόλις τις προάλλες, πριν από τις κάλπες, έλεγε πως «δεν είναι στις προθέσεις της»; Δεν ξέρει πως θα έχει και προσωπικό κόστος για τον ίδιο, όχι μόνο γιατί είπε την επίμαχη φράση, όχι μόνο γιατί έβαλε τον Πρωθυπουργό να την επαναλάβει, αλλά και γιατί τον καθιστά ευάλωτο σε κάθε είδους κριτική, είτε από εκείνους που τον έχουν στο στόχαστρο, είτε από τους άλλους που ψάχνουν ευκαιρία για να πάρουν τη σχετική απόστασή τους από την κυβέρνηση; Το ξέρει. Αλλά ο ΦΠΑ έχει μια διαφορά από τους άλλους φόρους. Είναι ο μόνος που, με κόπο, με δυσκολία, με προβλήματα για τη μη απόδοση, αλλά πάντως εισπράττεται. Είναι η μόνη βρύση που μπορεί να ανοίξει την κάνουλα και να δει από τον άλλο μήνα κιόλας το ρευστό να ρέει στο ταμείο του.
Ο κ. Αλογοσκούφης, για πρώτη φορά από όσο θυμάμαι, σκέφτεται τώρα και το επίδομα θέρμανσης. Σε λίγους, πιθανότατα μόνο στα βόρεια, όχι απλώς στους χαμηλοσυνταξιούχους, αλλά σε εκείνους που κινούνται στα όρια της φτώχειας ή κάτω από αυτά. Στις πιο γλίσχρες συντάξεις, στους πιο πενιχρούς μισθούς. Επίδομα στους απελπισμένους, δηλαδή, τους τόσο αδικημένους εισοδηματικά ώστε να είναι αμφίβολο εάν κι αυτό το επίδομα, όσο είναι κι όποτε είναι, θα μπορέσουν να το δώσουν για να ζεστάνουν το κοκκαλάκι τους. Επίδομα σε όσους απέχουν μόλις ένα βήμα από το περιθώριο, το χαρτοκούτι και (αν είχαμε ποτάμια) τη γέφυρα.
Γιατί, θα πείτε… Δεν είναι σωστές οι στοχευμένες επιδοτήσεις; Αφού έχουμε λίγα χρήματα, δεν πρέπει να πηγαίνουν σε εκείνους ακριβώς που τα έχουν περισσότερο ανάγκη; Σωστά. Αλλά είμαστε σε αυτή την κοινωνική φάση; Πήραμε απόφαση πως είμαστε κοινωνία των δύο τρίτων και για να έχουμε την ησυχία μας θα πρέπει να πέφτει και κανένα ψίχουλο στη χαμηλή μεριά του τραπεζιού; Δεν ήταν αυτή έως τώρα η λογική της ελληνικής κοινωνίας, πέρα από τα πολλά προβλήματα και τις στρεβλώσεις της.
Με γενικευμένους φόρους και στοχευμένες παροχές προφανώς αυτός που θα πληρώσει είναι η μεσαία τάξη. Η διεύρυνσή της ήταν το βασικό κοινωνικό φαινόμενο που έφτιαξε την Ελλάδα όπως την ξέρουμε και τη ζούμε σήμερα. Αυτή η τάξη δεν θα χρειαστεί πολιτική έκφραση; Εάν η κυβέρνηση τη βάλει στο φορολογικό της στόχαστρο και η αντιπολίτευση τη βγάλει από το πολιτικό της στόχαστρο, με μια αριστερή στροφή, ας πούμε, ποιος θα καλύψει αυτό το κενό που απεχθάνεται η φύση;
Wednesday, October 17, 2007
Ιεραρχήσεις
Τετάρτη 17 Οκτωβρίου – και η κατάσταση φαίνεται να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Ηρεμήστε, σύντροφοι. Για το πετρέλαιο λέω…
Λοιπόν, ας προετοιμαστούμε. Μια παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση είναι προ των πυλών. Υπάρχουν όλοι οι παράγοντες – και ο λιγότερο σημαντικός είναι πια η αυξημένη ζήτηση και η χαμηλή προσφορά. Ας είναι καλά η κλιματική αλλαγή που περιορίζει κάπως τις ανάγκες. Κατά τα άλλα έχουν προστεθεί καινούργιοι λόγοι που εκτοξεύουν την τιμή. Το χρηματιστηριακό παιχνίδι που έχει καταπιεί πια, γιατί δεν του έφταναν οι μετοχές και τα ομόλογα, όλα τα βασικά προϊόντα που η τιμή τους διαμορφώνεται σε ανοιχτές διεθνείς αγορές. Κι ακόμη η γεωπολιτική ρευστότητα γύρω από τη Μέση Ανατολή και το Ιράν. Στην Ελλάδα καταγράφονται πολύ διαφορετικές καταστάσεις εξ αφορμής της επαπειλούμενης οικονομικής κρίσης. Στην κυβέρνηση παρακολουθούν παγωμένοι και αμήχανοι. Στο ΠΑΣΟΚ, πάλι, είναι πιο εφευρετικοί και βρήκαν τη λύση. Η θερμότης παράγεται δια της τριβής. Τρίβονται λοιπόν διαρκώς, αδιαλείπτως και με κάθε τρόπο. Το καύσιμο της ημέρας δεν είναι μαύρος, αλλά ξανθός (για την ακρίβεια: σαντρέ) χρυσός. Λέγεται Φώφη.
Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φτώχειας. Τα στοιχεία της στατιστικής λένε πως πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτή τη χώρα, όπου δεν είμαστε και τόσοι πολλοί, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σε αυτή την πόλη όπου είμαστε πάρα πολλοί ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ζούμε δηλαδή ταυτόχρονα, ζούμε στο ίδιο μέρος, λέμε πως είμαστε συμπολίτες, αλλά στην πραγματικότητα μας χωρίζει άβυσσος. Όχι μόνο μια άβυσσος πραγματικότητας, αλλά και μια άβυσσος ενδιαφέροντος. Ποιος καίγεται πραγματικά για το τι συμβαίνει σε μια κοινωνία που ξορκίζει τους διχασμούς και τις διαιρέσεις, που ορκίζεται στο όνομα της φιλολαϊκότητας, που η δεξιά της είναι λαϊκή και η αριστερά της βαριά σοσιαλιστική, κι όμως –μήπως θα το αρνηθούμε;- κοντεύει να εξελιχθεί δίπλα μας και ανεπαισθήτως σε μια σκληρότατη και θατσερικότατη κοινωνία των δύο τρίτων. Ενώ συμβαίνουν αυτά, η κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει κατά δύο μονάδες το ΦΠΑ – που θα πλήξει τις κατώτερες, αλλά κυρίως τις μεσαίες εισοδηματικές τάξεις. Και η αξιωματική αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ, απαντά στην πρόκληση με ένα ερώτημα: έπρεπε να είναι υποψήφια η Φώφη;
Η πλειοψηφία των 152 φαίνεται ήδη πόσα προβλήματα δημιουργεί. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι μια δήλωση του κ. Καράογλου ή μια παρέμβαση Τσιαρτσιώνη θα έβρισκαν το δρόμο προς τα δελτία ειδήσεων ή τις στήλες των εφημερίδων, εάν η κυβέρνηση είχε 165 βουλευτές. Τώρα, χαλάνε τον ύπνο του Καραμανλή. Δεν έχει μόνο να ασχολείται καθημερινά με τους πονοκεφάλους που του μεταφέρει ο Αλογοσκούφης. Έχει και την ανάγκη να κάνει προσωπικό ψυχολογικό μασσάζ στην κοινοβουλευτική ομάδα – ο πρόεδρος άκουσε και έλαβε υπόψιν τις σημαντικές απόψεις που του εκθέσατε… Μια ευάλωτη κυβέρνηση ασφαλώς δεν μπορεί να συζητήσει καν, όπως αποδεικνύεται, πολλώ μάλλον να αποφασίσει για μεταρρυθμίσεις όπως το ασφαλιστικό. Είναι μια ευκαιρία, φυσικά, για την αντιπολίτευση να δείξει κυβερνητικό λόγο. Το ΠΑΣΟΚ είναι αποφασισμένο να την αδράξει μόλις λύσει το πρωτεύον ζήτημα της Φώφης.
Ζούμε, λέει ο Γκρήνσπαν, την εποχή των αναταράξεων. Η Ελλάδα για συγκυριακούς λόγους γλίτωσε πολλά και κέρδισε περισσότερα τα τελευταία 25-30 χρόνια. Δεν μπορεί να επενδύει στην ελπίδα πως θα βρεθεί ξανά στο απυρόβλητο. Πότε θα προετοιμαστεί, εάν όχι τώρα που έχει 4% ανάπτυξη. Και μέχρι πότε θα ακούει υπεκφυγές ότι δήθεν κάτι «δεν είναι στις προθέσεις» των κκ. Καραμανλή και Αλογοσκούφη, όταν όλοι ξέρουν πως έρχεται; Όσο για το ΠΑΣΟΚ – τι λέει ο Γκρήνσπαν για τη Φώφη; Ή μάλλον, για να τηρήσω και την ιεραρχία, τι λέει η Φώφη για το Γκρήνσπαν;
Λοιπόν, ας προετοιμαστούμε. Μια παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση είναι προ των πυλών. Υπάρχουν όλοι οι παράγοντες – και ο λιγότερο σημαντικός είναι πια η αυξημένη ζήτηση και η χαμηλή προσφορά. Ας είναι καλά η κλιματική αλλαγή που περιορίζει κάπως τις ανάγκες. Κατά τα άλλα έχουν προστεθεί καινούργιοι λόγοι που εκτοξεύουν την τιμή. Το χρηματιστηριακό παιχνίδι που έχει καταπιεί πια, γιατί δεν του έφταναν οι μετοχές και τα ομόλογα, όλα τα βασικά προϊόντα που η τιμή τους διαμορφώνεται σε ανοιχτές διεθνείς αγορές. Κι ακόμη η γεωπολιτική ρευστότητα γύρω από τη Μέση Ανατολή και το Ιράν. Στην Ελλάδα καταγράφονται πολύ διαφορετικές καταστάσεις εξ αφορμής της επαπειλούμενης οικονομικής κρίσης. Στην κυβέρνηση παρακολουθούν παγωμένοι και αμήχανοι. Στο ΠΑΣΟΚ, πάλι, είναι πιο εφευρετικοί και βρήκαν τη λύση. Η θερμότης παράγεται δια της τριβής. Τρίβονται λοιπόν διαρκώς, αδιαλείπτως και με κάθε τρόπο. Το καύσιμο της ημέρας δεν είναι μαύρος, αλλά ξανθός (για την ακρίβεια: σαντρέ) χρυσός. Λέγεται Φώφη.
Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φτώχειας. Τα στοιχεία της στατιστικής λένε πως πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτή τη χώρα, όπου δεν είμαστε και τόσοι πολλοί, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σε αυτή την πόλη όπου είμαστε πάρα πολλοί ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ζούμε δηλαδή ταυτόχρονα, ζούμε στο ίδιο μέρος, λέμε πως είμαστε συμπολίτες, αλλά στην πραγματικότητα μας χωρίζει άβυσσος. Όχι μόνο μια άβυσσος πραγματικότητας, αλλά και μια άβυσσος ενδιαφέροντος. Ποιος καίγεται πραγματικά για το τι συμβαίνει σε μια κοινωνία που ξορκίζει τους διχασμούς και τις διαιρέσεις, που ορκίζεται στο όνομα της φιλολαϊκότητας, που η δεξιά της είναι λαϊκή και η αριστερά της βαριά σοσιαλιστική, κι όμως –μήπως θα το αρνηθούμε;- κοντεύει να εξελιχθεί δίπλα μας και ανεπαισθήτως σε μια σκληρότατη και θατσερικότατη κοινωνία των δύο τρίτων. Ενώ συμβαίνουν αυτά, η κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει κατά δύο μονάδες το ΦΠΑ – που θα πλήξει τις κατώτερες, αλλά κυρίως τις μεσαίες εισοδηματικές τάξεις. Και η αξιωματική αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ, απαντά στην πρόκληση με ένα ερώτημα: έπρεπε να είναι υποψήφια η Φώφη;
Η πλειοψηφία των 152 φαίνεται ήδη πόσα προβλήματα δημιουργεί. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι μια δήλωση του κ. Καράογλου ή μια παρέμβαση Τσιαρτσιώνη θα έβρισκαν το δρόμο προς τα δελτία ειδήσεων ή τις στήλες των εφημερίδων, εάν η κυβέρνηση είχε 165 βουλευτές. Τώρα, χαλάνε τον ύπνο του Καραμανλή. Δεν έχει μόνο να ασχολείται καθημερινά με τους πονοκεφάλους που του μεταφέρει ο Αλογοσκούφης. Έχει και την ανάγκη να κάνει προσωπικό ψυχολογικό μασσάζ στην κοινοβουλευτική ομάδα – ο πρόεδρος άκουσε και έλαβε υπόψιν τις σημαντικές απόψεις που του εκθέσατε… Μια ευάλωτη κυβέρνηση ασφαλώς δεν μπορεί να συζητήσει καν, όπως αποδεικνύεται, πολλώ μάλλον να αποφασίσει για μεταρρυθμίσεις όπως το ασφαλιστικό. Είναι μια ευκαιρία, φυσικά, για την αντιπολίτευση να δείξει κυβερνητικό λόγο. Το ΠΑΣΟΚ είναι αποφασισμένο να την αδράξει μόλις λύσει το πρωτεύον ζήτημα της Φώφης.
Ζούμε, λέει ο Γκρήνσπαν, την εποχή των αναταράξεων. Η Ελλάδα για συγκυριακούς λόγους γλίτωσε πολλά και κέρδισε περισσότερα τα τελευταία 25-30 χρόνια. Δεν μπορεί να επενδύει στην ελπίδα πως θα βρεθεί ξανά στο απυρόβλητο. Πότε θα προετοιμαστεί, εάν όχι τώρα που έχει 4% ανάπτυξη. Και μέχρι πότε θα ακούει υπεκφυγές ότι δήθεν κάτι «δεν είναι στις προθέσεις» των κκ. Καραμανλή και Αλογοσκούφη, όταν όλοι ξέρουν πως έρχεται; Όσο για το ΠΑΣΟΚ – τι λέει ο Γκρήνσπαν για τη Φώφη; Ή μάλλον, για να τηρήσω και την ιεραρχία, τι λέει η Φώφη για το Γκρήνσπαν;
Tuesday, October 16, 2007
ΦΠΑ, αλλά ποιός τον πληρώνει;
Τρίτη 16 Οκτωβρίιου – και δεν υπάρχει πια κανείς που να αμφιβάλλει ότι η αύξηση του ΦΠΑ είναι θέμα χρόνου. Η υπόθεση απηχεί πλήρως όλα τα πολιτικά διλήμματα που έχουν μπροστά τους κυβερνήσεις της λαϊκής δεξιάς και αντιπολιτεύσεις της σοσιαλιστικής αριστεράς.
Ο ΦΠΑ είναι ένας φόρος άδικος. Είναι ο βασικός έμμεσος φόρος, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι έμμεσοι φόροι πλήττουν τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα πολύ περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε, εάν η φορολογία εμπεριείχε περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά, ας σημειωθεί ότι προφανώς οι πλουσιότεροι καταναλώνουν περισσότερο από τους φτωχότερους και επίσης ότι τα προϊόντα που υπόκεινται σε χαμηλούς συντελεστές ΦΠΑ έχουν μεγαλύτερο ποσοστό στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των φτωχών, παρά των πλουσίων.
Τα προβλήματα με το ΦΠΑ, όμως, πηγαίνουν πολύ πέρα από την κοινωνική αδικία που ενσωματώνει από τη φύση του. Η Ελλάδα, το γνωρίζουν όλοι, είναι παράδεισος φοροδιαφυγής. Και η βασική μορφή φοροδιαφυγής είναι μια μορφή υπεξαίρεσης, ουσιαστικά, κρατικών εσόδων. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις προεισπράττουν το ΦΠΑ υπέρ του Δημοσίου και δεν τον αποδίδουν. Δεν είναι φοροδιαφυγή, είναι καθαρή κλοπή. Αλλά είναι τόσο εκτεταμένη που εντάσσεται στη λειτουργία της αγοράς στη χώρα. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μετέχουν σε αυτό το βρώμικο κύκλο, γιατί αυτοί απλώς δεν διατηρούν σχέσεις με την Εφορία, δεν κόβουν αποδείξεις, δεν εισπράττουν ΦΠΑ και γενικώς δεν υπάρχουν.
Μια αύξηση του ΦΠΑ θα είχε, λοιπόν, δύο άμεσες επιπτώσεις. Πρώτον, θα ήταν ένα πρόσθετο κίνητρο για φοροδιαφυγή και για μη απόδοσή του. Τα κέρδη για τους φοροφυγάδες θα γίνουν ακόμη μεγαλύτερα, ακόμη πιο δελεαστικά, η ανταγωνιστική υστέρηση των ειλικρινών φορολογουμένων, εάν υποθέσουμε ότι υπάρχουν, ακόμη μεγαλύτερη. Προφανώς, λοιπόν, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η φοροδιαφυγή θα πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Είναι φανερό πως έχουμε μπροστά μας μεγάλες προκλήσεις για το δημόσιο ταμείο – και τη μεγαλύτερη να είναι η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού. Τι θα έλεγε μια σοσιαλδημοκρατική εκδοχή; Αυξήστε τους αμέσους φόρους. Όχι τόσο απλό. Πρώτον, γιατί η φοροδιαφυγή είναι κι εδώ εκτεταμένη και ουσιαστικά θα καλούνταν να πληρώσουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Πάλι. Και, δεύτερον, γιατί στις σύγχρονες συνθήκες το κεφάλαιο δεν μπορεί εύκολα να φορολογηθεί, αφού έχει τεράστια ευχέρεια κίνησης και, ταυτόχρονα, η Ελλάδα προσβλέπει (για μια σειρά από λόγους και παραλογισμούς) σε εισροή κεφαλαίων, τα οποία σταθερά έλκονται από φορολογικούς παραδείσους ή από μια θεσμική σταθερότητα και διαφάνεια, που ασφαλώς δεν μας χαρακτηρίζει.
Θα πει κανείς: τότε, η αύξηση του ΦΠΑ θα πρέπει να συνοδευθεί από μια μεγάλη εκστρατεία περιστολής της φοροδιαφυγής. Πολύ σωστά. Μόνο που εάν επρόκειτο να γίνει μια τέτοια εκστρατεία, γιγαντιαίου πολιτικού κόστους και με πολλά τεχνικά προβλήματα και απαιτήσεις, και εάν επρόκειτο να επιτύχει, η αύξηση του ΦΠΑ απλώς δεν χρειάζεται. Ο κ. Κοντοπυράκης σε αυτό έχει δίκιο – η παραοικονομία είναι τουλάχιστον 25% του ΑΕΠ, άλλοι λένε ακόμη και διπλάσια. Ένα ποσοστό της μόνο να «ασπρίσει» και τα δημοσιονομικά προβλήματα θα γίνουν πολύ μικρότερα. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση, εδώ είναι η λύση. Αλλά απαιτεί θυσίες από όλους και μια ευρεία κοινωνική συμφωνία, για την οποία δεν φαίνεται να υπάρχουν σήμερα ούτε οι πολιτικές προθέσεις, ούτε οι πολιτικές προϋποθέσεις.
Ο ΦΠΑ είναι ένας φόρος άδικος. Είναι ο βασικός έμμεσος φόρος, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι έμμεσοι φόροι πλήττουν τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα πολύ περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε, εάν η φορολογία εμπεριείχε περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά, ας σημειωθεί ότι προφανώς οι πλουσιότεροι καταναλώνουν περισσότερο από τους φτωχότερους και επίσης ότι τα προϊόντα που υπόκεινται σε χαμηλούς συντελεστές ΦΠΑ έχουν μεγαλύτερο ποσοστό στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των φτωχών, παρά των πλουσίων.
Τα προβλήματα με το ΦΠΑ, όμως, πηγαίνουν πολύ πέρα από την κοινωνική αδικία που ενσωματώνει από τη φύση του. Η Ελλάδα, το γνωρίζουν όλοι, είναι παράδεισος φοροδιαφυγής. Και η βασική μορφή φοροδιαφυγής είναι μια μορφή υπεξαίρεσης, ουσιαστικά, κρατικών εσόδων. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις προεισπράττουν το ΦΠΑ υπέρ του Δημοσίου και δεν τον αποδίδουν. Δεν είναι φοροδιαφυγή, είναι καθαρή κλοπή. Αλλά είναι τόσο εκτεταμένη που εντάσσεται στη λειτουργία της αγοράς στη χώρα. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μετέχουν σε αυτό το βρώμικο κύκλο, γιατί αυτοί απλώς δεν διατηρούν σχέσεις με την Εφορία, δεν κόβουν αποδείξεις, δεν εισπράττουν ΦΠΑ και γενικώς δεν υπάρχουν.
Μια αύξηση του ΦΠΑ θα είχε, λοιπόν, δύο άμεσες επιπτώσεις. Πρώτον, θα ήταν ένα πρόσθετο κίνητρο για φοροδιαφυγή και για μη απόδοσή του. Τα κέρδη για τους φοροφυγάδες θα γίνουν ακόμη μεγαλύτερα, ακόμη πιο δελεαστικά, η ανταγωνιστική υστέρηση των ειλικρινών φορολογουμένων, εάν υποθέσουμε ότι υπάρχουν, ακόμη μεγαλύτερη. Προφανώς, λοιπόν, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η φοροδιαφυγή θα πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Είναι φανερό πως έχουμε μπροστά μας μεγάλες προκλήσεις για το δημόσιο ταμείο – και τη μεγαλύτερη να είναι η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού. Τι θα έλεγε μια σοσιαλδημοκρατική εκδοχή; Αυξήστε τους αμέσους φόρους. Όχι τόσο απλό. Πρώτον, γιατί η φοροδιαφυγή είναι κι εδώ εκτεταμένη και ουσιαστικά θα καλούνταν να πληρώσουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Πάλι. Και, δεύτερον, γιατί στις σύγχρονες συνθήκες το κεφάλαιο δεν μπορεί εύκολα να φορολογηθεί, αφού έχει τεράστια ευχέρεια κίνησης και, ταυτόχρονα, η Ελλάδα προσβλέπει (για μια σειρά από λόγους και παραλογισμούς) σε εισροή κεφαλαίων, τα οποία σταθερά έλκονται από φορολογικούς παραδείσους ή από μια θεσμική σταθερότητα και διαφάνεια, που ασφαλώς δεν μας χαρακτηρίζει.
Θα πει κανείς: τότε, η αύξηση του ΦΠΑ θα πρέπει να συνοδευθεί από μια μεγάλη εκστρατεία περιστολής της φοροδιαφυγής. Πολύ σωστά. Μόνο που εάν επρόκειτο να γίνει μια τέτοια εκστρατεία, γιγαντιαίου πολιτικού κόστους και με πολλά τεχνικά προβλήματα και απαιτήσεις, και εάν επρόκειτο να επιτύχει, η αύξηση του ΦΠΑ απλώς δεν χρειάζεται. Ο κ. Κοντοπυράκης σε αυτό έχει δίκιο – η παραοικονομία είναι τουλάχιστον 25% του ΑΕΠ, άλλοι λένε ακόμη και διπλάσια. Ένα ποσοστό της μόνο να «ασπρίσει» και τα δημοσιονομικά προβλήματα θα γίνουν πολύ μικρότερα. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση, εδώ είναι η λύση. Αλλά απαιτεί θυσίες από όλους και μια ευρεία κοινωνική συμφωνία, για την οποία δεν φαίνεται να υπάρχουν σήμερα ούτε οι πολιτικές προθέσεις, ούτε οι πολιτικές προϋποθέσεις.
Monday, October 15, 2007
Blogging και κοινωνία
Δευτέρα 15 Οκτωβρίου – και σήμερα, εάν μπείτε στο Ίντερνετ, πιθανότατα θα πέσετε πάνω σε κάποια εκδοχή του δικτυακού ακτιβισμού. Σήμερα είναι η μέρα που τα blogs μιλούν για το περιβάλλον.
Άνευ σημασίας, θα πουν οι δύσπιστοι. Τι μπορεί να κάνει ένα blog, ένα κείμενο, μια παρέμβαση, μια φωνή στο κενό της εξουσίας ή μια μποτίλια (ακόμη και χιλιάδες μποτίλιες) στη θάλασσα των πληροφοριών που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, στον ωκεανό της παγκόσμιας ενημέρωσης, όταν μάλιστα όλοι ξέρουν πως σε πολλές περιπτώσεις οι άνεμοι φυσούν προς τα εκεί που θέλουν οι μικροί θεοί της ιδιοκτησίας των μέσων; Τι να σου κάνει μια πνοούλα από το μικρό, άσημο, άγνωστο και ανώνυμο μπλόγκερ μπροστά στον τυφώνα που μπορεί να ξεκινήσει, ας πούμε, ένας Μέρντοχ;
Όσοι το πίστεψαν, έπεσαν θύματα. Πάρτε παράδειγμα τον προεκλογικό αγώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες – εκεί που η δικτύωση είναι σήμερα στο σημείο που θα βρίσκεται στην Ελλάδα μετά από περίπου πέντε ή επτά χρόνια στην καλύτερη των περιπτώσεων. Η υποψήφια του κατεστημένου για το χρίσμα των Δημοκρατικών είναι η Χίλαρυ. Έχει χρήμα με ουρά, έχουν χρήμα με ουρά και οι υποστηρικτές της. Δεν είναι όμως η υποψήφια με τις περισσότερες εισφορές. Αυτός είναι ο Μπαράκ Ομπάμα. Γιατί; Γιατί πήρε το μάθημα από την προηγούμενη εκστρατεία του Χάουαρντ Ντην και έρριξε το βάρος της προσπάθειάς του στο Ίντερνετ. Εκεί οι εισφορές είναι μικρές. Αλλά όταν ξεκινήσει ένα ρεύμα από τα κάτω, από τους ανώνυμους της καθημερινότητας, παρά από τους ισχυρούς της εξουσίας, οι αριθμοί δείχνουν τη δύναμή τους. Εκεί φάνηκε πολλές φορές ότι το Ίντερνετ δεν είναι ούτε μια παραξενιά, ούτε μια λοξή ματιά της κοινωνίας: το Ίντερνετ είναι η κοινωνία. Είναι μια από τις λίγες υπαρκτές διεξόδους για να ακουστεί η πνιγμένη στην αδιαφορία και η φιμωμένη από τα κάθε είδους φίλτρα φωνή της.
Δεν είναι πάντα μια ωραία φωνή. Υπόκειται σε κάθε είδους στρεβλώσεις. Είναι το βασίλειο της αυθαιρεσίας και το καταφύγιο της χυδαιότητας μερικές φορές, κάτω από τον προστατευτικό μανδύα της ανωνυμίας. Δεν είναι πάντα μια καθαρή φωνή. Και υποβολιμαίες και κακοήθεις είναι συχνά οι γνώμες, οι κινήσεις, οι απόψεις. Την τυφλώνει το πάθος, την κατευθύνει η υστεροβουλία – ναι. ‘Εχει όμως ένα χαρακτηριστικό αυτή η φωνή της κοινωνίας που δεν το βρίσκεις σε καμμία άλλη εκδοχή της. Είναι γνήσια.
Πριν από λίγο καιρό μαζεύτηκαν μερικές χιλιάδες στο Σύνταγμα δυο φορές, για να διαμαρτυρηθούν για τα καμμένα της Πάρνηθας, ύστερα για τη φρίκη της Πελοποννήσου και της Εύβοιας. Σήμερα τα μπλογκ μιλούν για το περιβάλλον. Ε, και; Ποιος θα τα ακούσει; Κανείς, πιθανότατα. Όπως κανείς δεν άκουγε πριν από είκοσι χρόνια μερικούς περίεργους τύπους από μια οργάνωση με το παράδοξο όνομα Πράσινη Ειρήνη – Greenpeace τους έλεγαν και έκαναν εντυπωσιακά κόλπα για να τραβήξουν την προσοχή. Ήταν μάλλον λοξοί, έλεγαν τότε οι πολλοί, και προέβλεπαν πλανητική καταστροφή του περιβάλλοντος. Σήμερα οι μοναχικοί τρελοί που μιλούσαν μοιάζουν αναδρομικά πολύ λογικότεροι από τους τόσο πολλούς που δεν ακούγαμε.
Ισχύει και για το μήνυμα και για το μέσο. Τα ειρωνικά χαμόγελα της εξουσίας δεν είναι εγγύηση για τη μακροημέρευσή της.
Άνευ σημασίας, θα πουν οι δύσπιστοι. Τι μπορεί να κάνει ένα blog, ένα κείμενο, μια παρέμβαση, μια φωνή στο κενό της εξουσίας ή μια μποτίλια (ακόμη και χιλιάδες μποτίλιες) στη θάλασσα των πληροφοριών που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, στον ωκεανό της παγκόσμιας ενημέρωσης, όταν μάλιστα όλοι ξέρουν πως σε πολλές περιπτώσεις οι άνεμοι φυσούν προς τα εκεί που θέλουν οι μικροί θεοί της ιδιοκτησίας των μέσων; Τι να σου κάνει μια πνοούλα από το μικρό, άσημο, άγνωστο και ανώνυμο μπλόγκερ μπροστά στον τυφώνα που μπορεί να ξεκινήσει, ας πούμε, ένας Μέρντοχ;
Όσοι το πίστεψαν, έπεσαν θύματα. Πάρτε παράδειγμα τον προεκλογικό αγώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες – εκεί που η δικτύωση είναι σήμερα στο σημείο που θα βρίσκεται στην Ελλάδα μετά από περίπου πέντε ή επτά χρόνια στην καλύτερη των περιπτώσεων. Η υποψήφια του κατεστημένου για το χρίσμα των Δημοκρατικών είναι η Χίλαρυ. Έχει χρήμα με ουρά, έχουν χρήμα με ουρά και οι υποστηρικτές της. Δεν είναι όμως η υποψήφια με τις περισσότερες εισφορές. Αυτός είναι ο Μπαράκ Ομπάμα. Γιατί; Γιατί πήρε το μάθημα από την προηγούμενη εκστρατεία του Χάουαρντ Ντην και έρριξε το βάρος της προσπάθειάς του στο Ίντερνετ. Εκεί οι εισφορές είναι μικρές. Αλλά όταν ξεκινήσει ένα ρεύμα από τα κάτω, από τους ανώνυμους της καθημερινότητας, παρά από τους ισχυρούς της εξουσίας, οι αριθμοί δείχνουν τη δύναμή τους. Εκεί φάνηκε πολλές φορές ότι το Ίντερνετ δεν είναι ούτε μια παραξενιά, ούτε μια λοξή ματιά της κοινωνίας: το Ίντερνετ είναι η κοινωνία. Είναι μια από τις λίγες υπαρκτές διεξόδους για να ακουστεί η πνιγμένη στην αδιαφορία και η φιμωμένη από τα κάθε είδους φίλτρα φωνή της.
Δεν είναι πάντα μια ωραία φωνή. Υπόκειται σε κάθε είδους στρεβλώσεις. Είναι το βασίλειο της αυθαιρεσίας και το καταφύγιο της χυδαιότητας μερικές φορές, κάτω από τον προστατευτικό μανδύα της ανωνυμίας. Δεν είναι πάντα μια καθαρή φωνή. Και υποβολιμαίες και κακοήθεις είναι συχνά οι γνώμες, οι κινήσεις, οι απόψεις. Την τυφλώνει το πάθος, την κατευθύνει η υστεροβουλία – ναι. ‘Εχει όμως ένα χαρακτηριστικό αυτή η φωνή της κοινωνίας που δεν το βρίσκεις σε καμμία άλλη εκδοχή της. Είναι γνήσια.
Πριν από λίγο καιρό μαζεύτηκαν μερικές χιλιάδες στο Σύνταγμα δυο φορές, για να διαμαρτυρηθούν για τα καμμένα της Πάρνηθας, ύστερα για τη φρίκη της Πελοποννήσου και της Εύβοιας. Σήμερα τα μπλογκ μιλούν για το περιβάλλον. Ε, και; Ποιος θα τα ακούσει; Κανείς, πιθανότατα. Όπως κανείς δεν άκουγε πριν από είκοσι χρόνια μερικούς περίεργους τύπους από μια οργάνωση με το παράδοξο όνομα Πράσινη Ειρήνη – Greenpeace τους έλεγαν και έκαναν εντυπωσιακά κόλπα για να τραβήξουν την προσοχή. Ήταν μάλλον λοξοί, έλεγαν τότε οι πολλοί, και προέβλεπαν πλανητική καταστροφή του περιβάλλοντος. Σήμερα οι μοναχικοί τρελοί που μιλούσαν μοιάζουν αναδρομικά πολύ λογικότεροι από τους τόσο πολλούς που δεν ακούγαμε.
Ισχύει και για το μήνυμα και για το μέσο. Τα ειρωνικά χαμόγελα της εξουσίας δεν είναι εγγύηση για τη μακροημέρευσή της.
Friday, October 12, 2007
Μέχρις εσχάτων...
Παρασκευή 12 Οκτωβρίου – και εκεί που τελειώνει η λογική, αρχίζει η εκλογή αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ. Το οποίο κινείται εμφανώς και υπερηφάνως στα όρια της πρασινοφρένειας.
Αλλά, όπως λέει και ο Σκανδαλίδης, ας κρατήσουμε τα θετικά. Ουδέν κακόν, αμιγές καλού. Το παν είναι η θετική σκέψη. Τι μπορεί, λοιπόν, να κρατήσει κανείς από τη χθεσινή μέρα; Ας προσπαθήσουμε, ας αυθυποβληθούμε. Λοιπόν: να’το. Το βρήκα. Η ιδέα της αριστερής στροφής έχει γίνει ήδη ασμένως δεκτή από την κομματική βάση και έχει αφομοιωθεί ακόμη και στο κατώτερο υπαλληλικό επίπεδο στη Χαριλάου Τρικούπη. Για τους δύσπιστους που αμφιβάλλουν, παρακαλώ σημειώστε πώς αντέδρασε η διάσημη πια υπάλληλος που έχει άλλο τηλεφωνικό κατάλογο για κάθε υποψήφιο. Όταν της ζήτησαν το τηλέφωνο του γραφείου Βενιζέλου πού παρέπεμψε; Σας διέφυγε, ε; Παρέπεμψε στο 11888. Δηλαδή δεν έστειλε τον καλούντα σε αυτή την ιδιωτική τηλεφωνική γραμμή του 18880, η οποία προβάλλει με τη γνωστή της διαφήμιση πρότυπα ανθυγιεινής ζωής, με μπαγλαμάδες και τριγλυκερίδια. Αντιθέτως, προτίμησε να ενισχύσει (το κατά δύναμιν…) τον κρατικό ΟΤΕ, όπου εγκαταβιούν ακόμη και σιτίζονται, παρά την πλουσιοπάροχη εθελουσία της εξυγιαντικής μας κυβερνήσεως, ένα πλήθος φιλοπρόοδων συνδικαλιστών, που εάν θυμάστε τα είχαν βρει μια χαρά κάτω από το τραπέζι με την εξυγιαντική μας κυβέρνηση. Αναμένω ευχαριστήριο τηλεγράφημα Βουρλούμη προς Αθανασάκη για τη δωρεάν διαφήμιση…
Η πλάκα έχει κι ένα όριο. Και το όριο αυτό είναι η λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Εάν οι ίδιοι στο ΠΑΣΟΚ δημοσίως κόπτονται αλλά πρακτικά αδιαφορούν για την 12η Νοεμβρίου –καθότι η 11η προηγείται χρονικά και πολιτικά- αυτό δεν μπορεί ούτε να επιβληθεί, ούτε να ισχύσει για τους υπολοίπους, που ακόμη δικαιούνται να μην είναι μέλη, ούτε φίλοι και όπως απέδειξαν οι πρόσφατες εκλογές ούτε και ψηφοφόροι.
Αλλά πριν φτάσουμε σε αυτούς, τους ψηφοφόρους δεν τους σκέπτονται. Δυόμισυ εκατομμύρια άνθρωποι πήγαν πριν από είκοσι πέντε ημέρες στις κάλπες και ψήφισαν ΠΑΣΟΚ. Τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους το κόμμα και εμπιστεύθηκαν τα στελέχη του για τη διακυβέρνηση της χώρας. Τι πρέπει να αισθάνονται σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, βλέποντας την καθ’ημέραν χλεύη των αντιπάλων και τους ατελείωτους διαπληκτισμούς, όλο και σε χαμηλότερο επίπεδο, εκείνων που προτίμησαν; Πρέπει να πουν «ευτυχώς δεν κέρδισε το κόμμα που ψήφισα» αυτοί οι άνθρωποι; Και δεν καταλαβαίνει κανείς στη Χαριλάου Τρικούπη, ή τη Βουκουρεστίου, ή το Καστρί, ή στις διάφορες συναθροίσεις των επιτελών ότι κάποιος που λέει «ευτυχώς έχασα» διαρρηγνύει μακροπρόθεσμα τον ψυχικό του δεσμό με την παράταξη, που υποτίθεται ότι σήμερα δρα για να ανακτήσει μια πλειοψηφική δυναμική;
Τις τελευταίες ημέρες η σύγκρουση δεν έχει γίνει μόνο αδυσώπητη, χωρίς αύριο για τον ηττημένο, πιθανότατα όμως χωρίς αύριο και για το νικητή. Μπορούμε να το πούμε ευγενικά, αλλά δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Τις τελευταίες ημέρες η σύγκρουση αποπνέει έναν αδίστακτο κυνισμό, κάποτε χυδαιότητα και, κυρίως, φτήνεια. Όσοι θέλουν με τόσο πάθος να κερδίσουν, ας σκεφτούν ότι δεν αρκεί στο τέλος της παρτίδας να σκουπίσεις το τραπέζι. Πρέπει κάτι να έχει μείνει επάνω στην πράσινη τσόχα.
Αλλά, όπως λέει και ο Σκανδαλίδης, ας κρατήσουμε τα θετικά. Ουδέν κακόν, αμιγές καλού. Το παν είναι η θετική σκέψη. Τι μπορεί, λοιπόν, να κρατήσει κανείς από τη χθεσινή μέρα; Ας προσπαθήσουμε, ας αυθυποβληθούμε. Λοιπόν: να’το. Το βρήκα. Η ιδέα της αριστερής στροφής έχει γίνει ήδη ασμένως δεκτή από την κομματική βάση και έχει αφομοιωθεί ακόμη και στο κατώτερο υπαλληλικό επίπεδο στη Χαριλάου Τρικούπη. Για τους δύσπιστους που αμφιβάλλουν, παρακαλώ σημειώστε πώς αντέδρασε η διάσημη πια υπάλληλος που έχει άλλο τηλεφωνικό κατάλογο για κάθε υποψήφιο. Όταν της ζήτησαν το τηλέφωνο του γραφείου Βενιζέλου πού παρέπεμψε; Σας διέφυγε, ε; Παρέπεμψε στο 11888. Δηλαδή δεν έστειλε τον καλούντα σε αυτή την ιδιωτική τηλεφωνική γραμμή του 18880, η οποία προβάλλει με τη γνωστή της διαφήμιση πρότυπα ανθυγιεινής ζωής, με μπαγλαμάδες και τριγλυκερίδια. Αντιθέτως, προτίμησε να ενισχύσει (το κατά δύναμιν…) τον κρατικό ΟΤΕ, όπου εγκαταβιούν ακόμη και σιτίζονται, παρά την πλουσιοπάροχη εθελουσία της εξυγιαντικής μας κυβερνήσεως, ένα πλήθος φιλοπρόοδων συνδικαλιστών, που εάν θυμάστε τα είχαν βρει μια χαρά κάτω από το τραπέζι με την εξυγιαντική μας κυβέρνηση. Αναμένω ευχαριστήριο τηλεγράφημα Βουρλούμη προς Αθανασάκη για τη δωρεάν διαφήμιση…
Η πλάκα έχει κι ένα όριο. Και το όριο αυτό είναι η λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Εάν οι ίδιοι στο ΠΑΣΟΚ δημοσίως κόπτονται αλλά πρακτικά αδιαφορούν για την 12η Νοεμβρίου –καθότι η 11η προηγείται χρονικά και πολιτικά- αυτό δεν μπορεί ούτε να επιβληθεί, ούτε να ισχύσει για τους υπολοίπους, που ακόμη δικαιούνται να μην είναι μέλη, ούτε φίλοι και όπως απέδειξαν οι πρόσφατες εκλογές ούτε και ψηφοφόροι.
Αλλά πριν φτάσουμε σε αυτούς, τους ψηφοφόρους δεν τους σκέπτονται. Δυόμισυ εκατομμύρια άνθρωποι πήγαν πριν από είκοσι πέντε ημέρες στις κάλπες και ψήφισαν ΠΑΣΟΚ. Τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους το κόμμα και εμπιστεύθηκαν τα στελέχη του για τη διακυβέρνηση της χώρας. Τι πρέπει να αισθάνονται σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, βλέποντας την καθ’ημέραν χλεύη των αντιπάλων και τους ατελείωτους διαπληκτισμούς, όλο και σε χαμηλότερο επίπεδο, εκείνων που προτίμησαν; Πρέπει να πουν «ευτυχώς δεν κέρδισε το κόμμα που ψήφισα» αυτοί οι άνθρωποι; Και δεν καταλαβαίνει κανείς στη Χαριλάου Τρικούπη, ή τη Βουκουρεστίου, ή το Καστρί, ή στις διάφορες συναθροίσεις των επιτελών ότι κάποιος που λέει «ευτυχώς έχασα» διαρρηγνύει μακροπρόθεσμα τον ψυχικό του δεσμό με την παράταξη, που υποτίθεται ότι σήμερα δρα για να ανακτήσει μια πλειοψηφική δυναμική;
Τις τελευταίες ημέρες η σύγκρουση δεν έχει γίνει μόνο αδυσώπητη, χωρίς αύριο για τον ηττημένο, πιθανότατα όμως χωρίς αύριο και για το νικητή. Μπορούμε να το πούμε ευγενικά, αλλά δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Τις τελευταίες ημέρες η σύγκρουση αποπνέει έναν αδίστακτο κυνισμό, κάποτε χυδαιότητα και, κυρίως, φτήνεια. Όσοι θέλουν με τόσο πάθος να κερδίσουν, ας σκεφτούν ότι δεν αρκεί στο τέλος της παρτίδας να σκουπίσεις το τραπέζι. Πρέπει κάτι να έχει μείνει επάνω στην πράσινη τσόχα.
Thursday, October 11, 2007
Ασφαλιστικό και κοινωνική δικαιοισύνη
Πέμπτη 11 Οκτωβρίου – και πριν από τις εκλογές είχαμε ζητήσει να γίνει ουσιαστική συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις που όλοι υπόσχονταν πως θα έρθουν μόλις ψήφιζε ο κυρίαρχος λαός. Και είχαμε κάνει σκληρή αυτοκριτική, λέγοντας πόσο σκληρά μετανιώσαμε που άνοιξε αυτή η συζήτηση προεκλογικά. Γιατί με την ψυχή στο στόμα για μια ψήφο, τα δύο μεγάλα κόμματα, τα δύο κόμματα της εξουσίας, και μάλιστα αυτοπροσώπως ο Κώστας Καραμανλής και ο Γιώργος Παπανδρέου έσπευσαν να δεσμευθούν προς το λαό. Το ασφαλιστικό θα λυθεί (ασφαλώς, μην ανησυχείτε) αλλά χωρίς αύξηση των εισφορών, χωρίς μείωση των συντάξεων και χωρίς παράταση του χρόνου εργασίας. Τέλεια…
Τέλεια… Μόνο που η τελειότης αυτή έχει πάντοτε ημερομηνία λήξης, η οποία συμπίπτει με την πτώση του φακέλλου στην ψηφοδόχο. Τώρα αντ’αυτών Γκαργκάνας. Ο οποίος ρίχνεται στο πυρ το εξώτερο ως γνωστός κήρυκας νεοφιλελεύθερων απόψεων.
Δεν είναι αυτός ένας φημολογούμενος «λαγός», όπως στιγματίστηκε αμέσως ο Αναλυτής, αυτός είναι παράγων της αντιλαϊκής συμπαιγνίας, ου μην αλλά και ενεργούμενο της κυβέρνησης – κατά παράδοξο τρόπο αυτής ακριβώς που δεσμεύτηκε ουσιαστικά για λύση χωρίς να ανοίξει μύτη στο ασφαλιστικό πριν από μερικές μέρες.
Είναι μεγάλο βέβαια το κεφάλαιο και το έχουμε κατά καιρούς ξανασυζητήσει, αλλά συγκρατήστε ένα συγκεκριμένο λόγο για τον οποίο απορρίπτονται μετά βδελυγμίας από την κοινωνική ευαισθησία μας οι σκέψεις Γκαργκάνα – και, βεβαίως, μαζί από το συνδικαλιστικό κίνημα που εκφράζει αυτές τις ευαισθησίες. Ο διοικητής της ΤτΕ είπε πως πρακτικά δεν γίνεται να λυθεί το ασφαλιστικό μέσα από τον προϋπολογισμό. Δεν γίνεται, δηλαδή, να τα πληρώσει όλα το κράτος.
Ας υποθέσουμε ότι έχει άδικο. Ότι και είναι εφικτό και το αποφασίζουμε αμέσως. Να πληρώσει όλα τα ελλείμματα και να αναλάβει ο κρατικός προΫπολογισμός όλες τις υποχρεώσεις – αφού στην Αθήνα υπάρχει περιοχή που λέγεται Νέα Ελβετία, γιατί όχι και μια Νέα Σοβιετία δηλαδή… Ας πούμε όμως. Θα είναι πιο κοινωνικά δίκαιο το σύστημα; Από πού είναι τα έσοδα του προϋπολογισμού; Τις προάλλες δεν ήταν που εξανέστη –και δικαίως αυτή τη φορά- η κοινή γνώμη για το ενδεχόμενο αύξησης των εμμέσων φόρων; Δεν λέμε ότι η αναλογία έμμεσης και άμεσης φορολογίας είναι η χειρότερη από όλους τους εταίρους του ευρώ; Δεν αποκαλύπτεται έτσι μια μεγάλη κοινωνική ανισότητα στην καταβολή των κοινών υποχρεώσεων;
Αφού υπάρχει αναγνωρισμένη και πανθομολογούμενη αυτή η ανισότητα, το να πληρώσει κανείς από αυτό το ίδιο ταμείο και όλα τα ασφαλιστικά χρέη, τι άλλο θα ήταν από το να μεταφέρει και να διογκώσει την αδικία; Και αντίστοιχα, για το ζήτημα του υπολογισμού των συντάξεων στο σύνολο ή τα τέλη του εργασιακού βίου – αυτό είναι δικαιοσύνη; Αν τα κόστη μοιράζονται δίκαια, τότε η εύνοια προς όσους έχουν μεγαλύτερους καταληκτικούς μισθούς, τι άλλο είναι παρά εύνοια προς τους ήδη ευνοημένους του συστήματος και της ζωής;
Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα από όσο φαίνονται και λύσεις απλές όπως «να τα δώσει το κράτος» ατυχώς δεν υπάρχουν. Εκτός αν τα πληρώσει όλα ο Γκαργκάνας…
Τέλεια… Μόνο που η τελειότης αυτή έχει πάντοτε ημερομηνία λήξης, η οποία συμπίπτει με την πτώση του φακέλλου στην ψηφοδόχο. Τώρα αντ’αυτών Γκαργκάνας. Ο οποίος ρίχνεται στο πυρ το εξώτερο ως γνωστός κήρυκας νεοφιλελεύθερων απόψεων.
Δεν είναι αυτός ένας φημολογούμενος «λαγός», όπως στιγματίστηκε αμέσως ο Αναλυτής, αυτός είναι παράγων της αντιλαϊκής συμπαιγνίας, ου μην αλλά και ενεργούμενο της κυβέρνησης – κατά παράδοξο τρόπο αυτής ακριβώς που δεσμεύτηκε ουσιαστικά για λύση χωρίς να ανοίξει μύτη στο ασφαλιστικό πριν από μερικές μέρες.
Είναι μεγάλο βέβαια το κεφάλαιο και το έχουμε κατά καιρούς ξανασυζητήσει, αλλά συγκρατήστε ένα συγκεκριμένο λόγο για τον οποίο απορρίπτονται μετά βδελυγμίας από την κοινωνική ευαισθησία μας οι σκέψεις Γκαργκάνα – και, βεβαίως, μαζί από το συνδικαλιστικό κίνημα που εκφράζει αυτές τις ευαισθησίες. Ο διοικητής της ΤτΕ είπε πως πρακτικά δεν γίνεται να λυθεί το ασφαλιστικό μέσα από τον προϋπολογισμό. Δεν γίνεται, δηλαδή, να τα πληρώσει όλα το κράτος.
Ας υποθέσουμε ότι έχει άδικο. Ότι και είναι εφικτό και το αποφασίζουμε αμέσως. Να πληρώσει όλα τα ελλείμματα και να αναλάβει ο κρατικός προΫπολογισμός όλες τις υποχρεώσεις – αφού στην Αθήνα υπάρχει περιοχή που λέγεται Νέα Ελβετία, γιατί όχι και μια Νέα Σοβιετία δηλαδή… Ας πούμε όμως. Θα είναι πιο κοινωνικά δίκαιο το σύστημα; Από πού είναι τα έσοδα του προϋπολογισμού; Τις προάλλες δεν ήταν που εξανέστη –και δικαίως αυτή τη φορά- η κοινή γνώμη για το ενδεχόμενο αύξησης των εμμέσων φόρων; Δεν λέμε ότι η αναλογία έμμεσης και άμεσης φορολογίας είναι η χειρότερη από όλους τους εταίρους του ευρώ; Δεν αποκαλύπτεται έτσι μια μεγάλη κοινωνική ανισότητα στην καταβολή των κοινών υποχρεώσεων;
Αφού υπάρχει αναγνωρισμένη και πανθομολογούμενη αυτή η ανισότητα, το να πληρώσει κανείς από αυτό το ίδιο ταμείο και όλα τα ασφαλιστικά χρέη, τι άλλο θα ήταν από το να μεταφέρει και να διογκώσει την αδικία; Και αντίστοιχα, για το ζήτημα του υπολογισμού των συντάξεων στο σύνολο ή τα τέλη του εργασιακού βίου – αυτό είναι δικαιοσύνη; Αν τα κόστη μοιράζονται δίκαια, τότε η εύνοια προς όσους έχουν μεγαλύτερους καταληκτικούς μισθούς, τι άλλο είναι παρά εύνοια προς τους ήδη ευνοημένους του συστήματος και της ζωής;
Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα από όσο φαίνονται και λύσεις απλές όπως «να τα δώσει το κράτος» ατυχώς δεν υπάρχουν. Εκτός αν τα πληρώσει όλα ο Γκαργκάνας…
Η παθολογία της εξουσίας
Τετάρτη 10 Οκτωβρίου – και είσαι εσύ γλυκιά μου εξουσία.
Υπάρχουν πάντοτε εκδοχές – εν προκειμένω κακές, χειρότερες και χείριστες. Υπάρχουν πάντοτε αποχρώσεις, που συνδέονται με τα πρόσωπα, την κουλτούρα, τη φύση των θεσμών. Αλλά το παιχνίδι είναι πάντοτε το ίδιο, το παιχνίδι είναι πάντοτε σκληρό και απάνθρωπο, το παιχνίδι αυτό έχει έναν κανόνα – ότι δεν υπάρχουν κανόνες ή, όταν υπάρχουν, είναι συνήθως για να μην τηρούνται. Άμα τη γευτείς ή την επιθυμήσεις, η εξουσία δεν έχει εύκολα εξιτήριο και απεξάρτηση.
Έμειναν πολλοί άναυδοι με τη δήλωση του γνωστού μητροπολίτη που συνδέεται με σχέση άσβεστης έχθρας με τον αρχιεπίσκοπο – τη δήλωση ότι η ασθένεια είναι ανίατη, ότι ελπίδα δεν υπάρχει και ότι επομένως, πριν ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι της εντατικής, θα έπρεπε να αρχίσει η συζήτηση για τη διαδοχή του. Έμειναν άναυδοι με την ανθρώπινη σκληρότητά της – αλλά τα φαινόμενα που αναπτύσσονται στην Εκκλησία συνδέονται πολύ λιγότερο με τη μεταφυσική της αναφορά και πολύ περισσότερο με τη λειτουργία της στα εγκόσμια.
Υπάρχει άραγε κανείς που να μην θυμήθηκε τις τελευταίες ώρες εκείνες τις αλήστου μνήμης μέρες του Ωνασείου; Με την τέντα και τους δημοσιογράφους έξω από νοσοκομείο, με καλοθελητές να κατασκηνώνουν ως πληροφοριοδότες, με ανταγωνισμούς να εκδηλώνονται και μίση να έρχονται στην επιφάνεια, με «διαρροές» για κλινικές εξετάσεις, με μεγαλογιατρούς να αλληλομαχαιρώνονται, με παραγοντίσκους να βλέπουν λαμπρή ευκαιρία ανάδειξής τους σε μεγαλοπαράγοντες, με ένα ατέλειωτο τηλεοπτικό σόου εις όφελος και εις το όνομα της ενημέρωσης των πολιτών; Και, προπάντων, με την ανάδυση της τρομερής φυλής που περιγράφεται πάντα και πάντοτε, για όλους όσοι βρίσκονται ένα σκαλί ή ακόμη και ένα ταπεινό σκαλάκι παραπάνω από τους υπόλοιπους, από το Λευκό Οίκο και το Βατικανό μέχρι το λογιστήριο της τελευταίας εταιρείας…
… της τρομερής φυλής που συγκροτεί αυτό που ονομάζεται «περιβάλλον».
Μην μου πείτε ότι μερικά ή κι άλλα ή και όλα δεν τα είχαμε δει και ξαναδεί, όποτε εμφανίζονται δύο (γιατί πάντα δύο είναι) διεκδικητές μιας κάποιας εξουσίας. Η Εκκλησία είναι εξουσία – και αναλογιστείτε το μακρό τέλος της διακονίας του Σεραφείμ, με την προετοιμασία (και το πολιτικό χρώμα) της αναμέτρησης των μικρών στρατών της διαδοχής του. Αναλογιστείτε τη διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου ή όποια άλλη ανάλογη αναμέτρηση θέλετε. Στρατοί, κύκλοι, περιβάλλοντα. Όπου υπάρχει στοίχημα, όπου υπάρχει στο τέλος του δρόμου ένα σκήπτρο – όσο μικρό και ασήμαντο κι αν φαίνεται στους άλλους, αυτούς που δεν θα έχουν μερίδιο στα κέρδη και τις ζημίες, τους αποκλεισμούς και την ανταμοιβή.
Είτε είναι στην Εκκλησία, είτε στην πολιτική – οι αναλογίες δεν είναι τυχαίες. Ξέρουν όσοι συμμετέχουν και γι’αυτό σοκάρονται λιγότερο από τους άλλους, πως έτσι παίζεται το αδυσώπητο παιχνίδι της εξουσίας.
Υπάρχουν πάντοτε εκδοχές – εν προκειμένω κακές, χειρότερες και χείριστες. Υπάρχουν πάντοτε αποχρώσεις, που συνδέονται με τα πρόσωπα, την κουλτούρα, τη φύση των θεσμών. Αλλά το παιχνίδι είναι πάντοτε το ίδιο, το παιχνίδι είναι πάντοτε σκληρό και απάνθρωπο, το παιχνίδι αυτό έχει έναν κανόνα – ότι δεν υπάρχουν κανόνες ή, όταν υπάρχουν, είναι συνήθως για να μην τηρούνται. Άμα τη γευτείς ή την επιθυμήσεις, η εξουσία δεν έχει εύκολα εξιτήριο και απεξάρτηση.
Έμειναν πολλοί άναυδοι με τη δήλωση του γνωστού μητροπολίτη που συνδέεται με σχέση άσβεστης έχθρας με τον αρχιεπίσκοπο – τη δήλωση ότι η ασθένεια είναι ανίατη, ότι ελπίδα δεν υπάρχει και ότι επομένως, πριν ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι της εντατικής, θα έπρεπε να αρχίσει η συζήτηση για τη διαδοχή του. Έμειναν άναυδοι με την ανθρώπινη σκληρότητά της – αλλά τα φαινόμενα που αναπτύσσονται στην Εκκλησία συνδέονται πολύ λιγότερο με τη μεταφυσική της αναφορά και πολύ περισσότερο με τη λειτουργία της στα εγκόσμια.
Υπάρχει άραγε κανείς που να μην θυμήθηκε τις τελευταίες ώρες εκείνες τις αλήστου μνήμης μέρες του Ωνασείου; Με την τέντα και τους δημοσιογράφους έξω από νοσοκομείο, με καλοθελητές να κατασκηνώνουν ως πληροφοριοδότες, με ανταγωνισμούς να εκδηλώνονται και μίση να έρχονται στην επιφάνεια, με «διαρροές» για κλινικές εξετάσεις, με μεγαλογιατρούς να αλληλομαχαιρώνονται, με παραγοντίσκους να βλέπουν λαμπρή ευκαιρία ανάδειξής τους σε μεγαλοπαράγοντες, με ένα ατέλειωτο τηλεοπτικό σόου εις όφελος και εις το όνομα της ενημέρωσης των πολιτών; Και, προπάντων, με την ανάδυση της τρομερής φυλής που περιγράφεται πάντα και πάντοτε, για όλους όσοι βρίσκονται ένα σκαλί ή ακόμη και ένα ταπεινό σκαλάκι παραπάνω από τους υπόλοιπους, από το Λευκό Οίκο και το Βατικανό μέχρι το λογιστήριο της τελευταίας εταιρείας…
… της τρομερής φυλής που συγκροτεί αυτό που ονομάζεται «περιβάλλον».
Μην μου πείτε ότι μερικά ή κι άλλα ή και όλα δεν τα είχαμε δει και ξαναδεί, όποτε εμφανίζονται δύο (γιατί πάντα δύο είναι) διεκδικητές μιας κάποιας εξουσίας. Η Εκκλησία είναι εξουσία – και αναλογιστείτε το μακρό τέλος της διακονίας του Σεραφείμ, με την προετοιμασία (και το πολιτικό χρώμα) της αναμέτρησης των μικρών στρατών της διαδοχής του. Αναλογιστείτε τη διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου ή όποια άλλη ανάλογη αναμέτρηση θέλετε. Στρατοί, κύκλοι, περιβάλλοντα. Όπου υπάρχει στοίχημα, όπου υπάρχει στο τέλος του δρόμου ένα σκήπτρο – όσο μικρό και ασήμαντο κι αν φαίνεται στους άλλους, αυτούς που δεν θα έχουν μερίδιο στα κέρδη και τις ζημίες, τους αποκλεισμούς και την ανταμοιβή.
Είτε είναι στην Εκκλησία, είτε στην πολιτική – οι αναλογίες δεν είναι τυχαίες. Ξέρουν όσοι συμμετέχουν και γι’αυτό σοκάρονται λιγότερο από τους άλλους, πως έτσι παίζεται το αδυσώπητο παιχνίδι της εξουσίας.
Tuesday, October 9, 2007
Λίγο κράτει...
Τρίτη 9 Οκτωβρίου – και αυτή την ήπειρο καθένας τη διασχίζει μόνος του.
Τη δύσκολη ώρα, που καταργεί τις διακρίσεις και επιβάλλει την σκληρή ισότητα της φύσης, ο Αρχιεπίσκοπος έχει την τύχη της πίστης με το μέρος του. Η πίστη είναι η παρηγορία και οι άνθρωποι που μπορούν να την έχουν είναι εξοπλισμένοι με αντοχές και καλή ελπίδα. Το μέτρο δεν είναι για όλους το ίδιο.
Για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο δεν έχει πολλά πράγματα να πει κανείς εκτός από το να τον σκέπτεται καθώς υπομένει τη βούληση της μοίρας. Αλλά, αντίθετα, έχει πολλά να πει για το απεχθές και ασύλληπτο τηλεοπτικό πανηγύρι που στήθηκε αμέσως μετά την ανακοίνωση της πλήρους ιατρικής πραγματικότητας, που δεν επιδέχεται εξωραϊσμούς ή διαψεύσεις. Και εδώ αυτή τη φορά δεν φταίνε ούτε τα κανάλια, ούτε οι δημοσιογράφοι. Εδώ βγήκαν τα νυστέρια.
Το θέαμα που παρουσίαζε χτες το βράδυ η crème de la crème του ιατρικού κόσμου της χώρας ήταν –κατά πολύ επιεική διατύπωση- απεχθές και αποκρουστικό. Ένας εσμός διακεκριμένων επιστημόνων, που οι ασθενείς τους γνωρίζουν και πόσο (δικαίως ίσως) κοστολογούν την επιστημοσύνη τους, έτρεξε μπροστά στην κάμερα για να κάνει διαγνώσεις, να αποκαλύψει άγνωστες λεπτομέρειες, να κουρελιάσει κάθε έννοια ιατρικού απορρήτου, να βγάλει τα εσώψυχά του ο ένας σε βάρος του άλλου, να κατηγορήσει, να υπαινιχθεί, να καυτηριάσει, να καταφέρει χειρουργικά πλήγματα σε βάρος του συναδέλφου. Εάν φορούσαν λευκές μπλούζες, η κάμερα θα έδειχνε κόκκινες πλάτες…
Γιατί τρέξαν όλοι, άνθρωποι που δεν το έχουν ανάγκη, να τα πουν όλα – όσα ήξεραν κι όσα δεν ήξεραν. Γιατί έτρεξαν χωρίς να σκεφτούν πως ένας άνθρωπος ζούσε το προσωπικό δράμα του και ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν και προσωπικοί φίλοι του, κατά υπερήφανη δήλωσή τους; Γιατί διέρρηξαν τον προσωπικό δεσμό και την επαγγελματική υποχρέωση για να κερδίσουν μερικά λεπτά δημοσιότητας, που κι από αυτήν στερημένοι δεν είναι; Έχω δύο εξηγήσεις, αν και θα ήταν μάλλον καταλληλότερη μια ειδικότητα συναδέλφων τους που ασχολείται με τον ψυχισμό του ανθρώπου.
Ο πρώτος λόγος είναι πως οι σταρ δεν αντέχουν μακριά από την πίστα, το πλατώ, την κάμερα και τους προβολείς. Είναι εθισμένοι στη δημόσια παρουσία και οι αντιστάσεις τους έχουν πλήρως υποχωρήσει μπροστά σε αυτό τον εθισμό. Ο δεύτερος λόγος είναι πως –με την κακοήθη επίδραση των μέσων- έχει επικρατήσει στον ιατρικό κόσμο ένα σταρ σύστεμ, όπου οι αξιολογήσεις, επιστημονικές και προβολής, μπορεί να συμπίπτουν ή να μην συμπίπτουν. Το βέβαιο είναι πως η σχέση τους πια με τα μέσα είναι βαρύτατα παθολογική. Είναι επίσης σαφές ότι, όπως έκανε στο παρελθόν ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας, το ζήτημα θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τους ιατρικούς συλλόγους της χώρας.
Έχω τη βεβαιότητα, φυσικά, ότι εάν η εγχείρηση είχε πάει σχετικά καλά, οι ίδιοι θα ήσαν, στο ίδιο πάνελ, και θα εκθείαζαν τους γιατρούς που χτες έστειλαν στον κλίβανο της αποστείρωσης. Ο Τζάκης της κολάσεως θα ήταν Τζάκης ο μικρός Θεός. Κι όλα αυτά με αφορμή την αρνητική τροπή της θεραπείας για την περίπτωση ενός ανθρώπου στον οποίο η αρχική διάγνωση ήταν δύο καρκίνοι σε ζωτικά όργανα και σε προχωρημένο στάδιο.
Μπορεί λοιπόν από επαγγελματική ή προσωπική άποψη το παιχνίδι των εντυπώσεων να είναι πρόσφορο ή αποδοτικό για εκείνους που συμμετέχουν, ακόμη και με τον ασύλληπτο τρόπο με τον οποίο εκτυλίχθηκε χτες τη νύχτα των διαγνώσεων και της ευθανασίας των συναδέλφων. Από ηθική και δεοντολογική άποψη, όμως, είναι εντελώς αδιανόητο όπως αδιανόητη θα ήταν και οποιαδήποτε ανοχή απέναντί του και απέναντί τους.
Τη δύσκολη ώρα, που καταργεί τις διακρίσεις και επιβάλλει την σκληρή ισότητα της φύσης, ο Αρχιεπίσκοπος έχει την τύχη της πίστης με το μέρος του. Η πίστη είναι η παρηγορία και οι άνθρωποι που μπορούν να την έχουν είναι εξοπλισμένοι με αντοχές και καλή ελπίδα. Το μέτρο δεν είναι για όλους το ίδιο.
Για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο δεν έχει πολλά πράγματα να πει κανείς εκτός από το να τον σκέπτεται καθώς υπομένει τη βούληση της μοίρας. Αλλά, αντίθετα, έχει πολλά να πει για το απεχθές και ασύλληπτο τηλεοπτικό πανηγύρι που στήθηκε αμέσως μετά την ανακοίνωση της πλήρους ιατρικής πραγματικότητας, που δεν επιδέχεται εξωραϊσμούς ή διαψεύσεις. Και εδώ αυτή τη φορά δεν φταίνε ούτε τα κανάλια, ούτε οι δημοσιογράφοι. Εδώ βγήκαν τα νυστέρια.
Το θέαμα που παρουσίαζε χτες το βράδυ η crème de la crème του ιατρικού κόσμου της χώρας ήταν –κατά πολύ επιεική διατύπωση- απεχθές και αποκρουστικό. Ένας εσμός διακεκριμένων επιστημόνων, που οι ασθενείς τους γνωρίζουν και πόσο (δικαίως ίσως) κοστολογούν την επιστημοσύνη τους, έτρεξε μπροστά στην κάμερα για να κάνει διαγνώσεις, να αποκαλύψει άγνωστες λεπτομέρειες, να κουρελιάσει κάθε έννοια ιατρικού απορρήτου, να βγάλει τα εσώψυχά του ο ένας σε βάρος του άλλου, να κατηγορήσει, να υπαινιχθεί, να καυτηριάσει, να καταφέρει χειρουργικά πλήγματα σε βάρος του συναδέλφου. Εάν φορούσαν λευκές μπλούζες, η κάμερα θα έδειχνε κόκκινες πλάτες…
Γιατί τρέξαν όλοι, άνθρωποι που δεν το έχουν ανάγκη, να τα πουν όλα – όσα ήξεραν κι όσα δεν ήξεραν. Γιατί έτρεξαν χωρίς να σκεφτούν πως ένας άνθρωπος ζούσε το προσωπικό δράμα του και ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν και προσωπικοί φίλοι του, κατά υπερήφανη δήλωσή τους; Γιατί διέρρηξαν τον προσωπικό δεσμό και την επαγγελματική υποχρέωση για να κερδίσουν μερικά λεπτά δημοσιότητας, που κι από αυτήν στερημένοι δεν είναι; Έχω δύο εξηγήσεις, αν και θα ήταν μάλλον καταλληλότερη μια ειδικότητα συναδέλφων τους που ασχολείται με τον ψυχισμό του ανθρώπου.
Ο πρώτος λόγος είναι πως οι σταρ δεν αντέχουν μακριά από την πίστα, το πλατώ, την κάμερα και τους προβολείς. Είναι εθισμένοι στη δημόσια παρουσία και οι αντιστάσεις τους έχουν πλήρως υποχωρήσει μπροστά σε αυτό τον εθισμό. Ο δεύτερος λόγος είναι πως –με την κακοήθη επίδραση των μέσων- έχει επικρατήσει στον ιατρικό κόσμο ένα σταρ σύστεμ, όπου οι αξιολογήσεις, επιστημονικές και προβολής, μπορεί να συμπίπτουν ή να μην συμπίπτουν. Το βέβαιο είναι πως η σχέση τους πια με τα μέσα είναι βαρύτατα παθολογική. Είναι επίσης σαφές ότι, όπως έκανε στο παρελθόν ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας, το ζήτημα θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τους ιατρικούς συλλόγους της χώρας.
Έχω τη βεβαιότητα, φυσικά, ότι εάν η εγχείρηση είχε πάει σχετικά καλά, οι ίδιοι θα ήσαν, στο ίδιο πάνελ, και θα εκθείαζαν τους γιατρούς που χτες έστειλαν στον κλίβανο της αποστείρωσης. Ο Τζάκης της κολάσεως θα ήταν Τζάκης ο μικρός Θεός. Κι όλα αυτά με αφορμή την αρνητική τροπή της θεραπείας για την περίπτωση ενός ανθρώπου στον οποίο η αρχική διάγνωση ήταν δύο καρκίνοι σε ζωτικά όργανα και σε προχωρημένο στάδιο.
Μπορεί λοιπόν από επαγγελματική ή προσωπική άποψη το παιχνίδι των εντυπώσεων να είναι πρόσφορο ή αποδοτικό για εκείνους που συμμετέχουν, ακόμη και με τον ασύλληπτο τρόπο με τον οποίο εκτυλίχθηκε χτες τη νύχτα των διαγνώσεων και της ευθανασίας των συναδέλφων. Από ηθική και δεοντολογική άποψη, όμως, είναι εντελώς αδιανόητο όπως αδιανόητη θα ήταν και οποιαδήποτε ανοχή απέναντί του και απέναντί τους.
Monday, October 8, 2007
Ο Μπρυκνέρ στη Χαριλάου Τρικούπη
Δευτέρα 8 Οκτωβρίου – και στην πολιτική δεν υπάρχουν βεβαιότητες.
Την περασμένη Παρασκευή ήταν εδώ στην Αθήνα ένας Γάλλος συγγραφέας, που συμβαίνει οι τίτλοι των βιβλίων του να είναι τόσο, μα τόσο επίκαιροι. Ήταν ο Πασκάλ Μπρυκνέρ. Όλοι ήμασταν σίγουροι πως αυτό το Σαββατοκύριακο στο Εθνικό του Συμβούλιο το ΠΑΣΟΚ θα ζούσε τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα – πως θα ζούσε
τις χειρότερες μέρες αυτής της περιδίνησης που ξεκίνησε με τη βαρύτερη ήττα της ιστορίας του, γιατί αυτό ήταν η 16η Σεπτεμβρίου, αν κανείς δεν θέλει να μασάει τα λόγια του.
Διάψευση. Και αντίθεση. Το Σαββατοκύριακο που είχε προδιαγραφεί ότι θα σχιζόταν το καταπέτασμα του ναού όχι απλώς δεν αποδείχθηκε το χειρότερο, αλλά ήταν οι καλύτερες μέρες για το δοκιμαζόμενο κόμμα εδώ και τρεις εβδομάδες. Όχι πως δεν ειπώθηκαν λόγια σκληρά. Όχι πως δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι αυτής της πολιτικής σύγκρουσης. Αλλά μίλησαν – και αυτό που είχαν κατακτήσει επί 33 χρόνια, να μπορούν να μιλούν μεταξύ τους και για τα πιο δύσκολα, διακυβεύθηκε μέσα σε λίγες ώρες από τις 7 το βράδυ έως τη μία τα ξημερώματα της 16ης Σεπτεμβρίου.
Το Σαββατοκύριακο στο ΠΑΣΟΚ δεν ξανακέρδισαν την εξουσία – αυτή απέχει όσο όλοι ξέρουν ότι απέχει. Δεν ξανακέρδισαν ούτε την ενότητα – αυτή θα κριθεί μετά την εκλογή του νέου προέδρου, από τις αποφάσεις και τις επιλογές του ίδιου και εκείνων που θα τον έχουν στηρίξει. Ξανακέρδισαν όμως την ευπρέπεια και τη μετριοπάθεια – κι αυτά δεν είναι λίγα. Μέσα στα πάθη της εσωτερικής σύγκρουσης, έβλεπε κανείς πέρα από τα παλιά συντροφικά μαχαιρώματα. Έβλεπε μια πλήρη διάρρηξη των ψυχικών δεσμών, έβλεπε την προσωπική εχθρότητα να παίρνει προβάδισμα απέναντι στην πολιτική αντιπαλότητα, έβλεπε το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών να αποκτά σταλινικού τύπου προτεραιότητα απέναντι στο ξεκαθάρισμα της πολιτικής στάσης. Παρά τους παροξυσμούς οπισθοφυλακών, αυτά σήμερα είναι παρελθόν. Και αυτό ασφαλώς είναι κέρδος και για ένα κόμμα που αποτέλεσε θεμέλιο του μεταπολιτευτικού δικομματισμού και για τη λειτουργία του συστήματος που προφανώς θα είναι ελλειμματικό με παραλυμένη και παραδομένη την αξιωματική αντιπολίτευση.
Στο ΠΑΣΟΚ αυτό το Σαββατοκύριακο έκλεισαν τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα. Αλλά ο Μπρυκνέρ παραμένει παρών – και τώρα θα πρέπει να ξεφυλλίσουν τον επόμενο τόμο, τον επόμενο τόνο που απέπνεε το ιστορικό κόμμα: τη μελαγχολική σοσιαλδημοκρατία. Γιατί ακόμη δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα κάτι άλλο από αυτά που έχει γράψει, όπως ας πούμε «η αέναη ευφορία».
Την περασμένη Παρασκευή ήταν εδώ στην Αθήνα ένας Γάλλος συγγραφέας, που συμβαίνει οι τίτλοι των βιβλίων του να είναι τόσο, μα τόσο επίκαιροι. Ήταν ο Πασκάλ Μπρυκνέρ. Όλοι ήμασταν σίγουροι πως αυτό το Σαββατοκύριακο στο Εθνικό του Συμβούλιο το ΠΑΣΟΚ θα ζούσε τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα – πως θα ζούσε
τις χειρότερες μέρες αυτής της περιδίνησης που ξεκίνησε με τη βαρύτερη ήττα της ιστορίας του, γιατί αυτό ήταν η 16η Σεπτεμβρίου, αν κανείς δεν θέλει να μασάει τα λόγια του.
Διάψευση. Και αντίθεση. Το Σαββατοκύριακο που είχε προδιαγραφεί ότι θα σχιζόταν το καταπέτασμα του ναού όχι απλώς δεν αποδείχθηκε το χειρότερο, αλλά ήταν οι καλύτερες μέρες για το δοκιμαζόμενο κόμμα εδώ και τρεις εβδομάδες. Όχι πως δεν ειπώθηκαν λόγια σκληρά. Όχι πως δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι αυτής της πολιτικής σύγκρουσης. Αλλά μίλησαν – και αυτό που είχαν κατακτήσει επί 33 χρόνια, να μπορούν να μιλούν μεταξύ τους και για τα πιο δύσκολα, διακυβεύθηκε μέσα σε λίγες ώρες από τις 7 το βράδυ έως τη μία τα ξημερώματα της 16ης Σεπτεμβρίου.
Το Σαββατοκύριακο στο ΠΑΣΟΚ δεν ξανακέρδισαν την εξουσία – αυτή απέχει όσο όλοι ξέρουν ότι απέχει. Δεν ξανακέρδισαν ούτε την ενότητα – αυτή θα κριθεί μετά την εκλογή του νέου προέδρου, από τις αποφάσεις και τις επιλογές του ίδιου και εκείνων που θα τον έχουν στηρίξει. Ξανακέρδισαν όμως την ευπρέπεια και τη μετριοπάθεια – κι αυτά δεν είναι λίγα. Μέσα στα πάθη της εσωτερικής σύγκρουσης, έβλεπε κανείς πέρα από τα παλιά συντροφικά μαχαιρώματα. Έβλεπε μια πλήρη διάρρηξη των ψυχικών δεσμών, έβλεπε την προσωπική εχθρότητα να παίρνει προβάδισμα απέναντι στην πολιτική αντιπαλότητα, έβλεπε το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών να αποκτά σταλινικού τύπου προτεραιότητα απέναντι στο ξεκαθάρισμα της πολιτικής στάσης. Παρά τους παροξυσμούς οπισθοφυλακών, αυτά σήμερα είναι παρελθόν. Και αυτό ασφαλώς είναι κέρδος και για ένα κόμμα που αποτέλεσε θεμέλιο του μεταπολιτευτικού δικομματισμού και για τη λειτουργία του συστήματος που προφανώς θα είναι ελλειμματικό με παραλυμένη και παραδομένη την αξιωματική αντιπολίτευση.
Στο ΠΑΣΟΚ αυτό το Σαββατοκύριακο έκλεισαν τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα. Αλλά ο Μπρυκνέρ παραμένει παρών – και τώρα θα πρέπει να ξεφυλλίσουν τον επόμενο τόμο, τον επόμενο τόνο που απέπνεε το ιστορικό κόμμα: τη μελαγχολική σοσιαλδημοκρατία. Γιατί ακόμη δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα κάτι άλλο από αυτά που έχει γράψει, όπως ας πούμε «η αέναη ευφορία».
Αμερικανοσοβιετικά
Παρασκευή 5 Οκτωβρίου – και δεν ξέρω πού μου ήρθε, αλλά ξαφνικά άρχισε να στριφογυρίζει στο μυαλό μου μια παλιά ιστορία…
Μια φορά κι έναν καιρό, σε εποχές πολύ μακρινές, το 1972, υπήρχαν δύο «στρατόπεδα» - ήταν οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί. Και σε ένα ωραίο ουδέτερο μέρος, τη Γενεύη, ξεκίνησαν συνομιλίες για να μειώσουν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια.
Άσχετο, θα πείτε. Γιατί αποφάσισαν να συζητήσουν; Επειδή με ένα-δυο θερμά επεισόδια κατάλαβαν ότι μια μετωπική σύγκρουση θα οδηγούσε σε αμοιβαία καταστροφή. Εάν έφταναν στα άκρα, στο τέλος δεν θα υπήρχε νικητής, θα είχαν αλληλοεξοντωθεί και δεν θα υπήρχε καν ο κόσμος τους. Τέτοιες διαπιστώσεις οδηγούν τους ανθρώπους στο τραπέζι της συζήτησης.
Μόλις κάθησαν, ετοιμάστηκαν να αρπαχτούν. Για να μην γίνουν από δυο χωριά, ή από δυο υπερδυνάμεις, το πρώτο που έκαναν ήταν να αποφασίσουν μια σειρά μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Διαδικαστικά – αλλά σκέφτηκαν ότι αφού δεν μπορούμε να τα βρούμε επί της ουσίας, τουλάχιστον ας τα βρούμε επί της διαδικασίας. Αποφάσισαν πώς θα συναντώνται οι αντιπροσωπείες, πότε θα γίνονται οι συνομιλίες, τι θα μπορούν να κάνουν στο μεταξύ και τι θα απαγορεύεται. Δούλεψε – οι συνομιλίες συνεχίστηκαν για χρόνια και χρόνια.
Μετά ήρθε η δύσκολη ώρα. Δεν συμφωνούσαν με τίποτα ούτε για το ποιος ευθύνεται για την κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών, ούτε για το τι έπρεπε να γίνει. Είχαν ο καθένας το δικό του κείμενο και επέμενε σε αυτό. Μηδέν εις το πηλίκον για πολύ καιρό. Τότε ένας διπλωμάτης είχε μια λαμπρή ιδέα: έφτιαξε αυτό που ονομάστηκε «κυλιόμενο κείμενο» - rolling text το είπαν. Η ιδέα ήταν απλή. Για κάθε παράγραφο δεν υπήρχε μια εκδοχή, αλλά όσες ήθελαν. Έγραφε ας πούμε: θέμα – τα αίτια της κρίσης και από κάτω η κάθε πλευρά συμπλήρωνε ό,τι νόμιζε. Όπου συμφωνούσαν το κείμενο οριστικοποιούνταν. Για το υπόλοιπο έμενε σε παρένθεση – μια του ενός και μια του άλλου. Έτσι βέβαια δεν υπήρχε κείμενο, αλλά ένα λεκτικό τέρας – που τους κρατούσε όμως στο ίδιο τραπέζι.
Τέτοια ωραία συνέβαιναν στη μακρινή Γενεύη το ακόμη πιο μακρινό 1972 – και δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα θυμήθηκα ξαφνικά. Παρεμπιπτόντως και για όσους ενδιαφέρονται οι συνομιλίες μετά από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια είχαν επιτυχία. Υπεγράφη θριαμβευτικά συμφωνία. Λίγο αργότερα η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε. Όταν η συμφωνία εφαρμόστηκε, ο κόσμος τον οποίο αφορούσε απλώς δεν υπήρχε πια. Γιατί μερικά πράγματα τα λύνει η πραγματικότητα.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε εποχές πολύ μακρινές, το 1972, υπήρχαν δύο «στρατόπεδα» - ήταν οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί. Και σε ένα ωραίο ουδέτερο μέρος, τη Γενεύη, ξεκίνησαν συνομιλίες για να μειώσουν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια.
Άσχετο, θα πείτε. Γιατί αποφάσισαν να συζητήσουν; Επειδή με ένα-δυο θερμά επεισόδια κατάλαβαν ότι μια μετωπική σύγκρουση θα οδηγούσε σε αμοιβαία καταστροφή. Εάν έφταναν στα άκρα, στο τέλος δεν θα υπήρχε νικητής, θα είχαν αλληλοεξοντωθεί και δεν θα υπήρχε καν ο κόσμος τους. Τέτοιες διαπιστώσεις οδηγούν τους ανθρώπους στο τραπέζι της συζήτησης.
Μόλις κάθησαν, ετοιμάστηκαν να αρπαχτούν. Για να μην γίνουν από δυο χωριά, ή από δυο υπερδυνάμεις, το πρώτο που έκαναν ήταν να αποφασίσουν μια σειρά μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Διαδικαστικά – αλλά σκέφτηκαν ότι αφού δεν μπορούμε να τα βρούμε επί της ουσίας, τουλάχιστον ας τα βρούμε επί της διαδικασίας. Αποφάσισαν πώς θα συναντώνται οι αντιπροσωπείες, πότε θα γίνονται οι συνομιλίες, τι θα μπορούν να κάνουν στο μεταξύ και τι θα απαγορεύεται. Δούλεψε – οι συνομιλίες συνεχίστηκαν για χρόνια και χρόνια.
Μετά ήρθε η δύσκολη ώρα. Δεν συμφωνούσαν με τίποτα ούτε για το ποιος ευθύνεται για την κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών, ούτε για το τι έπρεπε να γίνει. Είχαν ο καθένας το δικό του κείμενο και επέμενε σε αυτό. Μηδέν εις το πηλίκον για πολύ καιρό. Τότε ένας διπλωμάτης είχε μια λαμπρή ιδέα: έφτιαξε αυτό που ονομάστηκε «κυλιόμενο κείμενο» - rolling text το είπαν. Η ιδέα ήταν απλή. Για κάθε παράγραφο δεν υπήρχε μια εκδοχή, αλλά όσες ήθελαν. Έγραφε ας πούμε: θέμα – τα αίτια της κρίσης και από κάτω η κάθε πλευρά συμπλήρωνε ό,τι νόμιζε. Όπου συμφωνούσαν το κείμενο οριστικοποιούνταν. Για το υπόλοιπο έμενε σε παρένθεση – μια του ενός και μια του άλλου. Έτσι βέβαια δεν υπήρχε κείμενο, αλλά ένα λεκτικό τέρας – που τους κρατούσε όμως στο ίδιο τραπέζι.
Τέτοια ωραία συνέβαιναν στη μακρινή Γενεύη το ακόμη πιο μακρινό 1972 – και δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα θυμήθηκα ξαφνικά. Παρεμπιπτόντως και για όσους ενδιαφέρονται οι συνομιλίες μετά από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια είχαν επιτυχία. Υπεγράφη θριαμβευτικά συμφωνία. Λίγο αργότερα η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε. Όταν η συμφωνία εφαρμόστηκε, ο κόσμος τον οποίο αφορούσε απλώς δεν υπήρχε πια. Γιατί μερικά πράγματα τα λύνει η πραγματικότητα.
Thursday, October 4, 2007
Όχι στο διάλογο;
Πέμπτη 4 Οκτωβρίου - και μπορεί κανείς να πει πολλά για την κυβέρνηση, αν θέλει και κρίνει, και πολλά για το ασφαλιστικό και την κατάστασή του και τις ευθύνες, για το παρελθόν και για το μέλλον. Μπορεί να πει πολλά, αλλά είναι εντελώς ανεπίτρεπτο να μην πει τίποτε απολύτως.
Η κυβέρνηση έκανε μια πρόσκληση για διάλογο. Υποβολιμαία; Ίσως. Προσχηματική; Ενδεχομένως. Κακών προθέσεων; Δεν ξέρω. Αλλά έως τώρα έχει εισπράξει τέσσερις αρνήσεις: δύο πολιτικές, από το ΚΚΕ και το ΣΥΝ, και δύο συνδικαλιστικές, από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Δύο πολιτικά κόμματα, που αναγνωρίζουν όπως όλοι ότι το ασφαλιστικό είναι (μαζί με το περιβαλλοντικό πια) τα μεγαλύτερα προβλήματα της χώρας, και οι δύο μεγαλύτερες οργανώσεις των εργαζομένων – δηλαδή εκείνων που κατεξοχήν ενδιαφέρονται για να μην υπάρξουν προβλήματα στο μέλλον με την ασφάλιση και τις συντάξεις, αρνούνται να συζητήσουν καν. Προχθές, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανακοίνωσε πως δεν θα μετάσχει καν στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Συνέβη κάτι που δεν καταλάβαμε σε αυτές τις εκλογές; Κάλπη ήταν ή χρονομηχανή και μας έφερε στο χίλια εννιακόσια δεν ξέρω πόσα…
Το Ασφαλιστικό βέβαια δεν περιμένει τη συναίνεσή μας για να συζητηθεί. Συζητείται από μόνο του. Κάθε μέρα που περνάει χωρίς να κάνουμε τίποτα, δεν είναι μια αθώα ημέρα. Ο χρόνος δεν παγώνει, αντιθέτως επιδεινώνει την κατάσταση με δραματικούς ρυθμούς και αυτομάτως καθιστά σκληρότερη την πραγματικότητα που θα ζήσουμε όταν συνειδητοποιήσουμε πως η άρνησή της δεν οδηγεί πουθενά.
Έστω και τώρα όμως. Δύο κόμματα και δύο συνδικάτα αρνήθηκαν συμμετοχή στο διάλογο. Γιατί; Επειδή τον υποθέτουν ως παγίδα για προειλημμένες αποφάσεις. Επειδή βλέπουν «στημένη» τη διαδικασία. Στο μέτρο αυτό, λοιπόν, έχουν υποχρέωση να αντιπροτείνουν, αν όχι λύσεις για το ασφαλιστικό, τουλάχιστον μια διαδικασία διαλόγου που θα θεωρούσαν θεμιτή, στεγανή και δίκαιη. Να εξηγήσουν τους όρους όχι της επίλυσης που θέλουν μόνοι τους αλλά της συμμετοχής τους στη συζήτηση. Τι ακριβώς θέλουν για να πάνε στο τραπέζι και να μιλήσουν; Το πρόβλημα δεν είναι άγνωστο στις κρίσεις, τις διαβουλεύσεις και τη θεωρία των διαπραγματεύσεων. Λέγεται «συνομιλίες για τις συνομιλίες». Δεν φανταζόμουν πως ο κοινωνικός διάλογος θα είχε προϋποθέσεις μεσανατολικού, αλλά ας είναι και έτσι. Αυτό που είναι εντελώς αδύνατο είναι η εμμονή στην παντελή άρνηση της συζήτησης.
Εξίσου και ομοίως για τα συνδικάτα. Δηλώνουν πως πρώτα πρέπει η κυβέρνηση να δώσει τα 8 δις ευρώ που χρωστάει το κράτος. Ασφαλώς. Ασφαλώς και πρέπει να τα δώσει. Αλλά υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει ότι το κράτος στην Ελλάδα, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, εγγυάται πλήρως τις συντάξεις; Πιστεύει κανείς ότι, ας πούμε, εάν αύριο το Ταμείο των δημοσιογράφων χάρη στις άοκνες επενδυτικές προσπάθειες της διοίκησής του φαλίρει, δεν θα πάρουν συντάξεις στο τέλος του μήνα; Κι ας αφήσουμε τους πολυτελείς εργαζομένους. Ποιος στηρίζει το ταμείο των εργατών τύπου, που βγήκαν στη σύνταξη στα 30 τους με την αλλαγή της τεχνολογίας; Ποιος θα αναλάβει σε οποιαδήποτε λύση του Ασφαλιστικού τα βάρη των μη βιώσιμων ταμείων; Αμφιβάλλει κανείς πως θα είναι το κράτος;
Τα συνδικάτα, λοιπόν, έχουν ευθύνη έναντι των μελών τους να πάνε, να ακούσουν, να αντιπροτείνουν και μετά, εάν χρειαστεί, να αντιδράσουν όπως κρίνουν. Δικαιούνται να θέσουν όρους συμμετοχής. Και η κυβέρνηση πρέπει να πείσει πως θα τους δεχθεί και θα συζητήσει για το πρόβλημα και όχι για τη λύση που έχει ήδη αποφασίσει. Αλλά είναι απολύτως αδιανόητο να μην διεξαχθεί καν η συζήτηση.
Η κυβέρνηση έκανε μια πρόσκληση για διάλογο. Υποβολιμαία; Ίσως. Προσχηματική; Ενδεχομένως. Κακών προθέσεων; Δεν ξέρω. Αλλά έως τώρα έχει εισπράξει τέσσερις αρνήσεις: δύο πολιτικές, από το ΚΚΕ και το ΣΥΝ, και δύο συνδικαλιστικές, από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Δύο πολιτικά κόμματα, που αναγνωρίζουν όπως όλοι ότι το ασφαλιστικό είναι (μαζί με το περιβαλλοντικό πια) τα μεγαλύτερα προβλήματα της χώρας, και οι δύο μεγαλύτερες οργανώσεις των εργαζομένων – δηλαδή εκείνων που κατεξοχήν ενδιαφέρονται για να μην υπάρξουν προβλήματα στο μέλλον με την ασφάλιση και τις συντάξεις, αρνούνται να συζητήσουν καν. Προχθές, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανακοίνωσε πως δεν θα μετάσχει καν στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Συνέβη κάτι που δεν καταλάβαμε σε αυτές τις εκλογές; Κάλπη ήταν ή χρονομηχανή και μας έφερε στο χίλια εννιακόσια δεν ξέρω πόσα…
Το Ασφαλιστικό βέβαια δεν περιμένει τη συναίνεσή μας για να συζητηθεί. Συζητείται από μόνο του. Κάθε μέρα που περνάει χωρίς να κάνουμε τίποτα, δεν είναι μια αθώα ημέρα. Ο χρόνος δεν παγώνει, αντιθέτως επιδεινώνει την κατάσταση με δραματικούς ρυθμούς και αυτομάτως καθιστά σκληρότερη την πραγματικότητα που θα ζήσουμε όταν συνειδητοποιήσουμε πως η άρνησή της δεν οδηγεί πουθενά.
Έστω και τώρα όμως. Δύο κόμματα και δύο συνδικάτα αρνήθηκαν συμμετοχή στο διάλογο. Γιατί; Επειδή τον υποθέτουν ως παγίδα για προειλημμένες αποφάσεις. Επειδή βλέπουν «στημένη» τη διαδικασία. Στο μέτρο αυτό, λοιπόν, έχουν υποχρέωση να αντιπροτείνουν, αν όχι λύσεις για το ασφαλιστικό, τουλάχιστον μια διαδικασία διαλόγου που θα θεωρούσαν θεμιτή, στεγανή και δίκαιη. Να εξηγήσουν τους όρους όχι της επίλυσης που θέλουν μόνοι τους αλλά της συμμετοχής τους στη συζήτηση. Τι ακριβώς θέλουν για να πάνε στο τραπέζι και να μιλήσουν; Το πρόβλημα δεν είναι άγνωστο στις κρίσεις, τις διαβουλεύσεις και τη θεωρία των διαπραγματεύσεων. Λέγεται «συνομιλίες για τις συνομιλίες». Δεν φανταζόμουν πως ο κοινωνικός διάλογος θα είχε προϋποθέσεις μεσανατολικού, αλλά ας είναι και έτσι. Αυτό που είναι εντελώς αδύνατο είναι η εμμονή στην παντελή άρνηση της συζήτησης.
Εξίσου και ομοίως για τα συνδικάτα. Δηλώνουν πως πρώτα πρέπει η κυβέρνηση να δώσει τα 8 δις ευρώ που χρωστάει το κράτος. Ασφαλώς. Ασφαλώς και πρέπει να τα δώσει. Αλλά υπάρχει κανείς που να αμφιβάλλει ότι το κράτος στην Ελλάδα, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, εγγυάται πλήρως τις συντάξεις; Πιστεύει κανείς ότι, ας πούμε, εάν αύριο το Ταμείο των δημοσιογράφων χάρη στις άοκνες επενδυτικές προσπάθειες της διοίκησής του φαλίρει, δεν θα πάρουν συντάξεις στο τέλος του μήνα; Κι ας αφήσουμε τους πολυτελείς εργαζομένους. Ποιος στηρίζει το ταμείο των εργατών τύπου, που βγήκαν στη σύνταξη στα 30 τους με την αλλαγή της τεχνολογίας; Ποιος θα αναλάβει σε οποιαδήποτε λύση του Ασφαλιστικού τα βάρη των μη βιώσιμων ταμείων; Αμφιβάλλει κανείς πως θα είναι το κράτος;
Τα συνδικάτα, λοιπόν, έχουν ευθύνη έναντι των μελών τους να πάνε, να ακούσουν, να αντιπροτείνουν και μετά, εάν χρειαστεί, να αντιδράσουν όπως κρίνουν. Δικαιούνται να θέσουν όρους συμμετοχής. Και η κυβέρνηση πρέπει να πείσει πως θα τους δεχθεί και θα συζητήσει για το πρόβλημα και όχι για τη λύση που έχει ήδη αποφασίσει. Αλλά είναι απολύτως αδιανόητο να μην διεξαχθεί καν η συζήτηση.
Wednesday, October 3, 2007
Φορολογία και αναδιανομή
Τετάρτη 3 Οκτωβρίου – και αφού η υπόθεση της φορολογίας του πετρελαίου θα είναι το πρώτο θέμα συζήτησης στα δελτία ειδήσεων για τις επόμενες μέρες, και ασφαλώς το πρώτο θέμα συζήτησης σε μια σειρά ευχάριστες συνελεύσεις πολυκατοικιών τους επόμενους μήνες, ας πούμε δυο λόγια για αυτή την κίνηση που έχει θερμάνει το κλίμα.
Πρώτον, το μέτρο της εξίσωσης της φορολογίας είναι σωστό. Και είναι σωστό γιατί η έκταση του λαθρεμπορίου και της φοροδιαφυγής ήταν πρωτοφανής και τεράστια, ισοδυναμούσε με μια ολόκληρη παραοικονομία που ο τζίρος της δεν ήταν κλάδου αλλά σχεδόν ενός μικρού παρακράτους που είχε στηθεί γύρω από την διαφορά στη φορολόγηση ενός και του αυτού προϊόντος ανάλογα με το ποιος το αγοράζει. Όταν λέω παραοικονομία, το εννοώ. Μιλάμε για επενδύσεις της τάξης των εκατομμυρίων ευρώ σε υποδομές, παράνομες υποδομές φυσικά, με μεγάλα δίκτυα διανομής εντελώς παράνομα. Στο Πέραμα, ας πούμε, είναι κοινό μυστικό και η ύπαρξη των δικτύων (με σωλήνες, αντλίες και γιγαντιαίες υπόγειες δεξαμενές) όσο και τα ονόματα των ιδιοκτητών τους. Το τι γίνεται το ξέρουν όλοι – και φυσικά το υπουργείο Οικονομικών.
Η λαθρεμπορία είναι ασφαλώς πρόβλημα, αλλά το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο από την απώλεια εσόδων. Μια τέτοιας έκτασης παραοικονομική δραστηριότητα στρεβλώνει εντελώς και τη λειτουργία της υπόλοιπης οικονομίας και της αγοράς. Δεν μιλώ για τα ταξί ή τα φορτηγά, που τα περισσότερα δεν περνούν τακτικά από τα συνηθισμένα βενζινάδικα. Δεν μιλώ ούτε για τα βενζινάδικα που δεν τροφοδοτούνται πάντοτε με νόμιμα βυτία. Το ζήτημα είναι κυρίως στις βιοτεχνίες και τις μικρές ή μεσαίες βιομηχανίες, που λειτουργούν σε απίστευτα ποσοστά με λαθραίο καύσιμο. Και αυτό συμβαίνει γιατί απλώς το αντίθετο είναι αδύνατο. Όποιος ενδεχομένως θα ήθελε να αγοράζει νόμιμο πετρέλαιο, θα ανέβαζε το κόστος του τόσο πολύ ώστε να μην είναι ανταγωνιστικός, να μην μπορεί να σταθεί στην αγορά.
Το πρόβλημα είναι γνωστό, απλώς δεν υπήρχε (και δεν θα υπάρξει) απλό και αντιγραφειοκρατικό σύστημα επιστροφής του φόρου σε όσους πράγματι θα ήταν καλό να πληρώνουν λιγότερο για το πετρέλαιο θέρμανσης. Η κυβέρνηση πιστεύει πως ανακάλυψε έναν. Σύντομα θα ανακαλύψει πως δεν θα λειτουργήσει. Ασφαλώς μια κυβέρνηση που δίνει τέτοιο βάρος στην επικοινωνία και την εικόνα της, δεν θα σκεφτόταν ποτέ να ανακοινώσει απλώς την εξομοίωση του φόρου και να δεχθεί πως θα πληρώσουν παραπάνω οι πάντες στη χώρα – και μάλιστα την επαύριο των εκλογών. Έτσι για φέτος θα τραβήξουμε την ιστορία με τις τράπεζες, τα τιμολόγια, τα ΑΦΜ του διαχειριστή και τον τσακωμό στη συνέλευση. Το σύστημα θα πεθάνει σύντομα στην πράξη.
Τι μένει; Μένει, όχι για φέτος, αλλά στο μέλλον, να αναλάβει κάποιος να πει ειλικρινά στους πολίτες ότι θα πρέπει να πληρώνουν και το πετρέλαιο θέρμανσης προς ένα ευρώ το λίτρο. Έτσι; Φορομπηχτικά; Όχι. Τα έσοδα από μια τέτοια απόφαση –από τον πρόσθετο φόρο και την απαλοιφή του διαχειριστικού κόστους για το σύστημα επιστροφών- θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αμέσως μια αύξηση των κατώτατων συντάξεων σε συνταξιούχους και αγρότες. Είναι ακριβώς οι κατηγορίες που κατεξοχήν έχουν ανάγκη να ενισχυθούν για βασικές ανάγκες όπως η θέρμανση. Βέβαια, θα ήταν μια μεγάλη αναδιανομή υπέρ των κατώτατων στρωμάτων και εις βάρος, κυρίως, των μεσαίων. Αλλά μπορούν να το αντέξουν και θα ήταν και δίκαιο. Αρκεί, φυσικά, τα χρήματα να πήγαιναν πράγματι εκεί και όχι σε καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου, για παράδειγμα, που όλο συγκρατούνται στους προϋπολογισμούς και όλο αφηνιάζουν στους ισολογισμούς και κανείς από το οικονομικό επιτελείο δεν άκουσα να λέει κάτι για αυτό τον υπέροχο ρυθμό του +39% με τον οποίο υποτίθεται ότι εξυγιάνθηκαν πέρυσι.
Πρώτον, το μέτρο της εξίσωσης της φορολογίας είναι σωστό. Και είναι σωστό γιατί η έκταση του λαθρεμπορίου και της φοροδιαφυγής ήταν πρωτοφανής και τεράστια, ισοδυναμούσε με μια ολόκληρη παραοικονομία που ο τζίρος της δεν ήταν κλάδου αλλά σχεδόν ενός μικρού παρακράτους που είχε στηθεί γύρω από την διαφορά στη φορολόγηση ενός και του αυτού προϊόντος ανάλογα με το ποιος το αγοράζει. Όταν λέω παραοικονομία, το εννοώ. Μιλάμε για επενδύσεις της τάξης των εκατομμυρίων ευρώ σε υποδομές, παράνομες υποδομές φυσικά, με μεγάλα δίκτυα διανομής εντελώς παράνομα. Στο Πέραμα, ας πούμε, είναι κοινό μυστικό και η ύπαρξη των δικτύων (με σωλήνες, αντλίες και γιγαντιαίες υπόγειες δεξαμενές) όσο και τα ονόματα των ιδιοκτητών τους. Το τι γίνεται το ξέρουν όλοι – και φυσικά το υπουργείο Οικονομικών.
Η λαθρεμπορία είναι ασφαλώς πρόβλημα, αλλά το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο από την απώλεια εσόδων. Μια τέτοιας έκτασης παραοικονομική δραστηριότητα στρεβλώνει εντελώς και τη λειτουργία της υπόλοιπης οικονομίας και της αγοράς. Δεν μιλώ για τα ταξί ή τα φορτηγά, που τα περισσότερα δεν περνούν τακτικά από τα συνηθισμένα βενζινάδικα. Δεν μιλώ ούτε για τα βενζινάδικα που δεν τροφοδοτούνται πάντοτε με νόμιμα βυτία. Το ζήτημα είναι κυρίως στις βιοτεχνίες και τις μικρές ή μεσαίες βιομηχανίες, που λειτουργούν σε απίστευτα ποσοστά με λαθραίο καύσιμο. Και αυτό συμβαίνει γιατί απλώς το αντίθετο είναι αδύνατο. Όποιος ενδεχομένως θα ήθελε να αγοράζει νόμιμο πετρέλαιο, θα ανέβαζε το κόστος του τόσο πολύ ώστε να μην είναι ανταγωνιστικός, να μην μπορεί να σταθεί στην αγορά.
Το πρόβλημα είναι γνωστό, απλώς δεν υπήρχε (και δεν θα υπάρξει) απλό και αντιγραφειοκρατικό σύστημα επιστροφής του φόρου σε όσους πράγματι θα ήταν καλό να πληρώνουν λιγότερο για το πετρέλαιο θέρμανσης. Η κυβέρνηση πιστεύει πως ανακάλυψε έναν. Σύντομα θα ανακαλύψει πως δεν θα λειτουργήσει. Ασφαλώς μια κυβέρνηση που δίνει τέτοιο βάρος στην επικοινωνία και την εικόνα της, δεν θα σκεφτόταν ποτέ να ανακοινώσει απλώς την εξομοίωση του φόρου και να δεχθεί πως θα πληρώσουν παραπάνω οι πάντες στη χώρα – και μάλιστα την επαύριο των εκλογών. Έτσι για φέτος θα τραβήξουμε την ιστορία με τις τράπεζες, τα τιμολόγια, τα ΑΦΜ του διαχειριστή και τον τσακωμό στη συνέλευση. Το σύστημα θα πεθάνει σύντομα στην πράξη.
Τι μένει; Μένει, όχι για φέτος, αλλά στο μέλλον, να αναλάβει κάποιος να πει ειλικρινά στους πολίτες ότι θα πρέπει να πληρώνουν και το πετρέλαιο θέρμανσης προς ένα ευρώ το λίτρο. Έτσι; Φορομπηχτικά; Όχι. Τα έσοδα από μια τέτοια απόφαση –από τον πρόσθετο φόρο και την απαλοιφή του διαχειριστικού κόστους για το σύστημα επιστροφών- θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αμέσως μια αύξηση των κατώτατων συντάξεων σε συνταξιούχους και αγρότες. Είναι ακριβώς οι κατηγορίες που κατεξοχήν έχουν ανάγκη να ενισχυθούν για βασικές ανάγκες όπως η θέρμανση. Βέβαια, θα ήταν μια μεγάλη αναδιανομή υπέρ των κατώτατων στρωμάτων και εις βάρος, κυρίως, των μεσαίων. Αλλά μπορούν να το αντέξουν και θα ήταν και δίκαιο. Αρκεί, φυσικά, τα χρήματα να πήγαιναν πράγματι εκεί και όχι σε καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου, για παράδειγμα, που όλο συγκρατούνται στους προϋπολογισμούς και όλο αφηνιάζουν στους ισολογισμούς και κανείς από το οικονομικό επιτελείο δεν άκουσα να λέει κάτι για αυτό τον υπέροχο ρυθμό του +39% με τον οποίο υποτίθεται ότι εξυγιάνθηκαν πέρυσι.
Καραμανλής χαλαρός νομοθετεί
Τρίτη 2 Οκτωβρίου – και πολλά θα μπορούσε ίσως να προσάψει κανείς στην κυβέρνηση, αλλά ένα δεν μπορεί παρά να της το αναγνωρίσει (και στην πολιτική είναι μεγάλο πλεονέκτημα): είναι μια κυβέρνηση με απόλυτη αίσθηση του πολιτικού χρόνου.
Οι εκλογές έγιναν πριν από 17 ημέρες – ασχέτως εάν σας φαίνεται πως έχουν χαθεί στο βάθος του παρελθόντος χρόνου. Μέσα σε αυτές τις δύο εβδομάδες, ιδού ένας πρόχειρος απολογισμός για το τι έχει κάνει η κυβέρνηση – πρόκειται για καταγραφή και όχι για αξιολόγηση:
1. Ανακοίνωσε την αλλαγή του εκλογικού νόμου, μαζί με ολίγη πίεση προς το ΠΑΣΟΚ να την αποδεχθεί με καρότο και μαστίγιο δέκα εδρών
2. Απέσυρε το βιβλίο της Ιστορίας κλείνοντας, κατά τρόπο με τον οποίο έχουμε επανειλημμένα διαφωνήσει, αλλά πάντως κλείνοντας το πιο οδυνηρό για τη Νέα Δημοκρατία πολιτικό μέτωπο προς τα Δεξιά της, μια πραγματική χαίνουσα πληγή στη βάση της.
3. Άνοιξε το Ασφαλιστικό, με προετοιμασίες και προσκλήσεις διαλόγου προς τους κοινωνικούς φορείς και τα συνδικάτα, με προειδοποιήσεις για 30άρηδες που θα μείνουν χωρίς σύνταξη και με αναγγελίες για ενοποιήσεις ταμείων και «μοντέλο ΙΚΑ».
4. Ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποσυνδέσει το Λύκειο από το Πανεπιστήμιο, να καταργήσει τις εισαγωγικές και να αλλάξει το σύστημα εξετάσεων για πρόσβαση στα Πανεπιστήμια,
και
5. Παρουσίασε ένα προϋπολογισμό με τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις, αλλά και με σημαντικά μέτρα περιορισμού του λαθρεμπορίου, όπως στην περίπτωση των καυσίμων, για να χρηματοδοτηθούν μέτρα, όπως η κατώτατη σύνταξη αλλά και μια τεράστια τρύπα αφού αφηνίασαν αντί να εξυγιανθούν οι καταναλωτικές δαπάνες του τερατώδους ελληνικού Δημοσίου με +39%. Έξι δις ευρώ επιπλέον φόροι είναι πραγματικά ένα τόλμημα – συνήθως σε όλο τον κόσμο οι σοσιαλιστές βάζουν φόρους για να χρηματοδοτήσουν το Κράτος και οι φιλελεύθεροι αντιδρούν, θέλουν μείωση Κράτους και μείωση δαπανών, εδώ βεβαίως τα πράγματα είναι πιο θολά, αλλά αυτό είναι μια άλλη πικρή ιστορία. Και σε κάθε περίπτωση, ποιος υπουργός Οικονομίας θα τολμούσε να ελπίζει, όπως έγινε χθες το βράδυ, ότι θα ανακοίνωνε φόρους έξι δις και δύο από τα τέσσερα μεγάλα δελτία ειδήσεων, και μάλιστα τα κατά τεκμήριον αυστηρότερα απέναντι στην κυβέρνησή του, θα είχαν διαφορετικό πρώτο θέμα και μάλιστα το πιο ευχάριστο για τον ίδιο, δηλαδή τα εσωκομματικά της αντιπολίτευσης.
Ξαναλέω: ο απολογισμός αυτός δεν έχει χαρακτήρα αξιολόγησης. Είναι όμως πραγματικά εντυπωσιακός ως προς τον αριθμό των κινήσεων και την προφανή λογική της κυβέρνησης. Ήταν έτοιμη και περίμενε την ανανέωση της εντολής, που είναι σωστό, και εκμεταλλεύεται απολύτως την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αντιπολίτευση, που είναι εύλογο. Με ένα τέτοιο κατάλογο σε δύο εβδομάδες, το συμπέρασμα είναι μάλλον απλό: μέχρι να εκλεγεί αρχηγός στο ΠΑΣΟΚ –δεν λέω να σταθεί στα πόδια του, λέω απλώς να αναδειχθεί- από πολιτική άποψη η τετραετία θα έχει πρακτικά ολοκληρωθεί. Θα μένει μόνο η διαχείριση του υπόλοιπου πολιτικού χρόνου – μέχρι το 2011, ή το 2009, ή μέχρι όποτε αποφασίσει ένας πρωθυπουργός χωρίς πίεση.
Οι εκλογές έγιναν πριν από 17 ημέρες – ασχέτως εάν σας φαίνεται πως έχουν χαθεί στο βάθος του παρελθόντος χρόνου. Μέσα σε αυτές τις δύο εβδομάδες, ιδού ένας πρόχειρος απολογισμός για το τι έχει κάνει η κυβέρνηση – πρόκειται για καταγραφή και όχι για αξιολόγηση:
1. Ανακοίνωσε την αλλαγή του εκλογικού νόμου, μαζί με ολίγη πίεση προς το ΠΑΣΟΚ να την αποδεχθεί με καρότο και μαστίγιο δέκα εδρών
2. Απέσυρε το βιβλίο της Ιστορίας κλείνοντας, κατά τρόπο με τον οποίο έχουμε επανειλημμένα διαφωνήσει, αλλά πάντως κλείνοντας το πιο οδυνηρό για τη Νέα Δημοκρατία πολιτικό μέτωπο προς τα Δεξιά της, μια πραγματική χαίνουσα πληγή στη βάση της.
3. Άνοιξε το Ασφαλιστικό, με προετοιμασίες και προσκλήσεις διαλόγου προς τους κοινωνικούς φορείς και τα συνδικάτα, με προειδοποιήσεις για 30άρηδες που θα μείνουν χωρίς σύνταξη και με αναγγελίες για ενοποιήσεις ταμείων και «μοντέλο ΙΚΑ».
4. Ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποσυνδέσει το Λύκειο από το Πανεπιστήμιο, να καταργήσει τις εισαγωγικές και να αλλάξει το σύστημα εξετάσεων για πρόσβαση στα Πανεπιστήμια,
και
5. Παρουσίασε ένα προϋπολογισμό με τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις, αλλά και με σημαντικά μέτρα περιορισμού του λαθρεμπορίου, όπως στην περίπτωση των καυσίμων, για να χρηματοδοτηθούν μέτρα, όπως η κατώτατη σύνταξη αλλά και μια τεράστια τρύπα αφού αφηνίασαν αντί να εξυγιανθούν οι καταναλωτικές δαπάνες του τερατώδους ελληνικού Δημοσίου με +39%. Έξι δις ευρώ επιπλέον φόροι είναι πραγματικά ένα τόλμημα – συνήθως σε όλο τον κόσμο οι σοσιαλιστές βάζουν φόρους για να χρηματοδοτήσουν το Κράτος και οι φιλελεύθεροι αντιδρούν, θέλουν μείωση Κράτους και μείωση δαπανών, εδώ βεβαίως τα πράγματα είναι πιο θολά, αλλά αυτό είναι μια άλλη πικρή ιστορία. Και σε κάθε περίπτωση, ποιος υπουργός Οικονομίας θα τολμούσε να ελπίζει, όπως έγινε χθες το βράδυ, ότι θα ανακοίνωνε φόρους έξι δις και δύο από τα τέσσερα μεγάλα δελτία ειδήσεων, και μάλιστα τα κατά τεκμήριον αυστηρότερα απέναντι στην κυβέρνησή του, θα είχαν διαφορετικό πρώτο θέμα και μάλιστα το πιο ευχάριστο για τον ίδιο, δηλαδή τα εσωκομματικά της αντιπολίτευσης.
Ξαναλέω: ο απολογισμός αυτός δεν έχει χαρακτήρα αξιολόγησης. Είναι όμως πραγματικά εντυπωσιακός ως προς τον αριθμό των κινήσεων και την προφανή λογική της κυβέρνησης. Ήταν έτοιμη και περίμενε την ανανέωση της εντολής, που είναι σωστό, και εκμεταλλεύεται απολύτως την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αντιπολίτευση, που είναι εύλογο. Με ένα τέτοιο κατάλογο σε δύο εβδομάδες, το συμπέρασμα είναι μάλλον απλό: μέχρι να εκλεγεί αρχηγός στο ΠΑΣΟΚ –δεν λέω να σταθεί στα πόδια του, λέω απλώς να αναδειχθεί- από πολιτική άποψη η τετραετία θα έχει πρακτικά ολοκληρωθεί. Θα μένει μόνο η διαχείριση του υπόλοιπου πολιτικού χρόνου – μέχρι το 2011, ή το 2009, ή μέχρι όποτε αποφασίσει ένας πρωθυπουργός χωρίς πίεση.
Monday, October 1, 2007
Η Βουλή των συγκρούσεων
Δευτέρα 1η Οκτωβρίου – και το εκλογικό αποτέλεσμα δεν το έδειχνε, το δείχνει όμως η εμπειρία από την πρώτη μέρα. Αυτή δεν θα είναι μια Βουλή συναίνεσης, θα είναι μια Βουλή συγκρούσεων.
Ακόμη κι αν δεν θα το επέλεγαν οι πρωταγωνιστές, το επιλέγουν γι’αυτούς οι συνθήκες. Ο κ. Καραμανλής δεν έχει παρά το δρόμο των συγκρούσεων, αν θέλει στο τέλος αυτής της περιόδου –που ήδη άρχισε συζήτηση για το εάν θα είναι τετραετής ή πολύ συντομότερη- να παρουσιάσει, καθώς τότε θα του ζητείται χωρίς περιθώρια ελιγμών, ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις: ασφαλιστικό, αλλά και φορολογικό, χωρίς συγκρούσεις δεν υπάρχει.
Θα είναι μια Βουλή συγκρούσεων γιατί οι εσωτερικές συνθήκες στην αξιωματική αντιπολίτευση κάνουν μονόδρομο για τους υποψηφίους αρχηγούς της σήμερα και τον εκλεγμένο αύριο (ή μεθαύριο, τελοσπάντων) τη μετωπική με τον κ. Καραμανλή. Ούτε προφίλ αντάξιου αρχηγού, ούτε προφίλ μελλοντικού ηγέτη χτίζεται χωρίς αναμέτρηση με τον εν ενεργεία Πρωθυπουργό. Η σύγκρουση αυτή θα έχει παρενέργειες: η ανακοίνωση για μη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης είναι ήδη ένα πρώτο σύμπτωμα. Άλλωστε για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η σύγκρουση με την κυβέρνηση είναι λόγος ύπαρξης, πολύ περισσότερο όταν ο κ. Καραμανλής επιστρέφει στο δίλημμα πρόοδος ή συντήρηση, για να ταχθεί με την πρώτη και να χρεώσει στους άλλους τη δεύτερη. Είναι η αποθέωση της τριγωνοποίησης. Για το εάν υπάρχει άλλη πολιτική αντίδραση από το «όχι σε όλα» μένει να υπάρξει μια απάντηση, αλλά φυσικά μετά τις 11 Νοεμβρίου.
Και τέλος, σε λογική συγκρούσεων παραπέμπει η συνύπαρξη μιας ενισχυμένης Αριστεράς με λαϊκορθόδοξη Δεξιά. Το είδαμε στον παροξυσμό από την πρώτη μέρα της πολιτικής αντίθεσης, για παράδειγμα, μεταξύ Αλαβάνου και Καρατζαφέρη και ήταν μόνο το πρώτο επεισόδιο.
Όσο για την εξέλιξη της κατάστασης στο ΠΑΣΟΚ, ο Θόδωρος Πάγκαλος είχε πριν από λίγες μέρες προειδοποιήσει σε μια συνέντευξή του. Να προσέξουμε, είχε πει, μη γίνει το πράγμα φραμπαλάς. Μια νέα υποψηφιότητα έρχεται να τον υποστηρίξει. Το 1996, ο Κώστας Λαλιώτης είχε προτείνει δυαρχία. Το ξαναπροτείνει σήμερα, καταθέτοντας υποψηφιότητα για την αρχηγία, ο κ. Δημήτρης Τζιώτης, εκ Βουλιαγμένης ορμώμενος. Άλλωστε είναι γνωστό πως τα μεγάλα δράματα στην Ιστορία επαναλαμβάνονται ως φάρσα.
Ακόμη κι αν δεν θα το επέλεγαν οι πρωταγωνιστές, το επιλέγουν γι’αυτούς οι συνθήκες. Ο κ. Καραμανλής δεν έχει παρά το δρόμο των συγκρούσεων, αν θέλει στο τέλος αυτής της περιόδου –που ήδη άρχισε συζήτηση για το εάν θα είναι τετραετής ή πολύ συντομότερη- να παρουσιάσει, καθώς τότε θα του ζητείται χωρίς περιθώρια ελιγμών, ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις: ασφαλιστικό, αλλά και φορολογικό, χωρίς συγκρούσεις δεν υπάρχει.
Θα είναι μια Βουλή συγκρούσεων γιατί οι εσωτερικές συνθήκες στην αξιωματική αντιπολίτευση κάνουν μονόδρομο για τους υποψηφίους αρχηγούς της σήμερα και τον εκλεγμένο αύριο (ή μεθαύριο, τελοσπάντων) τη μετωπική με τον κ. Καραμανλή. Ούτε προφίλ αντάξιου αρχηγού, ούτε προφίλ μελλοντικού ηγέτη χτίζεται χωρίς αναμέτρηση με τον εν ενεργεία Πρωθυπουργό. Η σύγκρουση αυτή θα έχει παρενέργειες: η ανακοίνωση για μη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης είναι ήδη ένα πρώτο σύμπτωμα. Άλλωστε για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η σύγκρουση με την κυβέρνηση είναι λόγος ύπαρξης, πολύ περισσότερο όταν ο κ. Καραμανλής επιστρέφει στο δίλημμα πρόοδος ή συντήρηση, για να ταχθεί με την πρώτη και να χρεώσει στους άλλους τη δεύτερη. Είναι η αποθέωση της τριγωνοποίησης. Για το εάν υπάρχει άλλη πολιτική αντίδραση από το «όχι σε όλα» μένει να υπάρξει μια απάντηση, αλλά φυσικά μετά τις 11 Νοεμβρίου.
Και τέλος, σε λογική συγκρούσεων παραπέμπει η συνύπαρξη μιας ενισχυμένης Αριστεράς με λαϊκορθόδοξη Δεξιά. Το είδαμε στον παροξυσμό από την πρώτη μέρα της πολιτικής αντίθεσης, για παράδειγμα, μεταξύ Αλαβάνου και Καρατζαφέρη και ήταν μόνο το πρώτο επεισόδιο.
Όσο για την εξέλιξη της κατάστασης στο ΠΑΣΟΚ, ο Θόδωρος Πάγκαλος είχε πριν από λίγες μέρες προειδοποιήσει σε μια συνέντευξή του. Να προσέξουμε, είχε πει, μη γίνει το πράγμα φραμπαλάς. Μια νέα υποψηφιότητα έρχεται να τον υποστηρίξει. Το 1996, ο Κώστας Λαλιώτης είχε προτείνει δυαρχία. Το ξαναπροτείνει σήμερα, καταθέτοντας υποψηφιότητα για την αρχηγία, ο κ. Δημήτρης Τζιώτης, εκ Βουλιαγμένης ορμώμενος. Άλλωστε είναι γνωστό πως τα μεγάλα δράματα στην Ιστορία επαναλαμβάνονται ως φάρσα.
Subscribe to:
Posts (Atom)